Η φωτογραφία από το Διάστιχο
" Τα βιβλία δείχνουν δρόμους, αφήνουν κληρονομιές, επεκτείνουν το βίο και κερδίζουν το στοίχημα με τον χρόνο... οι χορταριασμένες ράχες των βιβλίων ανθούσαν ξανά και ξανά μόνο όταν τα έπαιρναν στα χέρια τους οι νέοι αναγνώστες και τα ξεφύλλιζαν." ( Στο χρώμα του φρέσκου αμύγδαλου, σελ .139)
Καλύτερα όμως να ακούσουμε τη Μαίρη Μικέ να μιλάει για τους Ζωντανούς ίσκιους στην πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που έδωσε στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη , στο ηλεκτρονικό περιοδικό Διάστιχο:
Μαίρη Μικέ: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Η Μαίρη Μικέ είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ. Έχει πλούσιο ερευνητικό και διδακτικό έργο. Τα βιβλία και οι μελέτες της, δημοσιευμένες σε επιστημονικά περιοδικά, σύμμεικτους τόμους και Πρακτικά συνεδρίων, βασίζονται ερμηνευτικά στον συνδυασμό ιστορίας, θεωρίας και κριτικής της λογοτεχνίας και εστιάζουν σε νεοελληνικά πεζογραφικά και ποιητικά κείμενα του 19ου και του 20ού αιώνα. Το έργο Ζωντανοί ίσκιοι (Gutenberg, 2020), που μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη, είναι η δεύτερη πεζογραφική της κατάθεση μετά τις Κόκκινες ουλές (Ίκαρος, 2015).
Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου Ζωντανοί ίσκιοι;
Η ιδέα της συγγραφής των Ζωντανών ίσκιων ξεκίνησε από παλιά με την επιθυμία να μεταχειριστώ τους ίσκιους ιστορικών, μυθολαστικών και μυθολογικών προσώπων σαν «πράγμα στερεό», με τους τρόπους της λογοτεχνίας.
Ο τίτλος Ζωντανοί ίσκιοι είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Επέλεξα για προμετωπίδα της συλλογής την εξής σεφερική φράση[1]: «Κι ας θυμηθούμε εκείνους τους εκπληκτικούς στίχους του ποιητή Στάτιου προς τον Βιργίλιο, όταν πέφτει να φιλήσει τα πόδια του. Ο Βιργίλιος τον σταματά: Αδελφέ, μην το κάνεις γιατί είναι ίσκιος και ίσκιο βλέπεις (Β, 21, 131). Εκείνος σηκώνεται και του λέει: Τώρα μπορείς να καταλάβεις πόση είναι η αγάπη που για σε με φλογίζει, όταν, ξεχνώντας τη ματαιότητά μας, μεταχειρίζομαι τους ίσκιους σαν πράγμα στερεό (Β, 21, 133)». Αν θεωρήσουμε ότι στα βιώματα συμπεριλαμβάνονται όχι μόνον οι εμπειρίες αλλά και οι φαντασιώσεις, τα όνειρα και οι ισχυρές πνευματικές συγκινήσεις, τότε ο τίτλος του βιβλίου μου, εκτός από πολλαπλώς συμβολικός, μπορεί να θεωρηθεί βιωματικός. Από αυτή την άποψη, είναι ενδεικτική η ιδιότυπη νεκρανάσταση που βιώνει η κεντρική ηρωίδα σε μία από τις διηγήσεις της συλλογής, τα «Σφαλιστά βλέφαρα», στο γενναιόδωρο σύμπαν της φαντασίας και του ονείρου, όταν φτάνει στο τέρμα μιας κοπιώδους πορείας ως γυναίκα-χελώνα: «Ο ένας μετά τον άλλο εμφανίστηκαν οι ίσκιοι λουσμένοι σ’ ένα μελιχρό φως […] Μπορεί οι φορεσιές άδειες να κρέμονταν σαν τα σκιάχτρα στους κορμούς και τα κόκαλα χωρίς τη ζωντανή σάρκα που πάλλεται να ήταν θαμμένα, όπως οι προσωπίδες που αντηχούσαν στο κενό, όμως το κόκκινο της παπαρούνας, το χρυσό της μαύρης πέτρας, ο αδιόρατος και αεικίνητος παλμός της αγάπης ήταν εκεί και θέρμαιναν την ατμόσφαιρα» (σ. 77).
Όλες οι ιστορίες αναφέρονται σε συγγραφείς και ήρωες των τελευταίων χρόνων. Μήπως είναι μια προσπάθεια να συνομιλήσετε μαζί τους;
Ασφαλώς. Στις έντεκα μυθοπλαστικές διηγήσεις που συνθέτουν τη συλλογή σκηνοθετούνται συνομιλίες διαφορετικών μορφών με συγγραφείς, ήρωες και λογοτεχνικά κείμενα. Μπορεί συγγραφείς να μετασχηματίζονται σε μυθοπλαστικά πρόσωπα κι εμβληματικοί ήρωες και ηρωίδες να συνεχίζουν τον βίο τους καταθέτοντας μια τροποποιημένη οπτική και μια διαφορετική ερμηνεία για τον εαυτό τους και τον κόσμο, ή μπορεί ακόμη να περνούν φευγαλέα μέσα από τις σελίδες ως επισκέπτες προσφέροντας περισσότερο την αφορμή και το πρόσχημα για την ανάπτυξη μιας ανάλογης ή μιας αναποδογυρισμένης ιστορίας. Οι συνομιλίες μπορεί να προσφέρουν διαφορετικές απαντήσεις και να πυροδοτήσουν νέα ερωτήματα.
Γιατί το κάνετε αυτό, ανασκαλεύοντας πεζογραφικές αλλά και ποιητικές καταθέσεις;
Διότι η ανάγνωση μπορεί να αποτελέσει την άλλη όψη της γραφής προτείνοντας μια σχέση αλληλεξάρτησης, ανατροφοδότησης και αναζωογόνησης που συνεχώς μεταβάλλεται. Με τον τρόπο αυτό ακόμη επιδιώκω τη διαστολή του λογοτεχνικού χρονοτόπου χάρη στη διακειμενικότητα και τον πολλαπλασιασμό της έντασης του αισθητικού αποτελέσματος.
Στην πρώτη ιστορία, με τον τίτλο «Η πολιορκία του τραύματος», αναφέρεστε στους Εβραίους. Γιατί η Γκέρτα είχε κλειστεί στον εσωτερικό της κόσμο;
Δεν αποπειρώμαι μια ακόμη ερμηνεία του τραύματος της Γκέρτα Στερν. Στη διήγηση «Η πολιορκία του τραύματος» ενσωματώνεται η κυκλικότητα της αφήγησης της Ομορφάσχημης του Νίκου Καχτίτση σε ένα διαφορετικό πλέγμα σχέσεων. Η αφηγήτρια συναντά στη Βιέννη μια «γυναίκα λόγια γύρω στα πενήντα πέντε» και αποσπά τη μαρτυρία ότι η Γερτρούδη Στερν ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ως τεκμήριο, χρόνια αργότερα, αποστέλλεται στο όνομα της αφηγήτριας που κρατά για τον εαυτό της τον ρόλο της εκδότριας μια επιστολή, η οποία ελλείψει επαρκών στοιχείων για την παράδοσή της καταχωρίζεται στα ράφια της δημοτικής βιβλιοθήκης δίπλα στην Ομορφάσχημη του Καχτίτση και υπογραμμίζεται ταυτοχρόνως η συνθήκη της κατασκευής από τη δική μου πλευρά. Έτσι εδώ αποδέκτης της επαναληπτικής αφήγησης της Γερτρούδης Στερν δεν είναι πια μόνο οι εναλλασσόμενοι ερωτικοί σύντροφοι, αλλά μια γυναίκα, που μετουσιώνεται θεραπευτικά σε σταθερή ιδανική ακροάτρια και ακυρώνει τη συνθήκη της εφήμερης σεξουαλικής συνθήκης διατρανώνοντας τη γυναικεία φιλία: «είχα εκπαιδεύσει τον εαυτό μου, ώστε να αποδέχεται αυτή την ακραία εμπειρία της Γκέρτα, να την ενσωματώνει και να τη διεξιώνεται χωρίς να αποζητώ να καθιερώσω τη δική μου ερμηνεία. Θα ήταν λάθος, νομίζω. Θα έχανα τη φίλη μου, όπως ακριβώς την έχαναν και οι εραστές της» (σ. 24).
Και στα δύο περιστατικά που αφορούν την Γκέρτα, τόσο στην όπερα όσο και όταν επιστρέφει μετά τον πόλεμο στο σπίτι της στη Βιέννη, η Γκέρτα βρίσκεται προ εκπλήξεως. Αυτά που της ανήκουν δεν έχει το δικαίωμα να τα πάρει, όπως οι άλλοι. Γιατί δεν υπάρχει δικαιοσύνη στην περίπτωσή της;
Όπως και σε πολλούς επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος αλλά και σε λογοτεχνικούς ήρωες και ηρωίδες, έτσι κι εδώ, η δικαιοσύνη αναζητείται. Το ζήτημα είναι να μην εξοβελίζεται τουλάχιστον από τη συλλογική μνήμη και να διασώζεται η αξία της καταχώρισής του.
Εντύπωση μου προκάλεσε, σε μια ιστορία του βιβλίου, η συνάντηση του Γιάννη Ρίτσου με τη Μαρία Πολυδούρη. Δυο ποιητές που πάλευαν με την αρρώστια της εποχής, τη φυματίωση. Πόσο δυνατή ήταν η σχέση φιλίας ανάμεσα στον Ρίτσο και τους Καρυωτάκη-Πολυδούρη;
Η σχέση φιλίας ανάμεσα στον Ρίτσο και την Πολυδούρη από τη μια και στον Ρίτσο και τον Καρυωτάκη από την άλλη είναι ισχυρή και αποτυπώνεται με αφιερώσεις και ρητές ή άρρητες αναφορές σε ποιητικά και πεζά κείμενα όπου κατατίθεται η χειρονομία τιμής, μνήμης και οφειλής. Άλλωστε η σχετική έρευνα της Νεοελληνικής Φιλολογίας και στο πεδίο αυτό έχει αποδώσει πολλούς κι εύχυμους καρπούς.
Διότι η ανάγνωση μπορεί να αποτελέσει την άλλη όψη της γραφής προτείνοντας μια σχέση αλληλεξάρτησης, ανατροφοδότησης και αναζωογόνησης που συνεχώς μεταβάλλεται.
Μου άρεσε η επινόηση του γράμματος στη μάνα του Βιζυηνού, Μιχαήλα. Τι γνωρίζουμε γι’ αυτήν;
Δεν γνωρίζουμε πολλά. Έχει αποτυπωθεί η μορφή της σε λίγες φωτογραφίες. Οι περισσότερες μαρτυρίες προέρχονται από τη νύφη της την Τζιβάνη και καταγράφηκαν από τον Μαρίνο Ξηρέα στα 1949. Απομακρύνω εσκεμμένα το βλέμμα μου από τον διάσημο γιο και με αφορμή μια μικρή μνεία στη Νέα Εφημερίδα (20.9.1894) συντάσσω μια ανεπίδοτη επιστολή, στην οποία προσπαθώ να συγκεράσω στοιχεία της βιογραφικής έρευνας με μια αλληγορική υπερρεαλίζουσα ίσως γραφή, σε μία συγγραφική χειρονομία τιμής και αγάπης. Τα Σφαλιστά βλέφαρα της Δεσποινιώς της Μιχαλιέσας μοιάζει να συνομιλούν με το σπαρακτικό τετράστιχο του γιου της (1892): «Το ’να παιδί στη ξενιτειά και τ’ άλλο σκοτωμένο!/ Κι αυτή που θέλει στήριγμα να γύρει ν’ ακουμβήσει,/ Το ’να δεν το ’χει ζωντανό τ’ άλλο ’χει πεθαμένο –/ Θεός να τηνε λυπηθεί, να την παρηγορήσει!».
Αν και εμπνέεστε από τους συγγραφείς και τα βιβλία τους, δεν παρασύρεστε γνωρίζοντας καλά τις ιδιαιτερότητες των ηρώων σας. Δεν είναι δύσκολο να αναφέρεστε στην προσωπική ζωή μεγάλων συγγραφέων;
Σε αρκετές από τις διηγήσεις των Ζωντανών ίσκιων βρίσκουμε αναφορές σε βιβλιογραφικές πηγές, μνείες σε άρθρα στον ημερήσιο και τον περιοδικό Τύπο, λεπτομερείς χρονολογίες, αναμνήσεις λογοτεχνικών βραδιών και επιστημονικών συμποσίων. Από τη μια μεριά επιδιώκω να αναπλάσω προσφιλείς λογοτέχνες, προβάλλοντάς τους όχι μόνο ως παραγωγούς κειμένων αλλά και ως ανθρώπινα όντα, με πάθη, διαψεύσεις, επιθυμίες, και από την άλλη μεριά να δώσω ζωή σε λογοτεχνικούς ήρωες σε μια προσπάθεια να τους οικειοποιηθώ με τα δικά μου μέσα, να τους κάνω δικούς μου. Γι’ αυτό και επιμένω σε λεπτομέρειες των προσώπων και του ρουχισμού, θεωρώντας ότι πάντα κάτι ουσιαστικό έχουν να πουν οι γραμμές του προσώπου τους, οι ενδυματολογικές τους επιλογές. Το ασπρόμαυρο φουστάνι της Άννα Ζέγκερς με τη μαύρη πλεκτή ζακέτα «σαν να υπενθύμιζε την πυρίκαυστη ζώνη ανάμεσα στο πένθος και τη χαρά» (σ. 136)· η «βαθιά κι επίμονη χαρακιά στο μέτωπο και δεξιά στο στόμα της» απηχεί την καταπόνηση της ανεστιότητας, τις θλίψεις που βίωσε σε μια «ανελέητη εποχή» (σ. 140)· οι «χαρακιές δεξιά κι αριστερά από το στόμα» του Χατζητάτση «βάθυναν κι έχασκαν σαν χαράδρες» (σ. 42)· μια βαθιά ρυτίδα χαράζει κάθετα το μέτωπο δυο ηρώων, της Χίλντας (σ. 13) και του Οδυσσέα (σ. 183). Οι ήρωές μου εμφανίζονται ίσως ευάλωτοι, ρημαγμένοι από ιστορικά, κοινωνικά και ευρύτερα υπαρξιακά τραύματα, τα οποία ωστόσο προσπαθώ να τα επουλώσω παρηγορητικά μέσα από ποικίλους τρόπους: όνειρα, μαγικές μεταμορφώσεις, γιορταστικές νεκραναστάσεις, ανακουφιστικές αλυσίδες αφηγήσεων, συντροφικές συνευρέσεις, αντιστροφές στην τραγική κατάληξη λογοτεχνικών έργων. Για παράδειγμα, στη διήγηση «Ολόγυρα στο πηγάδι» μια παρέα γυναικών από εμβληματικά διηγήματα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη και του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, σκηνοθετούνται μ’ έναν τέτοιο τρόπο ώστε να σπάσουν τη σιωπή και να αποκτήσουν τη δική τους φωνή· χωρίς να κόβω τους λώρους από τα αρχικά κείμενα αφηγούμαι τις δικές τους, ανείπωτες μέχρι τώρα, ιστορίες προσπαθώντας να δώσω σε κάποιες, έστω και για λίγο, όσο κρατάει η ανάγνωση, κάποιες ανάσες αθανασίας. ίσως γιατί, επιτέλους, τους οφειλόταν ένα πλάτος. Θέλησα να δικαιώσω, να παρηγορήσω τις γυναίκες στον σκληρό κόσμο της ηθογραφίας και να προσδώσω στη μητρότητα έναν δεσπόζοντα ρόλο όχι όμως κατακρεουργημένο, βασανισμένο και καταραμένο αλλά γεμάτο ιερότητα και συγκινησιακή ένταση. Καθώς οι δύο παπαδιαμαντικές ηρωίδες, η Ουρανίτσα και η Σοφούλα, πλάθουν με πηλό τα αδικοχαμένα παιδιά τους αναθέτω σ’ αυτές, αλλάζοντας την κατεύθυνση, την εκφορά του βιβλικού λόγου της Γένεσης.
Εκτός από φράσεις και στίχους των πεζογράφων και των ποιητών που πρωταγωνιστούν στα διηγήματα, το βιβλίο διατρέχουν και στίχοι του Καβάφη, του Καρυωτάκη και του Σεφέρη. Για ποιο λόγο;
Ναι, το βιβλίο διατρέχουν στίχοι του Καβάφη, του Καρυωτάκη και του Σεφέρη. Η φωνή του τελευταίου κυριαρχεί ανάμεσα στις υπόλοιπες, καθώς βρίσκουμε, σε κρίσιμα σημεία των αφηγήσεων, στίχους και φράσεις από το Μυθιστόρημα, τον «Τελευταίο σταθμό», τον «Βασιλιά της Ασίνης» και την Κίχλη. Με τους πρώτους στίχους της Κίχλης, ελαφρώς παραλλαγμένους και ενσωματωμένους στον λόγο της αφήγησης, κλείνει το τελευταίο διήγημα της συλλογής, εκείνο στο οποίο η Σοφία βρίσκει εντέλει τον αυθεντικό καλλιτεχνικό εαυτό της – ωστόσο, η σεφερική απαισιοδοξία μετατρέπεται σε ελπίδα υπέρβασης των τραυμάτων. Δεν είναι όμως μόνο αυτοί: στίχοι του Γιάννη Ρίτσου, της Μαρίας Πολυδούρη, του Ανδρέα Εμπειρίκου, του Κλείτου Κύρου, του Μάρκου Μέσκου, του Ομήρου, του Οβίδιου, κυρίως διότι επιδιώκω να υφάνω, όπως ακριβώς και η υφάντρα Αράχνη στη διήγηση «Ο ιστός της Πασιφάης», στον ιστό των αφηγήσεών μου την πολυπρόσωπη πινακοθήκη πεζογράφων, ποιητών, λογοτεχνικών ηρώων και μυθικών μορφών.
Ακόμη, δίνετε μεγάλο βάρος στη μνήμη. Μπορεί η μνήμη να αποτελέσει ασπίδα προστασίας απέναντι στη λήθη και την αδιαφορία της σημερινής εποχής;
Στην τελευταία διήγηση της συλλογής, η πρωταγωνίστρια Σοφία διεκδικεί με τον τρόπο της, εξηγώντας έτσι και τον τίτλο της συλλογής, μια δυναμική διεκδίκηση της μνήμης: «Μπορεί οι νεκροί να μη σώζουν τους ζωντανούς και μπορεί η σιωπή και η απουσία τους να μοιάζουν με συνέργεια, όμως γι’ αυτήν δεν υπήρχαν, όσο το ανάδευε στον νου της, πιο ζωντανοί από τους πεθαμένους της και ήθελε να διεκδικήσει τη μνήμη τους, να τους κουβαλά μέσα της όσο το επέτρεπαν οι δυνάμεις της (σ. 232-233). Μερικές –όχι όλες– από τις οφειλές μου μετράω με τα δάχτυλα στο φιλιατρό της γραφής καθώς ανασκαλεύω συγγραφείς, ήρωες και κείμενα κι επιχειρώ να μετριάσω ἐν Φαντασία και Λόγῳ την εγγενή στα ανθρώπινα παρατεταμένη εφηβεία της λήθης. Αν λοιπόν η μνήμη της ανάγνωσης αρδεύει το κοίτασμα των Ζωντανών ίσκιων, μιλώντας γενικά, όπως το θέτετε, ασφαλώς και η μνήμη μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα και ασπίδα πρστασίας στις πολιτικές της λήθης και στην αδιαφορία.
Στην εποχή της καραντίνας πώς μπορούσε να αντισταθεί ο αναγνώστης, με τα βιβλιοπωλεία κλειστά, ανήμπορος ν’ απολαύσει την επίσκεψη στον χώρο τους;
To βιβλίο είναι πρώτιστο αγαθό, ειδικά σε τέτοιες συνθήκες. Και, όπως συχνά δήλωσαν στη δημόσια σφαίρα οι αρμόδιοι φορείς, τηρώντας όλα τα μέτρα υγειονομικής ασφάλειας τα βιβλιοπωλεία θα μπορούσαν να είχαν παραμείνει ανοιχτά, όπως για παράδειγμα συνέβη με τα φαρμακεία. Ο βιβλιόφιλος αναγνώστης μπορεί για παράδειγμα να αντισταθεί, όσο το επιτρέπουν οι δυνάμεις του, με παραγγελίες στους πάντα πρόθυμους να εξυπηρετήσουν εκδοτικούς οίκους. Η ανάγνωση στην περίοδο του εγκλεισμού είναι παραμυθία, διαφυγή, γνώση και απόλαυση. Και, αν μου επιτρέπετε, επειδή και στους Ζωντανούς ίσκιους, δύο από τους κεντρικούς άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφονται οι διηγήσεις είναι η λάμψη της συντροφικότητας αλλά και η πολύτιμη αναγνωστική διαδικασία, ας προσπαθήσουμε να κρατήσουμε άσβεστη την αναγνωστική επιθυμία.
Ποια είναι η τύχη των βιβλίων που εκδίδονται μέσα στην πανδημία;
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνονται, τα αποτελέσματα της εκδοτικής κίνησης γνωρίζουν τάσεις αυξητικές και αυτό φυσικά είναι πολύ παρήγορο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Γιώργος Σεφέρης, «Στα 700 χρόνια του Δάντη», Δοκιμές, τόμ. Β’ (1948-1971), Ίκαρος, Αθήνα 31974, σ. 260.
Μαίρη Μικέ, Ζωντανοί ίσκιοι. Διηγήσεις. Gutenberg, Αθήνα 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου