κι απόμεινε τότε ακυβέρνητο, θέριεψε ο μαύρος γάτης,
φουντώσανε ολούθε οι τρίχες του, τις έσερνε
σαν εγκαταλειμμένο ακλάδευτο φτωχού ιδιοχτήτη περιβόλι,
και τα πράσινα μάτια του πέταξαν κόκκινες σουβλερές φωτιές.
Κάτω στα μυστικά θεμέλια του περνούσανε αδιάκοπα τα
καλοκαίρια και οι χειμώνες, κι ο χρόνος ο ερχόμενος
σκουντώντας παραμέριζε πολύ κανονικά τον άλλον,
αλλά
ήτανε γραμμένο πάνω στα θεμέλια του " ούτε σένα ούτε μένα
ούτε κανενού ποτέ"
και το σπίτι εσυνεργάστηκε πάντα στενά με τα θεμέλια.
Άνοιγε ο αγέρας τώρα το παράθυρο, όλοι οι αγέρηδες,
οπούθε αν έρχονταν, πετούσανε ψηλά οι κουρτίνες,
ανοίγαν τα συρτάρια απότομα από ξαιτίας κείνους τους
αγέρηδες,
πηδούσαν τα χαρτιά από τα συρτάρια,
φεύγανε ως και τα γραφόμενα απάνω απ' τα χαρτιά,
μαδήσανε οι ανθρώποι του ωσάν τσίχλες,
σκούριασαν πού και πού οι βιδίτσες τους,
στραβώσαν τα λειψά τους ποδαράκια,
μετατοπίζονταν τα μόμπιλα από μόνα τους από τη μια
γωνιά στην άλλη, το καθετί έκανε το κέφι του
και τέλος ήταν τώρα το σπίτι αντίκρυ αν το έβλεπες ωσάν
σημαία,
που εκυμάτιζε στα κουτουρού απροστάτευτη
δίχως κανένα το ελάχιστο πατριωτικό σκοπό, και χέρι
ανθρωπινό δε βρίσκονταν να τήνε συμμαζέψει κάνε, βρε
παιδάκι μου,
στην προσδιορισμένη ώρα της δύσης.
Μια μέρα, τους ανθρώπους του τους πέρασαν μαζί
νεκρούς.
Ένας μικρούλης θάνατος, είπαν οι ζωντανοί στην πολιτεία.
Όμως, όπως εφεύγανε και τους ακολουθούσε πίσω η ζέστη
του φετινού καλοκαιριού, κι ένα - δυο σφήγκες πασχαλιάτικες
τρελλά ξεζουρλαμές σήμερα από την ωραιότητα της φύσης,
και ένα είδος ωσάν θύμηση, που δεν εσυγκέντρωσε το
πρεπούμενο θάρρος να γίνει ομολογία όσον καιρό
ήταν στη ζωή,
την ώρα αυτή μέσα στο σπίτι εδιαδόθηκε
ότι - φεύγουνε σήμερα για διαπαντός οι ανθρώπινοι κάτοικοι
του σπιτιού μας.
Γίνηκε τότε μια αναστάτωση κι ό,τι είχε ακόμα μείνει
ορθό λίγο στα πόδια του
ξεκίνησε για το παράθυρο, για να τους χαιρετίσει`
καβάλαγαν ένας τον άλλον και στηρίζονταν απάνω σε
βασμίδια επίφοβα,
δίχως και να ξετάζουνε το μέρος τώρα όπου πατούν`
η λάμπα της νυχτός αιφνίδια άνοιξε τα πλευρά της κι
εσκόρπισε χάμω το λάδι της`
οι πολυθρόνες εγυρίσανε προς το μέρος του τοίχου`
οι πόρτες στη σειρά μια με την άλλη εγείρανε,
ώσπου ήρθε κι εκλείσανε τέλος ερμητικά.
Μόνο κάτω στα μυστικά θεμέλια του σπιτιού
βαδίζουνε κανονικά τα καλοκαίρια και οι χειμώνες και
σύμφωνα με το γραμμένο
πάνω στα θεμέλια του, να μην τυχόν κανείς θαρρεί πως
τάχα η γης επέτρωσε,
το σπίτι πάντοτε θα συνεργάζεται στενά με τα θεμέλια...
( απόσπασμα από το Κοντραμπάντο)
Μέλπω Αξιώτη , Ποιήματα, φιλολ. επιμ. Μαίρη Μικέ, Κέδρος 2001
2 σχόλια :
Ωραίο ποίημα. Ατμοσφαιρικό.
Σε αρπάζει απ' το αυτί και σε πάει στο συναίσθημα, χωρίς να είναι μελό.
Τουναντίον.
Με συνταρακτική εικονογραφία.
Χαίρομαι που σου αρέσει.
Δημοσίευση σχολίου