Αγαπημένη
μπορεί να κρυώνω όταν βρέχει
μπορεί να χαϊδεύω στις τσέπες μου τα ψίχουλα της ανάμνησης
ακόμα καίνε οι παλάμες μου που κάποτε σε κράτησαν
μα δεν μπορώ να γυρίσω.
Πώς ν' αρνηθώ το ξεροκόμματο που μοιράσαμε είκοσι άνθρωποι
πώς ν' αρνηθώ τη μητέρα μου που καρτεράει μια κούπα φασκόμηλο
πώς ν' αρνηθώ το παιδί μας που τού τάξαμε ένα χωνάκι ουρανό
πώς ν' αρνηθώ το Νικόλα -
τραγουδούσε, μάθαμε, καθώς τον πυροβολούσαν.
Αν γυρίσω δε θα' χουμε λάμπα, δε θα' χουμε πού
ν' ακουμπήσουμε τ' όνειρό μας.
Θα καθόμαστε αμίλητοι.
Κι όταν θα θέλω να σε κοιτάξω
σαν ένα σύννεφο θα σκεπάζει τα μάτια μου
η τρύπια αρβύλα του συντρόφου που αρνήθηκα.
Να μ΄αγαπάς.
Κι όταν κάποτε ξαναγυρίσω
βαστώντας σαν ένα μεγάλο μπόγο την καρδιά μου
θα καθίσουμε στα φαγωμένα σκαλοπάτια.
Δε σ' αρέσουν πια τα ροζιασμένα μου χέρια - θα πω.
Θα χαμογελάσεις και θα σφίξεις τα χέρια μου.
Έν' άστρο θα κουδουνίσει στο βρεγμένο ουρανό.
Μπορεί
και να κλάψω.
Τάσος Λειβαδίτης, Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο (1950 - 1956) (απόσπασμα από το ποίημα Απλή κουβέντα) . Γραμμένο στη Μακρόνησο το 1950 .Βρίσκεται στην επιλογή ποιημάτων από τον Γιάννη Κοντό Υάκινθοι, βιολέτες και ηλιοτρόπια, Κέδρος, 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου