Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Το σκουριασμένο καράβι


Την ώρα της φουρτούνας αγριεμένες γυναίκες
φωνάζουνε μέσα τα παιδιά τους, παρακαλούνε τον Άη Νικόλα,
σπαραχτικά μουγκαλίζουν τα ζώα και τα πετούμενα χαμηλώνουν,
ένας ήλιος ξεβράκωτος τίποτα δε ζεσταίνει,
μόνο η καμπάνα της γειτονιάς να χτυπά στα κουτουρού,
και θεόφτωχες πόρτες κλείνουν αόρατα,
μα μήτε καν προλαβαίναν οι πνιμένοι να καληνυχτίσουνε
τον απάνω κόσμο - αν και ο φύλακας
στο φάρο αγρυπνά` - τούτη τη νύχτα η γυναίκα του
δε θα πλαγιάσει δίπλα - με τη φουρτούνα,
που ο μποχός δεν της γης η σκόνη,
αλλά η αντάρα τ'ουρανού` η κατασκέπαστη ψηλαφιστά κατεβαίνει
και τρώει τα πιο μικρά πρώτα, κι ύστερα τα μεγάλα,
τα βουνά χάνουνται και φωτιά πιάνει η θάλασσα -
και ο χοντρός ανερούφουλας
μπλοκάρισε μες στην προβέζα ξυλάρμενο καράβι, 
ωσόπου το πήρε στεριάς. Και πώς τώρα
να πιάσει ρότα στη στεριά; Περπατούσε.

Περπατούσε με την μπάντα σαν τον κάβουρα.
Περπατούσε αδέξιο. Τότε που το σκαρώσανε δε φορούσαν
ακόμα ψηλά τακούνια.
Όστρακα και μαμουνάτα είναι βυζακωμένα απάνω του.
Παρακυλούσε το καράβι σκουντουφλώντας - και ισορρόπιζε,
προχωρούσε βαρύ, σαν την αρκούδα, με τα σπασμένα γυαλιά του στη μύτη,
με τους χαλκάδες στα πλευρά, λουρίδες, ξεφτίδια απ' τα χοντρά παλαμάρια 
- υπολείμματα`
τα γυαλιά προσώπων επιφανών τα βάζουν καμιά φορά στα μουσεία,
μα τα δικά του τι να τα κάμουνε` -
είχε ξεφύγει του αφεντικού του, του αρκουδιάρη - της 
θάλασσας που το' σερνε απ' τη μύτη, το' χε αιχμαλωτισμένο,
αλλά ήταν αμάθητο σ' αυτή τη λευτεριά που απόχτησε,
παρατούσε πίσω ένα αυλάκι - τα τελευταία νερά που 
του στάζουν απ' την πλάτη του, μα δεν αφήναν σημάδι,
είναι αίματα λευκά, δε βάφουνε - είναι το αίμα που
γίνηκε νερό, μπερδεύεται τώρα μαζί με το βρόχινο νερό.
Μήπως και να ζαλίζεται, όμως δεν το δείχνει,
δεν καταδέχουνταν - όπως ο πρωτοτάξιδος ναύτης -
γοργόνες βλέπει μπροστά του να του πάρουν τη μιλιά,
στρίγκλες ταράζουνε στις καντούνες,
κρώζουν απαίσια κοράκια από πάνω του έτοιμα 
να χυμήξουν αν κάνει πως θα πέσει - γι' αυτό βαστιέται στητό -
στις βραγιές οι πικροδράφες τού φαίνονται οι καλές 
κεράδες, σκελετωμένες γριές φαφούτες με το' να δόντι
που βγαίνουνε το σαραντάμερο μόνο -
ο βήχας του' χε μείνει από τότε που κάπνιζε πολύ, άμα
ήτανε στη φούρια,
ο βήχας της πατρίδας του - ο θαλασσινός - και τον εδιατηρούσε,
έβηχε - τον είχε κρυμμένο ενθύμιο,
ένας λιανός καπνός του παρουσιάζεται πού και πού απ' τη μύτη,
σαν το ξεψυχισμένο γατί που μόλις και μετά βίας ανασαίνει,
παραμικρό φωτάκι ανάβει βαθιά - βαθιά μες στα σπλάχνα του, 
και σβει`
είναι στα τελευταία του`
διαθήκη δεν έκαμε μήτε άφησε κωδίκελλο`
δεν έχει πια σάββατα και σκόλη`
φεγγρίζει το κορμί του λες και το' χουνε ρίξει στα σκαριά
από ξαρχής -
να' τανε ν' απαγκιάσει,
μα πού να' ριχνε άγκυρα - εδώ είναι δρόμος, εμπόδια.


Παρακυλούσε και πήγαινε λοξά όλο - σαν τον θαλασσινό`
πρόσωπα γνώριμα δίπλα εζητούσε τώρα να βρει - ενώ
τα πρόσωπα το αναζητούσαν`
σ' ένα παράθυρο ένας γέρος κάτι σα να θυμάται - παιδάκια
το παραμονεύουνε,
στήνει τ' αυτί του - αφουγκράζεται - κι όλο θαρρεί
πως του φωνάζουνε
"ρίξε τη σκάλα! ρίξε τη σκάλα!"
μα πού να τη ρίξει τη σκάλα - εδώ είναι μπόδια,
δρόμος, στεριά.
Χαλασμένο καράβι - ατρόμητο
τετράδιπλο καράβι - αγρυπνισμένο
βασιλεύουνε τα μάτια του
πληγιασμένο κορμί, σαν το φλουρί είναι το πρόσωπό του,
στάζουνε τα μαλλιά του, ψευτίσανε,
μην πάει και πέσει σε καμιά ενέδρα,
δραγάτης μην τ' ανακαλύψει,
όλο και βάζει τ' αυτί του κι ακούει,
η μελίγκρα κι η κάμπια θαρρείς πως χαρχαλεύει
να τ' αποφάει από μέσα του,
κρυώνουνε τώρα τα γόνατά του έξω από το νερό,
ένα μαντήλι καθαρό στην τσέπη δεν έχει,
ασυστάριστο πράμα ξεπατρισμένο - αγέρωχο`
πότε πρόφτασε να γεράσει -
λαθρεπιβάτη δραπέτη να μην τυχόν το νομίζουνε,
μήπως και το συλλάβει κανείς μες στο ξένο λημέρι,
να μην πάει και θαρρούνε ότι αλλαξοπίστησε,
μπας και τώρα δεν μπορεί πια να μιλήσει τη δική του γλώσσα,
χοντροκόκαλο καράβι αδούλωτο
παράταιρο πράμα πεισματικό`
πρόσφυγας θαλασσινός -
δίχως τους συναδέλφους του
που απομείναν στο γιαλό - ν' απαγκιάσει στον τοίχο,
με το σβησμένο του όνομα απάνω στα πλευρά,
ν' απαγκιάσει στον τοίχο προσώρας, έλεγε - ν' αναπαυτεί`
τότε που σαν ακαπίστρωτος γλάρος εβύθιζε στ' απύθμενα χάη,
τώρα του βγαίνουνε απ' τα ρουθούνια του καβουρομάνες και σουπιές`
που έμπαινε τότε κάστρο διπλόφαρδο στο σαστισμένο λιμάνι,
σέρνουνται τώρα απ' τις σκιμάδες του ψύλλοι του νερού
ανάστατοι απ' την αιφνίδια αλλαγή και τρέχουν να ξανακρυφτούνε`
καχύποπτα άτομα το καρτερούν να το διαμελίσουν,
μουλιασμένα τα γόνατά του - ακόμα δεν αποστεγνώσανε,
να διαμοιραστούνε τα σίδερα κι άλλος θα πάρει την ξυλεία`
εδιανεμίστη ο καπνός του πια που κυματίζει
ανεξάρτητος - αποκρεμνιέται από τον ουρανό -
αλλού είναι τώρα η κεφαλή του κι απ' αλλού ο ίσκιος της.

Κι οδοιπορούσε. Με τ' όνομα
στα πλευρά σβησμένο. Δίχως όνομα.
Βάδιζε σα να κρέμονταν σ' ένα χαλαρό γκρεμνό
πάνω στη γη, και προχωρούσε`
τη θύμησή μας αν ματίσομε, θα σε θυμούμαστε τώρα 
πολλοί μαζί`
δαιμονισμένος αγέρας φυσούσε ακόμα απ' τα σπλάχνα του,
είναι ψυχρές οι νύχτες της στεριάς,
βάλε ένα ρούχο απάνω σου - την πατατούκα`
λαμπρά σκοτάδια τ' ουρανού το προστάτευαν,
έχε γεια στον αγύριστο που πας -
το τράνταζε ολόρθο η κακωσύνη,
αλλά εμείς που έχομε
μνήμη δύσκολη,
και πώς αιφνίδια να βρεθεί
ο κόσμος χωρίς μνήμη,
το ΚΥΜΟΘΟΗ στο κάσαρο,
να βάλομε πρέπει
καθαρά.



Μέλπω Αξιώτη , από τη συλλογή Θαλασσινά. Ποιήματα, επιμ. Μαίρη Μικέ, Κέδρος, Αθήνα 2001






4 σχόλια :

Rosa Mund είπε...

Να που είμαστε πάλι στο ίδιο μήκος κύματος.
Διαβάζω τις "Δύσκολες νύχτες" και με ζορίζει λιγάκι η πολύ ιδιωματική γλώσσα της Μέλπως Αξιώτη, καθώς και η ιδιάζουσα γραφή της. Το πολύ κατατοπιστικό βιογραφικό της στον Κέδρο δείχνει τη σχέση ανάμεσα στην ίδια και στο βιβλίο.

Το ποίημα δεν το ήξερα. Πάντως, η γλώσσα του είναι σκάλες πιο στρωτή από το βιβλίο.

Σε χαιρετώ με λιακάδα 16 βαθμών C.

sofia είπε...

Όχι απλά στο ίδιο μήκος κύματος, αλλά σε πλήρη ταύτιση διότι και εγώ διαβάζω τις "Δύσκολες νύχτες " για δεύτερη φορά καθώς σκέφτηκα να πάρω από την αρχή και με τη σειρά τα μυθιστορήματα της Αξιώτη. Εμένα αυτή η γλώσσα της και η ιδιάζουσα γραφή της μού αρέσει πάρα πολύ.

Λιακάδα και εδώ αυτή την ώρα, αλλά το πρωΐ και το βράδυ φαρμάκι.

Σε φιλώ.

Rosa Mund είπε...

Τελειώνω το τρίτο κεφάλαιο, το πιο μεγάλο και το πιο απαιτητικό, αφού θέλει όλη σου τη συγκέντρωση.
Παρεμπιπτόντως, βρήκα το λίαν διαφωτιστικό link:
http://www.potheg.gr/ProjectDetails.aspx?Id=2769&lan=1

Πάντα ήθελα να διαβάσω την Κάδμω, που τώρα είναι εξαντλημένη.

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

!!!