Γ. Κεφαλληνός, Pieta
...Λίγο πριχού χαράξει η μέρα, το σκοτάδι είναι πυκνότερο. Σαν πρόκειται να κοπάσει η τρικυμία, τα στερνά της κύματα είν' αγριώτερα και τρων τους ναυαγούς. Αλλοίμονο σ' εκείνον που θα περιφρονήσει τις στερνές αναλαμπές της φωτιάς, που τρώει και σίδερα και χτίσματα κι' ανθρώπους.Η Παπαλεβένταινα στάθηκε η ρίζα της ζωής εκείνο το μαύρο κι' άραχλο ξημέρωμα. Σαν τα μάτια της αντικρύσανε το μανιασμένο εκείνο ασκέρι νάρχεται σαν μια αγέλη από αγρίμια ολόισια στο σπιτικό της, στάθηκε ολόρθη σαν κολώνα δωρική.
- Ξυπνήστε! είπε βαθειά στους σπιτικούς της.
Έβγαλε από τις κούνιες τα μωρά αγουροξυπνημένα. Τάντυσε. Έσπρωξε τους κουρασμένους της γυιούς και τους γαμπρούς. Πρόσταξε τον καθένα πώς και από πού θα φύγει και καρτέραγε.
Έξω λυσσομανούσε η φωτιά. Το λιοτριβειό λαμπάδιαζε. Χώρια απ' την πυρήνα, φορτώματα σκορπίσανε οι γερμανοί κι' οι άνθρωποί τους τα εκρηκτικά. Ένα πλήθος άνθρωποι που μίλαγαν όλες τις γλώσσες ρίχνανε τα λιόδεντρα με μπαλταδιές. Χύνανε μπενζίνες στις αποθήκες. Αναποδογύριζαν κυψέλες. Σημαδεύανε τα κατσίκια και τα πουλερικά που τρέχανε σαν παλαβά. Ολούθε γλείφανε οι γλώσσες της φωτιάς. Σαν πήρε να τριζοβολάει και το σπίτι, ξέκοψε απ' το παραθύρι. Κάτω ρίχνανε την πόρτα με κασμάδες και λοστούς. Οι φωνές τους με τους πνιχτούς καπνούς και τις φλόγες ανέβαιναν ολοένα κι' αγριώτερες.
Γύρισε όλες τις κάμαρες. Έδιωξε απ' το υπόγειο και από τα πορτάκια τις γυναίκες που απομείναν σαστισμένες κι' ύστερα κατέβηκε μ' αργές κι' επίσημες κινήσεις τη σκάλα. Πέρασε την κεντρική πόρτα του σπιτιού. Έρριξε ολόγυρα μια ματιά. Εκείνοι ούρλιαζαν. Ξαφνικά κάτι σαν φίδι δάγκωσε τα σπλάχνα της. Το μάτι της έπεσε σε μια σύναξη ανθρώπων κάτω απ' τον Πλάτανο. Ανάμεσα στα πρόσωπα, στις στολές, στις φωνές, στις φλόγες, στο σάλαγο έφτασε στ' αυτιά της μια απλή νότα μιας αντρικής τραγουδιστής φωνής. Κάπως τρικλίσανε τα πόδια της. Μια θολούρα σκέπασε τα μάτια της. Εκείνη τη φωνή! Α, εκείνη τη φωνή! Κάποτε της φαίνεται πως την άκουσε να τραγουδάει μέσα στα σπλάχνα της. Στεγνώσανε τα χείλη της. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και κοιτούσε. Ένας στρατιώτης ανέβηκε στο δέντρο. Μια σκάλα φέρανε από το λιοτριβειό. Ο νους της και η καρδιά της κι' η ψυχή της κολλήσανε πάνω σ' αυτή τη σκάλα, σ' αυτό το δέντρο , σ' αυτόν τον στρατιώτη, που είναι ανεβασμένος εκεί ψηλά. Απ' τον χοντρό του κλώνο κρέμεται τώρα ένα σκοινί...Τώρα στεγνώσαν τα χείλη της πια! Έχει μια δίψα! Μια δίψα! Έβαλε το χέρι μπρος στα μάτια της και βόγγηξε.
- Γυιέ μου, πουλί μου!
Σ' αυτόν εδώ τον τόπο οι αυγούλες είναι τόσο ευγενικά ωραίες. Κάτι τέτοιες αυγές ο ήλιος παίζει το κρυφτούλι του με κάτι συγνεφάκια, πούχουν το χρώμα του κροκού. Τότε βρίσκει την ευκαιρία ο κορυδαλλός να μπει στη μέση. Δίνει ένα σάλτο από τη φωλιά του, απ' το κλαράκι, απ' τη χλόη και πετάει. Το πέταμά του είναι όλο μικρά μικρά κυκλάκια προς τον ουρανό. Κ' όταν πια χορτάσει πέταμα , τραγούδι και παιχνίδι αφήνεται να πέφτει σα βολίδα απ' τα ψηλά. Κάποτε όμως σταματάει πάνω απ' ένα πλάτανο το γκρέμισμα του στο κενό. Απλώνει τα φτεράκια του φτεροκοπώντας τρομαγμένα. Κι' ύστερα χώνεται μεσ' στη φωλιά του, στο κλαράκι, μεσ' στη χλόη.
Ένα ανθρώπινο κορμί ανέμιζε εκεί. Δεν ήταν βαρύ. Κάτι σαν πούπουλο. Κάτι σαν πουλί. Ο ήλιος έπαψε πια να παιχνιδίζει με τα συγνεφάκια πούχαν το χρώμα του κροκού. Έλαμψε το φως άσπρο γαλατένιο.
- Γυιέ μου, πουλί μου !
Σαν την κουκουβάγια. Όλη τη μέρα ως το δειλινό έφερνε βόλτες μέσα στα χαλάσματα. Περνούσε ανάμεσα από τους μεθυσμένους στρατιώτες που βλαστήμαγαν αδειάζοντας τα βαρέλια από την κάβα της. Έκαψε τα πόδια και τα ρούχα της ανάμεσα στις φλόγες. Δάκρυ δεν έχυσε . Ψηλή, στητή, αλύγιστη με τα μάτια της στυλωμένα εκεί. Στο δέντρο, στο σκοινί.
Το δειλινό πήγε και στάθηκε μπροστά στον αξιωματικό. Η ίδια πάντα. Σαν Νέμεση, σαν οργή.
- Δώστε μου το παιδί μου!
Σήκωσε το χέρι της, κι' έδειξε τον κρεμασμένο. Ούτε το χέρι της έτρεμε, ούτε η φωνή. Κάποιος στρατιώτης έκανε να κινηθεί κατ' απάνω της. Σαν αντίκρυσε εκείνη την περήφανη ματιά της, σταμάτησε. Κάτι μίλησε ο αξιωματικός. Κινήθηκαν οι άλλοι. Κάποιος ανέβηκε στη σκάλα. Κάποιος στο δέντρο.
Τον πήρε στην αγκαλιά τηε όπως τότε...Σα νάτανε το βρέφος της τ' αληθινό. Ήτανε σαν πούπουλο εκείνο το κορμί. Πίσω σερνόταν στο χώμα το σκοινί σα φίδι. Τα μάτια της, όπως περπάταγε , κοιτούσαν μπρος ολόισια, αδάκρυτα. Κάποτε έσκυψε και φίλησε τα κατσαρά μαύρα δακτυλιδάκια των μαλλιών του. Της φάνηκε πως ήταν ένα κοιμισμένο βρέφος. Θυμήθηκε ένα τέτοιο βρέφος. Τα χείλη της σαλέψανε ελαφρά.
" Φύσα αγεράκι δροσερό
μεσ' των δεντρών τα φύλλα
πάρε τα ρόιδα απ' τη ροδιά
κι' απ' τη μηλιά τα μήλα
και φέρτα στο παιδάκι μου"
Σα βρέθηκε ολομόναχη με τον κρεμασμένο μέσα στην κάμαρη του σπιτιού που ακόμα κάπνιζε μισοσβησμένο, τότε ξέσπασε σε λυγμούς. Ξέδωκε εκείνη η πνιγμένη καρδιά βρέχοντας με δάκρυα και με φιλιά τα χέρια, το πρόσωπο, τα μαλλιά του παλληκαριού...
Οι λεύκες γύρω απ' το χτήμα και στις όχθες του ποταμιού τραγουδάνε στο φύσημα του βοριά και λένε και λένε τα βάσανα τ' ανθρώπου. Κι' ύστερα απαντάνε οι ελιές με τ' ασημένια τους φύλλα. Και κατόπι βογγάει ο πλάτανος και μιλάνε οι κλώνοι του και τα κλαριά του και λένε ιστορίες και τραγούδια παλιά και λυπητερά, μακρόσυρτο βούισμα της θάλασσας και της στεριάς, παθητικό για τα βάσανα τ' ανθρώπου. Πώς στερεύουν τα δάκρυα. Πώς σκληραίνουν οι καρδιές. Πώς απλώνεται η ερήμωση. Πώς πονάνε τα παιδάκια.
Ωστόσο τα παιδιά ξεχνούν. Παίζουν, μεγαλώνουν, τρέχουν, ξαφαντώνουν. Κι' όταν πέσει όρνιο στη φωλιά κι' όταν κρώξει κόρακας στο σπιτικό κι' όταν απλωθούν μαύρα φτερά πάνω απ' τα κεφάλια τους, τότε κουρνιάζουν στις πλατιές φούστες εκείνης της γυναίκας. Μαζώνουνται και σιγουρεύουν στην πλατειά της αγκαλιά, στις μεγάλες της λαγώνες που γεννήσαν ένα κόσμο από παλληκάρια και γυναίκες. Κοντά της δεν υπάρχει φόβος. Στον ίσκιο της μεγαλώνουνε παίζοντας, κλαίγοντας και γελώντας τα παιδιά.....
Απόσπασμα από το διήγημα " Παπαλεβένταινα" που βρίσκεται στη συλλογή διηγημάτων του Νίκου Παπαπερικλή ( Γλαύκου), Γλυκοχαράζει. Εκδόθηκε στην Αθήνα το 1953
( Οι μικροί θησαυροί που κρύβουν τα παλαιοβιβλιοπωλεία)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου