"Μια σφαίρα" είναι το μυθιστόρημα της Ζωής Φυτούση που φανερώνει ότι, εκτός από την ωραία φωνή και το υποκριτικό ταλέντο , υπήρξε και μια πολύ καλή συγγραφέας.
Ένας νέος , ο Οδυσσέας, θυμάται τη ζωή του, τα παιδικά του χρόνια και αφηγείται τη σκληρή ζωή του και με αυτό τον τρόπο ξεδιπλώνεται μια ιστορία για την κακοποίηση στην οικογένεια , το βιασμό και τη βία, τη θέση της γυναίκας, τα στερεότυπα, τις "αρχές " της οικογένειας, τον καθωσπρεπισμό, το φόβο και τον τρόμο του παιδιού και της μητέρας του μπροστά σε έναν ανελέητα σκληρό και άγριο πατέρα - αφέντη. Φοβερά και τρομερά συμβαίνουν στην κλειστή κοινωνία του χωριού σε κάποιο νησί, σε χρόνο όχι και πολύ μακρινό. Όλοι γνωρίζουν αλλά τα στόματα παραμένουν κλειστά και η ανοχή φτάνει σε εγκληματικά επίπεδα. Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με την εξουσία του πατέρα και όταν τα βάζει η εξέλιξη είναι τραγική. Τα πολλά "γιατί" που βασανίζουν το μικρό Οδυσσέα έρχονται να βρουν απάντηση σταδιακά καθώς αποκαλύπτονται τα μυστικά που δένουν τους ανθρώπους σε αυτό τον τόπο και οδηγούν στη λύση...
Το κείμενο που ακολουθεί είναι το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος , όπου παρουσιάζονται τα βασικά πρόσωπα καθώς και το θέμα της ιστορίας.
Το μυθιστόρημα είναι αφιερωμένο από τη Ζωή Φυτούση " Στον αξέχαστο Μάνο Χατζιδάκι" .
Το ιστολόγιο επέλεξε να προβάλει τη λογοτεχνική πλευρά της Ζωής Φυτούση τέσσερα χρόνια από το θάνατό της.
******
ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ, ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ, αχ, αυτή η λέξη η τόσο μαγική και μονότονη , από το πρωί μέχρι το βράδυ τα ίδια και τα ίδια, χωρίς ν' αλλάζει τίποτα. Πες μου, μοναξιά μου, πώς θα βρω τη δύναμη να ξεφύγω και να βρω το δρόμο μου, να μάθω ν' αγαπώ τους γύρω μου, να καταλάβω το νόημα της ζωής, που είναι τόσο όμορφη...Μοναξιά μου, αχ, μοναξιά μου, πες μου τον τρόπο να ζω με τους γύρω μου, κάνε με να ξεχάσω το παρελθόν μου, το τόσο πικραμένο από τους ίδιους τους δικούς μου ανθρώπους, κάνε με να ξεφύγω...
Για να' μαι ειλικρινής, νόμιζα πως άρχισα κι εγώ, όπως όλοι οι Έλληνες, να γράφω ποιήματα, όμως η σκέψη μου βούλιαξε μέσα στα παιδικά μου χρόνια και η μνήμη που σπάζει, μα δε σαπίζει, άρχισε να ξετυλίγει τη βασανισμένη και σκληρή ανήλικη, πονεμένη, ερημική ζωή μου...
Ήμουν το πρώτο παιδί στην οικογένειά μας και παρόλο που δεν έκαναν οι γονείς μου παρά μόνο δυο γιους, εμένα μου φέρονταν χειρότερα κι από τον αγορασμένο αράπη της εποχής των σκλάβων. Είναι αλήθεια. Ήμουν ψηλός για την ηλικία μου, αδύνατος, ξυπόλυτος, με δανεικό βιβλίο και μόνη μου περιουσία ένα τετράδιο κι ένα μολύβι. Όχι, δεν ήμαστε φτωχοί, ήμαστε οι πρώτοι του χωριού μας, κι όμως όλα τα άλλα παιδιά ήταν προνομιούχα, είχαν καλό πατέρα. Ο δικός μου ήταν σκληρός, αυταρχικός, άδικος, ήταν ο εαυτούλης του. Διοικούσε τους πάντες και τα πάντα κι οι χωριανοί τον φοβούνταν, ακόμα κι ο παπάς.
Είχαμε μεγάλη περιουσία σε κτήματα, ζώα και σπίτια. Δύο σπίτια στο χωριό, ένα στην πλατεία κοντά στο σχολείο, ένα στην Παρατωνιά, αυτά για το χειμώνα, ένα στην κατοικιά, όπως λέγαμε αυτό που ζούσαμε το καλοκαίρι, κοντά στα ζώα μας, που ήτανε στον κάμπο, που κι αυτός ήταν δικός μας, και το σπίτι που ζούσαν οι γονείς της μάνας μου, που το είχαν δώσει για προικιό στον πατέρα μου. Η μάνα μου κι εγώ δεν είχαμε τίποτα, μα τίποτα...
Προσπαθούσα στο σχολείο με λίγες κλεφτές ματιές από το βιβλίο του συμμαθητή μου που καθόμαστε μαζί στο θρανίο και από τις σημειώσεις που αντέγραφα από τον πίνακα στο τετράδιό μου να μάθω. Ήθελα να μάθω, όμως ο νους μου, αυτός ο φοβισμένος παιδικός μου νους, έτρεχε στις δουλειές που έπρεπε να προλάβω να κάνω, γιατί, αλίμονό μου, τι ξύλο με περίμενε από τη ζώνη του πατέρα μου.
Μόλις χτύπαγε το κουδούνι και τα άλλα παιδιά γελούσανε και ξεφωνίζανε ευτυχισμένα, τρέχοντας για το παιχνίδι, εγώ έπρεπε να τρέξω ως το σπίτι, να πετάξω το τετράδιο σε μια γωνιά, να πάρω ένα κομμάτι ψωμί με ζάχαρη και λάδι, που το έκρυβε η μάνα μου πίσω απ' τον καθρέφτη, και να τρέξω στον κάμπο. Η μάνα μου το ετοίμαζε από το χάραμα και το έκρυβε να μην το δει ο πατέρας μου· το έκανε αυτό πριν φύγει κι αυτή για την κατοικιά. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, αυτή ήταν η μόνη χειροπιαστή στοργή που μου' δειχνε η μάνα μου. Είχαμε ένα μυστικό, χωρίς ποτέ να μάθω γιατί...
Έπαιρνα το τορκί μου, άλλοι το λένε τσέρκι· ήταν ένα στεφάνι από βαρέλι και ένα χοντρό σίδερο περασμένο σε ένα καλέμι· και παρόλο που ήξερα ότι δε θα βρω καιρό να παίξω, ξεκίναγα να πάω στον κάμπο. Το κράταγα σφιχτά κάτω από τη μασχάλη μου, έτρωγα το ψωμί μου και αψηφώντας τα αγκάθια και τα φίδια που έτρεχαν να κρυφτούν στους θάμνους, έτρεχα κι εγώ για να προλάβω τις δουλειές που με περίμεναν. Η κατοικιά στον κάμπο ήτανε μακριά, δεν ήτανε παίξε γέλασε. Έπρεπε να περάσω και το ποτάμι με τα παγωμένα νερά.
Το χωριό μας έχει τέσσερα ποτάμια, αλλά το χειρότερο απ' όλα είναι αυτό που πρέπει να περνάω εγώ ξυπόλυτος και παγωμένος. Αν πήγαινα από τη γέφυρα, δε θα' φτανα ποτέ στην ώρα μου και τότε αυτό που με περίμενε ήτανε πιο σκληρό από οτιδήποτε άλλο.
Όταν έφτανα κι έβλεπα τα ζώα μας, πάντα χαιρόμουνα γιατί τα αγαπούσα, με κάνανε να ξεχνάω την κούραση και τ' άλλα παιδιά, που σίγουρα τέτοιες ώρες ή θα τρώγανε ή θα παίζανε ή θα διαβάζανε.
Πόσο ήθελα να διάβαζα, αυτό με πλήγωνε πιο πολύ απ' όλα, πόσο θα ήθελα να είχα βιβλία. Πέρσι ο δάσκαλός μας είχε πει πως έχουμε εθνικό ποιητή τον Σολωμό και δε θυμάμαι ακριβώς αν ήταν συμπατριώτης μας ή αν έζησε κι αυτός εδώ στα μέρη μας. Μας είχε διαβάσει ωραία ποιήματά του και μας έμαθε τον Εθνικό μας Ύμνο, που τον τραγουδούσαμε πάντα στις εθνικές μας εορτές. Μας διαβεβαίωσε μάλιστα ότι τον ξέρουν όλοι οι Έλληνες όπου και να ζούνε.
Εγώ πάντως μπορεί να μην είχα ποιητικά βιβλία, είχα όμως το ημερολόγιο της νόνας μου, της μάνας της μάνας μου. Κάθε πρωί έβγαζα με μεγάλη προσοχή το φυλλαράκι και διάβαζα τι έγραφε από πίσω. Μετά τα φύλαγα όλα μαζί κι ένιωθα ότι έχω κι εγώ κάτι πολύτιμο. Ήτανε καρφωμένο στον τοίχο και κρατούσα την ανάσα μου μην και το καταστρέψω, γιατί μετά δε θα' χα να διαβάζω όλα εκείνα τα υπέροχα στιχάκια. Ήταν τόσο ωραία, το ένα καλύτερο από το άλλο:
Το λούλουδο θέλει νερό
ο άρρωστος το χάπι
και μ' ένα χάδι και φιλί
θεριεύει η αγάπη.
*
Κάτω απ' το παραθύρι σου
θα πάρω μια κιθάρα
για να σου πω το σ' αγαπώ
μικρή μου παιχνιδιάρα.
Σίγουρα μια μέρα θα γίνω ποιητής, θα μάθω και κιθάρα για να γράφω τραγούδια. Αυτά σκεφτόμουνα τρέχοντας να φτάσω στα ζώα του πατέρα μου. Όλα ήταν εκεί πάντα και όλα με περίμεναν. Τα αρσενικά μοσχάρια τα είχε ξέχωρα από τις μητέρες τους, τα έδενε από τα κέρατά τους και το ένα τους πόδι, γιατί ήταν ζόρικα και χτυπάγανε τα κεφάλια τους στον τοίχο. Ήταν αρσενικά και ήθελαν με κάθε τρόπο να δείξουν τη δύναμή τους. Τα λυπόμουνα, τα χάιδευα , τους μιλούσα και τους έλεγα να κάνουν υπομονή, καθώς τα τάιζα πίτουρα και φρέσκο τριφύλλι. Ύστερα τα πότιζα και στο τέλος καθάριζα όλες τις βρωμιές που είχαν μαζευτεί όλη τη νύχτα· ήθελα να νιώθουν ανθρώπινα. Είπα ανθρώπινα και κατάπια ένα δάκρυ μου...Ευτυχώς, τα ζώα του πατέρα μου μ' αγαπούσανε, μου δείχνανε ευγνωμοσύνη με το δικό τους τρόπο, με έγλειφαν στα ξυπόλυτά μου πόδια και μου μουγκρίζανε λόγια γλυκά. Την ήξερα, την καταλάβαινα τη γλώσσα τους, άλλωστε μ' αυτά πέρναγα τις περισσότερες ώρες της ζωής μου, μεγάλωνα μαζί τους, ακόμα κι όταν έκλεινα την πόρτα, ο ήχος της φωνής τους, που έβγαινε από την τρύπα που μπαινόβγαιναν οι κότες, με συνόδευε ως αργά το βράδυ. Ήξερα πως θα με περιμένουν και αύριο και μεθαύριο και κάθε μέρα...
Δεν ήταν όμως μόνο αυτή η δουλειά που είχα να κάνω· έπρεπε να βγάλω τις αγελάδες από το στάβλο για να φάνε φρέσκο χορτάρι, να μαζέψω τα πρόβατα και να τα βάλω στο μαντρί. Δε λέω, ήταν ένα πανόραμα να βλέπεις τα μικρά αρνάκια να ψάχνουν να βρουν τη μητέρα τους βελάζοντας και χοροπηδώντας, προσπαθώντας να βυζάξουν, αλλά εγώ έπρεπε συγχρόνως να παρακολουθώ τις αγελάδες να φάνε καλά, να φάνε σωστά. Είχα καταλάβει από μόνος μου πως αν δε γέμιζε και δε φούσκωνε ένα λακκάκι στ' αριστερό μέρος της κοιλιάς τους, δεν ήτανε χορτάτες. Έπρεπε λοιπόν να προσέχω τα πάντα, να τα ποτίζω, να βάζω τα μικρά μοσχαράκια στο βυζί της μάνας τους και να βλέπω αν τρώνε και δεν μένουν νηστικά. Δεν ήτανε εύκολα πράγματα· βέβαια φέτος που πήγαινα στη δευτέρα τάξη του Δημοτικού, είναι καλύτερα γιατί μεγάλωσα κάπως, όμως πέρσι, αχ, πέρσι καλύτερα να μην το θυμάμαι.
Η μάνα μου δούλευε κι αυτή πολύ σκληρά· είχε μεγάλη αγωνία μήπως και δεν αρμέξει πολύ γάλα, που το' δινε ο πατέρας μου στους τυράδες γιατί αλίμονό της αν το γάλα ήταν λιγότερο από χτες, μαύρη ώρα την περίμενε.
Αφού τα τελείωνα όλα, έδενα ένα ένα όλα μας τα σκυλιά στους πασσάλους έξω από τις πόρτες να φυλάνε για κάθε απρόοπτο και έπαιρνα το δρόμο του γυρισμού. Όσο κουρασμένος κι αν ήμουν, και στ' αλήθεια ήμουν πολύ κουρασμένος γύριζα και ξαναγύριζα να κοιτάξω πίσω μου και σκεφτόμουν μήπως έκανα κανένα λάθος και φάω το ξύλο της χρονιάς μου.
Φοβόμουνα, πάντα φοβόμουνα τον πατέρα μου, γιατί ήταν ανελέητος. Άκουγα τα σκυλιά να αλυχτούνε όσο εγώ απομακρυνόμουνα και ήμουν σίγουρος πως αυτά τουλάχιστον δε θα με προδώσουν, θα φυλάνε καλά και δε θ' αφήσουν να γίνει κάτι που θα το πληρώσω εγώ.
Στο γυρισμό κυλούσα το τορκί μου και δεν πίστευα ότι έπαιζα, πίστευα ότι ήμουνα επάνω σε ένα κάρο και σαν άρχοντας γύριζα στο χωριό. Η σιδερένια ρόδα κυλούσε δύσκολα πάνω στο χώμα, αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Τώρα είχα τελειώσει τις δουλειές, τώρα δεν αποκλείεται να προλάβω και κανένα από τα παιδιά να παίξω λίγο μαζί του, πράγμα βέβαια πολύ σπάνιο, γιατί σχεδόν πάντα η ώρα ήταν περασμένη.
Έμπαινα στο σπίτι μας από το στενό που ο πατέρας μου έλεγε πως ήτανε δικό του και πως αν ήθελε, δε θ' άφηνε κανέναν να περνάει. Οι άλλοι λέγανε πως είχε άδικο και πως αυτό το στενό ήταν του χωριού· πάντως δε δείχνανε και πολύ κουράγιο για να το αποδείξουν, αφού δεν περνούσε κανείς από κει, κι έτσι το' λεγα κι εγώ "το στενό μας."
Μόλις έφταναν κι έμπαινα μέσα, άφηνα το τορκί μου κι αν η μάνα μου είχε ανάψει το τζάκι, έριχνα μια ματιά σ' αυτά που είχα αντιγράψει στο τετράδιό μου το πρωί από τον πίνακα, αν όχι, το άναβα εγώ, ώστε η μάνα μου, όταν γυρίσει κι αυτή από την κατοικιά, να το βρει έτοιμο για να βράσει χόρτα. Ρεύμα δεν υπήρχε στο δικό μας σπίτι, αν και άκουγα να λένε πως ο πατέρας μου, άμα ήθελε, μπορούσε να βάλει, είχε λεφτά και μπορούσε να πληρώνει. Αυτό όμως για μένα δεν είχε σημασία, γιατί μου άρεσε να βλέπω τις φλόγες στο τζάκι και ν' ακούω τα κούτσουρα να τραγουδάνε το δικό τους μαγευτικό τραγούδι. Εκείνο όμως που δε μου πολυάρεσε ήτανε η λάμπα του πετρελαίου, κυρίως όταν έπρεπε να την ανάψω εγώ. Έτρεμα μη σπάσω το γυαλί, γιατί η μάνα μου έλεγε πως αν σπάσει το γυαλί, πάει, θα μας σκοτώσει ο πατέρας μου και τους δύο.
Υπήρχανε παρ' όλα αυτά και ωραία βράδια, σαν κι αυτά που παίζαμε με τα άλλα παιδιά την πουλομάνα. Βάζαμε πάνω σε μια βάση μια μεγάλη πέτρα και προσπαθούσαμε, καθένας με τη σειρά του, πετώντας μια μικρότερη πέτρα, να τη ρίξουμε κάτω και τότε τρέχαμε ξεφωνίζοντας και γελώντας να μη μας πιάσει αυτός που θα είχε ρίξει κάτω την πέτρα, γιατί τότε αυτός που θα τον έπιαναν θα έτρωγε καρπαζιές από όλους τους άλλους. Ήτανε πολύ αστείο παιχνίδι. Καμιά φορά παίζαμε κρυφτό, άκου τι ειρωνεία, κρυφτό μέσα στο σκοτάδι.
Η μητέρα μου δε με έδερνε ποτέ, δεν ήξερα όμως αν με αγαπούσε, δε με χάιδευε, δε μου μιλούσε, δε με υπερασπιζότανε ούτε από το ξύλο του πατέρα μου ούτε από το ξύλο που μου' δινε η νόνα μου, η μάνα του πατέρα μου που ζούσε μαζί μας. Η μάνα μου ήταν πάντα σκεφτική δούλευε πάρα πολύ χωρίς να αντιμιλάει ή να παραπονιέται για τίποτα. Έφευγε χαράματα, γύρναγε νύχτα, έβραζε χόρτα με πατάτες, αυτό ήταν το βασικό μας φαΐ. Τρώγαμε τις περισσότερες φορές οι δυο μας· καμιά φορά με ρώταγε αν θέλω κανένα βραστό αυγό και τότε άκουγα τη φωνή της.
Είπα αυγό και θυμήθηκα τη μάνα του πατέρα μου, τη νόνα μου τη Μαρία. Ήταν τόσο κακιά και στρίγκλα που πούλαγε ακόμα και στη μάνα μου τα αυγά. Χωρίς λεφτά δε χαλάλιζε ούτε ένα αυγό για το ίδιο της το εγγόνι, εμένα...Δε μ' άφηνε ποτέ να μπω στο δωμάτιό της, ήτανε κι αυτή σαν ξένη , ίσως και χειρότερα.
Ένα άλλο πράγμα που δεν μπορούσα να καταλάβω ήταν γιατί έπρεπε μετά το βραδινό φαγητό να φεύγω μέσα στη νύχτα, βρέξει χιονίσει, και να πηγαίνω στους γονείς της μάνας μου και να κοιμάμαι εκεί. Εγώ ήθελα να μένω σπίτι μας μαζί με τη μάνα μου, αλλά αυτό ήταν σχεδόν αδύνατον, για ανεξήγητους σ' εμένα λόγους. Οι γονείς της μάνας μου με αγαπούσανε, με περιμένανε, ήταν πολύ καλοί μαζί μου.
Ο πάππος μου ήταν ψαράς και πολύ καμάρωνε γι' αυτό. Όταν είχε καλό καιρό, έφερνε ολόφρεσκα ψάρια που τα τηγάνιζε η νόνα μου και ξανάτρωγα μαζί τους, ακούγοντας τον παππο μου να μιλάει αδιάκοπα για τη θάλασσα και τα δίχτυα, που επειδή δεν είχανε μηχανήματα έπρεπε να τραβάνε με τα χέρια έξω στο γιαλό του Άι - Γιάννη. Έλεγε ιστορίες φανταστικές ή και αληθινές και μας έκανε να γελάμε.
Η νόνα μου πάλι , όσο μίλαγε ο πάππος μου, μπάλωνε το παντελόνι μου, που από τα πολλά μπαλώματα δεν ήξερες ποιο ήτανε το αρχικό του ύφασμα. Το πουκάμισό μου ήταν χειρότερο, είχε διάφορα κομμάτια όλων των χρωμάτων και θύμιζε τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως έλεγε ο δάσκαλος, πειράζοντάς με καλοπροαίρετα. Τους αγαπούσα πολύ, γιατί με βάζανε στη μέση στο κρεβάτι και ζεσταινόμουνα, ένιωθα πάνω απ' όλα μια απέραντη ασφάλεια εκεί, μόνο εκεί δε φοβόμουνα. Γιατί άραγε αυτοί με αγαπούσαν; Γιατί άραγε οι άλλοι δε με αγαπούσαν; Αυτό με προβλημάτιζε μόνιμα...
Η νόνα μου είχε μια βρύση έξω από την κρεβατοκάμαρα κι όταν ξύπναγα το πρωί και πήγαιναν να πλυθώ, πάγωναν τα χέρια μου και το πρόσωπο μου τόσο, που πολλές φορές όταν ήξερα ότι δε με βλέπει κανείς, έριχνα γρήγορα γρήγορα λίγο νερό στα μάτια και έτρεχα στην κουζίνα να πιω ζεστό βουνίσιο τσάι, που μόνες τους μάζευαν όλες οι συγχωριανές. Μοσκοβολάνε όλα στο χωριό μας, είναι γνήσια και ευλογημένα, εκτός από το γάλα, που δεν ξέρω για ποιο λόγο μου φέρνει πάντα εμετό. Δεν είχα ποτέ πιει γάλα κι ας ήμουν μέρα νύχτα με τα ζώα που το παράγουν, ακόμα κι όταν έβλεπα τη μάνα μου να αρμέγει, πάλι εμετό ήθελα να κάνω, μόνο που δεν το' λεγα σε κανέναν.
Στο δρόμο για το σχολείο, το χειμωνιάτικο πρωινό, πάγωναν τα ξυπόλυτά μου πόδια, έτρεχα για να μην αργήσω να μπω στη γραμμή και να περιμένω να μας επιθεωρήσει ο δάσκαλος αν ήμαστε όλοι εκεί κι αν ήμαστε, λέει, καθαροί...Δηλαδή πώς μπορεί να είναι κανείς καθαρός σ' ένα χωριό που η λάσπη σε κυνηγάει παντού και κανείς δεν ασχολείται με τα ξυπόλυτά σου πόδια...
Ο δάσκαλός μας ήταν από το ίδιο χωριό και ήταν πολύ καλός, αγαπούσε τα παιδιά και ήθελε πραγματικά να μας μάθει γράμματα. Έλεγε πολύ συχνά σε όλους μας: " Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο". Η φωνή του ήταν μαλακιά και ζεστή και ερχότανε σε αντίθεση με το παγωμένο και αφιλόξενο σχολείο. Μετά την προσευχή, που κάθε μέρα την έλεγε κι άλλο παιδί, μπαίναμε ήσυχα ήσυχα στην τάξη. Οι αίθουσες, αν μπορεί να μιλήσει κανείς για αίθουσες ήταν τρεις. Στη μια έμπαιναν τα παιδιά της πρώτης και της δευτέρας, στη δεύτερη της τρίτης και της τετάρτης και στην τρίτη της πέμπτης και της έκτης τάξης. Εκείνο που με τρόμαζε περισσότερο απ' όλα ήταν το παγωμένο τσιμεντένιο πάτωμα, γιατί ήμουν ξυπόλυτος και το θρανίο δεν είχε κανένα στήριγμα για να ακουμπώ τα πόδια μου. Έβαζα το ένα πάνω στ' άλλο ώστε να κρυώνω λιγότερο. Μια μέρα ο δάσκαλος , που νόμιζε πως είμαι άτακτος και γι' αυτό διαρκώς κουνιέμαι, με έβαλε τιμωρία στον πίνακα. Μου' ρθε να βάλω τα κλάματα για την αδικία, αλλά συγκρατήθηκα, συνέχισα όμως να αλλάζω πόδια γιατί κρύωνα πάρα πολύ και τότε εκείνος κατάλαβε. Μου είπε να καθίσω στη θέση μου και πως θα μίλαγε στον πατέρα μου. Αυτό με κατατρόμαξε, γιατί παρόλο που ήμουν το μόνο παιδί που δεν είχε ούτε ένα ζευγάρι γαλότσες να φορέσει, δεν ήθελα να μιλήσει γι' αυτό κανένας στον πατέρα μου. Γύρισα στο θρανίο μου και άρχισα να κοιτάζω από το βιβλίο του Σπύρου, που ήταν ο καλύτερος μου φίλος. Ξαφνικά έγινα τόσο μελαγχολικός, που ούτε έβλεπα ούτε άκουγα, ένας τρόμος γέμιζε το κεφάλι μου και με με δυσκολία κρατούσα τα δάκρυά μου. Ο Σπύρος το κατάλαβε και προσπάθησε να με καλμάρει. " Θα σου δώσω μαζί σου το βιβλίο μου", είπε. Ήταν κάτι πολύ συγκινητικό για μένα, ευτυχώς είχα αυτόν και την Κανέλα μου, το δικό μου σκυλί, που το λάτρευα και με λάτρευε. Ηρέμησα. Έπρεπε να μάθω γράμματα, γράμματα. Βου, α, βα, βάσανα, βάσανα, βάσανα...
Ζωή Φυτούση, Μια σφαίρα, Καστανιώτης, Αθήνα 1998
Άλλη μια υπέροχη ανάρτηση! Ευχαριστούμε...
ΑπάντησηΔιαγραφή