Στο πατρικό μου σπίτι αλλά δεν έμοιαζε τόσο αλλαγμένο που αν δεν ήξερα ότι είναι αυτό δεν θα το γνώριζα κι εκτός αυτού ολοσκότεινο σαν εγκαταλειμμένο από καιρό με χωρίς έπιπλα και ρούχα εδώ κι εκεί μέσα στη σκόνη κουρελόπανα στο πάτωμα παρατημένα - όταν στη σκέψη ότι πώς ρήμαξε έτσι ακούω μιας πόρτας τρίξιμο και με της πόρτας το άνοιγμα να η μάνα μου - τα μάτια της πρησμένα από το κλάμα κατακόκκινα.
Στέκεται αυτή και με κοιτάει με το κεφάλι της γερτό πάνω στον ώμο ακουμπισμένο από τη λύπη της χωρίς μια λέξη τίποτα να λέει παρά τελείως αμίλητη κοιτάζοντας μα εγώ το βλέπω στο ύφος της ότι έχει κάτι να μου - αν δεν την κράταγε έτσι αμίλητη το κλάμα της γιατί έκλαιγε αλλά σιωπηλά χωρίς λυγμούς μόνο τραντάγματα των ώμων ελαφρά ώσπου μου λέει κάποια στιγμή πολύ σιγά μόλις που ακούστηκε ότι "έλα μέσα σε παρακαλώ" με μία φωνή σχεδόν κυματιστή από των βουβών λυγμών το τρέμισμα - " θέλει να σου μιλήσει ο πατέρας σου" και χάθηκε αλλά ξαφνικά όπως ήρθε - όταν
Εγώ δεν πρόλαβα ούτε να σκεφτώ πώς χάθηκε έτσι ξαφνικά και βρέθηκα σε άλλο δωμάτιο άδειο χωρίς έπιπλα με μόνο σκόρπια ένα σωρό σαν υλικά οικοδομής παρατημένα από καιρό στο μέρος που ήταν ώστε σκέφτηκα ότι θα κάνουν φαίνεται αλλαγές μπορεί κρυφά από μένα αλλά γιατί - όταν προσέχω απέναντί μου εκεί σε μία γωνιά ο πατέρας μου στέκεται σιωπηλός και όλο καπνίζοντας με το τσιγάρο όπως το κράταγε στο στόμα του διαρκώς και παρακεί μισοκρυμμένος μάλλον να μη φαίνεται ένας άγνωστος ανέκφραστος που αυτό με παραξένεψε και σκέφτομαι ότι είναι εδώ για ενίσχυση του αδύναμου πατέρα μου που είναι συνήθως άβουλος σ' αυτά - όταν πρόκειται να πει κάτι δυσάρεστο ή μπορεί να θέλει να διαπιστώσει αν θα μου πει όσα έχουν από πριν αποφασίσει ότι -
" Λοιπόν" μου λέει ρουφώντας πρώτα απ' το τσιγάρο του χωρίς να με κοιτάει καθόλου με το βλέμμα του στον τοίχο επάνω πλάι μου ακριβώς " το πήρα απόφαση ότι πρέπει να χωρίσω από τη μάνα σου γιατί αρκετά" μου λέει "δεν πάει άλλο - το αποφάσισα". Τραβάει μετά μία ρουφηξιά σαν χωρίς δύναμη με τα άρρωστα πνευμόνια του και αμέσως ύστερα συνέχισε - " γιατί" μου λέει " πόσο μου μένει ακόμη αν το καλοσκεφτείς με την κωλοαρρώστια αυτή που με σακάτεψε εγώ όπου να' ναι πάει τα τίναξα" αλλά με λαχάνιασμα " γιατί μια ολόκληρη ζωή θυσίασα για τι τίποτα χωρίς ανταμοιβή - νύχτα έζησα" μου λέει όλα μεμιάς κι όσο χρειαζόταν δυνατά ώστε ν' ακούει τα λόγια του κι ο άγνωστος που παρακολουθούσε απ' τη γωνιά.
Πήγα να του μιλήσω τότε εγώ και πήρα ανάσα μάλιστα να αρχίσω ότι η μαμά - γιατί όσο να' ναι η ηλικία σας είναι προχωρημένη πια για τέτοιες αλλαγές αλλά η μαμά κυρίως με την καρδιά της τόσο αδύναμη - δεν πρόλαβα όμως επειδή ξανάρχισε να μου μιλάει χωρίς ούτε στιγμή να με κοιτάξει αλλά στον τοίχο πάντα πλάι μου ακριβώς ότι " η απόφασή μου είναι οριστική" και " όσο για σας θα κάνω ό,τι μπορώ αυτό οπωσδήποτε - δεν πρόκειται ποτέ να αδιαφορήσω εγώ για σας το υπόσχομαι. Αλλά κι εσείς απ' τη μεριά σας να φροντίζετε το σπίτι μην το αφήνετε στην τύχη του γιατί ορίστε πώς κατάντησε ετοιμόρροπο - το αφήσατε και ρήμαξε εντελώς" κι εκεί στο " ρήμαξε εντελώς" έδειξε αόριστα σηκώνοντας το χέρι του τους τοίχους γύρω και όλο το δωμάτιο για να δω πώς καταντήσαμε με την αδιαφορία μας το σπίτι οπότε εγώ ακολούθησα το χέρι του ασυναίσθητα και το ταβάνι πράγματι ήταν βρόμικο και μάλιστα μεριές μεριές αραχνιασμένο. " Βλέπεις πώς έγινε;" ρωτάει - " τ' αφήσατε στην τύχη του και ορίστε πώς κατάντησε ένα ερείπιο."
" Σ' αυτή την ηλικία πώς το αποφάσισες" του λέω " αυτό θα έπρεπε να έχει γίνει από καιρό - πώς σου ήρθε τώρα στα γεράματα με την υγεία σου κλονισμένη αυτό το σκέφτηκες;" του λέω κι ακούγοντας τα λόγια μου παραξενεύομαι όταν σκέφτηκα πώς τόλμησα να του μιλήσω έτσι εγώ επειδή ποτέ δεν τόλμησα να του - και θα συνέχιζα αν δεν με διέκοπτε ο βήχας του που ξέσπασε άξαφνα αλλά τόσο δυνατός ώστε το σώμα του όλο τρανταζότανε και θα έπεφτε απ' το τράνταγμα αν δεν προλάβαινε ο άγνωστος να τρέξει να τον συγκρατήσει - αφού είχε αρχίσει λύγιζαν τα πόδια του.
Συνέρχεται καμιά φορά και ηρέμησε όταν - και με ήρεμη φωνή που μόλις έβγαινε ξεψυχισμένη χωρίς δύναμη " άκου " μου λέει " πρέπει να δείξεις κατανόηση τουλάχιστον εσύ σαν άντρας που είσαι" αλλά λαχανιασμένος όταν πρόσεξα ότι μου γνέφει με το βλέμμα του να καταλάβω ότι πιέζεται να μου μιλήσει όπως μου μίλαγε απ' τον άγνωστο. " Δεν θα σας λείψει τίποτα" συνέχισε " σ' το υπόσχομαι δεν πρόκειται να αδιαφορήσω - αυτό ποτέ αλλά κι εσύ είσαι άντρας πια μπορείς να καταλάβεις" μου λέει με μία φωνή γδαρμένη από τον βήχα που προηγήθηκε κι εγώ ακούγοντας κατέληξα ότι δεν έχει νόημα κάτι να του πω - να του μιλήσω ώστε ν' αλλάξει απόφαση γιατί όπως σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή αυτός είναι αποφασισμένος τι να πω κι εκτός αυτού τον πιέζουνε.
Όταν στρέφοντας να βγω κατά της πόρτας το άνοιγμα ακριβώς βλέπω τη μάνα μου που κλαίει βουβά με σκεπασμένο με τα χέρια είχε το πρόσωπο και πνίξιμο του κλάματος να μην ακούγεται - και όπως την είδα εγώ να κλαίει στον τοίχο ακουμπισμένη απ' την εξάντληση την έπιασα απ' τους ώμους απαλά και την οδήγησα έξω ώστε να την απομακρύνω απ' τον πατέρα μου επειδή δεν ξέρω τι φοβήθηκα αλλά ναι.
Δεν έχουμε απομακρυνθεί αρκετά γιατί τα βήματα της μάνας μου σερνάμενα σχεδόν και σαν ακίνητα βαδίζουμε ένα τίποτα - όταν ακούω με βήξιμο ο πατέρας μου κλαμένος κιόλας λέει " γιατί με αφήνετε που φεύγετε" κι εγώ παραξενεύτηκα στα λόγια του - τι λέει σκέφτομαι από μέσα μου που αυτός ο ίδιος το αποφάσισε να μείνει μόνος του όταν ύστερα δεν ξέρω πώς αλλά μου πέρασε μία σκέψη ξαφνικά ότι μπορεί να πάθουμε κακό αν δεν βιαστούμε έτσι αργά που - και λέω στη μάνα μου που κλαίει βουβά διαρκώς αλλά στο αυτί μην ακουστώ επειδή φοβάμαι ξαφνικά - " πρέπει " της λέω " να κάνουμε πιο γρήγορα ειδαλλιώς ο άγνωστος μπορεί να μας εκδικηθεί άμα δει ότι φύγαμε" και ύστερα βλέποντας να κλαίει ακόμη απαρηγόρητα " τι κλαις " της λέω " καλύτερα - σε λίγες μέρες τον ξεθάβουμε το ξέχασες;"
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου , Πήρε φως, Κέδρος, Αθήνα 1998
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου