Συνήθως περνούσα τα εκάστοτε γενέθλιά μου στο ντούκου. Τούτα δω, τα σημερινά, έχουν μια σημασία.
Στα εξήντα πέντε παίρνει κανείς σύνταξη. Κι εγώ θεωρητικά ανήκω σ' αυτή την κατηγορία. Όμως από πουθενά δεν υπάρχει κάτι σίγουρο. Και η μέρα με βρίσκει χωρίς χρήμα εντελώς και η χιαστί κακών και καλών με διέπει κι έχω να δω τον Πασχαλάκο 6 μήνες κι η καρδιά μου έχει ματώσει. Σε μια χώρα, όχι μόνο σε κρίση, αλλά σε σήψη, είμαι μωρό στη φωτιά και δεν είναι φιλολογικό αυτό που λέω. Ψυχοσωματικά ζορίζομαι άσκημα, παρ' ότι στο δρόμο τ' ανθρωπάκια μού εύχονται ό,τι καλύτερο.
Το ζόρικο είναι ότι μου λεν: " Να' ξερες τι κουράγιο μας δίνεις". Κι όλη η γερολαία χαίρεται όταν με βλέπει, γιατί βλέποντας την εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου, με σταμπιλάρει με το μαύρο καπέλο, με διακρίνει και με εκτιμά. Πλουτίζει η ευθύνη μου όμως , από πουθενά μια βοήθεια κι η πέτρα του Σίσυφου τη σήμερον ημέρα, βαραίνει περισσότερο.
Άλματα πρέπει να γίνονται, μετατοπίσεις, αλλαγές, όμως πώς το φέρνει η μοίρα κι η μαθηματική ακρίβεια, πληρώνω πάντα αυτές τις αλλαγές με αίμα. Φτύνω την ψυχή μου στη λάσπη.
Όμως κι ο καλύτερος δύτης χρειάζεται να βγει ν' αναπνεύσει. Αλλά εγώ, με καρφωμένη σαν ακόντιο στο μυαλό και το στήθος την ευθύνη ( ΕΥΘΥΝΗ ), 25 ώρες το εικοσιτετράωρο, με το ρυθμό των κρεσέντο και κομμένη την ανάσα, δρω κι όπως λένε...στη δράση κολλάει το σίδερο.
Εγώ δεν πάω στους γιατρούς για εξετάσεις, προληπτική ιατρική κι έτσι, λυσσώ όμως στην ιδέα του να προλάβω τις εξελίξεις που οδηγούν στο αποκορύφωμα ενός παγκόσμιου πολέμου. Το λέω τόσο συχνά, που φοβούμαι ότι θα γίνει μανιέρα και ύποπτος ναρκισσισμός. Λεν οι κακές γλώσσες ότι το επιθυμώ για να δικαιωθώ. Δε θέλω να το ζήσω.
Στον καιρό που ήμουν κυοφορούμενος, υπήρχε ο Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη, τέλος Μαΐου αυτοκτόνησε ο Χίτλερ, 6 Αυγούστου έπεσε η πυρηνική βόμβα στη Χιροσίμα κι αυτά με σφράγισαν, δεν μπορώ να τ' αποφύγω πια. ΠΙΑ. Όμως κουράζομαι , τα χάνω, χάνω το κουράγιο μου, τον μπούσουλα , περνώ στο άλλο άκρο, θέλω ν' απομονωθώ, να διαλογιστώ, μπας και σώσω την ψυχή μου.
Χθες με πήρε ένας φίλος που βλεπόμαστε πού και πού, ο Τηλέμαχος - και πάμε για κανένα μεζέ στο ταβερνίδιο της εγγονής του Γιώργη Γεωργιάδη ( Γκουρτζίεφ) - με πήρε να μου πει χρόνια πολλά. Θα' θελα να με πάρει ο Πασχαλάκος να μου ευχηθεί. Του' στειλα χθες δυο κάρτες και τον πληροφόρησα και για την Αυστραλία. Κατάσταση -εφιάλτης. Μάτωσε η καρδιά μου. Είμαι σε καθεστώς κολάσεως.
Εν τω μεταξύ και μεταξύ μας, 65 χρονάκια δεν είναι και λίγα. Υπάρχουν στιγμές εκμηδένισης που νιώθω μηδέν, ένα τίποτα - με την αρνητική έννοια του όρου - κι όμως έρχεται πάλι η σκέψη και η μνήμη: τόσα και τόσα, που είναι αδύνατον να καταγραφούν σε τόμους. Και ποια έννοια θα' χει; Όταν συμβαίνει το συμβάν έχει τη μαγεία, όταν το θυμηθείς και το καταγράψεις, είναι σαν εφημερίδα χθεσινή. Είναι χρήσιμο, δεν αμφιβάλλω. Είναι ένας χάρτης για τους άλλους. Και ιδιαίτερα σήμερα που όλα είναι σαν τεντωμένη χορδή, έτοιμη να σπάσει κι ο Θεός ας μας λυπηθεί μετά.
Παρ' όλα τα θέσμια της Ευρώπης, νιώθω πως κανένας δεν ενδιαφέρεται για τίποτα. Μηρυκάζουν κλισέ, δόγματα, μανιέρες, κοινωνικοί ηδονιστές, ζώντας στην ελλειπτική του κόσμου - σ' αυτό το ελλειπτικό γεννιέται η ζωή, έξω από τον κήπο της Εδέμ - κι έτσι χτίζουν στην άμμο έναν κόσμο όλο κύματα και ιδίως κούφια κύματα, που βρίσκει τους πληθυσμούς απροετοίμαστους, καθώς θένε να ρουφήξουν τη ζωή σαν να' ναι γρανίτα, κι έτσι γίνονται χαλασμοί και μετά κλαίνε, κάνουν λιτανείες, μετανοούν κατόπιν εορτής. Κατόπιν εορτής. Το' χω βαθιά υπόψη μου.
Ας πούμε, όμως, πως σήμερα είναι η εορτή. Ταιριάζει ένα κέρασμα, ένα ποτήρι κρασί και το τραγουδάκι που λέει:
Να ζήσεις, Μανώλη,
και χρόνια πολλά
μεγάλος να γίνεις με άσπρα μαλλιά
παντού να σκορπίζεις της γνώσης το φως
κι όλοι να λένε, να , ένας σοφός.
Δεν το επιδιώκω. Και πως έτσι έγινε και γίνεται. Ωραία εικόνα. Όμως η ευθύνη σού τρώει τα σπλάχνα, τρέμουν τα πόδια κι εσύ πρέπει ν' αντέχεις, να κρατιέσαι όρθιος, γιατί οι άλλοι παίρνουν κουράγιο από σένα.
Κι εσύ, φτερό στον άνεμο, κρατιέσαι κυνηγώντας το κέντρο βάρους σου να το στερεώσεις, να νιώσεις κι εσύ έξω απ' το ελλειπτικό, λίγο στις παρυφές της φώτισης, της Νιρβάνας, της Ιερής Ησυχίας ( ησυχαστικά), της, όπως λεν, λύτρωσης, πολύ μακριά από το φόβο του θανάτου.
Εξήντα πέντε χρόνια δεν είναι και λίγα. Το χέρι μου σταθερό, η καρδιά ματωμένη, αλλά σχετικά ήσυχη, δεν ' ξόκειλα πολύ, το ανθρώπινο δεν το απέφυγα.
Αυτά για σήμερα. Χρόνια μου πολλά.
Υ.Γ. Κατά το δείλι με πήραν οι στενοί μου συγγενείς και φίλοι, πέντ' έξι τον αριθμό.
Χρόνια μου πολλά και καλά. Διότι αν είναι να ζήσω σαν τον Μαθουσάλα και να είναι η ζωή μου μια ατελείωτη συσσώρευση χρόνου χωρίς αιτία και αποτέλεσμα και χωρίς δικαίωμα στην αυτοχειρία, να λείπει το βύσσινο. Δε θα' θελα μια ζωή παραλλαγή της κολάσεως.
Παρ' ότι δε θέλω να χρωματίσω τη μέρα με μέλια και μελό, η κατάθεσή μου στην τράπεζα αυτήν την ώρα, είναι 12 ευρώ. Αυτά, μετά 50 χρόνων, αγώνα και προσφορά στη χώρα που εθεάθη κάτω από την Ουγκάντα στη λίστα των χωρών με τα προτερήματα και τα ελαττώματα. Κατά τα άλλα, φημολογείται έντονα εντός της επικράτειας ότι, όταν εμείς, δηλαδή αυτοί - οι Ελληναράδες - φτιάναν ακροπόλεις, οι άλλοι τρώγαν πέτρες. Πάντα οι άλλοι που κατά τον Σαρτρ είναι η κόλασή μας.
Προτιμώ αυτό του Ρεμπώ: " Το εγώ είναι ένας άλλος".
Έστω κι αν είμαι άλλος, τ' όνομά μου είναι Εμμανουήλ Ρασούλης Ντέβα Παρινίτο, του Σπύρου και της Χαρίκλειας και γεννήθηκα στο Ηράκλειο Κρήτης, στις 28 Σεπτεμβρίου του 1945.
Σήμερα είναι 28 Σεπτέμβρη 2010.
Κι ο καθείς ας βγάλει τα συμπεράσματά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου