Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

Χρι­στό­φο­ρος Μη­λι­ώ­νης, Στὴν Κα­τά­ρα


ΠΑΡΑΓΚΑ ΦΩΤΙΖΕΤΑΙ ἀ­πὸ ἕ­να λοὺξ κρε­μα­σμέ­νο στὸ δο­κά­ρι, ἕ­να λοὺξ μι­κρὸ ποὺ σι­γο­βρά­ζει καὶ ρί­χνει ὁ­λό­γυ­ρα ἕ­ναν κύ­κλο φω­τει­νό.

           — Δὲ θὰ κρα­τή­σει πολ­λὴ ὥ­ρα, λέ­ει τὸ γκαρ­σό­νι κι ἀ­νε­βαί­νει σὲ μιὰ κα­ρέ­κλα καὶ τὸ τρομ­πά­ρει.

           Τὸ φῶς γί­νε­ται πιὸ δυ­να­τό, ὁ ἦ­χος ὀ­ξύ­τε­ρος, κι ὁ φω­τει­νὸς κύ­κλος τα­λαν­τεύ­ε­ται μιὰ στὸ δά­πε­δο, μιὰ στὸν τοῖ­χο, ὥ­σπου νὰ ἰ­σορ­ρο­πή­σει. Οἱ τοῖ­χοι εἶ­ναι φτι­αγ­μέ­νοι ἀ­πὸ χον­τρὸ ξύ­λο κα­στα­νιᾶς κι ἀ­πὸ τὸ ἴ­διο ξύ­λο εἶ­ναι φτι­αγ­μέ­νος κι ὁ πάγ­κος καὶ τὰ ρά­φια πί­σω του. Τὸ γκαρ­σό­νι στέ­κε­ται ἀ­νά­με­σα στὰ ρά­φια καὶ στὸν πάγ­κο, ἀ­κουμ­πι­σμέ­νο στοὺς ἀγ­κῶ­νες, μὲ τὸ κε­φά­λι μέ­σα στὶς πα­λά­μες του. Τὸ ρα­δι­ό­φω­νο ποὺ βρί­σκε­ται σ' ἕ­να ρά­φι παί­ζει μιὰ ἁ­πα­λὴ νυ­χτε­ρι­νὴ μου­σι­κή, ποὺ ἀ­πο­κοι­μί­ζει.

           — Ὁ δρό­μος δὲν πρό­κει­ται ν' ἀ­νοί­ξει γιὰ πολ­λὲς μέ­ρες, ἀ­να­κοι­νώ­νει μ' ἐ­πι­ση­μό­τη­τα τὸ γκαρ­σό­νι.

           Στὴ μέ­ση, λί­γο πιὸ πέ­ρα ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­φέ­ρεια τοῦ φω­τει­νοῦ κύ­κλου, καί­ει μιὰ θερ­μά­στρα μὲ ξύ­λα. Ἡ τζα­μα­ρί­α δί­πλα στὸ ἀ­κρι­νὸ τρα­πέ­ζι εἶ­ναι ἱ­δρω­μέ­νη, ὅ­μως ἀ­πὸ ἕ­να τζά­μι της ποὺ τό '­χουν κα­θα­ρί­σει μὲ τὸ χέ­ρι φαί­νον­ται ἔ­ξω ἀρ­κε­τὰ πράγ­μα­τα.

           Μπρο­στὰ-μπρο­στὰ μιὰ με­τάλ­λι­νη ὑ­ψο­με­τρι­κὴ πι­να­κί­δα στὴν κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς σι­δε­ρέ­νιου στύ­λου δεί­χνει ὑ­ψό­με­τρο 1.700 μέ­τρα. Στὴ βά­ση τοῦ στύ­λου εἶ­ναι σω­ρι­α­σμέ­νο πο­λὺ χι­ό­νι, ποὺ προ­έρ­χε­ται βέ­βαι­α ἀ­πὸ τὸ ξε­χιόνι­σμα τοῦ δρό­μου, ὅ­μως ὁ δρό­μος εἶ­ναι ἀ­κό­μα σκε­πα­σμέ­νος ἀ­πὸ ἕ­να στρῶ­μα χι­ο­νιοῦ πα­τη­μέ­νο ἀ­πὸ τρο­χούς, ἐ­νῶ δε­ξιὰ κι ἀ­ρι­στε­ρά του οἱ ὄ­χτοι εἶ­ναι κά­που ἕ­να μέ­τρο ψη­λοί. Ὁ­λό­γυ­ρα ὅ­μως στὸ γυ­μνὸ ὀ­ρο­πέ­διο τὸ χι­ό­νι εἶ­ναι παρ­θέ­νο ὣς πέ­ρα στὸ βά­θος, ὅ­που δι­α­γρά­φε­ται ἀ­χνὰ ἡ λευ­κὴ φι­γού­ρα τοῦ βου­νοῦ. Τὸ φῶς τοῦ φεγ­γα­ριοῦ λάμ­πει σ' ὅ­λη τὴν κά­τα­σπρη γυ­μνὴ ἔ­κτα­ση, ὅ­μως τὸ ἴ­διο τὸ φεγ­γά­ρι δὲ φαί­νε­ται, για­τὶ τὸ κρύ­βει τὸ γεί­σω­μα τῆς στέ­γης.

           Στὸ ἀ­κρι­νὸ τρα­πέ­ζι, κον­τὰ στὴν τζα­μα­ρί­α, κά­θε­ται ἕ­νας ἄν­τρας. Εἶ­ναι ἀ­ξού­ρι­στος πολ­λὲς μέ­ρες, ἔ­τσι ποὺ τὸ πρό­σω­πό του φαί­νε­ται σὰν νὰ κα­λύ­πτε­ται ἀ­πὸ μαύ­ρη μά­σκα, ἐ­νῶ τὰ μα­κριὰ κι ἀ­χτέ­νι­στα μαλ­λιά του πέ­φτουν καὶ σκε­πά­ζουν τὸ μέ­τω­πο ὣς τὰ φρύ­δια. Κά­θε­ται πα­ρά­με­ρα, ἀ­ρι­στε­ρὰ στὴν εἴ­σο­δο, ἔ­τσι ποὺ θά '­λε­γες πὼς ὁ ἄν­θρω­πος προ­τι­μᾶ πιὸ πο­λὺ νὰ βλέ­πει πα­ρὰ νὰ τὸν βλέ­πουν. Δί­πλα του εἶ­ναι ἡ ἱ­δρω­μέ­νη τζα­μα­ρί­α μὲ τὸ κα­θα­ρι­σμέ­νο κομ­μά­τι, ἀ­π' ὅ­που φαί­νε­ται τὸ χι­ο­νι­σμέ­νο ὀ­ρο­πέ­διο, ἡ ὑ­ψο­με­τρι­κὴ πι­να­κί­δα, ὁ δρό­μος μὲ τὶς ρο­δι­ές καὶ στὸ βά­θος, ἀ­χνά, ἡ φι­γού­ρα τοῦ βο­υνοῦ. Ἀ­κού­ον­ται κου­βέν­τες μπερ­δε­μέ­νες καὶ χά­χα­να, ἐ­νῶ κά­ποι­οι στα­μα­τοῦν κά­τω ἀ­πὸ τὴν τζα­μα­ρί­α. Δὲν δι­α­κρί­νον­ται, για­τί στά­θη­καν πί­σω ἀ­πὸ τὸ ἀ­χνι­σμέ­νο τζά­μι, λί­γα μέ­τρα πιὸ πέ­ρα, ἀλ­λὰ πά­νω στὸ σω­ρὸ τοῦ χι­ο­νιοῦ ποὺ βρί­σκε­ται στὴ ρί­ζα τοῦ σι­δε­ρέ­νιου στύ­λου τῆς πι­να­κί­δας τι­νά­ζον­ται δυ­ὸ κι­τρι­νω­πὰ ὑ­δά­τι­να τό­ξα καὶ τὸ χι­ό­νι ἐ­κεῖ γί­νε­ται κί­τρι­νο. Ὕ­στε­ρα ἀ­κού­ον­ται πά­λι χά­χα­να, βη­μα­τι­σμοὶ καὶ χτυ­πή­μα­τα πα­που­τσι­ῶν ποὺ ξε­χιονί­ζον­ται στὴν εἴ­σο­δο.

           Μπαί­νουν δυ­ὸ ἄν­τρες ψη­λοί, γε­ρο­δε­μέ­νοι, ντυ­μέ­νοι μὲ μο­νο­κόμ­μα­τες φόρ­μες ἀ­πὸ χον­τρὸ πρά­σι­νο κα­ρα­βό­πα­νο. Οἱ με­γά­λοι λε­κέ­δες ἀ­πὸ μη­χανό­λα­δο δεί­χνουν πὼς πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ὁ­δη­γοὶ φορ­τη­γῶν ἢ ἴ­σως χει­ρι­στὲς στὶς μπουλ­ντό­ζες ποὺ κά­νουν τὸ ξε­χι­ό­νι­σμα. Γι' αὐ­τὸ καὶ τὰ πρό­σω­πά τους εἶ­ναι ρυ­τι­δω­μέ­να καὶ ψη­μέ­να ἀ­πὸ τὴν πα­γω­νιά. Ὁ ἕ­νας τρα­βά­ει στὸ ρά­φι μὲ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο καὶ στρί­βει τὸ κουμ­πί. Ἀ­κού­ον­ται στὴν ἀρ­χὴ πα­ρά­σι­τα μα­ζὶ μὲ τὸ τέ­λος μιᾶς φρά­σης —«ὁ και­ρὸς ἐ­πι­δει­νοῦ­ται»—, ὕ­στε­ρα μιὰ ἁ­πα­λὴ μου­σι­κὴ ποὺ να­νου­ρί­ζει καὶ τέ­λος στα­μα­τά­ει. Οἱ δυ­ὸ ἄν­τρες στέ­κον­ται γιὰ λί­γο ὄρ­θιοι μπρο­στὰ στὴ σόμ­πα, τρί­βουν τὰ χέ­ρια τους πά­νω ἀ­πὸ τὸ σκέ­πα­σμα, τρα­βοῦν τὰ φερ­μου­ὰρ ἀ­π' τὸ λαι­μὸ ὣς τὴ μέ­ση καὶ κα­θὼς οἱ φόρ­μες τους ἀ­νοί­γουν, φαί­νον­ται στὸ στῆ­θος οἱ χον­τρὲς προ­βι­ὲς ποὺ φο­ροῦν ἀ­πὸ μέ­σα.

           Τὸ λοὺξ σι­γο­βρά­ζει καὶ τὸ φῶς του χα­μη­λώ­νει. Τὸ γκαρ­σό­νι ἀ­νε­βαί­νει σὲ μιὰ κα­ρέ­κλα καὶ τὸ τρομ­πά­ρει.

           — Δὲ θὰ κρα­τή­σει πολ­λὴ ὥ­ρα, λέ­ει κι ὕ­στε­ρα πη­γαί­νει καὶ στέ­κε­ται ὄρ­θιο πί­σω ἀ­πὸ τὸν πάγ­κο του κι ἀ­κουμ­πά­ει στοὺς ἀγ­κῶ­νες μὲ τὸ κε­φά­λι μέ­σα στὶς πα­λά­μες. Τὸ φῶς γί­νε­ται πιὸ δυ­να­τό, ὁ ἦ­χος ὀ­ξύ­τε­ρος, κι ἕ­νας φω­τει­νὸς κύ­κλος τα­λαν­τεύ­ε­ται, μιὰ στὸ δά­πε­δο, μιὰ στὸν ξύ­λι­νο τοῖ­χο ὥ­σπου ἰ­σορ­ρο­πεῖ.

           — Θὰ ἡ­συ­χά­σου­με.

           — Για­τί νὰ παι­δευ­ό­μα­στε ἄ­δι­κα; λέ­νε οἱ δυ­ὸ χει­ρι­στές, ἐ­νῶ τὸ γκαρ­σό­νι ἀ­να­κοι­νώ­νει ἐ­πί­ση­μα:

           — Ὁ δρό­μος δὲν πρό­κει­ται ν' ἀ­νοί­ξει γιὰ πολ­λὲς μέ­ρες.

           Ὁ ἕ­νας ψά­χνει σὲ μιὰ γω­νιά, βρί­σκει τὸ τε­λευ­ταῖ­ο ξύ­λο, κι ὁ ἄλ­λος ἀ­νοί­γει τὸ κα­πά­κι τῆς θερ­μά­στρας. Με­ρι­κὲς σπί­θες μα­ζὶ μὲ στά­χτες καὶ κα­πνοὺς τι­νά­ζον­ται γιὰ λί­γο, ὥ­σπου νὰ ξα­να­κλεί­σει τὸ κα­πά­κι.

           Ἀ­π' τὸ κα­θα­ρι­σμέ­νο κομ­μά­τι τῆς τζα­μα­ρί­ας φαί­νε­ται ἡ ὑ­ψο­με­τρι­κὴ πι­να­κί­δα, ποὺ δεί­χνει 1.700 μέ­τρα καὶ στὴ βά­ση της ὁ σω­ρὸς τὸ κι­τρι­νι­σμέ­νο χι­ό­νι. Ὁ­λό­γυ­ρα εἶ­ναι τὸ γυ­μνὸ ὀ­ρο­πέ­διο καὶ πά­νω στὴ λευ­κὴ ἐ­πι­φά­νεια, ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ ὑ­πάρ­χουν με­γά­λες κη­λί­δες, ἀλ­λοῦ πιὸ σκοῦ­ρες, ἀλ­λοῦ πιὸ φω­τει­νές, ἀ­πὸ τὸ φῶς τοῦ φεγ­γα­ριοῦ. Μὰ τὸ φεγ­γά­ρι τὸ ἴ­διο δὲ φαί­νε­ται, για­τί τὸ κρύ­βει τὸ γεί­σω­μα τῆς στέ­γης.

           Πέ­ρα στὸ βά­θος, ὅ­που δι­α­κρί­νον­ται ἡ φι­γού­ρα τοῦ βου­νοῦ, τώ­ρα δὲν ὑ­πάρ­χει πα­ρὰ ἕ­να γκρι­ζό­λευ­κο πα­ρα­πέ­τα­σμα ποὺ πέ­φτει κά­θε­τα στὸν ὁ­ρί­ζον­τα. Μιὰ ρι­πὴ ἀ­νέ­μου ση­κώ­νει στὸ πέ­ρα­σμά της μι­κροὺς στρο­βί­λους ἀ­πὸ ψι­λό­χι­ο­νο κι ἔρ­χε­ται καὶ σπά­ζει πά­νω στὴν τζα­μα­ρί­α ποὺ τρί­ζει.

           — Ὅ­που καὶ νά '­ναι θὰ ξε­σπά­σει και­νού­ρια χι­ο­νο­θύ­ελ­λα κι ἔ­τσι θὰ ἡ­συ­χά­σου­με.

           — Πᾶ­με γιὰ ὕ­πνο, για­τί ἡ θερ­μά­στρα σβή­νει, λέ­νε οἱ δυ­ὸ χει­ρι­στές, κι ἔ­τσι ποὺ κι­νοῦν­ται ἀρ­γά, ὀγ­κώ­δεις, μὲ τὶς προ­βι­ὲς στὰ στή­θια, μοιά­ζουν μὲ ἀρ­κοῦ­δες ποὺ πη­γαί­νουν γιὰ χει­με­ρί­α νάρ­κη. Ἀ­νοί­γουν μιὰ πορ­τού­λα στ' ἀ­ρι­στε­ρά τοῦ πάγ­κου καὶ βγαί­νουν σ' ἕ­να μι­κρὸ δω­μά­τιο ἢ ἀ­πο­θή­κη, ποὺ πρέ­πει νὰ ὑ­πάρ­χει ἐ­κεῖ μέ­σα.

           Στὴν πα­ράγ­κα ἀ­πο­μέ­νει τώ­ρα μο­νά­χα ὁ ἄν­τρας ποὺ κά­θε­ται δί­πλα στὴν τζα­μα­ρί­α, μὲ τ' ἀ­ξού­ρι­στο πρό­σω­πο καὶ τὰ μαλ­λιὰ νὰ τοῦ πέ­φτουν ὡς τὰ φρύ­δια.

           — Ἐ­δῶ τὸ λέ­νε Κα­τά­ρα, μο­νο­λο­γεῖ τὸ γκαρ­σό­νι. Κα­τά­ρα, ξα­να­λέ­ει κι ἀ­νε­βαί­νει στὴν κα­ρέ­κλα, γιὰ νὰ τρομ­πά­ρει τὸ λούξ, ποὺ σι­γο­βρά­ζει καὶ τὸ φῶς του πέ­φτει. Ὁ φω­τει­νὸς κύ­κλος ἀρ­χί­ζει πά­λι νὰ τρε­κλί­ζει, μι­σὸς στὸ πά­τω­μα μι­σὸς στὸν τοῖ­χο, μὰ ξαφ­νι­κά τὸ φῶς σβή­νει κι ἀ­πο­μέ­νει μο­νά­χα με­ρι­κὰ δευ­τε­ρόλε­φτα τὸ πυ­ρα­κτω­μέ­νο σα­κου­λά­κι ἀ­πὸ ἀ­μί­αν­το, πυ­ρο­κὸκκι­νο μὲς στὸ σκο­τά­δι, ὥ­σπου σι­γὰ σι­γὰ ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται κι αὐ­τό.

           Γιὰ λί­γη ὥ­ρα τὸ σκο­τά­δι εἶ­ναι πη­χτό. Ὕ­στε­ρα ἡ ἀν­ταύ­γεια τοῦ χι­ο­νιοῦ ἀρ­χί­ζει νὰ φιλ­τρά­ρε­ται με­σ' ἀ­π' τὰ τζά­μια καὶ δι­α­κρί­νε­ται ἀ­χνὰ ἡ φι­γού­ρα τοῦ γκαρ­σο­νιοῦ ποὺ μουρ­μου­ρί­ζει καὶ χά­νε­ται πί­σω ἀ­π' τὴ μι­κρὴ πορ­τού­λα, στ' ἀ­ρι­στε­ρά τοῦ πάγ­κου.

           Ὅ­ταν πιὰ ἡ ὁ­ρα­τό­τη­τα στα­θε­ρο­ποι­εῖ­ται, μιὰ ὁ­ρα­τό­τη­τα ποὺ μό­λις ἐ­πι­τρέ­πει νὰ δι­α­γρά­φε­ται σὲ πο­λὺ γε­νι­κὲς γραμ­μὲς τὸ σχῆ­μα τῶν πραγ­μά­των, τῆς σόμ­πας, τοῦ πάγ­κου, τῶν ρα­φι­ῶν, στὴν πα­ράγ­κα ἡ ἡ­συ­χί­α εἶ­ναι βα­θιὰ κι ἡ ἐ­ρη­μιὰ με­γά­λη. Ἡ πα­γω­νιὰ ἀρ­χί­ζει νὰ φιλ­τρά­ρε­ται κι αὐ­τὴ με­σ' ἀ­π' τὴν τζα­μα­ρί­α μα­ζὶ μὲ τὴν ἀν­ταύ­γεια τοῦ χι­ο­νιοῦ. Ὕ­στε­ρα μιὰ και­νού­ρια ρι­πὴ ἀ­νέ­μου τραν­τά­ζει σύ­ξυ­λη τὴν πα­ράγ­κα. Εἶ­ναι μιὰ ρι­πὴ ποὺ δὲν στα­μα­τά­ει μὰ σφυ­ρί­ζει ἀ­τέ­λει­ω­τα, κά­λυ­ψε ὁ­λό­τε­λα μὲ χι­ό­νι τὴν τζα­μα­ρί­α καὶ φυ­σά­ει τὴν πα­γω­νιὰ ἀ­π' ὅ­λες τὶς πλευ­ρές.

           Σὲ λί­γο εἶ­τε μέ­σα εἶτε ἔ­ξω δὲν θὰ δι­α­φέ­ρει καὶ πο­λύ. Ἐ­δῶ τὸ λέ­νε Κα­τά­ρα.

Πη­γή: Ἡ με­τα­πο­λε­μι­κὴ πε­ζο­γρα­φί­α. Ἀ­πὸ τὸν πό­λε­μο τοῦ ’40 ὣς τὴ δι­κτα­το­ρί­α τοῦ ’67, Τό­μος Ε’, (ἐκ­δ. Σο­κό­λη, Ἀ­θή­να, 1990). (Ἀ­πὸ Τὰ δι­η­γή­μα­τα τῆς Δο­κι­μα­σί­ας, ἐκδ. Κέ­δρος, Ἀ­θή­να, 1978.)

Αναδημοσίευση από τις Ιστορίες Μπονζάι - Πλανόδιον

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου