ΤΟΤΕ μας αγαπούσε ο Χριστός, ο καλός Χριστός του σπιτιού,
της μικρής ασβεστωμένης εκκλησιάς και του δάσους.
Αυτόν το Χριστό δεν τον ξέρουν οι μεγάλοι.
Ο δικός μας Χριστός δεν είχε πρόσωπο χλωμό μήτε μεγάλα δάκρυα
λαμπερά κρεμασμένα στα ξανθά ματόκλαδά του.
Δε μύριζε σκιά και καρτερία. Δεν έλεγε: μη.
Το δέρμα του ήταν ρόδινο σα μικρού κοριτσιού και μύριζε όλος πορτοκάλι.
Ερχόταν το βράδυ, απ' τη γυαλιστερή θάλασσα των σταχυών, για να μοιράσει
στα ήσυχα παιδιά παπαρούνες και παιχνίδια.
Στα γαλανά του μάτια περνοδιαβαίναν τα χαμόγελα καθώς περνούν
στον πρωινό ουρανό τα περιστέρια.
Κ' εγώ κ' η Ρηνούλα ήμαστε φρόνιμα παιδιά.
Δε λερώναμε τα χέρια μας με χώματα.
Δε βάφαμε τα μούτρα μας με μούρα.
Διαβάζαμε τ' αλφαβητάρι.
Ταΐζαμε τα πουλιά τ' ουρανού.
Και μαθαίναμε να τρώμε τα χόρτα με το πιρούνι.
Γι' αυτό κι ο Χριστός μάς χάιδευε τα βράδια στα μαλλιά
κι αποκοιμιόμαστε ήσυχα κάτου απ' τη θαλασσιά κληματαριά
που βάραινε απ' τα ολόχρυσα τσαμπιά των άστρων.
***
Η ΝΥΧΤΑ περπατούσε στη στέρνα του κήπου μας
όπως ο Χριστός περπατούσε στη θάλασσα
( Έτσι έγραφε το βιβλίο που μας διάβαζε ο πατέρας μετά το δείπνο).
Ήταν μια γεύση ζεστού ψωμιού και γιασεμιών στον αέρα.
Το φως του δειλινού χτυπούσε ακόμα στην καρδιά των φύλλων.
Βάζαμε το αυτί στον τοίχο της μάντρας ν' ακούσουμε το βήμα
της σιωπής που περνούσε πίσω απ΄τα δάση και τους λόφους.
Ένα βήμα σιγαλό και μακρινό σα να περπάταγε ένα κάτασπρο
πουλί στις καστανές πευκοβελόνες της πλαγιάς, σα να'σπαζαν
στον ισκιωμένο αέρα λεπτές φυσαλίδες από φως.
Κάτι έτρεμε κρυμμένο στην καρδιά μας που ζήταγε να τραγουδήσει
και δε του δίναμε φωνή.
Και καθισμένοι στις ψηλές ταράτσες, πλάι στις γλάστρες,
κλαίγαμε σιωπηλοί και λυπημένοι, μικροί μπρος στην απέραντη
χαρά που μας πλημμύριζε.
***
ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ μας δεν είχαμε τη γεύση της πικροδάφνης.
Στα μαλλιά μας δεν είχαμε τη σκόνη του χωρισμού.
Δεν είχαμε στη μνήμη στάχτη.
Δε ρωτούσαμε: " Ο Χριστός ή ο Διόνυσος;" ( όπως έγραφε κάπου ένα βιβλίο που το διαβάσαμε ύστερα από χρόνια, με κάτι τόσα δα ψηφιά, σαν πόδια ψύλλου).
Ο δικός μας Χριστός είχε περασμένα στ' αυτιά του τσαμπιά σταφύλια.
Κι αν ήτανε το βλέμμα του γλαρό κι ονειρεμένο, ο χιτώνας του
ήταν υφασμένος με μαλλί τράγου κ' ευώδιαζε κοπριά κ' ιδρώτα. ( Μην τάχα δε γεννήθηκε στη φάτνη;)
Γι' αυτό αγαπούσε τ' άσπρα αρνάκια και τα παιδιά που μοιάζουν με τ' αρνάκια.
Κι αν ήρθε από τον ουρανό είχε το σπίτι του στη γη μας.
Εμείς τον βλέπαμε κάθε πρωί να ρίχνει σπόρους λουλουδιών πάνου στο χώμα,
ενώ στο πλάι του σκυφτοί οι αγρότες όργωναν τα κόκκινα χωράφια.
Όλα τα κρίνα που φυτρώναν στους αγρούς εκείνος τα' σπειρε.
Δεν έλεγε: " πεθάνετε για να λευτερωθείτε".
Έλεγε μόνο: " ζείτε κι αγαπάτε".
Και καθώς άγγιζα το χέρι της Ρηνούλας ένιωθα που ο Χριστός ήταν μαζί μας.
Ο ήλιος τραγουδούσε μέσα στο αίμα μας.
***
ΚΑΠΟΙΟ δείλι, κοντά στο παράθυρο, η Ρηνούλα κ' εγώ,
διαβάζαμε το μεγάλο βιβλίο με τις πολλές ζωγραφιές.
Θυμώσαμε όταν μάθαμε πως ο Χριστός ο δικός μας άφησε
τη μικρούλα Ναζαρέτ με τα σκυφτά σπιτάκια, με τα γαλάζια
παράθυρα, με τα κόκκινα γεράνια, για να πάει στην περήφανη
Γερουσαλήμ που φορούσε υακίνθινα σανδάλια.
Εκεί, θαρρώ, τον σταυρώσανε.
Η Ρηνούλα είπε: " Καλά του κάνανε. Γιατί ν' αφήσει το ζεστό
χωριό του αφού είχε ένα πηγάδι κ' ένα περβόλι, αφού έφτιαχνε
τόσο όμορφα πουλιά με κόκκινο χώμα;"
Εγώ δε μίλησα.
Μακριά στους έρημους αγρούς, βέλαξε κάποιο αρνάκι. Κ' έκλαψα.
Η Ρηνούλα φοβήθηκε. Μου' πιασε το χέρι κ' ήταν κρύο σαν το φθινόπωρο.
Το τριανταφυλλένιο σύγνεφο της δύσης απλωνόταν σαν ένας ματωμένος χιτώνας.
***
ΡΗΝΟΥΛΑ, κοίταξε τα σημάδια στις παλάμες και στα πόδια μου.
Έχασα και το τελευταίο ιμάτιο. Μ' άφησαν μόνο και γυμνό.
Γυμνός εγώ, γυμνός κι ο ήλιος. Ο ένας φωτίζει και ζεσταίνει τον άλλονε.
Κ' οι δυό μαζί φωτίζουμε τα πλάσματα του κόσμου.
Κι όπως απόψε κλαίνε γύρω μου τα στάχυα, τα χαμόμηλα, τ' αρνάκια, εγώ δεν κλαίω.
Λέω σιγανά: " Ρηνούλα, είναι όμορφο να' σαι χαρούμενος χωρίς να ξέρεις, να' σαι λυπημένος χωρίς να ξέρεις, μα πιο γλυκό και πιο βαθύ κι απ' τη χαρά κι από τη λύπη είναι να ξέρεις".
Κι αν πέθανε η πυγολαμπίδα, Ρηνούλα, κοίταξε τον ήλιο κατάματα
ώσπου πια να μη βλέπεις.
Τότε θα μάθεις.
Τότε θα δεις ν' ανάβει ο ήλιος πάνου στη δροσιά χίλιες χιλιάδες αστεράκια.
Και το βράδυ, πλάι στο φράχτη, θ' ακουστεί το παλιό τραγούδι του γρύλου , σα να γλιστράει από το πολυτρίχι σταλιά σταλιά ή βρυσούλα της γαλήνης.
Αποσπάσματα από το έργο του Γιάννη Ρίτσου, Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα. Σχέδια Τζένη Δρόσου, Κέδρος, Αθήνα 1990
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου