— Δὲ θὰ κρατήσει πολλὴ ὥρα, λέει τὸ γκαρσόνι κι ἀνεβαίνει σὲ μιὰ καρέκλα καὶ τὸ τρομπάρει.
Τὸ φῶς γίνεται πιὸ δυνατό, ὁ ἦχος ὀξύτερος, κι ὁ φωτεινὸς κύκλος ταλαντεύεται μιὰ στὸ δάπεδο, μιὰ στὸν τοῖχο, ὥσπου νὰ ἰσορροπήσει. Οἱ τοῖχοι εἶναι φτιαγμένοι ἀπὸ χοντρὸ ξύλο καστανιᾶς κι ἀπὸ τὸ ἴδιο ξύλο εἶναι φτιαγμένος κι ὁ πάγκος καὶ τὰ ράφια πίσω του. Τὸ γκαρσόνι στέκεται ἀνάμεσα στὰ ράφια καὶ στὸν πάγκο, ἀκουμπισμένο στοὺς ἀγκῶνες, μὲ τὸ κεφάλι μέσα στὶς παλάμες του. Τὸ ραδιόφωνο ποὺ βρίσκεται σ' ἕνα ράφι παίζει μιὰ ἁπαλὴ νυχτερινὴ μουσική, ποὺ ἀποκοιμίζει.
— Ὁ δρόμος δὲν πρόκειται ν' ἀνοίξει γιὰ πολλὲς μέρες, ἀνακοινώνει μ' ἐπισημότητα τὸ γκαρσόνι.
Στὴ μέση, λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὴν περιφέρεια τοῦ φωτεινοῦ κύκλου, καίει μιὰ θερμάστρα μὲ ξύλα. Ἡ τζαμαρία δίπλα στὸ ἀκρινὸ τραπέζι εἶναι ἱδρωμένη, ὅμως ἀπὸ ἕνα τζάμι της ποὺ τό 'χουν καθαρίσει μὲ τὸ χέρι φαίνονται ἔξω ἀρκετὰ πράγματα.
Μπροστὰ-μπροστὰ μιὰ μετάλλινη ὑψομετρικὴ πινακίδα στὴν κορυφὴ ἑνὸς σιδερένιου στύλου δείχνει ὑψόμετρο 1.700 μέτρα. Στὴ βάση τοῦ στύλου εἶναι σωριασμένο πολὺ χιόνι, ποὺ προέρχεται βέβαια ἀπὸ τὸ ξεχιόνισμα τοῦ δρόμου, ὅμως ὁ δρόμος εἶναι ἀκόμα σκεπασμένος ἀπὸ ἕνα στρῶμα χιονιοῦ πατημένο ἀπὸ τροχούς, ἐνῶ δεξιὰ κι ἀριστερά του οἱ ὄχτοι εἶναι κάπου ἕνα μέτρο ψηλοί. Ὁλόγυρα ὅμως στὸ γυμνὸ ὀροπέδιο τὸ χιόνι εἶναι παρθένο ὣς πέρα στὸ βάθος, ὅπου διαγράφεται ἀχνὰ ἡ λευκὴ φιγούρα τοῦ βουνοῦ. Τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ λάμπει σ' ὅλη τὴν κάτασπρη γυμνὴ ἔκταση, ὅμως τὸ ἴδιο τὸ φεγγάρι δὲ φαίνεται, γιατὶ τὸ κρύβει τὸ γείσωμα τῆς στέγης.
Στὸ ἀκρινὸ τραπέζι, κοντὰ στὴν τζαμαρία, κάθεται ἕνας ἄντρας. Εἶναι ἀξούριστος πολλὲς μέρες, ἔτσι ποὺ τὸ πρόσωπό του φαίνεται σὰν νὰ καλύπτεται ἀπὸ μαύρη μάσκα, ἐνῶ τὰ μακριὰ κι ἀχτένιστα μαλλιά του πέφτουν καὶ σκεπάζουν τὸ μέτωπο ὣς τὰ φρύδια. Κάθεται παράμερα, ἀριστερὰ στὴν εἴσοδο, ἔτσι ποὺ θά 'λεγες πὼς ὁ ἄνθρωπος προτιμᾶ πιὸ πολὺ νὰ βλέπει παρὰ νὰ τὸν βλέπουν. Δίπλα του εἶναι ἡ ἱδρωμένη τζαμαρία μὲ τὸ καθαρισμένο κομμάτι, ἀπ' ὅπου φαίνεται τὸ χιονισμένο ὀροπέδιο, ἡ ὑψομετρικὴ πινακίδα, ὁ δρόμος μὲ τὶς ροδιές καὶ στὸ βάθος, ἀχνά, ἡ φιγούρα τοῦ βουνοῦ. Ἀκούονται κουβέντες μπερδεμένες καὶ χάχανα, ἐνῶ κάποιοι σταματοῦν κάτω ἀπὸ τὴν τζαμαρία. Δὲν διακρίνονται, γιατί στάθηκαν πίσω ἀπὸ τὸ ἀχνισμένο τζάμι, λίγα μέτρα πιὸ πέρα, ἀλλὰ πάνω στὸ σωρὸ τοῦ χιονιοῦ ποὺ βρίσκεται στὴ ρίζα τοῦ σιδερένιου στύλου τῆς πινακίδας τινάζονται δυὸ κιτρινωπὰ ὑδάτινα τόξα καὶ τὸ χιόνι ἐκεῖ γίνεται κίτρινο. Ὕστερα ἀκούονται πάλι χάχανα, βηματισμοὶ καὶ χτυπήματα παπουτσιῶν ποὺ ξεχιονίζονται στὴν εἴσοδο.
Μπαίνουν δυὸ ἄντρες ψηλοί, γεροδεμένοι, ντυμένοι μὲ μονοκόμματες φόρμες ἀπὸ χοντρὸ πράσινο καραβόπανο. Οἱ μεγάλοι λεκέδες ἀπὸ μηχανόλαδο δείχνουν πὼς πρέπει νὰ εἶναι ὁδηγοὶ φορτηγῶν ἢ ἴσως χειριστὲς στὶς μπουλντόζες ποὺ κάνουν τὸ ξεχιόνισμα. Γι' αὐτὸ καὶ τὰ πρόσωπά τους εἶναι ρυτιδωμένα καὶ ψημένα ἀπὸ τὴν παγωνιά. Ὁ ἕνας τραβάει στὸ ράφι μὲ τὸ ραδιόφωνο καὶ στρίβει τὸ κουμπί. Ἀκούονται στὴν ἀρχὴ παράσιτα μαζὶ μὲ τὸ τέλος μιᾶς φράσης —«ὁ καιρὸς ἐπιδεινοῦται»—, ὕστερα μιὰ ἁπαλὴ μουσικὴ ποὺ νανουρίζει καὶ τέλος σταματάει. Οἱ δυὸ ἄντρες στέκονται γιὰ λίγο ὄρθιοι μπροστὰ στὴ σόμπα, τρίβουν τὰ χέρια τους πάνω ἀπὸ τὸ σκέπασμα, τραβοῦν τὰ φερμουὰρ ἀπ' τὸ λαιμὸ ὣς τὴ μέση καὶ καθὼς οἱ φόρμες τους ἀνοίγουν, φαίνονται στὸ στῆθος οἱ χοντρὲς προβιὲς ποὺ φοροῦν ἀπὸ μέσα.
Τὸ λοὺξ σιγοβράζει καὶ τὸ φῶς του χαμηλώνει. Τὸ γκαρσόνι ἀνεβαίνει σὲ μιὰ καρέκλα καὶ τὸ τρομπάρει.
— Δὲ θὰ κρατήσει πολλὴ ὥρα, λέει κι ὕστερα πηγαίνει καὶ στέκεται ὄρθιο πίσω ἀπὸ τὸν πάγκο του κι ἀκουμπάει στοὺς ἀγκῶνες μὲ τὸ κεφάλι μέσα στὶς παλάμες. Τὸ φῶς γίνεται πιὸ δυνατό, ὁ ἦχος ὀξύτερος, κι ἕνας φωτεινὸς κύκλος ταλαντεύεται, μιὰ στὸ δάπεδο, μιὰ στὸν ξύλινο τοῖχο ὥσπου ἰσορροπεῖ.
— Θὰ ἡσυχάσουμε.
— Γιατί νὰ παιδευόμαστε ἄδικα; λένε οἱ δυὸ χειριστές, ἐνῶ τὸ γκαρσόνι ἀνακοινώνει ἐπίσημα:
— Ὁ δρόμος δὲν πρόκειται ν' ἀνοίξει γιὰ πολλὲς μέρες.
Ὁ ἕνας ψάχνει σὲ μιὰ γωνιά, βρίσκει τὸ τελευταῖο ξύλο, κι ὁ ἄλλος ἀνοίγει τὸ καπάκι τῆς θερμάστρας. Μερικὲς σπίθες μαζὶ μὲ στάχτες καὶ καπνοὺς τινάζονται γιὰ λίγο, ὥσπου νὰ ξανακλείσει τὸ καπάκι.
Ἀπ' τὸ καθαρισμένο κομμάτι τῆς τζαμαρίας φαίνεται ἡ ὑψομετρικὴ πινακίδα, ποὺ δείχνει 1.700 μέτρα καὶ στὴ βάση της ὁ σωρὸς τὸ κιτρινισμένο χιόνι. Ὁλόγυρα εἶναι τὸ γυμνὸ ὀροπέδιο καὶ πάνω στὴ λευκὴ ἐπιφάνεια, ἐδῶ κι ἐκεῖ ὑπάρχουν μεγάλες κηλίδες, ἀλλοῦ πιὸ σκοῦρες, ἀλλοῦ πιὸ φωτεινές, ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ. Μὰ τὸ φεγγάρι τὸ ἴδιο δὲ φαίνεται, γιατί τὸ κρύβει τὸ γείσωμα τῆς στέγης.
Πέρα στὸ βάθος, ὅπου διακρίνονται ἡ φιγούρα τοῦ βουνοῦ, τώρα δὲν ὑπάρχει παρὰ ἕνα γκριζόλευκο παραπέτασμα ποὺ πέφτει κάθετα στὸν ὁρίζοντα. Μιὰ ριπὴ ἀνέμου σηκώνει στὸ πέρασμά της μικροὺς στροβίλους ἀπὸ ψιλόχιονο κι ἔρχεται καὶ σπάζει πάνω στὴν τζαμαρία ποὺ τρίζει.
— Ὅπου καὶ νά 'ναι θὰ ξεσπάσει καινούρια χιονοθύελλα κι ἔτσι θὰ ἡσυχάσουμε.
— Πᾶμε γιὰ ὕπνο, γιατί ἡ θερμάστρα σβήνει, λένε οἱ δυὸ χειριστές, κι ἔτσι ποὺ κινοῦνται ἀργά, ὀγκώδεις, μὲ τὶς προβιὲς στὰ στήθια, μοιάζουν μὲ ἀρκοῦδες ποὺ πηγαίνουν γιὰ χειμερία νάρκη. Ἀνοίγουν μιὰ πορτούλα στ' ἀριστερά τοῦ πάγκου καὶ βγαίνουν σ' ἕνα μικρὸ δωμάτιο ἢ ἀποθήκη, ποὺ πρέπει νὰ ὑπάρχει ἐκεῖ μέσα.
Στὴν παράγκα ἀπομένει τώρα μονάχα ὁ ἄντρας ποὺ κάθεται δίπλα στὴν τζαμαρία, μὲ τ' ἀξούριστο πρόσωπο καὶ τὰ μαλλιὰ νὰ τοῦ πέφτουν ὡς τὰ φρύδια.
— Ἐδῶ τὸ λένε Κατάρα, μονολογεῖ τὸ γκαρσόνι. Κατάρα, ξαναλέει κι ἀνεβαίνει στὴν καρέκλα, γιὰ νὰ τρομπάρει τὸ λούξ, ποὺ σιγοβράζει καὶ τὸ φῶς του πέφτει. Ὁ φωτεινὸς κύκλος ἀρχίζει πάλι νὰ τρεκλίζει, μισὸς στὸ πάτωμα μισὸς στὸν τοῖχο, μὰ ξαφνικά τὸ φῶς σβήνει κι ἀπομένει μονάχα μερικὰ δευτερόλεφτα τὸ πυρακτωμένο σακουλάκι ἀπὸ ἀμίαντο, πυροκὸκκινο μὲς στὸ σκοτάδι, ὥσπου σιγὰ σιγὰ ἐξαφανίζεται κι αὐτό.
Γιὰ λίγη ὥρα τὸ σκοτάδι εἶναι πηχτό. Ὕστερα ἡ ἀνταύγεια τοῦ χιονιοῦ ἀρχίζει νὰ φιλτράρεται μεσ' ἀπ' τὰ τζάμια καὶ διακρίνεται ἀχνὰ ἡ φιγούρα τοῦ γκαρσονιοῦ ποὺ μουρμουρίζει καὶ χάνεται πίσω ἀπ' τὴ μικρὴ πορτούλα, στ' ἀριστερά τοῦ πάγκου.
Ὅταν πιὰ ἡ ὁρατότητα σταθεροποιεῖται, μιὰ ὁρατότητα ποὺ μόλις ἐπιτρέπει νὰ διαγράφεται σὲ πολὺ γενικὲς γραμμὲς τὸ σχῆμα τῶν πραγμάτων, τῆς σόμπας, τοῦ πάγκου, τῶν ραφιῶν, στὴν παράγκα ἡ ἡσυχία εἶναι βαθιὰ κι ἡ ἐρημιὰ μεγάλη. Ἡ παγωνιὰ ἀρχίζει νὰ φιλτράρεται κι αὐτὴ μεσ' ἀπ' τὴν τζαμαρία μαζὶ μὲ τὴν ἀνταύγεια τοῦ χιονιοῦ. Ὕστερα μιὰ καινούρια ριπὴ ἀνέμου τραντάζει σύξυλη τὴν παράγκα. Εἶναι μιὰ ριπὴ ποὺ δὲν σταματάει μὰ σφυρίζει ἀτέλειωτα, κάλυψε ὁλότελα μὲ χιόνι τὴν τζαμαρία καὶ φυσάει τὴν παγωνιὰ ἀπ' ὅλες τὶς πλευρές.
Σὲ λίγο εἶτε μέσα εἶτε ἔξω δὲν θὰ διαφέρει καὶ πολύ. Ἐδῶ τὸ λένε Κατάρα.
Πηγή: Ἡ μεταπολεμικὴ πεζογραφία. Ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ ’40 ὣς τὴ δικτατορία τοῦ ’67, Τόμος Ε’, (ἐκδ. Σοκόλη, Ἀθήνα, 1990). (Ἀπὸ Τὰ διηγήματα τῆς Δοκιμασίας, ἐκδ. Κέδρος, Ἀθήνα, 1978.)
Αναδημοσίευση από τις Ιστορίες Μπονζάι - Πλανόδιον
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου