Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Αντίο, αγαπημένη Άλκη Ζέη


- ΠΟΣΟ ΘΑ ΖΗΣΕΙΣ ΑΚΟΜΑ, ΓΙΑΓΙΑ;
Με παζαρεύουν τα εγγόνια μου για το πόσο θα ζήσω ακόμα.
- Δέκα χρόνια, είστε ευχαριστημένα;
Η εγγονή μου επιμένει στα δεκαπέντε. Τελικά συμβιβαζόμαστε στα δεκατρία. Είναι κρίμα, λέει, αφού θα πατήσω τον εικοστό πρώτο αιώνα, να μην έχω καιρό μπροστά μου να τους δω να μεγαλώνουν. Βέβαια και είναι κρίμα. Μήπως είναι στο χέρι μου;
Η πρώτη φορά που αντίκρισα γραμμένο το 2000 ήτανε τον Δεκέμβρη του 1990. Μόλις είχε φύγει ο Γιώργος για πάντα. Μου είχε αφήσει εντολή μην τύχει και δεν ανανεώσω την κάρτα παραμονής στη Γαλλία, παρόλο που θα μου ήταν άχρηστη αφού εδώ και χρόνια είχαμε γυρίσει οριστικά στην Ελλάδα. Ύστερα από τα τόσα που περάσαμε, αγωνιούσε φαίνεται που θα μ' άφηνε μόνη και σκεφτότανε πως για καλό και για κακό ας είχα μια κάρτα μονίμου κατοίκου της Γαλλίας.
Μόνο και μόνο γιατί του το υποσχέθηκα πήγα στο Παρίσι να τη ζητήσω. Τώρα πια ούτε ουρές ούτε τίποτα. Πας την ορισμένη μέρα και ώρα που σου έχουν πει από το τηλέφωνο και σε λίγα λεπτά σου παραδίνουν μια καινούργια κάρτα που ισχύει για δέκα χρόνια. Ως τις 31 Δεκεμβρίου 2000. Θα έχουν περάσει δέκα χρόνια που θα έχει φύγει ο Γιώργος κι εγώ...

Τώρα τι να το κάνω το ολοκαίνουργιο 2000, καθαρό και καμαρωτό; Τώρα που τα έχω όλα, και υπηκοότητα και διαβατήριο και βίζα για την Αμερική που ισχύει επ' αόριστον και για πολλαπλά ταξίδια; Συλλογιέμαι πως ο Γιώργος δεν πρόλαβε να χαρεί τίποτε απ' όλα αυτά, ούτε ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, να δει τα μέρη όπου γεννήθηκε...

Το 2000 λοιπόν το πατάω αύριο μεθαύριο και τα παιδιά επιμένουν για δεκατρία χρόνια ακόμα. Φεύγουν όμως τόσο πολλοί και κοντινοί, και στα καλά καθούμενα...

Τώρα εγώ πρέπει ν' απλώσω τα πόδια  μου και να προσπαθήσω να προχωρήσω ως το 2013, αφού το υποσχέθηκα στα παιδιά. Τρομάζω.
Στο δωμάτιο της κόρης μου τρέχουν νερά από το ταβάνι. Πρέπει ν' ανέβω στον πέμπτο όροφο να μιλήσω μ' αυτούς που μένουν  πάνω από μένα. Πάω από τις σκάλες. Περίεργο! Η μαρμάρινη σκάλα είναι διπλωμένη σαν να' ναι από αλουμίνιο. Παίρνω το ασανσέρ. Μέσα βρίσκεται ένας κύριος που διαβάζει εφημερίδα. Κάνω να πατήσω το κουμπί, στη θέση όμως που είναι συνήθως τα κουμπιά βρίσκεται μια μικρή οθόνη μ' ένα ποντίκι που τρέχει πάνω κάτω όπως στους υπολογιστές.
- Σας παρακαλώ, τι πρέπει να κάνω για να φτάσω στον πέμπτο όροφο; ρωτάω τον κύριο.
- Πατήστε τον κωδικό σας, μου λέει εκείνος χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από την εφημερίδα.
- Ποιον κωδικό; απορώ. Χρειάζεται κωδικός για το ασανσέρ;
- Στον εικοστό πρώτο αιώνα βρισκόμαστε, κυρία μου, παντού χρειάζεται κωδικός.
Ρίχνω μια ματιά στην εφημερίδα του. Αύγουστος 2009. Είμαστε λοιπόν στο 2009; Μου μένουν ακόμα τέσσερα χρόνια. Πώς έφτασα ως εκεί χωρίς να το καταλάβω; Κοιτάζω το μπράτσο μου. Είναι μαυρισμένο από τον ήλιο.
Το ασανσέρ σταματάει, ο κύριος κατεβαίνει, η πόρτα κλείνει και μένω εγώ με το ποντίκι που εξακολουθεί να τρέχει πάνω κάτω. Καλά, εγώ άρχισα να γράφω στον υπολογιστή χωρίς ποντίκι.Έτσι μου έμαθε ο γιος μου. Πότε όμως μου το έμαθε, αφού τα παιδιά μου είναι μικρά;
- Παιδιά, παιδιά, φωνάζω.
Ακούω τη φωνή της κόρης μου, παιδιάστικη και καμπανιστή.
- Μη φοβάσαι, έρχεται ο μπαμπάς.
Στο οβάλ παράθυρο πάνω στην πόρτα του ασανσέρ εμφανίζεται ο δικός μου πατέρας. Με το γκρι κοστούμι και τη ρίγα. Στο κεφάλι τη ρεπούμπλικα.
Τα έχω χάσει. Μήπως στον εικοστό πρώτο αιώνα αντί να μεγαλώνουμε γυρίζουμε προς τα πίσω; Ξανάγινα άραγε παιδί;
Ένα απαλό χεράκι μού χαϊδεύει το μέτωπο.
- Γιαγιά, ξύπνα, βλέπεις εφιάλτη.
Ανοίγω τα μάτια. Από πάνω στέκεται ο εγγονός μου.

- Σου έφερα την εφημερίδα.
Ανοίγω τα μάτια. Με πήρε, φαίνεται, ο ύπνος κάτω από τη γλυσίνα.
Από πάνω μου στέκει ένα ψηλό πανέμορφο παλικάρι. Έχει ένα μικρό μούσι και πράσινα μάτια. Μοιάζει σαν να βγήκε από μυθιστόρημα του Σταντάλ. Είναι ο εγγονός μου ο Αντουάν. Πότε μεγάλωσε τόσο;
- Απόψε έχει πανσέληνο, λέει.
Κοιτάζω την εφημερίδα. Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017. Τρομάζω.
Πώς έφτασα ως εδώ. Είχα υποσχεθεί στα παιδιά δεκατρία χρόνια. Αν και μου φαινότανε πάρα πολλά...τότε. Ποιος μου χάρισε γενναιόδωρα άλλα τέσσερα κι ίσως απομένουν και κάποια ρέστα ακόμα;
Κοιτάζω γύρω. Στην άλλη άκρη, κάτω από τη γλυσίνα που ξαναζωντάνεψε όλα αυτά τα χρόνια, στην αυλή του σπιτιού μας στις Μηλιές στο Πήλιο, ένα όμορφο κορίτσι με ξανθά σγουρά μαλλιά και πράσινα μάτια γράφει στον υπολογιστή. Τα λεπτά δάχτυλά της πετάνε σαν φτερά πεταλούδας. Πού εγώ - χτυπώ αργά αργά κάθε γράμμα και πολλές φορές το διπλανό απ' αυτό που πρέπει. Είναι η εγγονή μου, η Άννα. Μεγάλη κι αυτή σήμερα με τις σπουδές της τελειωμένες. Μας είπε πως θέλει να γράψει. Και γράφει. Δεν είπε, θέλω να γίνω συγγραφέας, όπως έλεγα εγώ στα εννιά μου χρόνια.
Τώρα πια τα εγγόνια μου είναι μεγάλα. Δεν ρωτάνε " πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά;" Μόνο κάνουν σχέδια τι θα κάνουμε του χρόνου στην πανσέληνο.
Αν μου φαινότανε πολλά τα δεκατρία χρόνια, ο ένας χρόνος μοιάζει ακόμα πιο μακρινός.
Δε λέω τίποτα, τους αγκαλιάζω και τους δυο και χαίρομαι τη στιγμή. Αποδώ και μπρος οι στιγμές μετράνε.


Άλκη Ζέη , Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά; Μεταίχμιο, Αθήνα 2017






Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου