Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Ο πόλεμος του 40

Ο γιατρός Πέτρος Αποστολίδης από την Καλουτά Ζαγορίου, γνωστός και ως ο πρώτος "κόκκινος" Δήμαρχος των Ιωαννίνων το 1944, θυμάται μερικές στιγμές από την κήρυξη του πολέμου και την υπηρεσία του στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων στο Κάστρο.
Το Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων στο Κάστρο 
 1940
Δεν πέρασε πολύς καιρός και νέα επιστράτευση. Εγώ πάλι ανθυπίατρος στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο στο Φρούριο.
Εκείνο που σου' κανε εντύπωση ήταν η ψυχολογία του κόσμου. Ούτε φόβος, ούτε η αγωνία του 39 με την επιστράτευση. Ήταν σαν όλοι να σκέφτονταν, "παλιάνθρωποι Ιταλοί, μας κάνατε και περάσαμε πέρυσι μαύρο Πάσχα, φέτος πάλι τα ίδια. Πόλεμο θέλετε; θα τον έχετε, ας γίνει επιτέλους ό,τι έχει να γίνει". Ήταν περίεργη η αποφασιστικότητα, το θάρρος και η αισιοδοξία του κόσμου. Σαν να' ξεραν, σαν να προφήτευαν την ήττα των Ιταλών.
Τη νύχτα της 27ης προς την 28η Οκτώβρη, ήμουν εφημερεύων και διανυκτέρευα στο Νοσοκομείο. Γύρω στα μεσάνυχτα ακούω θόρυβο μοτοσικλέτας και ο υπασπιστής του Φρουραρχείου Ράμφος με δυό τρεις άντρες του Φρουραρχείου, μου φέρνουν ένα μισοζαλισμένο από χασίς στρατιώτη. Τον είχαν κλείσει στο πειθαρχείο, αλλά ο Ράμφος παριστάνοντας τον νταή τον αγρίεψε κι εκείνος για να γλυτώσει το ξύλο χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο. Φοβήθηκαν και τον έφεραν στο Νοσοκομείο.
Οι νοσοκόμοι μου ήταν όλοι σχεδόν βοηθητικοί και θα ζητούσα να μείνουν οι άντρες της φρουράς, αλλά παρατήρησα ότι ο άνθρωπος μάλλον ήθελε να ησυχάσει. Του φόρεσα πιτζάμες και τα ρούχα του πήγαν στην αποθήκη. Κατά τις δύο με ξυπνάει ο νοσοκόμος μου: " Κύριε ανθυπίατρε, εκείνος που' φεραν τη νύχτα έφυγε με τα βρακιά του από το θάλαμο, έφτασε στην πύλη". Ο σκοπός της πύλης κατάφερε και τον σταμάτησε με την απειλή του όπλου του, που ήταν βέβαια άδειο - δεν τους έδιναν ούτε φυσίγγιο πριν φτάσουν στο μέτωπο. Κατέβηκα κι εγώ. Τους ήξερα καλά αυτούς τους τύπους από το Νοσοκομείο Συγγρού. Βάζω το χέρι μου στον ώμο του.
- Βρε συνάδελφε, εδώ πάμε για πόλεμο και συ θέλεις να σκοτωθούμε μεταξύ μας;
- Θέλω να πάω να εξηγηθώ μ' αυτούς τους κερατάδες του Φρουραρχείου.
- Δίκιο έχεις, αλλά μέρα ξημερώνει.
Τον κατάφερα τελικά και γύρισε στο κρεβάτι του.
Ξύπνησα μόλις είχε χαράξει κι έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Ακούω πάλι μοτοσικλέτα και βγαίνω στο πλατύσκαλο. Στο μισοσκόταδο διακρίνω τον Πρίντζο.
- Σεις, κύριε Διευθυντά, τέτοια ώρα!
- Γρήγορα, ξύπνα το λοχία της υπηρεσίας, να συγκεντρώσει το προσωπικό. Οι Ιταλοί μάς κήρυξαν τον πόλεμο.
Αφουγκράζομαι...Στην ησυχία της νύχτας, άκουγες πολύ βαθιά προς Δολιανά - Καλπάκι βολές πυροβολικού.
Το φως της μέρας σιγά σιγά δυνάμωνε, ξύπνησε το προσωπικό και οι νοσοκόμοι πήγαν στους θαλάμους τους και ετοίμαζαν τους αρρώστους. Θάλαμοι, διάδρομοι κι οι σκηνές ακόμα που είχαμε στήσει, ήταν όλα γεμάτα, καθώς γινόταν εκκαθάριση ανάπηρων, χρόνια πασχόντων, βοηθητικών,... είχαμε χρόνια ειρηνικής ζωής. Δεν έλειπαν φυσικά και οι προσποιούμενοι τον άρρωστο.

Ο Πρίντζος πέρασε απ' όλους τους θαλάμους και τις σκηνές και τους μίλησε.
- Ακούστε, παιδιά. Όλοι εσείς που βρίσκεστε εδώ, δεν είστε σοβαρά άρρωστοι. Για να ξεκαθαριστεί ποιοι είναι ικανοί, και ποιοι ανίκανοι θα χρειαστούν αρκετές μέρες. Οι Ιταλοί όμως μας κήρυξαν πόλεμο και η κυβέρνηση πήρε την απόφαση να τους χτυπήσουμε. Το μέτωπο χρειάζεται ντουφέκια. Εγώ δεν μπορώ να σας βγάλω χωρίς να κρίνουν οι επιτροπές. Γι' αυτό σας λέω, όσοι καταλαβαίνετε ότι μπορείτε να κρατήσετε ντουφέκι, ζητήστε μόνοι σας εξιτήριο για τη μονάδα σας. Το αφήνω στον πατριωτισμό σας.
Και τότε έγινε το απρόσμενο. Οι περισσότεροι ζήτησαν εξιτήριο και από χίλιους με χίλιους πεντακόσιους  έμειναν εξακόσιοι με εφτακόσιοι.
Τρίβαμε τα μάτια μας, δεν αναγνωρίζαμε το λαό μας, που μέχρι τώρα δεν είχαμε αφήσει ελάττωμα που να μην του φορτώσουμε.
Αλλά και η αντίδραση του πληθυσμού της πόλης και των χωριών ήταν πρωτοφανέρωτη. Πού είχε πάει η σύγχυση, η αγωνία και ο φόβος του 39; Τώρα σαν να σκέφτονταν όλοι: " Δε θα σκύψουμε το κεφάλι, πολεμήσουμε". Όχι μόνο αυτό, αλλά επικρατούσε και μια περίεργη αισιοδοξία. Πού στηρίζονταν; Πουθενά. Μια διαίσθηση.
Στις δέκα το πρωί με καλεί ο Πρίντζος στο γραφείο του.
- Θέλεις να πάει η οικογένειά σου στην Αθήνα;
" Γιατί το λέει; σκέφτομαι. Σίγουρα αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τα Γιάννενα και να μετακινήσουν τις οικογένειες, για να είναι οι αξιωματικοί απερίσπαστοι". 
- Ναι, αλλά πώς θα πάει στην Αθήνα;
- Με αυτοκίνητα της Μεραρχίας μέχρι την Άρτα.
- Κι από κει και πέρα;
- Ε, κάποιον φίλο θα' χεις στην Άρτα και θα φροντίσει να προωθηθούν παρακάτω.
- Α, έτσι αποκλείεται, κ. Διευθυντά. Να στείλω γυναίκες και μικρό παιδί μονάχους τους στο άγνωστο, να γυρίζουν στους δρόμους, αυτό δε γίνεται. Καλύτερα να μείνουν εδώ που βρίσκονται κι ας γίνει ό,τι γίνει.
- Καλά, έχεις την ευθύνη.

Έμαθα τι έγινε αργότερα στην κεντρική πλατεία. Είχαν συγκεντρωθεί με τα μπαγάζια τους οικογένειες αξιωματικών περιμένοντας τα στρατιωτικά αυτοκίνητα. Το πήραν μυρωδιά οι γυναίκες από τις συνοικίες της Λούτσας και της Καλούτσιανης, μαζεύτηκαν γύρω κι άρχισαν τις αποδοκιμασίες: " Ώστε, η αφεντιά σας, φεύγετε...κι εμάς πού μας αφήνετε; Ντροπή σας". Το "μεγαλεπήβολο" σχέδιο του " μεγάλου δημιουργού του Όχι" και του άλλου " μεγάλου Στρατάρχη", ήταν να εγκαταλειφθούν τα Γιάννενα και το μέτωπο να μεταφερθεί στο Μακρυνόρος, δηλαδή, μερικές ντουφεκιές για την τιμή των όπλων κι αυτό θα ήταν όλο το όχι.
Ο λαός μας όμως εννοούσε πραγματική αντίσταση· κράτησαν το μέτωπο μη υπακούοντας στις διαταγές ο Διοικητής της Μεραρχίας Ηπείρου Κατσιμήτρος κι ο Αρχηγός του Πυροβολικού Μαυρογένης.
Από την άλλη μέρα κιόλας μας έρχονταν ευχάριστα νέα. Όχι μόνο δεν έσπασε το μέτωπο - μια μικρή σύγχυση διαταγών στο μέτωπο των Φιλιατών αποκατάσταθηκε αμέσως - αλλά οι Ιταλιάνοι το' βαλαν στα πόδια, τους θέρισε το βαρύ πυροβολικό του Μαυρογένη και η εύστοχη βολή του ορειβατικού πυροβολικού, ιδίως της πυροβολαρχίας Κωστάκη, τόσο που νόμισαν πως ήταν ειδικό πυροβόλο " τύπου Κωστάκη"

Σε τρεις τέσσερις μέρες μας έρχονται στο Νοσοκομείο οι πρώτοι αιχμάλωτοι Ιταλοί τραυματίες της Μεραρχίας Τζούλια από τον τομέα της Πίνδου, τρία παλικάρια ως εκεί πάνω με τραύματα στις κνήμες.
Ήμουν εφημερεύων τη μέρα εκείνη και τους παράλαβα. Δεν είχα χωριστό θάλαμο να τους βάλω και τους έβαλα μαζί με τους δικούς μου. Φοβήθηκα μη βρεθεί κανένας ανόητος από τους νοσηλευόμενους και τους φερθεί άσχημα κι έδωσα αυστηρές διαταγές στους νοσοκόμους να προσέχουν μη συμβεί το παραμικρό. Άδικοι οι φόβοι μου. Ξελάσκαρε η δουλειά μου και πήγα κατά τα μεσάνυχτα να τους δω· βρίσκω γύρω τους κύκλο φαντάρους μας. Βάζω τις φωνές: " Τι γίνεται εδώ;" " Δεν τους πειράζουμε, γιατρέ, κουβεντιάζουμε". Και πραγματικά, άλλος τους είχε προσφέρει καραμέλες, άλλος κουλουράκι, άλλος τσιγάρα.
Παιγνίδια της μοίρας! Πάλι να είμαι γιατρός αιχμαλώτων, ξένων αυτή τη φορά. Ήμουν υπεύθυνος για την αποφθειρίαση στο στρατόπεδο και οι αιχμάλωτοι περνούσαν πρώτα από τον κλίβανο.
Μου φέρνουν την πρώτη φουρνιά, τους έστελνε η Όγδοη Μεραρχία της Ηπείρου. Όλοι με τη στολή τους, χιτώνιο, κιλότα, μανδύα, άρβυλα και με την κουβερτούλα τους μερικοί, με όλα τα μικροπράγματά τους, ρολόγια στα χέρια, στιλό στη τσέπη και παράσημα στο στήθος.
Χωρίς να το θέλω πέρασε από μπροστά μου η εικόνα των Ελλήνων αιχμαλώτων του Ουσιάκ, Αφιόν, Ελβανλάρ, με τα τσουβάλια τους για ρούχα, με τα γυμνά τους πόδια πάνω στον πάγο και την κακομοιριά τους.
Ενθουσιάστηκα  και μου ' ρχόταν να φωνάξω δυνατά: " Μπράβο σου Ρωμιέ,...είσαι άνθρωπος, άντεξες".
Με πλησιάζει ένας Ιταλός και μου ζητάει μια ασπιρίνη, έχει, λέει, κεφαλόπονο. Του δίνω. Σε λίγο δεύτερος, κι αυτός με με πονοκέφαλο. Σε λίγο και τρίτος. Τι έπαθαν αναρωτιέμαι. Βλέπω πιο πέρα το στρατιώτη μου να γελάει.
- Τι γελάς; του κάνω αυστηρά.
- Εσείς δεν ξέρετε, γι' αυτό παραξενεύεστε, κ. ανθυπίατρε. Αυτοί είναι μεθυσμένοι, γι' αυτό έχουν πονοκέφαλο.
Να τι είχε συμβεί. Οι χωροφύλακες, που τους έφεραν από το μέτωπο, σε κάποιο χωριό έκαναν στάση, κατέβασαν τους Ιταλούς να ξεμουδιάσουν κι αυτοί και τους κέρασαν στο μαγαζί από ένα ουζάκι. Άρχισαν τα κεράσματα, " γεια σου και γεια μου", κι όταν έφτασαν στα Γιάννενα ήταν μισομεθυσμένοι Ιταλοί και χωροφύλακες.
Την όμορφη αυτή ατμόσφαιρα της ανθρωπιάς ήρθε να χαλάσει μια άλλη μέρα κάποιος ανθυπολοχαγός. Τον είδα να περιφέρεται γύρω στον κλίβανο και στους αιχμαλώτους και νόμισα ότι κοίταζε από περιέργεια. Είχα δουλειά κι έφυγα για το Νοσοκομείο. Όταν γύρισα βλέπω έναν Ιταλό να κλαίει.
- Τι έγινε; λέω.
- Ο ανθυπολοχαγός τού πήρε το ρολόι του, μου λέει στενοχωρημένος ο φρουρός.
Έτρεξα να τον προλάβω, αλλά είχε φύγει, ήθελα να τον πάω ίσια στον Στρατηγό...

Με την πρώτη φουρνιά αρρώστων και τραυματιών από το μέτωπο φάνηκαν οι τεράστιες ελλείψεις και προπαντός η ανικανότητα των ανθρώπων που είχαν μπει να διοικήσουν.
Οι μάχες λυσσομανούσαν στο μέτωπο, και το Στρατιωτικό Νοσοκομείο Γιαννίνων, που θα δεχόταν όλους τους τραυματίες και τους αρρώστους, είχε μόνο πέντε γιατρούς, ενώ το αναρρωτήριο της Λάρισας, δεκάδες χιλιόμετρα πίσω, υπηρετούσαν εκατόν είκοσι γιατροί,  με μηδαμινό αριθμό νοσηλευόμενων. Τα ρουσφέτια βλέπεις!
Ο Πρίντζος, και νέα υπηρεσία να του φόρτωναν, δεν έλεγε όχι, αδιαφορώντας αν μπορεί να εκτελεστεί. Σε λίγες μέρες όμως στείλαν τον Αρχίατρο Μαρκάκη να οργανώνουν Β' Νοσοκομείο. Τούτος ήξερε να διοικεί, έβαλε τις φωνές στο Υπουργείο και σε λίγες μέρες άρχισαν να στέλνουν γιατρούς και κάπως διορθώθηκαν τα πράγματα.
Τ' αυτοκίνητα με τραυματίες από το μέτωπο έρχονταν με το σούρουπο για ν' αποφεύγουν τ' αεροπλάνα. Ήμουν εφημερεύων και μου γέμισαν εκείνο το βράδυ οι σκηνές από αρρώστους, πολλούς με ψηλό πυρετό, ελονοσία. Με το φοβερό συνωστισμό και την έλλειψη προσωπικού ούτε σκέψη για ένεση κινίνης, τους έδινα από ένα γραμμάριο - πέντε κουφέτα. Αλλά πού να βρεις κύπελλα να δώσεις στον καθένα για να καταπιεί τα χάπια του, δεν είχαμε.
Το μεγάλο δράμα όμως ήταν με την ψώρα, ήταν πολλοί και δεν είχαμε κρεβάτια στο Νοσοκομείο. Κλιβανίζαμε λοιπόν τις κουβέρτες και τα εξωτερικά τους ρούχα, έκαναν το λουτρό τους, τους επαλείφαμε με την ειδική αλοιφή και πήγαιναν να κοιμηθούν στο θάλαμό τους. Αλοιφές και λουτρό ζεστό και κλιβανισμούς ρούχων απαραίτητα δυό μέρες συνέχεια, έπρεπε φυσικά να αλλάξουν και εσώρουχα. Πού να τα βρούμε; Η " σοφή μας επιμελητεία" δεν ήξερε σε ποια αποθήκη είχε τα σώβρακα! Τι να κάνω; Κατ' ανάγκην φορούσαν τα ίδια, υγρά καθώς έβγαιναν από τον κλίβανο μαζί με τις κουβέρτες τους.
Συγκέντρωνα κάθε φορά όσους είχαν ψώρα και τους εξηγούσα πώς θα κάνουν το μπάνιο τους, την επάλειψη κ.λ.π. " Μόνο, παιδιά, που δεν έχουμε να σας δώσουμε καθαρά εσώρουχα, θα φορέσετε τα ίδια όταν θα βγουν από τον κλίβανο. Σε λίγες μέρες θα΄χουμε κι απ' αυτά".
Ένα βράδυ, κάποιος νεαρός φαντάρος με ρωτάει.
- Δηλαδή τα ίδια εσώρουχα λερωμένα και υγρά από τον κλίβανο θα φορέσουμε, γιατρέ;
- Θα τ' αερίσετε λίγο, τι να γίνει;
- Αυτό είναι μαρτύριο, γιατρέ μου, δε μας μένει παρά να λιποτακτήσουμε κι εμείς.
- Στάσου, φίλε, τον πόλεμο αυτό αν τον έκανε ο Μεταξάς, θα μπορούσαμε να του πούμε: " Πόλεμος ήθελες, κύριε, έπρεπε να είχες την ετοιμασία σου όλη. Όμως τον πόλεμο μάς τον επέβαλαν οι Ιταλοί κι εμείς με τα φτωχά μας μέσα τούς απαντήσαμε: " Όχι, δε θα περάσετε" και τους πολεμάμε όπως μπορούμε". Τώρα αν το θεωρείς τιμή σου να λιποτακτήσεις, γιατί δεν έχουμε καθαρό βρακί να σου δώσουμε, μπορείς να το κάνεις.
Άρχισαν να τον βρίζουν και να τον αποπαίρνουν οι άλλοι φαντάροι.
- Όχι, παιδιά, ακούσατε τι είπα, όμως κι ο νέος έχει δίκιο, εξέφρασε την αγανάκτησή του. Μήπως νομίζετε ότι κι εγώ σαν γιατρός σας δεν αγανακτώ; Είναι μια προσωρινή έλλειψη. Κι είμαι βέβαιος ότι ο συνάδελφός σας ποτέ δε σκέφτηκε όπως μίλησε.
Ήμουν υπεύθυνος για την αποφθειρίαση και κάθε βράδυ περνούσα από το γραφείο του Γενικού Αρχίατρου Γκινάκα να τον ενημερώσω. Του διηγήθηκα λοιπόν το περιστατικό.
- Μπράβο, μου λέει, μίλησες πολύ καλά στο στρατιώτη.
- Ναι, κ. Γενικέ, αλλά είναι ανάγκη να βρεθούν εσώρουχα το γρηγότερο, δεν είναι δυνατό να ψέλνω κάθε μέρα το ίδιο τροπάρι (αποσπάσματα)


Πέτρος Αποστολίδης, Όσα Θυμάμαι, 1900 -1969, Β΄Η συνέχεια, Κέδρος , Αθήνα 1983


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου