Τετάρτη 19 Μαΐου 2021

Η ψυχή του καθρέφτη

 Η  μεγάλη μου αγάπη  για τους Ηπειρώτες και Ηπειρώτισσες συγγραφείς και δημιουργούς με οδήγησε και στη Σταυρούλα Δημητρίου από τους Φιλιάτες Θεσπρωτίας. Δύο βιβλία της διάβασα πριν από χρόνια και με καταγοήτευσαν η ποιητικότητα της γραφής της , η ατμόσφαιρα και ο τρόπος με τον οποίο κατάφερνε να αποδώσει  το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ανέπτυσσε την ιστορία της. " Η χώρα του κασσίτερου " το ένα και " Η ψυχή του καθρέφτη" το άλλο.
Σήμερα έμαθα ότι έφυγε από τη ζωή σε ηλικία  67 χρονών. 
Στη μνήμη της ένα μικρό απόσπασμα από το μυθιστόρημά της " Η ψυχή του καθρέφτη":

Κωνσταντίνος Βολανάκης, Ιστιοφόρο σε τρικυμία

'Ητανε το διπλό κόλπο που του' παιζε ο άνεμος. Ολοένα να το χτυπάει, μια στην μπάντα, μια στη μάσκα, με το γάντι να τ' αρπάζει απ' την πλάτη, να το σηκώνει όρθιο. Κι ύστερα να το αφήνει. Εκείνο να παραδέρνει, να στέκει για μια στιγμή ψηλά, μαρμαρωμένο, μήπως και ισορροπήσει. Και με μιάς, μ' ένα άλμα αυτοκτονικό, να βουτάει και να χάνεται. Μοναχά το αντενοκάταρτο ξεχώριζε. Σε λίγο ξαναφανερωνόταν. Ανάστροφα με το ωραίο πανί, να γυρίζει στο πλευρό σε στάση κοίμισης, ώσπου να πάρει την αρχική του θέση.
Ήτανε που φυσούσε από τους Φαίακες ( συμβαίνει τη νύχτα σε τούτα τα νερά). Η θάλασσα να φουσκώνει μ' ένα ρυθμό σαν να φούσκωνε το στέρνο της γης με την ανάσα της. Κι από την άλλη, οι αλληλουχίες της διάθεσης του φεγγαριού. Που περνούσε από το κόκκινο στο ιωδί κι έπειτα στο λίγο μπλε, με φόντο κρύο ασημί, που το φώτιζε ως τα ύφαλά του, κι εκείνο γινότανε άλλο, αλλιώτικο. Κι η θάλασσα πράα και λευκή, σαν τη Νεκρή...
Στην πρώρα υψώσανε το μεγάλο φανό. Οι βαρδιάνοι της ντογάνας ζητούσανε το όνομά του. Από τη γέφυρα τους δίνανε σινιάλο πως, αν χρειαστεί, θα πετάξουν φορτίο στη θάλασσα - ή κάτι τέτοιο.
Σάστιζαν οι Φιλατινοί, όρθιοι στο αρχαίο μουράγιο. Όχι, δεν ήτανε ο Ηρακλής που περνούσε με τη Μελίτη. Ούτε ο Ιάσονας ποντοπορούσε για το Βουθρωτό. Πάνε αιώνες που οι μύθοι τελειώσαν - η σειρά τους τώρα να φτιάξουνε καινούριους. Ούτε το πλοίο του Αιγύπτιου Ταμώς, φορτωμένο χρυσάφι για Ιταλία. Ούτε κάποιο μπρίκι απ' το Λιβόρνο, από αυτά που κουβαλούσαν μάρμαρα " εν ονόματι του Βασιλείου της Ιγγλετέρας". Ούτε Μπαρμπαρίνοι με την καραβοσαΐτα τους. Ούτε η λάμια του πελάγου.
" Φράγκικο..."
" Εγγλέζικο..."
" Από πού το ξεχώρισες;"
" Δεν το τριγυρνάν θαλασσοπούλια. Οι Εγγλέζοι δεν πετάνε ποτέ τίποτα..."
Κοιτούσαν φοβισμένοι. Δεν ήτανε η θάλασσα. Τη λάτρευαν τη θάλασσα, χωρίς ποτέ να την αγγίζουν. Είχαν κατέβει ίσα να βρέξουνε τα πόδια.
Οι ενάλιοι επισκέπτες ήταν. Πάει καιρός που' χανε σταματήσει τις θαλασσοπορίες. Το πράτιγο κλειστό με φιρμάνι για ό,τι έφτανε από πόρτο τουρκικό. Πού και πού κάτι ανώφελα καράβια που περνούσανε από μακριά. Και το καράβι της λινέας για τους Κορφούς.
" Φεύγει..."
" Φεύγειειει..."
Το πλοίο πλέον στ' ανοιχτά. Για να σταματήσει σε λίγο τόσο κοντά τόσο μακριά ίσα να τους βλέπουν πάνω στη γέφυρα που ανάβανε τσιμπούκια και κάνανε στουπί. Ακούγονταν φωνές. Δεν ξεχώριζαν αν ήταν οιμωγές ή γλέντι.
Σε μια παύση, ο αρχιβαρδιάνος με το χάλκινο κέρας τούς ειδοποίησε:
" Όσοι καπεταναίοι και ναύτες και πραματευτάδες είστε στο καράβι, εις διορία ώρες μία, μη και δεν κάνετε κλίση στον τόπο μας και στους αφέντες μας και δε βγάλετε την παντιέρα μας...Μετά τη μία ώρα θα μετριέστε ραγιάδες και πληρώνετε και χαράτζι..."
Απόκριση καμιά.

Φάτσα στον καλαμιώνα, η ντογάνα. Και πιο πέρα, τα υπνωτήρια της καραντίνας - ένα χάρβαλο από πέτρες κι άλλα δύο στη σειρά, σκεπασμένα με βρύα και κλαριά. Σαν κολλημένα στη γη, ανάμεσα  στα νούφαρα, έφταναν χαμηλά στις σημαδούρες για τα νερά της παλίρροιας - η άμπωτη έπλεκε φύκια, ψάρια, γάντζους και πουλιά.
Μπροστά απ' τα υπνωτήρια, ένα σκυλί. Γέρικο, με βαριά βυζιά και ρώγες κρεμασμένες, πηδούσε με κόπο έξω από ένα βαρέλι. Κούτσα κούτσα έφτασε στον κουβά με το νερό του και ήπιε. Κι ύστερα κοίταξε εκεί όπου κοιτούσαν όλοι.
Ψηλαφούσαν μες στη θαλασσινή ομίχλη. Καθώς θάμπωνε ο ορίζοντας απ' το πηχτό φως του φεγγαριού, δεν καλοξεχώριζαν.
" Πεφτάστρι!"
" Ψοφίμι απ' τ' αμπάρια!"
Έβλεπαν εκείνους πάνω στη γέφυρα που τραβούσαν όποιους γατζώνονταν στην κουπαστή και, πιάνοντας τους απ' τη μέση διπλωμένους, τους πετούσαν έναν έναν στη θάλασσα. Κι ύστερα ο τρομακτικός πλαταγισμός, που επαναλαμβανόταν κάθε μισή, κάθε μία ώρα. Κι έπειτα ησυχία.

Αύριο ήταν που το κύμα έφερε τους πνιγμένους. Τους ξέβρασε στη σκάλα. Ντυμένους με μια μαύρη γλίτσα. Γυάλιζαν στους αστραγάλους οι κρίκοι. Κάθε λίγο ερχόταν ο ακταιωρός και μ' ένα μακρύ ξύλο τους αναποδογύριζε και τους έσπρωχνε στο βυθό.
Ο Νείλος θρηνούσε εκείνα τα ψάρια με τα χρυσά σιρίτια. Και ξανάκανε πανί, για να πνίξει στ' ανοιχτά τις μολυσμένες σάλπες.

Μια αναιμική κόκκινη παντιέρα, υψωμένη στην αντένα, εφρίκιαζε πάνω απ' τη γέφυρα. Ένα τρέμολο από κάποιο όργανο. Μια καμπάνα ήταν, συναγερμική, που χτύπησε, ήχησε, αντήχησε. Και τότε, αυτοί που πετούσαν τους άλλους μαζεύτηκαν ξανά πάνω στη γέφυρα. Και σαν εξ εφόδου άρχισαν να πελεκάνε με τσεκούρια  τα κατάρτια από τη ρίζα, να ξεσκίζουν το μεγάλο πανί. Ώσπου άρμενα, στραλιέρες και μαδέρια, όλα πεταμένα στο νερό.
Έριξαν τη βάρκα και πήδησαν όλοι μέσα. Κωπηλάτησαν γοργά εν τάξει. Η βάρκα πόδισε προς τη μεριά που τα νερά ήταν βαθιά, στην ξύλινη σκάλα. Πήδησαν έξω πρώτοι αυτοί που στέκονταν όρθιοι, ξεφορτώνοντας κάτι ξύλινες κασέλες. Σαν ξωτικά της θάλασσας. Ή φονιάδες. Αγριωποί, με μαλλιά και μουστάκια κατράμι, κολλημένα στο μούτρο τους, ντυμένοι οι δύο φράγκικα, ο άλλος με σαλβάρι και γιλέκο.

Η εξαγορά της πληγής...
Ορκίζονταν στον ίδιο τους τον τάφο: καμιά πληγή πουθενά. Και σήκωναν τα μανίκια κι έδειχναν τα χέρια τους, και ξέλυναν τα σαλβάρια κι έδειχναν τα πόδια τους.
" Το ξέρουμε...Το πιστεύουμε..."
Μιλούσαν μ' έναν τρόπο μουγκού.
Κάτι χαρτιά πασπάτεψαν οι βαρδιάνοι και τους έκαναν τεμενά. Γέμισε ο τόπος Μαρίες Θηρεσίες και άσπρα και φιορίνια της Ολλάνδας. Οι βαρδιάνοι τα πλύναν ένα ένα σχολαστικά με νερό της θάλασσας, τα μέτρησαν κι ύστερα τα μοιράστηκαν.
Οι πραματευτάδες φόρτωσαν τα κοντραμπάντα, άλλα στην πλάτη, άλλα σε καρούλια, και πήραν τρέχοντας το μονοπάτι προς το Φιλάτ.
Οι άλλοι κατέβασαν από τη βάρκα το δέμας με δέος, αργά. Φασκιωμένο κι αλειμμένο με πίσσα, και στην πίσσα επικολλημένα τα διάσημα, πάνω σε δυο βερνικωμένες σανίδες σε σχήμα Τ, παραλίγο σταυρός.
Το σκυλί της ντογάνας οσμιζόταν τον αέρα. Ξεθάρρεψε, έκανε να ορμήσει απάνω τους. Μεσοδρομίς, οσμίστηκε τη μυρωδιά του πεθαμένου και η ράχη του ανατρίχιασε. Γύρισε αγριεμένο και με τα πόδια του έξυσε γοργά την άμμο.
Έφτιαξαν μεμιάς την πομπή. Μπροστά, ένας ντυμένος κούκλα, με θυσανωτά μαλλιά και καπέλο με φτερά. Κρατούσε μεσίστιο, για σημαία, ένα απόπλυμα καταρτιού, δεμένο σ' ένα ξύλο. Πίσω του άλλος, ντυμένος τα ίδια, κρατώντας τη λόγχη λοξά παρά πόδας. Και άγημα, μ' ένα ταμπούρλο και μια σάλπιγγα, που άρχισαν να συμψάλλουν ένα σκοπό περίπου εξόδιο, περίπου νεκρικό. Τρεις, που σήκωναν τον νεκρό, πάσχιζαν πάνω στην άμμο να συντονίσουν το βηματισμό.
Οι Φιλατινοί παρατάχθηκαν σιωπηλά. Κάποιοι έβγαζαν το φέσι τους, " Ο Αλλάχ να τον συγχωρέσει...", κάποιοι σταυροκοπιόνταν, " Ο Θεός την ανάπαυσή του...". Ένα σμάρι πουλιά από πάνω, κάνοντας κύκλους, περιεργάζονταν αυτό που από κάτω τους γινόταν. Και, σαν έκριναν ό,τι είδαν, μ' ένα γοργό φτερούγισμα πέταξαν μακριά.
Το παράξενο σκηνικό συνοψιζότανε σε μια λέξη: ματαιότης. Ο καπετάνιος του πλοίου, ένας ιππότης του Αγίου Λουδοβίκου, σε λίγο θα χανότανε μέσα στη σκόνη και στα φτυαρίσματα από ασβέστη. Καταφλεγόμενος σε μια χωρίς καπνό καύση, μέσα σ' έναν ασβεστωμένο λάκκο.
Μετά την ταφή, οι βαρδιάνοι έβαλαν τους ναύτες να γυμνωθούν μπροστά τους. Όρθιοι, με τα πόδια ανοιχτά, έδειχνε ο καθένας τον τόπο του πάθους. Τους έντυσαν με φορέματα και τσαρούχια και τους έκλεισαν στα υπνωτήρια. Τα ρούχα τους τα' βρασαν στον ασβέστη.
Προς το βράδυ, οι ναύτες έκλαψαν.

Είχε ξανανυχτώσει. Μεσάνυχτα για τα τούρκικα ρολόγια. Χτυπούσαν το δεύτερο τέταρτο της δωδέκατης νυκτερινής. Μια σιγή βυθού παντού. Ούτε παφλασμός, ούτε κρωξιά. Κάτι νερόκοτες, σέρνοντας πίσω τα μικρά τους σαν περασμένα σε κλωστή, τσιμπολογούσαν τους πνιγμένους.
Το πλοίο βούλιαζε μαζί με το φορτίο του. Λινάρι για τη Φλάνδρα. Απ' το εγγλέζικο μπρίκι τώρα φαινόταν μοναχά το ρουθούνι του χρυσού λιονταριού στην πλώρη. Οι Φιλατινοί το κοιτούσαν μέχρι που πνίγηκε ολόκληρη η κεφαλή του λιονταριού. Κουβαλούσε δηλητήριο, είπαν.
Ο αστρολάτης, ένας γέρος, ο γεροντότερος - με τον καινούριο χρόνο θα γινόταν ενενήντα εννιά -. κοιτούσε με λαγνεία τον ουρανό. Σαν κάτι με το βλέμμα του να έψαχνε μέσα στο σάλο των άστρων. Ο ουρανός πήχτρα στ' άστρι.
" Τι βασίλεια εκεί πάνω!..."
Σήκωσε το αριστερό του χέρι και, καθώς έπεσε το φαρδύ μανίκι του, φάνηκε το χέρι μοναχά με τον καρπό. Σαν χοντρό κερί. Κι έδειξε με το κομμένο χέρι εκείνη την κορδέλα ομίχλης, το γαλαξία. Γεμάτο ψυχές, κέρατα και οπλές.
Κείθε κατά την Άρκτο και λιγάκι παραπέρα, το δυσοίωνο άστρο. Σαν αγρίμι με κοκκινότριχη δορά και με νουρά, και γύρω του δυο ούγιες νταντέλα.
" Όχι...όχι...Στην τρίτη σάλπιγγα, το κακό έρχεται από το νερό".
Το ρούχο της Παναγίας του Ραγιού! Το αγρίμι, ανασκελωμένο, να πέφτει απ' τον ουρανό στον ουρανό και να δρασκελάει το ρούχο της Παναγίας, και παραδίπλα το φεγγάρι, παλιό, στο λίγος του, να χαμουρεύεται μέσα σ' ένα σύννεφο γεμάτο σκόνη, και ρευστά, και πληγιάσματα, και παλιόνερα, βροχή να πέφτουν όλα μαζί πάνω στη γη. Και η γη, φλομωμένη, να τα τινάζει απ' την καμπούρα της, εξηγούσε ο αστρολάτης.
" Όλα θ' αληθέψουν".
" Σαν να πούμε Δευτέρα Κρίση..."
" Και πού θα μαζευτεί, πού θα χωρέσει στον κάμπο τούτον όλος ο κόσμος;"
" Την ημέρα εκείνη θα τραβηχτούνε τα βουνά αναμεταξύ τους κι ο κάμπος θα γίνει μια μεγάλη απλωταριά..." εξήγησε ο αστρολάτης και με το καλό του χέρι, μετρώντας τα ύψη, έδειξε: " Να μαστε εμείς από κάτω...Αλλά για την ώρα είμαστε καλά..."
Ένας φόβος τούς κυρίευσε στο πετρωμένο τούτο τοπίο με τα ρείκια. Και βουερό, που ένας δυνατός άνεμος άρχισε να το σαρώνει, άνεμος της Αποκάλυψης...

Επέστρεφαν στο Φιλάτ. Σκυφτοί, με τα χέρια δεμένα πίσω στη μέση. Και με τρεμάμενα τα μέλη τους βάδιζαν να βγουν το ταχύτερο από το φοβερό τούτο μέρος, που από πάνω του βρισκόταν το δυσοίωνο άστρο.
Ρωτούσανε τον αστρολάτη πόσο κρατάει εκείνο που τους είπε πριν από λίγο - " για την ώρα είμαστε καλά". Μήνες; Αιώνες; Λίγες ώρες; Κι εκείνος τους εξηγούσε για τη μεγάλη ώρα και τη μικρή ώρα.
" Και πόσο μακριά είναι η μικρή ώρα από τη μεγάλη ώρα;"
" Τριάντα χιλιάδες χρόνια...Κι εσύ, Σαλτίκ, να μου το θυμηθείς, θα πεθάνεις χριστιανός".
" Δηλαδή δε θα πεθάνω ποτέ, θα ζήσω αιώνια!..."
Περπατούσαν το μέγα μονοπάτι για το Φιλάτ. Είχε ξημερώσει. Ο κάμπος του Ντίνο μπέη να μαρμαίρει σαν πλάκα χρυσού από τα καλαμπόκια. Ο κόσμος δούλευε, μαζί και τα παιδιά με τα φεσάκια τους, που άσπριζαν. Δεν ακουγόταν παρά ο κρότος που κοπανούσαν για να πέσουνε οι κούκλες.
Εδώ και ώρα, καθώς βάδιζαν, είχαν αρχίσει να εξετάζουν πάνω στη σάρκα του χώματος οπλές αλόγων σαν σφραγίδες. Και χνάρια από κάτι χιαστές πατημασιές.
" Σαν κάποιοι παράφρονες να πέρασαν από δω..."
Μια πατημασιά έδειχνε έναν ξυπόλυτο με κομμένο το μεγάλο του δάχτυλο.
" Του Ιούρα του Ιουράμπεη!..."
Έφτασαν στη διάβαση της Κώτσκας. Σταμάτησαν άφωνοι. Το σκυλί της ντογάνας κουλουριασμένο κάτω, με τα μάτια μισόκλειστα, σαν μισοπεθαμένο. Μπροστά του έχασκαν ανοιχτές οι κασέλες των πραματευτάδων. Καταγής φοδράδια και νταντέλες και γκαβαλίνες από άλογα, όλα κυλισμένα στο αίμα. Το σκυλί τούς κοίταξε για κάμποσες στιγμές. Τα φρύδια του ανασηκώθηκαν λίγο λίγο, σούρωσαν, έσμιξαν, σκοτείνιασε ολόκληρο. Κι έβαλε τα κλάματα...το είδαν...το κάτω σαγόνι του έτρεμε...
Παραδώθε, όποια φρίκη κι αν τους φύλαγε η ζωή να δουν, άλλη απ' αυτή δεν είδαν. Ένας ξέρακας έγερνε τραγικά τους κλώνους του. Τρία γυμνά κορμιά μετεωρίζονταν. Κι όχι που τρεις άνθρωποι ήτανε κρεμασμένοι. Ήταν και αποκεφαλισμένοι. Κι όχι που ήταν αποκεφαλισμένοι. Των δυονών το κεφάλι ήτανε καρφιτσωμένο ανάμεσα στα σκέλια τους. Και του άλλου κάτω απ' τη μασχάλη. Οι δυο πραματευτάδες ήτανε χριστιανοί, ο τρίτος μουσουλμάνος.

Ταύτα, τοιαύτα και τηλικαύτα. Το σωτήριον έτος 1814. Έτος Εγίρας 1229. Μια μέρα από την ιστορία του κόσμου είχε κιόλας τελειώσει...Στο Φιλάτ...


Σταυρούλα Δημητρίου, Η ψυχή του καθρέφτη, Α.Α.Λιβάνη, Αθήνα 2009

" Η συγγραφέας ακολουθεί τη δική της αιρετική νόρμα γραφής και αρνείται να κατατάξει το βιβλίο. Ωστόσο, αυτό μπορεί να διαβαστεί πολλαπλώς. Ως γοτθικό μυθιστόρημα ή και ως χρονικό αφήγημα με ποιητική αδρότητα, που καταγράφει τη "φρενοβλάβεια" μιας κοινωνίας υποταγμένης σε προλήψεις και δεισιδαιμονίες, που έρχεται αντιμέτωπη με μια από τις μεγαλύτερες μάστιγες της ανθρωπότητας, την πανούκλα.
Σε ένα άλλο όμως, βαθύτερο, επίπεδο ανάγνωσης, το βιβλίο μαρτυρεί την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου μπροστά στο τρίπτυχο έρωτας - θάνατος - Θεός" ( από το οπισθόφυλλο)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου