Πορτραίτο του Χανς Κολχάζε σε λιθογραφία του 1840. Αλογέμπορος. Πολίτης του Βερολίνου.Εκτελέστηκε εκεί το 1540. Δευτέρα των Βαΐων.
- Όχι για την ιδιοκτησία μου, που μου την πήραν
- Για το δίκιο που μου στέρησαν, πολέμησα
***
[...] Ο Εκλέκτορας, που στεκόταν πίσω από τους κυνηγετικούς ακολούθους του, και παρατήρησε μια μικρή μολυβένια κάψουλα που κρεμόταν από μεταξωτή κλωστή στον λαιμό του, τον ρώτησε, μια και δεν υπήρχε τίποτε καλύτερο να συζητήσουν: ποια ήταν η σημασία της και τι έκρυβε εκεί μέσα; Ο Κόλχαας απάντησε: " ναι, κραταιέ μου άρχοντα, αυτή η κάψουλα!" - και την πήρε από το λαιμό του, την άνοιξε και έβγαλε από μέσα ένα μικρό σημείωμα, σφραγισμένο με αλεύρι - αυτή η κάψουλα έχει περίεργη ιστορία! Είναι δεν είναι επτά μήνες , ακριβώς την επομένη της ταφής της γυναίκας μου, και είχα ξεκινήσει από το Κολχάζενμπρουκ, όπως θα ξέρετε, για να πιάσω τον νεαρό άρχοντα φον Τρόνκα που με είχε αδικήσει, και εκεί , στο Γιουτερμποκ, μια πολιτειούλα από την οποία περνούσε ο δρόμος μου, είχαν μια συνάντηση για λόγο που δεν τον ξέρω ο Εκλέκτορας της Σαξονίας και ο Εκλέκτορας του Βρανδεμβούργου· και όταν προς το βράδυ, κατέληξαν σε συμφωνία, όπως ήταν ο σκοπός τους, περπάτησαν συζητώντας φιλικά μέσ' από τους δρόμους της πόλης για να δούνε το κεφάτο ετήσιο πανηγύρι, που γινόταν εκεί. Στο πανηγύρι συνάντησαν μια τσιγγάνα, η οποία καθόταν σε ένα σκαμνάκι και προφήτευε μέσα από τον Καζαμία στον κόσμο που την περιτριγύριζε, και την ρώτησαν αστειευόμενοι: μήπως είχε να αποκαλύψει και κείνων κάτι που θα τους ευχαριστούσε; Εγώ, που μόλις είχα καταλύσει με τους ανθρώπους μου σε ένα πανδοχείο και ήμουν παρών στο μέρος όπου συνέβησαν αυτά, από εκεί όπου στεκόμουν, πίσω από τον κόσμο, στην είσοδο μιας εκκλησίας, δεν μπόρεσα να ακούσω τι είπε η αλλόκοτη γυναίκα στους άρχοντες· έτσι λοιπόν, καθώς οι άνθρωποι τριγύρω έλεγαν γελώντας ο ένας στον άλλον ότι είπε πως δεν ανακοίνωνε σε όλους όσα ήξερε και σπρώχνονταν να δουν το θέαμα που θα διαδραματιζόταν, εγώ, όχι τόσο από περιέργεια, αλήθεια, αλλά για να κάνω χώρο για τους περίεργους, ανέβηκα σε έναν πάγκο που είχε σκαφτεί πίσω μου στην είσοδο της εκκλησίας. Από αυτήν τη θέση απέκτησα πλήρη θέα των αρχόντων και της γυναίκας που καθόταν μπροστά τους και φαινόταν να σκαλίζει κάτι: ξαφνικά σηκώνεται στηριγμένη στις πατερίτσες της κοιτάζοντας γύρω της τον κόσμο· καρφώνει το βλέμμα της πάνω σε μένα που ποτέ μου δεν είχα ανταλλάξει μαζί της κουβέντα ούτε ποτέ στη ζωή μου είχα επιθυμήσει τις γνώσεις της· στριμώχνεται και έρχεται μέσα απ' όλο αυτό το πυκνό πλήθος κοντά μου και λέει: " ε, εσύ! αν θέλει να μάθει ο κύριος, ας ρωτήσει εσένα να του πεις!" Και λέγοντας αυτά, κραταιέ μου άρχοντα, μου έδωσε με τα ξερακιανά κοκκαλιάρικα χέρια της ετούτο το σημείωμα. Και όπως εγώ, έκπληκτος, κι ενώ όλος ο κόσμος στρέφεται προς το μέρος μου, λέω: γιαγιά, τι είναι αυτό που μου χαρίζεις; εκείνη μου απαντάει, έπειτα από πολλά ακαταλαβίστικα λόγια, μέσα στα οποία εγώ ωστόσο προς μεγάλη μου έκπληξη ακούω το όνομά μου: " ένα φυλαχτό, Κόλχαας, αλογέμπορε· φύλαξ' το καλά, θα σου σώσει κάποτε τη ζωή!" και έπειτα χάθηκε. - Λοιπόν!" συνέχισε ο Κόλχαας καλοσυνάτα: " για να πω την αλήθεια, στη Δρέσδη, όσο άγρια και αν ήσαν τα πράγματα, δεν μου κόστισαν τη ζωή· τι θα μου συμβεί στο Βερολίνο, και αν εκεί θα τα καταφέρω με δαύτο, αυτό θα μας το δείξει το μέλλον". - Μόλις τα άκουσε αυτά ο Εκλέκτορας κάθισε σε έναν πάγκο· και μ' όλο που στην ερώτηση της έκπληκτης κυρίας: τι είχε; απάντησε: τίποτα, απολύτως τίποτα! έπεσε ωστόσο αναίσθητος στο πάτωμα, πριν προλάβει εκείνη να προστρέξει και να τον πάρει αγκαλιά. Ο ιππότης φον Μάλτσαν που έμπαινε εκείνη τη στιγμή στο δωμάτιο για μια δουλειά, φώναξε: Θεέ μου! τι έπαθε ο άρχοντας; Η κυρία φώναξε: φέρτε νερό! Οι κυνηγετικοί ακόλουθοι τον σήκωσαν και τον μετέφεραν στο κρεβάτι που βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο, και η αγωνία κορυφώθηκε όταν ο θησαυροφύλακας, τον οποίο φώναξε ένας ακόλουθος, δήλωσε: όλα τα σημάδια έδειχναν ότι του είχε έρθει κόλπος! Ο θησαυροφύλακας έστειλε έναν έφιππο αγγελιαφόρο στο Λούκαου να φέρει γιατρό και ο περιφερειακός διοικητής έβαλε να μεταφέρουν τον Εκλέκτορα, μόλις άνοιξε τα μάτια, σε μια άμαξα και να τον πάνε αργά αργά σε μια κυνηγετική έπαυλη που βρισκόταν στην περιοχή· αυτή η μετακίνηση όμως επέφερε, μετά την άφιξή του εκεί, δύο νέες λιποθυμίες: και έτσι συνήλθε σχετικά αργά το πρωί της επομένης, με την άφιξη του γιατρού από το Λούκαου, παρουσίασε όμως σαφή συμπτώματα επερχόμενου νευρικού πυρετού. Μόλις ξαναβρήκε τις αισθήσεις του, ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και η πρώτη του ερώτηση ήταν: πού είναι ο Κόλχαας; Ο θησαυροφύλακας παρανόησε την ερώτηση και πιάνοντάς του το χέρι είπε: ότι δεν χρειαζόταν να ανησυχεί, γιατί ο φρικτός αυτός άνθρωπος, έπειτα από εκείνο το παράξενο και ακατανόητο συμβάν στο υποστατικό του Ντάμε, είχε μείνει εκεί με βρανδεμβουργιανή φρουρά. Τον διαβεβαίωσε για την αμέριστη συμπαράστασή του και ότι είχε επιπλήξει δριμύτατα τη γυναίκα του για την ανεύθυνη απερισκεψία να τον φέρει σε επαφή με αυτόν τον άνθρωπο και τον ρώτησε: τι ήταν αυτό στη συζήτησή του με εκείνον που του προκάλεσε τόσο μεγάλη συγκίνηση; Ο Εκλέκτορας είπε: έπρεπε να ομολογήσει ότι όλα αυτά τα δυσάρεστα συμπτώματα που είχε οφείλονταν στη θέα ενός μικρού σημειώματος που εκείνος ο άνθρωπος είχε μαζί του μέσα σε μια μολυβένια κάψουλα. Πρόσθεσε και διάφορα άλλα για να εξηγήσει την κατάσταση, τα οποία ο θησαυροφύλακας δεν τα κατάλαβε· ξαφνικά του έσφιξε το χέρι ανάμεσα στα δικά του και τον βεβαίωσε ότι η κατοχή εκείνου του σημειώματος ήταν εξαιρετικά σημαντική γι' αυτόν· και του ζήτησε να καβαλήσει αμέσως ένα άλογο, να πάει στο Ντάμε και να πάρει για λογαριασμό του το σημείωμα από εκείνο τον άνθρωπο όσο κι αν κόστιζε. Ο θησαυροφύλακας, που δυσκολευόταν να κρύψει την αμηχανία του, τον διαβεβαίωσε: ότι εάν το σημείωμα είχε κάποια αξία για εκείνον, το σημαντικότερο στον κόσμο ήταν να μην το μάθει ο Κόλχαας· διότι αν το μάθαινε , από μια απρόσεκτη κουβέντα, δεν θα έφταναν όλα του τα πλούτη για να το αγοράσει από τα χέρια αυτού του αχόρταγου μες στην μανία του για εκδίκηση, οργισμένου ανθρώπου. Για να τον καθησυχάσει, πρόσθεσε ότι χρειαζόταν να σκεφτούν ένα άλλο μέσο, και ότι ίσως με πονηριά, μέσω ενός τρίτου, τελείως ανίδεου θα ήταν δυνατόν να αποκτήσουν αυτό το σημείωμα που το ήθελε τόσο πολύ, μιας και ο κακούργος κατά πάσα πιθανότητα δεν το εκτιμούσε στην πραγματικότητα τόσο. Ο Εκλέκτορας σφούγγισε τον ιδρώτα του και ρώτησε: μήπως ήταν σκόπιμο να στείλουν στο Ντάμε και να διακόψουν προσωρινά τη μεταφορά του αλογέμπορου, μέχρις ότου πάρουν, με οποιονδήποτε τρόπο, το χαρτί; Ο θησαυροφύλακας, που δεν πίστευε στ' αυτιά του, πρόβαλε ότι δυστυχώς κατά πάσα πιθανότητα ο αλογέμπορας είχε φύγει ήδη από το Ντάμε και πρέπει να βρισκόταν κιόλας έξω από τα σύνορα, σε έδαφος του Βρανδεμβούργου, όπου η προσπάθεια να εμποδιστεί η μεταφορά του ή να ματαιωθεί θα προκαλούσε πολύ δυσάρεστες και ανυπολόγιστες δυσκολίες, τέτοιες που ίσως δεν θα μπορούσαν πια να παραμεριστούν. Καθώς ο Εκλέκτορας σιωπηλός και με τρόπο που μαρτυρούσε απελπισία έπεσε στο μαξιλάρι του, τον ρώτησε: τι έγραφε λοιπόν το σημείωμα; και από ποια παράξενη και ανεξήγητη σύμπτωση έμαθε ότι το περιεχόμενο τον αφορούσε; Εδώ όμως ο Εκλέκτορας, ο οποίος αμφέβαλλε για την αφοσίωση του θησαυροφύλακα σε αυτή την υπόθεση, τον κοίταξε καχύποπτα και δεν απάντησε: ακίνητος, με ανήσυχο χτυποκάρδι κειτόταν εκεί και κοιτούσε την άκρη του μαντιλιού που κρατούσε στα χέρια του, βυθισμένος σε σκέψεις, και ξαφνικά, τον παρακάλεσε να φωνάξει στο δωμάτιο τον κυνηγετικό ακόλουθο φον Στάιν, ένα νεαρό, γεροδεμένο και ξύπνιο αρχοντόπουλο, που το είχε χρησιμοποιήσει συχνά για μυστικές αποστολές, με την πρόφαση ότι είχε κάτι άλλο να συζητήσει μαζί του. Αφού εξέθεσε το ζήτημα στον κυνηγετικό ακόλουθο και τον ενημέρωσε για τη σημασία του σημειώματος, τον ρώτησε αν ήθελε να αποκτήσει αιώνιο δικαίωμα επί της φιλίας του και να πάρει για λογαριασμό του το σημείωμα προτού αυτό φτάσει στο Βερολίνο; και αφού το αρχοντόπουλο, μόλις κατάλαβε κάπως το ζήτημα, έτσι παράξενο που ήταν, τον διαβεβαίωσε ότι ήταν πρόθυμος να τον υπηρετήσει με όλες του τις δυνάμεις: του ανέθεσε λοιπόν ο Εκλέκτορας να τρέξει έφιππος να προλάβει τον Κόλχαας, και επειδή δεν θα μπορούσε να τον πείσει με χρήματα, να συζητήσει έξυπνα μαζί του και να του προσφέρει τη ζωή και την ελευθερία του για το σημείωμα, και μάλιστα, αν επέμενε, να τον βοηθήσει με άλογα, ανθρώπους και χρήμα να ξεφύγει από τα χέρια των βρανδεμβουργιανών ιππέων που τον μετέφεραν. Ο κυνηγετικός ακόλουθος, αφού ζήτησε μια ιδιόχειρη βεβαίωση του Εκλέκτορα, ξεκίνησε αμέσως με κάμποσους άνδρες, και επειδή δεν νοιάστηκε μην σκάσουν τα άλογα, είχε την τύχη να προλάβει τον Κόλχαας σε ένα παραμεθόριο χωριό, όπου αυτός, μαζί με τον ιππότη φον Μάλτσαν και τα πέντε παιδιά του απολάμβαναν το μεσημεριανό τους που είχε σερβιριστεί στο ύπαιθρο, μπροστά στην πόρτα ενός σπιτιού. Ο ιππότης φον Μάλτσαν, στον οποίον το αρχοντόπουλο παρουσιάστηκε σαν ξένος ταξιδιώτης που περνώντας θέλησε να δει από κοντά τον παράξενο άνθρωπο που μετέφερε, τον πίεσε αμέσως με πολύ ευγενικό τρόπο, συστήνοντάς τον κιόλας στον Κόλχαας, να κάτσει στο τραπέζι· καθώς ο ιππότης, τώρα, πηγαινοερχόταν προετοιμάζοντας την αναχώρηση και οι ιππείς έτρωγαν σε ένα τραπέζι που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του σπιτιού: έτσι λοιπόν παρουσιάστηκε σύντομα η ευκαιρία να πει το αρχοντόπουλο στον αλογέμπορο ποιος ήταν και με ποια ιδιαίτερη εντολή είχε έρθει να τον βρει. Ο αλογέμπορος, ήξερε ήδη το όνομα και το αξίωμα εκείνου, που μόλις είδε την ενλόγω κάψουλα στο υποστατικό στο Ντάμε, είχε πέσει λιπόθυμος, και για επιστέγασμα της χαράς που του είχε προκαλέσει αυτή η ανακάλυψη δεν χρειαζόταν τίποτ' άλλο παρά να μάθει τα μυστικά του σημειώματος, το οποίο για διάφορους λόγους ήταν αποφασισμένος να μην ανοίξει από απλή περιέργεια: ο αλογέμπορας λοιπόν, έχοντας στο νου την κάθε άλλο παρά μεγαλόκαρδη και πριγκιπική μεταχείριση που είχε υποστεί στη Δρέσδη, παρά την πλήρη προθυμία του να κάνει κάθε δυνατή θυσία, είπε: " ότι ήθελε να κρατήσει το σημείωμα". Στην ερώτηση του ακόλουθου: τι τον οδηγούσε σε αυτή την άρνηση, αφού του πρόσφερε ζωή και ελευθερία και τίποτα λιγότερο; ο Κόλχαας απάντησε: " Ευγενέστατε κύριε! Αν ο Ηγεμόνας σας ερχόταν και έλεγε, θέλω να χαθώ μαζί με όλους εκείνους που με βοηθούν να κρατώ το σκήπτρο - να χαθεί, καταλαβαίνετε, που είναι η μεγαλύτερη επιθυμία της ψυχής μου, παρά ταύτα, το σημείωμα, που το εκτιμά περισσότερο από την ύπαρξή του, θα του το αρνιόμουνα και θα έλεγα: μπορείς να με ανεβάσεις στο ικρίωμα, μα εγώ μπορώ να σε πονέσω, και το θέλω!"...( απόσπ.1)[...] Και ενώ στην πόλη, που δεν μπορούσε να πάψει να ελπίζει ότι μια άνωθεν διαταγή θα τον έσωζε, επικρατούσε συγκίνηση, έφτασε η μοιραία Δευτέρα των Βαΐων που είχε οριστεί για να συμφιλιωθεί ο Κόλχαας με τον κόσμο, έπειτα από την υπερβολική του βιασύνη να βρει μέσα σε αυτόν το δίκιο του...(απόσπ. 2)
Χάινριχ Φον Κλάιστ, Μίχαελ Κόλχαας. Από ένα παλιό χρονικό, μετφρ.Θόδωρος Παρασκευόπουλος, Εκδόσεις Ερατώ, Αθήνα 2012
" Ένας φιλήσυχος και νομοταγής πολίτης, καλός οικογενειάρχης και θεοσεβούμενος άνθρωπος αδικείται. Το κράτος και ο νόμος δεν τον προστατεύουν, γιατί εκείνος που τον έβλαψε είναι ισχυρός, έχει διασυνδέσεις και συγγένειες με ακόμα ισχυρότερους και παρεμποδίζει τη δικαιοσύνη. Ο έμπορος αλόγων Μίχαελ Κόλχαας, ο αδικημένος , παίρνει τότε τον νόμο στα χέρια του, κατανικά τον στρατό του Ηγεμόνα Εκλέκτορα της Σαξονίας, και εντέλει, την ίδια στιγμή που δικαιώνεται καταστρέφεται. Αυτή είναι η υπόθεση της διασημότερης νουβέλας του Χάινριχ φον Κλάιστ. Από την πρώτη φορά που δημοσιεύτηκε, το 1810, ο Κόλχαας προκάλεσε σχόλια και ερμηνείες, φιλολογικές , φιλοσοφικές, νομικές,που ο όγκος τους είναι πλέον ασύνοπτος, μεταφέρθηκε στο θέατρο και στο σινεμά.
Ο συγγραφέας αφηγείται την τραγική ιστορία του ληστή Μίχαελ Κόλχαας σαν να μην παίρνει ανάσα. Χαρακτηριστικό της αφήγησης είναι ότι οι περιγραφές τοπίων, πόλεων, κτιρίων, πραγμάτων είναι ελάχιστες. Δεν αναφέρονται καν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των ηρώων. Μόνο οι πράξεις, η ψυχική κατάσταση, τα συναισθήματα των ανθρώπων ενδιαφέρουν εδώ τον Κλάιστ. Περίπλοκες συντακτικές κατασκευές και η συχνή χρήση της ενεργητικής μετοχής δίνουν την αίσθηση της ταυτοχρονίας των γεγονότων. Ιδίως η στίξη καλείται να υπογραμμίσει , να χαρακτηρίσει και να δώσει ρυθμό(...)
Η ιστορία του Κόλχαας διαδραματίζεται τον 16ο αιώνα στη Σαξονία και το Βρανδεμβούργο. Στη Σαξονία κυβερνά ο Ηγεμόνας Εκλέκτορας Ιωάννης Φρειδερίκος Α' ο Μεγάθυμος και στο Βρανδεμβούργο ο Ηγεμόνας Εκλέκτορας Ιωακείμ Β' ο " Έκτωρ ". Και οι δύο ηγεμονίες ανήκουν στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους, που την κυβερνά από την Βιέννη ο Κάρολος Ε΄, γνωστότερος ως Καρολος Κουΐντος. Είναι η εποχή κατά την οποία αρχίζει η αντιζηλία των δύο ηγεμονιών για την πρωτοκαθεδρία στη Γερμανία. Εκείνη την εποχή, λίγο μετά την επανάσταση των χωρικών, την εποχή της Αναγέννησης και της Μεταρρύθμισης, της αργής ανάδυσης του νέου, του αστικού κόσμου, η δομή του κράτους ήταν πολύ διαφορετική από τη σύγχρονη, τα δημόσια αξιώματα δεν αντιστοιχούν σε αυτά που εμείς γνωρίζουμε σήμερα ή σε όσα υπήρξαν σε διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας....( από το σημείωμα του μεταφραστή)
" Ο Κλάιστ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους, τους τολμηρότερους, τους πιο υψιπετείς γερμανόφωνους συγγραφείς" ( Τόμας Μαν)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου