ΙΙ
Θάθελα να μιλήσουμε απόψε, σύντροφε.Χρόνια τις πιο μοναχικές ώρες της νύχτας
ονειρευόμουν αυτά τα λόγια, πλημμυρισμένα από δάκρυα
μα ντρεπόμουνα
σαν το φαντάρο που γυρίζει απ' το μέτωπο
και βλέποντας στο γύρισμα του δρόμου ξαφνικά την αγαπημένη του
σκεπάζει και με τα δυό του χέρια αυτό το τραύμα
που του παραμορφώνει όλο το πρόσωπο.
Και κλαίει
και συλλογιέται πως θάταν προτιμότερο
νάχε πεθάνει
εκεί στην πρώτη γραμμή...
Ήταν ένα μεγάλο, αξέχαστο φθινόπωρο.
Δεν αγάπησα ποτέ άλλη γυναίκα τόσο πολύ.
Τραίνα, γεγονότα, χρόνια τρέχανε καταπάνω μας
παραμερίζαμε τρομαγμένοι
τρυπώνοντας στις παρόδους για να γλυτώσουμε
μπαίνοντας σε κείνα τα φτηνά, χιλιοτραγουδημένα συνοικιακά ξενοδοχεία
καταφύγια στους πλανόδιους έρωτες κι εύκολη έμπνευση στους ποιητές.
Χρόνια τώρα πηγαίνουν κι έρχονται τα ζευγάρια. Τα πόμολα στις πόρτες
φθαρμένα από ανήσυχα, ταραγμένα χέρια
ξεφλουδισμένα τα κάγκελα των κρεββατιών από ερεθισμένα νύχια που σπάζαν
μια μυρουδιά θαμπή από πολλές περαστικές ζωές και παληά, ανήμπορα έπιπλα
απελπισμένες γυναίκες που δόθηκαν μονάχα για να ξεφύγουν τη μοναξιά
κι άλλες για να ξεχάσουν εκείνον, ή από εκδίκηση
ή για να μπορούνε ύστερα στη συντριβή και τη μετάνοια,
να βρίσκουν επιτέλους κάποιο προορισμό
κι άλλες, έτσι, γιατί η ζωή είναι λίγη και πρέπει να τη γλεντάει κανείς.
Κι άντρες, που όσο κι αν προσπάθησαν να δοθούν, δεν κατορθώσανε
παρά να συνεχίζουν την πανάρχαιη, αρσενική τρέλλα της απόχτησης.
Κρεββάτια ανασκαμμένα απ' την ανθρώπινη απελπισία
που έψαξε για λίγη ηδονή. Χάδια
σαν τις απεγνωσμένες χειρονομίες των ζητιάνων που προσπαθούν
να γαντζωθούν στον οίχτο
φιλιά με απρόσμενο, σπαραχτικό βάθος.
Πάνω στα υγρά, τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν το γέλιο των αγέννητων παιδιών.
Και πάντα ο χρόνος
από δυό ανθρώπους που αγαπιόντουσαν παράφορα
κάνοντας σε λίγο δυό αδιάφορους ξένους
που σ' άλλα τώρα βαθειά κρεββάτια πάνε να πλαγιάσουν
και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ' τον άλλον. Γιατί ο έρωτας
είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.
Θυμάσαι, αλήθεια, νοιώθαμε ζεστασιά μέσα στο πλήθος,
καθώς βαδίζαμε πλημμυρίζοντας τους δρόμους
τα χέρια μας άγγιζαν, οι φωνές μας αγκαλιάζονταν μες στα τραγούδια
ένα μεγάλο φως έσταζε απ' τις σημαίες μας που πήγαιναν μπροστά
κι απ' τους νεκρούς που αφήναμε πίσω.
Τέλος η επίθεση πετύχαινε, μπαίναμε στην πόλη αλαλάζοντας
κι ανατινάζοντας τα γιοφύρια
συνεδριάζαμε, εκλέγαμε τα επαναστατικά συμβούλια
κι ανάμεσα στις λάμψεις των πυρκαγιών, τους πυροβολισμούς και τον αέρα που έφερνε τα πρώτα φθινοπωρινά φύλλα -
υπήρχαμε. Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν, απ' τη στιγμή που
βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων.
Μα ξαφνικά σαν άρχισε η αντεπίθεση και φύγαν και σ' αφήσαν όλοι
κι έμεινες άοπλος και γυμνός στη μέση της ατέλειωτης τούτης νύχτας
είδες με τρόμο, πως έπρεπε τώρα να σηκώσεις μοναχός, ολάκερη
τη χαμένη ζωή σου. Πως ήσουν εσύ και κανένας άλλος
που θα ζούσες πια για πάντα, μ' αυτά τα χέρια που όλα τάδωσαν
κι αυτήν τη μνήμη που τίποτα δε συχωρεί.
Και τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιο καλοί επαναστάτες.
" Το μόνο που με τρομάζει είναι ο θάνατος, έλεγε
θάθελα να ζήσουμε αιώνια εμείς οι δύο".
Και μες στην κάμαρα έμενε ο ραγισμένος ήχος της φωνής της
κι η σκοτεινή απειλή του απρόσιτου: αιώνια, αιώνια
αιώνια -
επιτέλους, δε μπορώ, πάψε, πάψε...
Μα όταν βραδιάζει πια και σκοτεινιάζει ο ουρανός και μακριά σφυρίζουνε τα τραίνα
και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή μπροστά στο θάνατο
ή ένα νικημένον άντικρυ στην αιωνιότητα
και μέσα στη σιωπή, σαν ένα τρίξιμο, ακούγεται το παράπονο των πραγμάτων
που πεθαίνουνε σιγά - σιγά
αναζητάμε τότε ο ένας τον άλλο λαχανιάζοντας
όρκοι, αγκαλιάσματα, παροξυσμοί, φιλιά
δάκρυα πιο γλυκά απ' όλες τις ευτυχίες
ρίγη. λόγια απίθανα, τρέλλες, πάναγνη προστυχιά
κι ερωτικοί εξευτελισμοί κατάστεροι σα δόξες.
Κι άλλα πιο φοβερά κι ακατανόμαστα που όλοι τα ζούμε
και κανένας δεν τολμάει να τα εξομολογηθεί.
Είχαμε τόσο ανάγκη απ' αυτό το πάθος που μας εξουθένωνε
κι ας νοιώθαμε στο βάθος πως εμείς το σπρώχνουμε ως την υπερβολή
σα δυό ασήμαντους, θλιβερούς θεατρίνους που παίζοντας κάποτε
μια μεγάλη, παράφορη σκηνή του Σαίξπηρ
είναι ό,τι πιο όμορφο έχουν ζήσει
σ΄όλη τους τη ζωή.
Έτσι περάσανε τα χρόνια. Οι μέρες κατρακυλούσαν μέσα σ' ένα
αδιάκοπο θόρυβο -
αγάλματα που συντρίβονται, φιλίες που γκρεμίζονται
πόρτες κλείναν με πάταγο, κόβοντας τα χέρια που απλώναν ν' αγκαλιάσουν
κουρέλια από σημαίες, τζάμια σπασμένα, κατεβασμένες οι πινακίδες των δρόμων
τα μαγαζιά αλλάζαν επιγραφές - ένας άγνωστος κόσμος - πού είμαστε;
άνθρωποι τρέχουν στους δρόμους πατώντας ο ένας πάνω στον άλλο
οι σεισμογράφοι τρέμουν απ' τις απότομες αλλαγές.
Μεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους οχετούς.
Κι εσύ, παληέ μου, χαμένε σύντροφε, η σφαίρα που σε πήρε,
σκέφτομαι απόψε
ίσως νάταν σοφή, και σε προφύλαξε
απ' τον αυριανό εαυτό σου. Γιατί εσύ
δε γνώρισες το σκοτεινό εχθρό που σε παραμονεύει καθώς γυρίζεις απ' τη μάχη
κρυμμένος πίσω απ' τις ζητωκραυγές, χωμένος στο βάθος της περηφάνειας, , στο κουδούνι ενός σπιτιού
που δε σε περίμεναν, στο μεγάλο ρολόι του τοίχου που βιάζεται
στα δάκρυα εκείνου που σ' αγαπάει, στο χαμόγελο εκείνου που δε σε καταλαβαίνει
σ' αυτό που οι άλλοι περιμένουν από σένα, σε κείνο που απ' τους άλλους εσύ απαιτείς
στο δισταγμό, στη γρήγορη απόφαση, στην άρνηση ή την παραδοχή σου
α, εσύ δεν είδες ποτέ το ίδιο το χέρι σου να σε σημαδεύει αλύπητα
απ' το βάθος των περασμένων.
Κοιμήσου ήσυχος - αν και στην εποχή μας
ούτε οι νεκροί πια δε μπορούν να βρουν μια ήρεμη γωνιά
ένα μικρό, δυό μέτρα τόπο, ν' απαγγιάσουν
μακριά από διαψεύσεις, σφάλματα, αναθεωρήσεις, σίγουροι πως αύριο
δεν θα ξαναπεθάνουν -
μα άκου, άκου αυτόν το θόρυβο
τα ίδια αναρίθμητα εκείνα βήματα μες στη νύχτα
εν -δυό
εν - δυό
πού πηγαίνουν;
συντρίβοντας και τον τάφο και τη δυσπιστία μου
εν - δυό
εν - δυό...
Όπως πετούσε και το τελευταίο ρούχο στην καρέκλα κι έμενε γυμνή
θε μου, πόσο ήταν όμορφη
σαν ένα φωτισμένο δέντρο, μια παληά νύχτα των Χριστουγέννων
θυμάσαι;
Μα μόλις άπλωνες το χέρι, σαν παιδί λαχταρισμένο, ν' αγγίξεις
ένα κουδουνάκι ή ένα άστρο
άλλαζε μονομιάς και γίνονταν μια ηλιόλουστη, αστραφτερή κληματαριά
που τυλιγόταν και σφιγγόταν πάνω σου
γιατί φυσούσε δυνατά στην κάμαρα και παράσερνε τα σεντόνια και τη μνήμη
ώσπου μια καταιγίδα από κραυγές, άστρα, παπαρούνες και φιλιά
ξέσπαγε ασυγκράτητη σαρώνοντας το χρόνο...
Ύστερα θύμιζε τις χαμηλές λαχανιασμένες φωτιές, τη νύχτα τ' άη - Γιαννιού
που σβήνουν σιγά, μ' ένα λόξυγκα από μικρές αναλαμπές
αφήνοντας λίγη στάχτη στη γεύση και μια παράξενη θέρμη στα βλέφαρα.
Και λίγη κούραση απ' τα τόσα τραγούδια και τα καρδιοχτύπια και τα προγνωστικά
που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ τους.
Όχι λοιπόν, μη θέλεις να με πείσεις, το ξέρω καλύτερα από σένα.
Μια μέρα θα νικήσουμε - σημαίες, τραγούδια, όνειρα, ζητωκραυγές.
Μα όταν το βράδι αδειάσουν οι δρόμοι και πάψουν να περνάν τα πλήθη
και πέσει σαν ένα μαχαίρι ξαφνικά στη μέση της πλατείας η σιωπή
και μείνει καθένας μονάχος, με μια δική του απαρηγόρητη μνήμη ο καθένας
ανάμεσα σε τόσα γεγονότα και τόσους νεκρούς, ψάχνοντας για ένα δρόμο,
έναν ασήμαντο έστω δρόμο
να επιστρέψει στη ζωή του
σηκώνοντας όλο το βάρος από τόσα απελπισμένα χρόνια
το βάρος αυτών που φώναξαν την αλήθεια και τους ποδοπάτησαν
κι εκείνων που δε μίλησαν και τους ποδοπάτησαν κι αυτούς
χιλιάδες σύντροφοι που τραγουδήσαν μπρος στα εχθρικά αποσπάσματα
κι άλλοι που πέθαναν αμίλητα, από αγαπημένα συντροφικά χέρια
χωρίς μια λέξη να πουν, χωρίς ούτ' ένα βόγγο
μήπως και δώσουν στόχο στον εχθρό.
Αυτός ο πόνος που κρύψανε, ας μας διδάξει την εμπιστοσύνη.
Μια μέρα θα νικήσουμε. Μα εμείς πάνω σε τούτα τα γυμνά, λησμονημένα χέρια μας,
θα βλέπουμε
πως καμιά νίκη δεν ήρθε ποτέ στην ώρα της -
όχι, όχι, μην το πιστέψεις, όχι
οι νίκες θάναι πάντα ασύγκριτα όμορφες, κι όταν ακόμα εσύ
θα λείπεις - σημαίες, τραγούδια, όνειρα, ζητωκραυγές
εν - δυό
α, ζωή...
Αυτά είχα να σου πω. Να σου διηγηθώ όνειρα, θυσίες, τύψεις, δάκρυα
να σου πω για κάποιον που δεν τον αγάπησε κανείς
και πέρασε όλη τη ζωή του μέσα στην καταφρόνια και τη μοναξιά
μέχρι που σώθηκε. Και να σου πω για κείνον που έζησε μες στις επευφημίες
και γέλασε και τραγούδησε κι απόλαψε
και χάθηκε
- απ' τις εύκολες επιτυχίες του
νικημένος.
Νάμαι τώρα μπροστά σου γυμνός κι ανυπεράσπιστος και άτρωτος
σαν το νεκρό στις γκρίζες πλάκες του νεκροτομείου.
Αν όχι με τη στοργή σου, σκέπασέ με τουλάχιστον με λίγη συχώρεση.
Κρυώνω.
Έβρεχε κείνο το βράδι. Εννιά η ώρα. Ανέβηκα τέσσερα - τέσσερα τα σκαλιά -
κανείς στην κάμαρα. Έτρεμε η κουρτίνα στ' ανοιχτό παράθυρο.
" Φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις. Αγαπώ άλλον", έγραφε.
Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι
ανάμεσα στις χυμένες πούντρες - σαν ένα μικρό, παιδικό φέρετρο
μέσα στη σκόνη.
Δρόμοι λασπωμένοι. Άνθρωποι περπατάνε βιαστικοί. Πού πάνε;
Κίτρινα, νερουλά φώτα.
Ζευγάρια αγκαλιασμένα κάτω απ' τις ομπρέλες τους
γελάνε στρίβοντας τη γωνιά. Σε λίγο θ' ανάβουνε το φως
σε μια ξαφνιασμένη κάμαρα, θα κοιτάζονται στα μάτια
και με χέρια ανυπόμονα πλάι στους σαστισμένους, σιωπηλούς καθρέφτες
θα πετάνε, θε μου, από πάνω τους όλη τη μοναξιά
και θα φυσάει και θα παρασέρνει τα σεντόνια και τη μνήμη
ώσπου μια καταιγίδα από κραυγές, άστρα, παπαρούνες και φιλιά
θα ξεσπάσει ασυγκράτητη σαρώνοντας το χρόνο - βοήθεια...
Οι φωτεινές ρεκλάμες ανοιγοκλείνουνε τα μάτια τους
έκπληχτες πάνω απ' τη θλίψη των περαστικών: οδοντόκρεμες,
παστίλιες για το βήχα, μοσκοσάπουνα
τόσα πράγματα προσφέρει ο πολιτισμός για την ευτυχία μας
και μεις επιμένουμε αναχρονιστικά
νάμαστε δυστυχισμένοι: εσώρουχα νάυλον, λοσιόν, γαλακτώματα για το δέρμα
όλα στην εποχή μας διαφημίζονται, γιατί όχι κι αυτό
" αγαπώ άλλον", με κόκκινα, πελώρια γράμματα θάταν υπέροχη διαφήμιση
πάνω απ' την είσοδο των νεκροταφείων -
α, δε θα βρεθεί λοιπόν μια διαφημιστική μεγαλοφυΐα να φωταγωγήσει πάνω απ' τον πλανήτη μας
τη λέξη μοναξιά, δάκρυα, ταπείνωση. Να πει για κείνους που πεθαίνουν ξαφνικά
την ώρα που όλα θ' αλλάζαν . Και γι αυτούς που επιμένουν να ζουν
χωρίς λόγο πια. Και για τη νύχτα και τη λησμονιά και τον καρκίνο
και τη φιλοδοξία. Να πει και για τα σκυλιά που τα διώχνουν
και τα κλωτσάνε
και κλείνουν μπρος στα δακρυσμένα μάτια τους την πόρτα
για πάντα. Πού να πάω;
Πόρνη, βρώμα του δρόμου, κάθαρμα, πουτάνα!...
Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω.
Άσκοπες περιπλανήσεις στους δρόμους, φώτα θολά που αλλοιώνουνε τα πρόσωπα
προσπαθώντας μες στο συνωστισμό να κλέψεις λίγη απ' την αδιαφορία των άλλων
γδύνοντας όλες τις γυναίκες μήπως και βρεις ένα τριαντάφυλλο από εκείνην
πιστεύοντας στον εαυτό σου, σαν ένα παιδί
που κρύβεται πίσω από μια φτωχή, τρύπια καρέκλα
και ξεγελιέται πως κανένας δεν το βλέπει.
Τα χέρια μου είναι δυό βαρειά, άχρηστα ζώα αφού δε σ' αγακαλιάζουν
μισώ τα μάτια μου που πια δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου
θάθελα να συντρίψω με τις γροθιές μου τους δρόμους, τα λεωφορεία, τα τραμ
που κάποτε μας πήγαιναν στην ευτυχία
και να φτιάξω μια πόλη ερειπωμένη απ' την πελώρια απουσία σου...
Θαμπά, νυσταγμένα τζάμια στα χαμηλά καπηλιά της γης
που καθρεφτίζεται το μεθύσι, η τρέλλα, η δυστυχία
κι ένα κομμάτι απ' την κατάφωτη αδιαφορία τ' ουρανού.
Και πάντα εκείνη η παράξενη αίσθηση, σαν τον κυνηγημένο λιποτάχτη
που ανάμεσα στο θάνατο που ξέφυγε και το θάνατο που τον περιμένει
νοιώθει με δάκρυα ξαφνικά τη ματαιότητα όλων των θριάμβων
και την απόγνωση της απάρνησής τους.
Όχι, όχι απ' τον εχθρό, σύντροφε, απόψε φυλάξου από μένα.
Θάταν αστείο αλήθεια κάποτε να γράψω την ιστορία μου -
χριστιανός κι άθεος, φιλόδοξος και δειλός, σύντροφος και κοινή πόρνη
με τόνα χέρι ακουμπισμένο στις σημαίες μας και τ' άλλο
στα σκέλια των περαστικών γυναικών
πεινώντας, α, πεινώντας πάντα γι αυταπάρνηση και ζώντας
με τα ξεροκόμματα της δυσπιστίας
που και τα ίδια τα σκυλιά τα οσμίζονται και φεύγουν
μην τολμώντας να φωνάξω στους συντρόφους μου: είσαστε μικρόψυχοι
στον εαυτό μου: είσαι τιποτένιος
και να νοιώσω έρημος και συντριμμένος κι απέραντος
σαν τη γυναίκα που τη βιάζουν και τη χτυπάνε και τη ματώνουν
κι όταν μείνει έρημη και συντριμμένη κάτω στο χώμα
είναι κιόλας πάνω απ' τους βιαστές και τον εαυτό της
κι όλη την αγνότητα του κόσμου
απέραντη
καθώς σαν ένα κύμα βουΐζοντας την ανασηκώνει
ο φρέσκος σπόρος της ζωής μέσα της.
Κι αυτό το πρόσωπο είναι φαγωμένο απ' τα δάκρυα που έκρυψα
κι αυτά τα χείλη είναι καμένα απ' τα λόγια που δεν είπα
κι αυτά τα σακατεμένα χέρια είναι που όλα τ' αγκάλιασαν
όσο για κείνη την ουλή στον αυχένα μου
α, μη μου θυμίζετε
πως έζησα τριανταπέντε χρόνια, κάτω απ' τη λαιμητόμο
της καρδιάς μου.
Γεγονότα, λόγια, πρόσωπα, σημαίες, χειρονομίες
μας κρύψαν τον έναν απ' τον άλλον - πού είσαι, σύντροφε
δος μου το χέρι σου
χιλιάδες δρόμοι διασταυρώνονται κι η ομοιομορφία σκέπασε
σα χιόνι την πολιτεία.
Κι όμως εγώ κι εσύ και τα εκατομμύρια τιποτένιοι σαν κι εσένα
και σαν εμένα
υποκριτές, φιλόδοξοι, μικρόψυχοι, εγωιστές, δειλοί
εμείς κρατάμε μες στα ένοχα, παράφορα τούτα χέρια
τις τύχες του κόσμου - να το θυμάσαι αυτό.
Και να προχωράς.
Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου
ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει, ένας άλλος βυθίζεται
μες στη μεγάλη σου άνοιξη -
εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες
σ' αγαπώ.
Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει, ας χιονίζει
αυτό το μικρό, τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρό σου πάνω στο χιόνι
εμένα είναι ο κόσμος μου.
Δε θα σου πω τίποτα μόλις βγεις. Θα περπατάω δίπλα σου
αμίλητος. Κι αν αυτό σε πειράζει, μπορώ νάρχομαι πίσω σου
σα σκυλί.
Αν σ' αρέσει, μπορείς να μου μιλάς και για τα χάδια των άλλων
θα σ' ακούω
σαν τον τυφλό που κλαίει, ακούγοντας μακριά τη βουή μιας μεγάλης γιορτής.
Κι όταν πεθάνω
το χώμα που θα με σκεπάσει, δε θάναι για μένα το σκληρό χώμα των νεκρών
μα η απαλή, τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της.
Ποδοπάτησέ με, νάχω τουλάχιστον την ευτυχία να μ' αγγίζεις.
....................................................................................................................
Και πες τους, σύντροφε, δε φέρνω κανένα μήνυμα.
Απλώς
τον ανθρώπινο πόνο
υπενθυμίζω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου