Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Εγνατία Οδός , η ιστορία ενός δρόμου (5)

Βυζαντινά χρόνια, Η λειτουγία του δρόμου
Από τον 4ο αι.μ.Χ. το μεγαλύτερο τμήμα της Βαλκανικής Χερσονήσου κατακλύζεται από γοτθικές και ουνικές επιδρομές. Οι επιδρομές γίνονται και μέσω της Εγνατίας, η οποία μετά τον 4ο αι.μ.Χ. δεν ήταν και τόσο σημαντική εξ αιτίας της κρίσης του Ρωμαϊκού κράτους . Εξακολούθησε όμως να εξυπηρετεί την επικοινωνία της Θεσσαλονίκης με την Κωνσταντινούπολη.
Τον 7ο αι. μ.Χ. , όταν οι Σλάβοι κατεβαίνουν νότια , βασικά κομμάτια του δρόμου ξέφυγαν από τον έλεγχο των Βυζαντινών, ειδικά το κομμάτι δυτικά της Έδεσσας(Βοδενά). Ο δρόμος έγινε ανασφαλής και επικίνδυνος. Το τμήμα της Εγνατίας μεταξύ Θεσσαλονίκης - Κωνσταντινούπολης  μόνο ήταν ανοικτό για τα βυζαντινά στρατεύματα.
Τον 9ο αι. μ.Χ. η βυζαντινή παρουσία ενισχύεται κατά μήκος του ανατολικού μισού της Εγνατίας και αυτό αποδεικνύει η ίδρυση των Θεμάτων Θεσσαλονίκης , Στρυμόνα. Ο δρόμος όμως εξακολουθεί να είναι επικίνδυνος σύμφωνα με τις μαρτυρίες ταξιδιωτών ( Θεόδωρος Στουδίτης, Γρηγόριος Δεκαπολίτης). Υπήρχαν τμήματα στη διαδρομή Θεσσαλονίκη- Κωνσταντινούπολη εξαιρετικά επικίνδυνα για ιδιωτικά ταξίδια εξ αιτίας ληστών .
Η Εγνατία μετά την Έδεσσα δεν βρισκόταν σε βυζαντινό έλεγχο και η ενδοχώρα από το Αιγαίο μέχρι την Αδριατική  έκρυβε κινδύνους. Έτσι οι ταξιδιώτες ακολουθούσαν ένα μακρύ και κουραστικό δρομολόγιο για να φτάσουν στην Αδριατική και απο' κει στην Ιταλία:
Θεσσαλονίκη - Τέμπη - ηπειρωτική Ελλάδα διά μέσου Μπράλου και ή ανατολικά προς Κόρινθο ή δυτικά προς Άμφισσα - Ναύπακτο με πλοίο προς Ιταλία ή ακολουθώντας τη δυτική παραλιακή γραμμά στο Βουθρωτό ή Κέρκυρα ή πιο βόρεια. Αυτό το δρομολόγιο ήταν περισσότερο ασφαλές και είναι επιβεβαιωμένο στα μέσα του 7ου αι. και καθ' όλη τη διάρκεια του 9ου και 10ου αι. μ.Χ.(περιγραφή από την πρεσβεία του Λιουτπράνδου της Κρεμόνας).
Κατά τον 11ο αι. και ιδιαίτερα μετά τις νικηφόρες εκστρατείες του Βασιλείου Β΄ εναντίον των Βουλγάρων και την κατάκτηση του συνόλου της Βαλκανικής Χερσονήσου από τους Βυζαντινούς, η μετακίνηση σε όλο το μήκος της Εγνατίας έγινε ασφαλής.
 Οι ταξιδιώτες όμως εξακολουθούν να προτιμούν την προηγούμενη διαδρομή ίσως γιατί ένιωθαν την ίδια ανασφάλεια με πριν.
Πιθανόν κατά τον 11ο και 12 αι. ο δρόμος από το Δυρράχιο δεν ακολουθούσε το κλασικό δρομολόγιο αλλά κινούμενος ανατολικά χωριζόταν στα δύο: μία ατραπός έφθανε στη Οχρίδα  περνώντας βόρεια της λίμνης και μία δεύτερη συνέχιζε ανατολικά και έφθανε στην Καστοριά. Οι δύο δρόμοι συναντιόνταν στην Έδεσσα και απο εκεί στην Πέλλα και στη Θεσσαλονίκη .Αυτούς τους χρησιμοποιούσαν έμποροι και άνθρωποι που ήθελαν να μεταφέρουν χρήματα ή το ταχυδρομείο , αλλά και από Ιταλούς περβευτές ή αυτοκρατορικούς απεσταλμένους στην Ιταλία.
Η ασφάλεια του δρόμου υπήρξε ικανοποιητική αυτά τα χρόνια και αυτό συνετέλεσε στην ανάπτυξη του νέου δρόμου που αντικατέστησε την κλασική Εγνατία. Ο δρόμος συντηρήθηκε και ίσως αυτό οφείλεται στην οδοστρωσία, αγγαρεία που έκαναν οι ντόπιοι και σκόπευε στη συντήρηση του οδικού δικτύου της αυτοκρατορίας.
Τον 12ο αι. λοιπόν η Εγνατία οδός φθάνει στο υψηλότερο σημείο ανάπτυξης στα Βυζαντινά χρόνια τόσο ανατολικά όσο και δυτικά.Η επιτυχία όμως αυτή ήταν προσωρινή, διότι η τέταρτη σταυροφορία και οι συνέπειες της δημιούργησαν προβλήματα στη χρήση του δρόμου.
Από τα μέσα του 13ου αι.το Βυζάντιο αποκατέστησε την εξουσία του πάνω στο ανατολικό μισό του δρόμου και η Εγνατία έγινε πάλι ο μεγαλύτερος άξονας μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Θεσσαλονίκης. Οι τελωνειακοί σταθμοί κατά μήκος του δρόμου στη Θεσσαλονίκη, Οχρίδα, Έδεσσα, Αμφίπολη, Φιλίππους, Χρυσούπολη, μαρτυρούν την εμπορική κίνηση και δραστηριότητα. Οι φοροεισπράκτορες επέβαλαν στα καραβάνια έναν ειδικό εμπορικό φόρο, το κομμέρκιον.
Το δυτικό μισό του δρόμου , στο εσωτερικό της Ηπείρου, παρήκμασε οριστικά , καθώς οι Ηπειρώτες άρχοντες είχαν χαλαρό έλεγχο και επί πλέον ο δρόμος έγινε αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των αρχόντων της Αλβανίας. Εκτός τούτων  οι Βενετοί και οι Γενουάτες, που είχαν τον εμπορικό έλεγχο του δρόμου, στράφηκαν στο θαλάσσιο εμπόριο που ήταν πιο επικερδές. Αλλά και οι αγγελιάφοροι άλλαξαν πορεία και έφθαναν στη Θεσσαλονίκη  μέσω της Σερβίας και της κοιλάδας του Βαρδάρη(Vardar) .
Στη συνέχεια οι ενδοβυζαντινές διαμάχες σε συνδυασμό με τους Σερβοβυζαντινούς πολέμους του 14ου αι. ανέστειλαν τη χρήση της Εγνατίας. Την πρώτη δεκαετία όμως του 14ου αι. η Εγνατία μεταξύ Κωνσταντινούπολης - Θεσσαλονίκης λειτουργούσε  κανονικά . Τον δρόμο μάλλον  τον προστάτευαν φύλακες ή οι τοπικοί άρχοντες , οι οποίοι πιθανόν εισέπρατταν φόρους από εμπόρους. Τέτοιοι φόροι ήταν : α) το διαβατίκιον, φόρος για τη διάβαση ένος ελεγχόμενου σημείου και β) το ποριατικόν, φόρος για τη διάβαση του ποταμού.
Στα μέσα του 14ου κάποιοι άρχοντες επωφελήθηκαν από τις διάφορες διαμάχες και υποδούλωσαν τμήματα του δρόμου , περιλαμβάνοντας τα στα κρατίδια τους, με στόχο την είσπραξη φόρων αλλά κυρίως την άρνηση της χρήσης του δρόμου από τους αντιπάλους τους.
Αυτή η κατάσταση οδήγησε στη χειροτέρευση του δρόμου γιατί κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να συντηρήσει έναν δρόμο που αναπάσα στιγμή μπορούσε να μετατραπεί σε πεδίο μάχης.
Όπως πριν μερικούς αιώνες τα ίδια φαινόμενα είχαν οδηγήσει το δυτικό τμήμα της Εγνατίας  σε παρακμή έτσι και αυτή την εποχή το ανατολικό τμήμα γινόταν ολοένα και πιο προβληματικό για την κίνηση των στρατιωτών. Ο μεγάλος διαβαλκανικός δρόμος έσβηνε κάτω από την πίεση πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου