Τα πεθαμένα σου ! βρυχήθηκε ο Μπαρμπαλιάς ο ταβερνιάρης, ενώ ετοιμαζότανε πρωί - πρωί να περάση το κατώφλι φορώντας τα καλά του και κρατώντας περασμένο στο μπράτσο του το καλάθι με τα "διάφορα".
Η κυρά Φιλιώ μαζεύτηκε ένα κουβάρι στη γωνιά, από το φόβο. Τον ήξερε τον άντρα της τι βλάστημος είτανε και πόσο δεν ήξερε τι έκανε απάνω στο θυμό του.
- Κεχαγιά θα σε βάλω στις δουλειές μου; ξαναβρυχήθηκε.
Κι' αρπάζοντας τα πιάτα απ' τον μπάγκο άρχισε να τα βροντάη χάμου και κατόπι με τον μπαλντά του κρέατος να βαράη και να γκρεμίζη την τούβλινη κουζίνα!
***
Η κακομοίρα η κυρά Φιλιώ! Πρώτη φορά τόλμησε να παραπονεθή. Κυριακή μέρα των Βαγιώνε. Και τώρα δεν άνοιγε η γης να την καταπιή!
Από νιάναρο μεγάλωσε και γέρασε στα ξένα χέρια. Όλος της ο κόσμος είτανε ο νεροχύτης. Δε θυμότανε καν από πού ήρθε! Σαράντα χρόνια στον ίδιο νεροχύτη! Ο σκύλος του σπιτιού γύριζε έξω λυτός ολημερίς κι' ολονυχτίς κι' αυτή δεμένη μέσα, στο νεροχύτη! Το πολύ - πολύ και γρήγορα - γρήγορα "ταξίδευε" ως το φούρνο και το μανάβη μαντηλοδεμένη χωρίς να κυττάζη. Το μόνο αίσθημα, που γνώρισε ήταν ο φόβος! Καρδιοχτυπούσε και στον ξύπνιο και στον ύπνο της μην κάνη κανένα λάθος και της πούνε κανένα λόγο τ' αφεντικά της.
Αυτή ανάθρεψε τα παιδιά τους. Και τα παιδιά των παιδιών τους. Και μήτε ονειρεύτηκε ποτές πως θα μπορούσε κι' αυτή να παντρευτή και να γεννοβολήση. Τουλάχιστον να φύγη από κείνον το νεροχύτη!
Άσκημη από γεννητάτα, κουτόμουτρη και κουτή, όσο πιο γέραζε, τόσο και πιο ασκήμιζε και κόνταινε κι' αποκουτιαινότανε.
***
Κι' όμως, βρέθηκε άνθρωπος να τη γυρέψη και να την παντρευτή. Ο Μπαρμπαλιάς, ο γείτονας. Ο ταβερνιάρης. Άσκημος σαν κι' αυτήνε, γέρος. Και χηριός μ' αγγόνια. Όχι πως λιμπίστηκε την ομορφιά και τα νειάτα της. Λιμπίστηκε τη νοικοκυρωσύνη της. Και την πήρε κι' αυτός για το νεροχύτη. Του χρειαζότανε μια μαγείρισσα. Κι' αντί να πάρη μαγείρισσα να την πληρώνη, παντρεύτηκε την κυρά Φιλιώ και δεν την πλήρωνε.
Και δεν είχε μονάχα αυτό το κέρδος. Η κυρά Φιλιώ είτανε χρυσοχέρα, η ευλογία του Θεού. Μαγείρευε τόσο νόστιμα και καθαρά που σε λίγο η κουζίνα του Μπαρμπαλιά φημίστηκε στα τέσσερα σημεία της Αθήνας. Οι δουλειές πηγαίνανε περίφημα. Κι' όσο μεγαλώνανε οι δουλειές, τόσο η κυρά Φιλιώ δούλευε περισσότερο. Κι' αυτή τη φορά μήτε τον ήλιο δεν έβλεπε. Διαρκώς χωμένη μέσα στα δυο ντουβάρια της κουζίνας, δίχως παράθυρα, δεν ήξερε αν είτανε ζωντανή ή θαμμένη.
***
Ο Μπαρμπαλιάς την αγαπούσε με τον τρόπο του. Και την περιποιότανε, όσο μπορούσε.
Αλλά εξακολουθούσε και να ζη με τον τρόπο του. Κάθε Κυριακή και γιορτή, έκλεινε το μαγαζί, έβαζε τα καλά του, έπαιρνε και το καλάθι με τα "διάφορα" και πήγαινε σε καμμιά γειτονική εξοχή με την παρέα του. Η παρέα του είτανε όλοι τους άνθρωποι της δουλειάς. Άλλος τσαγκάρης, άλλος ασπριτζής, άλλος χτίστης, άλλος ξυλουργός - αλλ' όλοι τους διαλεγμένοι τραγουδιαστάδες με τις κιθάρες τους. Όπου πηγαίνανε, αφίνανε εποχή. Αλλ' ο Μπαρμπαλιάς, όπως κι' οι ρέστοι, δεν παίρνανε μαζύ τους και τις γυναίκες τους.
Έτσ' η κυρά Φιλιώ περνούσε τις Κυριακάδες και τις γιορτές μοναχή της. Και δεν κοτούσε να παραπονεθή. Τον έτρεμε τον Μπαρμπαλιά, γιατί ' τανε θυμώδης και βλάστημος - και στο θυμό του απάνω δεν ήξερε τι έκανε! Έτσι γλύτωσε από το φόβο των αφεντικών της κι' έπεσε στον τρόμο του άντρα της. Αλλ' αυτή τη φορά, χρονιάρα μέρα, δεν κρατήθηκε και τόλμησε να του πη ( δεν κατάπινε τη γλώσσα της καλύτερα!) την ώρα που ξεπόρτιζε:
- Κι' εγώ ψυχή δεν έχω; Σκλάβα είμαι; Ποτές μου έβαλα παπούτσι. Όλο με τις παντόφλες γυρίζω εδώ μέσα!
Ε, αυτό είτανε! Ο Μπαρμπαλιάς εμάνιασε και τα' κανε όλα γης Μαδιάμ.
- Να! Τώρα είσαι λεύτερη! Ευχαριστήθηκες;
***
Η κυρά Φιλιώ μαζεύτηκε στη γωνιά - ένα τόσο δα κουβάρι ανθρώπου! Κι' άρχισε το κλάμμα. Κλάμμα μουγγό και βαθύ και θανατερό. Προσπαθούσε να πνίξη το κλάμμα της για να μην ερεθίση περισσότερο το μανιασμένο της τον άντρα - και την χτυπήση κι' αυτήν.
Ο Μπαρμπαλιάς, παρ' όλ' αυτά, είτανε χρυσή καρδιά, όπως το λέγανε όλοι. Πόνεσε, μετάνοιωσε, συγκινήθηκε. Κι' αφού μπήκε βγήκε δυο τρεις φορές, κάθισε κοντά της κι' άρχισε κι' αυτός να κλαίη!
- Έλα, μην κάνεις έτσι!...
Τότες η κυρά Φιλιώ μπόρεσε να κλάψη λεύτερα...
- Δεν πειράζη, του λέει. Πήγαινε...
- Όχι! Δε θα πάω πουθενά. Σήκω και φέρε μου τον ασβέστη και τα τούβλα. Θα ξαναχτίσω την κουζίνα. Και πιάτα θα σου ξαναγοράσω περισσότερα. Θα σε παίρνω μαζύ μου. Οι δυο μας!Μεθαύριο, το Πάσχα, θα πάμε μαζύ για τρεις μέρες στη Χαλκίδα. Με την ωτομετρίσα! Α! Δεν ξέρεις τι γρήγορα τρέχει. Βουνά, κάμποι, δάση και θάλασσες - όλα τρέχουνε λουλουδισμένα, πράσινα, γαλάζια...Θα φάμε κυδώνια, γοφάρια της ώρας - και θα σε σεργιανίζω στα χωριά και στις εξοχές...Σήκω τώρα...
Όσο να πάη μέσα η Φιλιώ να φέρη τα τούβλα και τον ασβέστη, ο Μπαρμπαλιάς πετάχτηκε στο παρακάτω ζαχαροπλαστείο και της έφερε σοκολάτες και σκαλτσούνια.
- Για σένα, καλή μου, που σ' αγαπάω! Πάρε και συχώρα με!
Και δεν έλεγε ψέματα ο Μπαρμπαλιάς. Γιατί, όταν κάποτες αρρώστησε η κυρά Φιλιώ από το στομάχι της και μαρτυρούσε από τους πόνους, χωρίς να ξέρη τι έχει, ο Μπαρμπαλιάς έλεγε δακρυσμένος στους φίλους του πελάτες:
- Καλύτερα να πέθαινα εγώ παρά να υποφέρη αυτή.
***
Κείνη την ημέρα έμεινε μαζί της, ξαναχτίσανε τη φωληά τους σαν τα πουλιά, που ζευγαρώνουν. Και την άλλη μέρα νωρίς - νωρίς πήγε και της έφερε καινούργια πιάτα, καινούργιο φουστάνι, καινούργιο φακιόλι και καινούργια παπούτσια.
- Να ετοιμαστής καλά για το Πάσχα.
Η κυρά Φιλιώ, ήταν η πρώτη χαρά που γνώρισε στη ζωή της. Και καρδιοχτυπούσε και πάλι - αλλά από την ευτυχία! Πότε θα έρθη το Πάσχα! Αυτό το ταξίδι θα είτανε το πρώτο της ζωής της! Θα έβλεπε τον κόσμο κι' αυτή!
Το ραδιόφωνο μεσοβδόμαδα γρύλλιξε!
- Οι Γερμανοί σπάσανε το μέτωπο και κατεβαίνουν! Οι συγκοινωνίες κοπήκανε! Έλληνες θάρρος!
***
Το ταξίδι αυτό δεν έγινε. Έγινε όμως το άλλο - το αγύριστο. Και τα καινούργια φορέματα και τα παπούτσια τα φόρεσε στην κάσσα. Γιατί λίγους μήνες αργότερα πέθανε από την αρρώστεια της. Αλλ' ο Μπαρμπαλιάς βάσταξε το λόγο του. Ταξίδεψε κι αυτός μαζύ της. Πέθανε από την πείνα.
Κώστας Βάρναλης
ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΠΑΣΧΑ. Πασχαλινά αφηγήματα. Εισαγωγή, Νάσος Βαγενάς, Επιλογή κειμένων Φίλιππος Πυκνής, Νάρκισσος, Αθήνα 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου