" Η Φαμίλια των Λιστινών" είναι η τραγική ιστορία μιας οικογένειας , η οποία έζησε μοχθώντας, ακολουθώντας το μύθο της δημιουργίας της, σε κάποιο σκληροτράχηλο τόπο της ηπειρωτικής γης, κάπου στα βόρεια σύνορα και οι άνθρωποι της πίστευαν ότι ήταν δυνατοί.
"Εν αρχή ην ο μύθος". Το παραμύθι της φαμίλιας που δεν ήταν άλλο από ένα γοητευτικό κατασκεύασμα εξωραϊσμένο κι απ' το χρόνο, σε ύφος επίτηδες βιβλικό και ταυτόχρονα ηρωικό όπως ταιριάζει σε κάθε " Δυναστεία" επειδή στο βάθος καταλαβαίνει και η ίδια τη σαθρότητά της. Και η " Δυναστεία των Λιστινών" για να κρατηθεί στα πόδια της, είχε ανάγκη απ' αυτό το μύθευμα μιας και ποτέ δεν έπαψε να καυχιέται πως ολόκληρο το Πέτροβο υπήρχε χάρη σ' αυτή και τους επιγόνους της, οι οποίοι με πείσμα, αντιστάθηκαν στις συμφορές και την καταστροφή, που, κατά καιρούς, βρήκαν το χωριό και τους Πετροβίτες...
Στην αρχή, λοιπόν, εγκαταστάθηκαν κοντά στο ποτάμι όπου και πρόκοψαν. Αργότερα όμως τα πράγματα αγρίεψαν, καθώς όλο και περισσότεροι ληστές και τουρκαλβανοί έφταναν στα μέρη τους. Και τους λήστευαν ή τους σκότωναν καμιά φορά για το τίποτε. Σαν από βίτσιο. Ώσπου κι αυτοί αποφάσισαν ν' ανεβούν ψηλά. Ως τις παρυφές του βουνού και λίγο ψηλότερα με τη σκέψη ότι, εκεί πάνω, θα τα βόλευαν πιο καλά κι ασφαλέστερα....
" Όχι, ήταν σφάλμα που ανεβήκαμε ως εδώ πάνω", είπε κάποτε ο Αλέξης Λιστινός, ο τελευταίος των μεγάλων της φαμίλιας, στη σύναξη της Κυριακής...Κανένας όμως, απ' όσους ήταν σ' εκείνη τη σύναξη, δεν τον άκουσε...
" Είπα, ωρέ παιδιά. Είπα κι εγώ ένα λόγο..."
και γυρίζοντας ξαφνικά κατά τη μεριά τους, φώναξε:
" Το χτικιό και τη θερμασιά την αποχτάμε κι εδώ που βρισκόμαστε. Τη μισή μέρα την περνάμε στο ποτάμι κι οι ληστές δε μας απόλειψαν. Αλλά τέτοια μυαλά που είστε τι να σας πω;" Ύστερα έφυγε γεμάτος θυμό, χωρίς κανένας να μπορεί να πει με σιγουριά, αν ο γέρος είχε δίκιο ή άδικο...
Όμορφος αλλ' άγριος και σκληρός τόπος το Πέτροβο. Χωμένο στην κοιλιά δυο συνεχόμενων βουνών, κάπως σε σχήμα αμβλείας γωνίας, έβλεπε τον ήλιο ν' αργεί να φανεί και τη νύχτα να' ρχεται γρήγορα. Το κράξιμο των αρπαχτικών πουλιών ακουγόταν τρομαχτικό καθώς αυτά βουτούσαν στους λάκκους και τ' άπατα ρέματα, για ψοφίμια. Ψηλά στις πλαγιές, οι βελανιδιές και οι ντούφες αγωνίζονταν να σπάσουν το γκρίζο των βράχων. Και κάτω, χαμηλά, στα πόδια του, σερνόταν νωχελικά το ποτάμι, καθώς ασημένιο, στραφτάλιζε και σουρνόταν, σαν φίδι στο φως του ήλιου. Άλλοτε πάλι αυτό το ίδιο ποτάμι μεταβαλλόταν σε στοιχιό που εξαφανιζόταν κάτω από μια γαλακτερή και πηχτή ομίχλη, που γινόταν αιτία θανάτου των ζώων , καθώς αυτά, ανύποπτα και πανικόβλητα τσακίζονταν στους γκρεμούς. Οι άνθρωποι όμως, σοφότεροι, περιορίζονταν σε σπαραχτικές κραυγές για το φόβο των λύκων, αφήνοντας έτσι να μετρήσουν αυτές τις απώλειες μετά την αποχώρηση της ομίχλης. Απώλειες πάνω απ' όλα προσωπικές, αφού εδώ η ζωή ταυτιζόταν με τον ακέργιο αριθμό των ζώων, κι επειδή δεν είχαν να ελπίζουν στη γη...
Το πέτρινο τοπίο, η άγονη γη, η φτώχεια, οι αρρώστιες και το κυνήγι μιας καλύτερης ζωής που οδηγούσε στη ξενιτιά. Το όνειρο όμως έφερνε μόνο χτικιό, σύφιλη και θάνατο.
Και οι Λιστινοί αναζητούσαν την αλήθεια για την κακή τους ζωή, αλλά δεν την έβλεπαν ποτέ γιατί "περνούσαν " δίπλα της .
" Θεόφιλε σε βλέπω να χαζεύεις πολύ τους Μπολσεβίκους. Δε λέω, καλοί άνθρωποι, μα είναι ονειροπαρμένοι. Η αστυνομία λέει πως είναι " αντίχριστοι και αντάρτες". Πάνε λέει να χαλάσουνε το ντοβλέτι, τα πράγματα, την τάξη. Γι' αυτό και τους τσιμπάει. Κοίτα τη δουλειά σου. Δεν είμαστε εμείς γι' αυτά. Νοικοκυραίοι ανθρώποι. Άσε που τώρα μας βρήκε το κακό. Τόσοι πρόσφυγες. Πείνα θα πέσει και πώς να βολευτούνε. Άμα έχεις μυαλό θα καταλάβεις. Και μην ξεχνάς, όλο και κάποιος της αστυνομίας θα βρίσκεται στο μαγαζί".
Ο Θεόφιλος κατάλαβε. Και κατάλαβε καλά. Κι εκείνα του φαίνονταν παράξενα κι αλλιώτικα, και το δίκιο αυτών που τα' λεγαν και του αφεντικού του τα λόγια. Μα σαν τι μπορούσε αυτός να κάνει; Άλλα τον βασάνιζαν. Κόσμο είχε πίσω του. Κι άλλος ο σκοπός του. Και ξαναγύριζε στη λάντζα και στους άλλους. Στους απόμαχους και τους νοικοκυραίους. Εκεί, άκουγε σοφά κι ακίνδυνα πράγματα. Κι έπαιρνε και κάτι...
Οι άνθρωποι μπροστά στο ριζικό τους, " μοιραίοι και άβουλοι αντάμα", " άνθρωποι ευτυχισμένοι μέσα στη δυστυχία τους" και πίσω απ' αυτούς οι εποχές , τα ιστορικά γεγονότα από την Οθωμανική περίοδο μέχρι και τη μετεμφυλιακή Ελλάδα , να αφήνουν σκληρές χαρακιές στις ζωές του. Έρμαια των καιρών και των επιτήδειων που εμπορεύονταν την αφέλειά τους και τη λαχτάρα τους να ζήσουν καλύτερα. Όμως η πίστη στις δεισιδαιμονίες υπήρξε ισχυρότερη από την αλήθεια. Έτσι η ζωή τους βάλτωνε μέρα με τη μέρα και οι ονειροφαντασίες, τα δαιμονικά, οι μαγγανείες απομάκρυναν κάθε προσπάθεια να δουν λίγο φως.
Πάει καιρός από τότε που στο Πέτροβο άρχισαν να πιστεύουν πως η φαμίλια των Λιστινών προγράφτηκε από μια ανελέητη μοίρα που, αργά ή γρήγορα, θα την έριχνε στα τάρταρα.
Κι η μοίρα αυτή, κατά την άποψη των γυναικών της φαμίλιας, ήταν κάποιος κακός και πανούργος άνθρωπος, για να μην πουν ο διάβολος, που σε χρόνο που δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν και με τρόπο καταχθόνιο κι ασύλληπτο για την ανθρώπινη φαντασία, τους έσκαψε το λάκκο με μάγια κρυμμένα στο άδειο καύκαλο μιας ψόφιας χελώνας...
Οι γυναίκες της οικογένειας , νύφες , ζουν με τις αρχές και τις αξίες της πατριαρχικής οικογένειας , αλλά συγχρόνως έχουν το δικό τους κυρίαρχο και καθοριστικό στις εξελίξεις ρόλο κυρίως γιατί μένουν εκεί καθηλωμένες και δεμένες , εκτός από εκείνες τις λίγες που κατόρθωσαν να κόψουν τα δεσμά και να ξεφύγουν για πάντα.
Ο μύθος της δυνατής Φαμίλιας χαλύβδωνε περισσότερο τις γυναίκες σαν υπεύθυνες να φέρουν το βάρος της διατήρησής της , έτσι που, όχι μόνο έπρεπε να αντιστέκονται στις γενικές δυσκολίες της, αλλά και να ξεπερνούν αγόγγυστα ατομικές λιποψυχίες και περιπέτειες, όταν αυτές μπορούσαν να γίνουν αιτία, ώστε να πληγεί η υπόστασή της...
Μυθιστόρημα σκοτεινό όπου οι ήρωες αφανίζονται μπερδεμένοι μέσα στους ιστούς ενός μύθου που οι ίδιοι διατηρούσαν σε ένα τόπο όπου ο θάνατος ήταν η μόνη φυσιολογική εξέλιξη και γι' αυτό τα μέλη της φαμίλιας των Λιστινών τον αντιμετώπιζαν στωικά. Μια ιστορία στην οποία αποτυπώνονται με ρεαλισμό , πολλές φορές και μαγικό ρεαλισμό, η σκληρή ζωή και οι άγονοι αγώνες των ανθρώπων με τη φύση, τους ανθρώπους, την απομόνωση, την κοινωνία.
Γύρισαν τα χρόνια και τα πράγματα άλλαξαν. Τα κόκαλα σκεπάστηκαν και το ποτάμι ξαστέρωσε. Τώρα στο Πέτροβο μπαινοβγαίνει κόσμος κι από άλλα μέρη. Το χωριό γέμισε με σπίτια, αλλιώτικα σπίτια, χωρίς "γρεντές" κι ήρθανε και τα πρώτα αυτοκίνητα. Τα παιδιά λιγόστεψαν και τα περισσότερα έρχονται από μακριά μ' ένα μικρό " τρανζίστορ" στο χέρι. Φοράνε "τζιν" και αντί για νερό απ' το ποτάμι ζητάνε να πιούν κόκα κόλα...
Όμως σήμερα δεν είναι όπως όλες τις άλλες μέρες μέρες επειδή το Πέτροβο έχει γιορτή. Θα γίνουν λέει τα "αποκαλυπτήρια" του μνημείου, των "υπέρ πατρίδος πεσόντων" που στήθηκε επίτηδες στη μέση της πλατείας με δαπάνες του Σωματείου των "απανταχού Πετροβιτών". Θα τ' αποκαλύψει η πρόεδρος του Σωματείου. Ήρθανε πολλά αυτοκίνητα απ' την Αθήνα κι απ' αλλού και μαζεύτηκε κόσμος. Ο δάσκαλος του χωριού, που δεν ήταν πια ο Αγάθων, παρέταξε τα παιδιά όπως συνηθίζεται σ' αυτές τις περιπτώσεις. Μισά από' δω και μισά από' κει. Από αριστερά του Ηρώου στεκόταν μια στρατιωτική μπάντα από πέντε έξι μουσικούς, που ήρθαν απ' τα Γιάννενα. Έγινε αγιασμός απ' τον παπά κι εκφωνήθηκαν πατριωτικοί λόγοι για τους πεσόντες. Μετά, λίγο, λίγο το πλήθος άρχισε να σκορπάει, όταν σε μια στιγμή ο Προκόπης πλησίασε την Πρόεδρο που κατέθεσε το στεφάνι για λογαριασμό των ξενιτεμένων Πετροβιτών.
" Είμαστε πολύ χαρούμενοι που αποκαλύψατε το μνημείο. Είναι ωραίο, όπως κι εσείς", της είπε διστακτικά.
Εκείνη τον κοίταξε δύσπιστα, ενώ αυτός συνέχισε:
" Άννα, θα θυμάστε βέβαια πώς ήταν κάποτε το Πέτροβο. Γεμάτο αγκορτσιές".
" Αγκορτσιές; Τι είναι αλήθεια αυτές οι αγκορτιές;" απόρησε η Άννα.
" Μα, άγριες αχλαδιές. Τις ξεχάσατε;" ρώτησε ο Πρόεδρος με απορία και χαμογέλασε αμήχανα.
Σώπασαν για λίγο κι οι δυο και καθώς η Άννα έδειξε να βιάζεται, αποχαιρετήθηκαν. Το αυτοκίνητο της τινάχτηκε μπροστά με δύναμη κι ο τόπος γέμισε απ' τη σκόνη που άφησε πίσω του.
Έπειτα ο Πρόεδρος ξαναγύρισε στο χώρο του μνημείου και ανακατώθηκε με όσους απόμειναν, όταν ξαφνικά πήρε το μάτι τον Κοτσιφάκο που στεκόταν σε μια γωνιά μονάχος, κρατώντας απ' το καπίστρι ένα μισοπεθαμένο γαϊδούρι φορτωμένο με τενεκέδες, παλιά κουτιά και λουριά.
" Σαν τα χιόνια, κουμπάρε Κοτσιφάκο. Δε λες τίποτε;" τον προκάλεσε ο Προκόπης.
Ο Κοτσιφάκος τον κοίταξε με περιφρόνηση, ενώ τα μάτια του έσταζαν αίμα. Φανερά αδυνατισμένος, του' μοιαζε του Προκόπη περισσότερο με τα κίτρινα φύλλα του βιβλίου ληξιαρχικών πράξεων παρά με το γύφτο που ήξερε.
" Γέρασες, και μου φαίνεσαι σαν ψόφιο άλογο που όπου να' ναι ετοιμάζεται να πέσει καταγής", τον προκάλεσε σχεδόν.
" Χμ, έτσι λες, Προκόπη; Και το Νότη μωρέ, το Νότη Λιστινό, γιατί δεν τον γράφετε στο μάρμαρο; Αυτός μωρέ δε σκοτώθηκε στον πόλεμο; Μονάχα ο Αλέξης σκοτώθηκε;" τον ξάφνιασε ο γύφτος, που του βγήκε μπροστά με ζωντάνια.
" Σσσσσ, σκάσε σκατόγυφτε. Εσύ δεν ξέρεις". Και σκύβοντας, δήθεν, μην ακουστεί του' πε ψιθυριστά στ' αυτί.
" Υπάρχουν υποψίες. Λένε πως ήταν με τους "άλλους". Τους κόκκινους!"
" Και πώς μωρέ, το ξέρετε; Επειδή τάχα το είπαν; Και τι ψυχή θα παραδώσετε στο θεό μωρέ; Εντάξει, δεν λέω. Κι αγράμματος κι αλογοσούρτης και κλέφτης είμαι. Απ' ανάγκη ή από χούι. Μα ρουφιάνος και προδότης δεν έφτασα να γίνω".
" Και τι έχεις να χάσεις εσύ Κοτσιφάκο; Την πατρίδα, τη θρησκεία ή την οικογένεια; Όπου γης και πατρίς είσαι", τον μάλωσε ο Προκόπης.
" Σε ποιον μωρέ τα λες αυτά, Προκόπη; Και τις κότες. Τις κότες ποιος τις έκλεβε μωρέ; Μιλάς τώρα που πιάστηκες. Αλλά δε φταις εσύ", του είπε ο Κοτσιφάκος κι ένιωσε σαν κάποιος που θα' θελε να του πάρει το κεφάλι ή τουλάχιστον να τον φτύσει, αλλά που δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά.
Ύστερα, όταν πια ο τόπος άδειασε κι έμεινε μόνος, τράβηξε κατά το κοντινό νεκροταφείο. Έδεσε το ζώο του με το καπίστρι απ' τα κάγκελα, προχώρησε μέσα άναψε τα καντήλια των Λιστινών και στη συνέχεια κατέβασε ολόκληρο το παγούρι με το τσίπουρο. Έμεινε για λίγο με σκυμμένο το κεφάλι και κάνοντας μια κίνηση που έδειχνε πως κάτι ξέχασε, ξαναβρέθηκε στο ζώο. Έβγαλε τότε από ένα σακούλι το κλαρίνο του και μετά γύρισε κάθισε πάνω στους τάφους των Λιστινών. Άρχισε να φυσάει ένα σκοπό λυπητερό και μετά να τραγουδάει ένα μοιρολόι.
Την τραβούσε ή τη γλύκαινε εκείνη τη φωνή και τη χαμήλωνε ανάλογα με τα λόγια, ίσαμε τη στιγμή που φύσηξε και πάλι ένας αέρας δυνατός καθώς το στεφάνι του ήλιου ματώθηκε. Και κείνος ο αέρας άρπαξε τη φωνή του και βραχνή και κουρασμένη όπως ήταν, την ακούμπησε στα ερειπωμένα σπίτια των Λιστινών. Αυτών που, όπως έλεγαν, κατακυρίευσαν , κάποτε, της γης, αλλά που στο τέλος πείνασαν και δίψασαν. Μέχρι που δεν έμεινε τίποτα απ' αυτούς. Ούτε καν η μνήμη τους. Κι αυτό επειδή δεν έμαθαν να σχεδιάζουν το κακό. Ακούμπησαν στο ιστό του μύθου που οι ίδιοι έπλεξαν και καθώς αυτός ήταν ισχνός τους βούλιαξε στο βάλτο που λεγόταν Πέτροβο.
Ο Φάνης Μούλιος γεννήθηκε το 1938 στη Λίστα Θεσπρωτίας και πέθανε στις 30 Σεπτεμβρίου 2020.
O Φάνης Μούλιος είχε γεννηθεί στη Λίστα Θεσπρωτίας και μεγάλωσε στη Νίκαια. Εργάστηκε ως δικηγόρος και στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 1953, στο περιοδικό «Πειραϊκή Ερευνα».
Δέθηκε με τον Πειραιά και την κοινωνία του, τον λαϊκό χαρακτήρα του και τη μυθολογία του, την οποία αποθέωσε και στο πεζογραφικό έργο του και στα ποιήματά του.
Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (ΕΕΛ) και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά. Εγραψε κυρίως διηγήματα και μυθιστόρημα, αλλά και ποιήματα.
Tο πρώτο μυθιστόρημά του, «Η φαμίλια των Λιστινών», κυκλοφόρησε το 1989, και έπειτα από δύο αναθεωρήσεις στην οριστική του μορφή κυκλοφόρησε το 2010. Άλλα πεζογραφικά έργα του: «Υγρασία στη ζάχαρη» (1990),
«Ο κυματοθραύστης» (1991), «Ο Ορφέας δεν μένει πια εδώ» (1998). Τιμήθηκε ακόμα με το βραβείο της ΕΕΛ
(«Οι Ευδαίμονες», το 1982) και με το Α' βραβείο μυθιστορήματος του Δήμου Αθηναίων για το μυθιστόρημα «Η φαμίλια των Λιστινών».
Άλλη μια εξαιρετική ανάρτηση! Άλλο ένα διαμαντάκι που μας προσφέρετε! Αν και δεν εχω σχέση με την Ήπειρο με γοητεύει ο τόπος και οι ιστορίες του. Θα το διαβάσω λοιπόν κι αν μπορέσω θα γράψω κει δύο λόγια στο ιστιγιο! Ευχαριστούμε και πάλι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι εγώ ευχαριστώ για τα πάντα καλά λόγια σας.
ΑπάντησηΔιαγραφή