Σα να ήτανε προκαθορισμένο πως κάποτε, σε χρόνια μελλούμενα, θα έχει γίνει ο Ρίτσος ένας μεγάλος μας ποιητής και θα χρειαστεί να τον σκιαγραφήσουμε, κάποιος, που μεριμνά όλα να γίνουνται με πληρότητα και τάξη, μου τον έβαζε, τον Ρίτσο, κατά ποικίλα χρονικά διαστήματα, σταδιακά, μπροστά μου, για να πλουτίζει τη γνώση μου για τον άνθρωπο με άμεσες εντυπώσεις.
Ο γύρω κόσμος άλλαζε μορφές, καταστάσεις, προσανατολισμούς. Από ειρηνικός γινόταν εμπόλεμος. Από γαλήνιος, θυελλώδης. Από ψυχικά αδελφωμένος και κατανοήσιμος, εμπαθής, φανατισμένος, εχθρικός.
Ο Ρίτσος, μέσα σ' αυτά τα αναποδογυρίσματα, που παράσερναν στη δίνη τους κόσμους, φυσικούς και ανθρώπινους, έμοιαζε σαν έξω από τη θεομηνία. Έμοιαζε με τη Ντία μας. Το κρητικό πέλαγος φουρτουνιάζει. Γεμίζει "προβατάκια". Οι αφροί δέρνουνε τα μπεντένια να τα ξεθεμελιώσουν. Η γη συγκλονίζεται από τους σεισμούς, η Ντία, όπως πίσω από τον κατακάθαρο ουρανό, ίδια κι όταν αχνοφαίνεται μέσα στην ομίχλη, ή όταν άγρια η νεροποντή πάει να πνίξει τη γη, η Ντία αμέτοχη στον πανζουρλισμό των στοιχείων αγωνίζεται να μας είναι ορατή για να μας μεταδίδει τη γαλήνη της. Πολύ της έμοιαζε ο Ρίτσος· έξω κι αυτός από τις θεομηνίες. Τα Μακρονήσια και οι Γιούρες ήταν μόνο τα σχολεία που φοίτησε.
Νεαρός, παιδί εικοσάχρονο, ασυμπαράστατο κι από την ίδια την ευπρόσβλητη ιδιοσυγκρασία του, στο ημιυπόγειο του Γκοβόστη, κοντά σε εκδότη δυσμεταχείριστο, με φρουρό του στην πόρτα των εγκάτων του την αξιοπρέπεια και την ποίηση, περνούσε τις ημέρες του σκυμμένος στα δοκίμια σαν αιωρούμενος πάνω από τις μικρότητες της ζωής. Δεν τον άγγιζαν.
Δεν τον άγγιξε η μεταξική βαρβαρότητα. Το πρωί ο Δημοσθένης Ζήλος, γαμπρός του Αυγέρη από την αδερφή του, δικαστής, είχε έρθει τότε στο σπίτι τους, της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ, και είχε διηγηθεί την εξαφάνιση ενός από τους δώδεκα συλληφθέντες της Μυτιλήνης "...ήρθε το πρωί ", έλεγε ο Ζήλος, " κάπως αλλοιωμένος...με το σακάκι του γεμάτο εμετούς...το απόγευμα δεν προσήλθε. Είπαν άλλοι πως αυτοκτόνησε κι άλλοι πως τον εξόντωσαν...". Το ίδιο απόγευμα ήρθε στη Γαλάτεια, όπου βρισκόμουν κι εγώ από το πρωί, ο Ρίτσος. Μπήκε και προχώρησε αθόρυβα στο μεγάλο δωμάτιο. Με τη συγκρατημένη βάδιση που έχει και τώρα καθώς προχωρεί ή αποχωρεί από την εξέδρα των εκδηλώσεων. Η Γαλάτεια σηκώθηκε και πήγε κοντά του. Αντάλλαξαν λίγες φράσεις ορθοί κι οι δυό με πολύ χαμηλή φωνή. Θα είπαν κάτι σημαντικό. Επικίνδυνο. Οι εκφράσεις τους είχαν τη συγκέντρωση του ταραγμένου νου. Και κείνη η έκδηλη ταραχή με γέμισε σεβασμό για τον Ρίτσο. Ήταν πλαισιωμένη από ένα καλοκαιρινό κοστούμι γκρι και από άσπρα παπούτσια ταλαιπωρημένα - η όλη εικόνα κάθε άλλο από πλούσια και εντυπωσιακή - που περιβάλανε κάτισχνο κορμί, κάτωχρο δέρμα...Το μηδέν σήκωσε το άπαν.
Σ' ένα παραθερισμό στον Πόρο τον έβλεπα καθημερινά. Η ζωή του ήταν σαν προγραμματισμένη. Όλα γίνουνταν με τάξη. Η ανθρωπιά ξεχείλιζε κι από την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια μιας ανέμελης, μόνο για ξεκούραση, θερινής διαβίωσης.
Έτυχε όμως να συγκατοικήσουμε με τον Ρίτσο και σε μέρες φουρτουνιασμένες. Τώρα δεν είχα τις φευγαλέες εντυπώσεις από τυχαίες συναντήσεις. Από αντικρίσματα συμπτώσεων. Τώρα το πρόπλασμα, που δουλευόταν για τον Ρίτσο, το υγρό ακόμη και αδιαμόρφωτο, είχε αποκρυσταλλωθεί οριστικά στο μάρμαρο. Η συνύπαρξη εκείνη σε εποχή που το όνειδος μάς κυβερνούσε, που ο κατατρεγμός των ηρώων και η εξόντωσή τους από τους δοσίλογους ήταν το καθημερινό ψωμί μας, τότε ήτανε χαρά και αγαλλίαση να συνυπάρχεις με το Ρίτσο. Ο ποιητής μας με το μπλοκάκι και το μολύβι κολλημένα στα χέρια του κυκλοφορούσε ολοκληρωτικά δοσμένος στο έργο του. Μέσα στο σπίτι ήταν απόλυτα συναδελφωμένος με τα πεύκα , με τα γιασεμιά, με το Γκούντη, το μοναδικό επιζήσαν του λιμού γατί της περιοχής, και με τις εφησυχάζουσες χορδές του πιάνου. Σα να ζούσε κάτω από στοργικό καθεστώς, που του είχε εξασφαλίσει ανέγνοια ζωή. Στο σπίτι μου κυκλοφορούσαν τότε κι άλλοι ωραίοι άνθρωποι, δοκιμασμένοι αγωνιστές. Στα λόγια τους, στην ταραχή που συνόδευε κάθε χτύπημα της πόρτας, ή κάθε επίσκεψη αγνώστου, έβλεπες να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό τους η υποψία, η αγωνιώδικη περιέργεια. Ο Ρίτσος σήκωνε προς στιγμή τη ματιά του από το μπλοκάκι κι αμέσως έσκυβε ξανά το κεφάλι στο " γίγνεσθαι" της κάθε στιγμής:
ορθοί κ' οι δυό μας
με τη διάφανη ασπίδα του ποιήματος
στεκόμαστε μπροστά στις ξιφολόγχες.
Έτσι είναι. Κανένας δεν μπορεί ν' ανεβεί ψηλά, ούτε στον κοινωνικό ούτε στον καλλιτεχνικό στίβο, αν τη δράση του δεν την κυβερνάει η απόλυτη πίστη. Ο Ρίτσος αντιμετώπιζε με ακλόνητη αυτοπεποίθηση όλες τις πιθανότητες και τις πιο τραγικές. Θα ήτανε αδύνατο στη συνείδησή του να συμφιλιωθεί με την ανομία. Από καιρό, στη ζυγαριά της κρίσης, η πλάστιγγα του ηθικού χρέους είχε βαρύνει οριστικά. Λέω πως και το εκτελεστικό απόσπασμα θα το αντίκριζε με την ίδια στωικότητα. Στις ανθρώπινες κορυφές οι ιδεολογικές τοποθετήσεις μελετούνται και τακτοποιούνται έγκαιρα.
Όταν αποφάσισες να διαπλεύσεις τον ωκεανό με ακάτιο, ήξερες βέβαια πως θα συναντήσεις και " τους λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες [και] τον θυμωμένο Ποσειδώνα...".
Έτσι, τον Ρίτσο τον αντιμετώπιζα και τον αγαπούσα άλλοτε σαν άμαθο παιδί, που η αθωότητα δεν το δίδαξε ακόμη πόσο είναι επικίνδυνο να περπατάς σε ναρκοθετημένα πεδία, κι άλλοτε σαν ήρωα κατασταλαγμένο. Στο προσκήνιο της μνήμης μου, σαν μορφές ηρώων και ηρωισμών, όταν το απαιτήσει το θέμα, ανεβαίνουν οι εικόνες του Ντοστογιέφσκη, του Μπελογιάννη και κατά περίεργο, ανεξιχνίαστο τρόπο, ακολουθεό τρίτη του Ρίτσου.
Του Ντοστογιέφσκη, όταν στο χιονισμένο ρούσικο πρωινό του φοράνε το λευκό σάβανο, όπως συνήθιζαν να κάνουν στους μελλοθάνατους την τελευταία στιγμή, για να γίνεται η σκηνή πιο μακάβρια, κι αυτός τρέμει από το κρύο. Οι άλλοι καταδικασμένοι κλαίνε, αυτός τρέμει και τον προστάζουν ν' ανεβεί στο ικρίωμα, όπου περιμένουν τους ήρωες οι θηλιές της κρεμάλας στη σειρά, και ενώ έχει βαδίσει μερικά βήματα καταφτάνει ξεψυχισμένος από το τρέξιμο ένας ιππέας πάνω στ' άλογο φέρνοντας τη χάρη στους μελλοθάνατους από τον τσάρο.
Στην περίπτωση του Μπελογιάννη αναθρώσκει από τα βάθη της μνήμης μια φράση που συνοδεύει πάντα αξεχώριστη την εκφώνηση του ονόματός του. Ήξεραν αυτοί τι είχε προηγηθεί. Όλη τη σειρά των υποχθόνιων μέσων που είχαν μπει σε ενέργεια, των ανήκουστων βασανιστηρίων, των ποικίλων μηχανημάτων που χρησιμοποίησαν οι επιστήμονες του εγκλήματος, για να κάμψουν το ηθικό του ήρωα...και δυό τρεις ημέρες πριν από την εκτέλεση τον άφησαν να διαβάσει εφημερίδα...Ο στρατοδίκης αυτό το εσκεμμένο μέτρο το εκμεταλλεύεται και λέει στην ομιλία του: "...διάβαζες και εφημερίδες και ύστερα λες πως σε τρομοκρατήσαμε , πως σε τρομοκρατούμε...". Κι ο Μπελογιάννης τον διακόπτει έντονα: " Αυτό δεν το είπα ποτέ! Γιατί εγώ δεν τρομοκρατούμαι!".
Τρίτος στη σειρά ακολουθεί ο Ρίτσος. Δεν έχω να προσκομίσω ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία. Τον τοποθετεί εκεί ο ατομικός μου ψυχικός, συνειδησιακός κατάλογος.
Β ΄
Με όσα περίπου προηγούνται, κατατεθειμένα στο μυαλό μου, έτυχε να επικοινωνήσω με τη Σονάτα του σεληνόφωτος.
Βρισκόμουν σε σαλόνι σπιτιού, σε οικογένεια που γνώριζα και επισκεπτόμουν για πρώτη φορά. Το απόγευμα, στην ώρα του καφέ, ο πατέρας, πολύ καλλιεργημένος, όπως και όλα τα μέλη της οικογένειας, επρότεινε: " Μήπως θα θέλατε ν' ακούσουμε το δίσκο του Ρίτσου με τη Σονάτα του σεληνόφωτος;
- Πολύ".
Απλώθηκε ησυχία και άρχισε ν' ακούγεται η φωνή του Ρίτσου με υπόκρουση της μπετοβενικής μουσικής. Όταν το άκουσμα τελείωσε, βρισκόμουν σε κατάσταση έξαλλης μέθης! Δεν μπορούσα να κατασιγάσω τη συγκίνηση μου. Σηκώθηκα απότομα απάνω και σα να ήμουν μόνη σε οικείο χώρο, ΄όχι ανάμεσα σε ξένο περιβάλλον, που έβλεπα πρώτη φορά κι έπρεπε να αυτοσυγκρατούμαι, βάλθηκα να πηγαίνω πάνω κάτω, πάνω κάτω, διασχίζοντας διαγώνια τη μεγάλη αίθουσα, μονολογώντας δυνατά: " Είσαι παμμέγιστος!", " είσαι παμμέγιστος!", " είσαι παμμέγιστος!", ενώ οι γύρω μ' ενατένιζαν με βλέμματα απορίας και ανησυχίας...Από το πρωί δεν είχα δώσει την εντύπωση ούτε φωνακλά, ούτε μετακινούμενου.
Οι πολλοί αγαπούν τα πρώτα ποιητικά έργα του Ρίτσου. Δεν ανήκω σ' αυτούς. Νομίζω πως τα νεανικά έργα των ποιητών, ίσως κι όλων των δημιουργών, είναι τα πιο κατανοητά, και γι' αυτό πιο αγαπητά από τους πολλούς. Δεν παρουσιάζουν ακόμη προεκτάσεις. Η κάθε λέξη τους, η κάθε φράση τους, μόλις εκφωνηθεί, δεν αφήνει ανοίγματα. Μπορείς να της βάλεις τελεία. Με το πέρασμα του καιρού τα αποθέματα των ποιητών πολλαπλασιάζονται. Η συνείδησή τους υπερπληρούται. Συγκλονιστικές εικόνες, παθητικοί διάλογοι, πλησιάσματα κι αγωνιώδικοι χωρισμοί, εξάρσεις ευτυχίας και θανατερές καταθλίψεις συνωστίζουνται στο υποσυνείδητο, απ' όπου δεν μπορούν πια να βγουν "κατά μόνας". Θα βγουν σύμμικτα, πληθωρικά, μα ο μυημένος αναγνώστηςτα απολαμβαίνει σ' όλες τις μυστικές προεκτάσεις τους.
Σήμερο ο Ρίτσος δε θα μπορούσε πια να περιοριστεί σε στενούς χώρους. Η Σονάτα του σεληνόφωτος από πλευράς βασικής έμπνευσης, κυρίου θέματος, όπως συνηθίζεται να λέγεται, είναι δυσκολοκαθόριστη, αν μη και εντελώς απρόσφορη. Και μόνη η απόπειρα τέτοιου καθορισμού θα απόδειχνε το ανίδεο του ερευνητή. Εδώ πρόκειται για μια αναμόχλευση από βιωμένες, ή μόνο με τη φαντασία, χαμένες δυνατότητες. Από στιγμές που έμειναν ανεκμετάλλευτες, ή όταν ήρθαν δεν άφησαν σήμα, κι όμως φεύγοντας άφησαν ανεξίτηλα χνάρια, ή καλές, βιωμένες στιγμές, που σβήσανε ανεπανάληπτες...και τις αποζητά η συνείδηση...
Για να γίνει τέτοια αποθησαύριση , απαιτείται η σχετική αρετή του συλλέκτη. Να ξέρει ενστικτώδικα τι αξίζει να διαφυλαχτεί. Είναι η φυσική λειτουργία του γεννημένου ποιητή. Η Σονάτα είναι μια ζεστή συνύπαρξη από οδυνηρά στοιχεία. Είναι σταγόνες δακρύων σε αδαμαντοκόλλητη χοάνη. Εκεί ακουμπάνε και κυλάνε τους δακρυσμένους στοχασμούς τους οι ευνοημένοι, φτασμένοι ποιητές.
Διαβάζω και βλέπω τα δάκρυα να σταλάζουν. Βλέπω ακόμη πως μέσα σ' αυτή την ηρωική εγκαρτέρηση υπάρχουν και επίκλησες διάσωσης. Πάντα και στην έσχατη, την εντελώς ακραία, στιγμή του απελπισμού υψώνεται από τα μύχια του ποιητή, σχεδόν ακούεται, η υπόκωφη γλυκύτατη φωνή. Δεν έκλεισαν οι πιθανότητες, θέλεις να σου επιτρέψει, " να σ' αφήσει να πας μαζί του " , σου το υπαγορεύει η δύναμη, η κατατεθειμένη κι αυτή στον εσωτερικό χώρο. Ακριβοφυλάγεται στο χώρο των ποιητικών εγκάτων. Είναι η επίκληση, δύναμη υπαρκτή. Δεν εκφωνείται στο κενό. Είναι σαν ανταπόκριση στο δραματικό ξετύλιγμα των βιωμάτων. Αν έλειπε αυτή η αλληλουχία των δυό δραματικών στοιχείων το ποίημα θα γινόταν ένα άσκοπο αντιπαθητικό μοιρολόι σε νεκρούς τάφους.
Μα ο Ρίτσος δεν έκαμε ποτέ νεκρή ποίηση. Πάντα κάποιος τον ακούει και συμμετέχει. Η φωνή του κινεί τους αντίλαλους. Συχνά οι αντίλαλοι είναι ομαδικοί. Αλλά και ατομικοί· όπως στη Σονάτα. Εδώ πρόκειται για ιερή εκμυστήρευση. Τόσο εκ βαθέων, που και η παρουσία του ετέρου προσώπου, που η ύπαρξή του κρίνεται απαραίτητη, για να έχει αληθινότατη η εκμυστήρευση, αν ήτανε παρουσία ορατή, συγκεκριμένη, πραγματική, πάλι το ποίημα θα έχανε από το πάθος που το διαπνέει. Πάλι θα μεταβαλλόταν σε στιχομυθία τέτοια, που ο τόσο γνώστης ποιητής δε θα της επέτρεπε να βγει στο φως.
Όλα στη Σονάτα είναι υποβλητικά, αν και με ρίζες υπαρκτές. Η μεγάλη ποίηση μιλεί, κι αυτή ακούει. Ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός μιας εξομολόγησης παθητικής:
Το ξέρω πως ο καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,
μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
.....
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ' την ίδια του ανάσα
( Τέταρτη διάσταση, σ.46)
κρατημένη απ' το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς όλο φως και ροζ λουλούδια
.....
έχοντας στ' αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ' το τυχαίο άγγιγμα του σακκακιού σου
( στο ίδιο, σ.47)
Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων
( στο ίδιο, σ.51)
Του την εμπιστεύεται με πολύ δισταγμό. Με συστολή, με ανησυχία, με φόβο και πολλή μετάνοια:" Και στι γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση", γιατί, ενώ είναι τα μύχια της συνείδησής του, δεν είναι σίγουρος αν πέφτουν σε "γη αγαθή". Φοβάται μήπως η ποίησή του λειτουργεί με περισσότερη από όση η ίδια η ποίησή του απαιτεί ευπιστία κι εμπιστοσύνη. Ακριβώς γιατί ήσαν αποστάγματα μιας ψυχικής διεργασίας υψηλής ποιότητας. Τα συνοδεύει η αγωνία μήπως δύσκολα κατανοηθούν από τα πλήθη.
Είναι όμως τόσο διεισδυτική η ποίηση του Ρίτσου που, αβοήθητη και άοπλη η μετάγγισή της, μεταβάλλει την άγονη γη σε "γη αγαθή". Η Σονάτα ετοιμάζει από μόνη της τη δεκτικότητά της. Πάντα θα πέφτει σε γη αγαθή. Όπως κάθε μεγάλο έργο τέχνης.
Έλλη Αλεξίου
Εις μνήμην του πλέον αγαπημένου μου ποιητή , που έφυγε από τη ζωή στις 11Νοεμβρίου 1990
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου