Δουλειά, δουλειά
Μετανάστης σημαίνει πολλά πράγματα. Αλλά προπαντός δουλειά. Στην ξενιτιά δεν πας για να κάνεις το μάγκα, αλλά για να μαζέψεις φράγκα. Θα κάνεις τα πάντα για να το πετύχεις. Θα κάνεις δυο και τρεις δουλειές τη μέρα, ανασφάλιστος, θα ρίξεις το μεροκάματο των ντόπιων, θα γίνεις απεργοσπάστης, αν χρειαστεί θα πουλάς κακομοιριά, για να αγγίξεις την καρδιά των εργοδοτών, μέχρι να καταλάβεις ότι πολλοί λίγοι τη διαθέτουν, θα στήνεσαι από τα χαράματα στην πλατεία Ομόνοιας σαν βρόμικο άγαλμα που ξέχασαν να το πλύνουν τα συνεργεία του Δήμου. Θα κατοικείς σε τρώγλες, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι άτομα μαζί, καταργώντας τη διαφορά ανάμεσα στην κατοικία και το γουρουνοστάσιο. Θα τρως ψωμί και αλάτι, θα τρως σκέτο ψωμί. Θα σε πιάνει ο ύπνος πάντα στο λεωφορείο από την εξάντληση και την αϋπνία. Θα μυρίζεις ιδρώτα σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου, γιατί δε θα έχεις χρόνο να πλυθείς αλλά και γιατί δε θα θέλεις να κάνεις το ντους για να μην πληρώνεις ρεύμα. Ο πιο διάσημος τσιγκούνης σε σύγκριση με σένα θα μοιάζει κουβαρντάς. Θα μετράς τα χρήματα σου όπως μετρά ο αναιμικός τις σταγόνες αίματος. Δε θα ξοδεύεις τίποτα, δε θα αγοράζεις τίποτα, θα ζεις με τα ελάχιστα των ελαχίστων, θα χορταίνεις μόνο μετρώντας τα χρήματα και ακούγοντας πως για σένα υπάρχει και άλλη δουλειά, και άλλη, και άλλη.Και ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβεις, θα νιώσεις πως οι δυνάμεις σου λιγοστεύουν, θα νιώσεις να σε χτυπά η αρθρίτιδα, θα αισθανθείς ύποπτους πόνους στα νεφρά, στην πλάτη, στην καρδιά. Θα είσαι τυχερός εάν προλάβεις την εγχείρηση. Πολλοί άλλοι δεν πρόλαβαν. Έφυγαν πάνω στη δουλειά, τους πλάκωσε κάποιος τοίχος, γιατί οι εργοδότες δεν πληρώνουν για μέτρα ασφαλείας. Γιατί καθώς είναι γνωστό ο μετανάστης πεθαίνει αθόρυβα , σαν τη μύγα.
Η γενιά της λάντζας
Η πρώτη γενιά μεταναστών είναι η γενιά της λάντζας. Είναι εκείνη που τρώει όλη τη σαβούρα της ξενιτιάς, όλη την άρνηση, όλη την περιφρόνηση, όλο το φόβο. Είναι η γενιά της λάντζας, γιατί γι' αυτή όλες οι δουλειές είναι καλές, αρκεί το στομάχι να γεμίζει και να μένει κάτι στην άκρη. Αυτα τα λεφτά που μένουν στην άκρη είναι η ανταμοιβή της, η θεραπεία της, η Γη της Επαγγελίας, το μεγάλο ψέμα, η υπόσχεση της επιστροφής. Είναι η γενιά που μιλά σπαστά, εκείνη που δε μιλά καθόλου, εκείνη που τρέμει την αστυνομία, εκείνη που τρέμει το βλέμμα του εργοδότη, που καταναλώνει τη μοναξιά στη σιωπή, που σκύβει ίσαμε το χώμα, που μαζεύει μαζί με τα λεφτά στην άκρη και μπόλικη μνησικακία. Η μνησικακία είναι το φρούριό της, όπου στεγάζει το φόβο της, την άρνηση των ντόπιων, την περιφρόνηση, την καταπίεση και τον εμπαιγμό του εργοδότη. Είναι η γενιά της λάντζας. Γι' αυτή δεν υπάρχουν έπιπλα στο σπίτι, εκτός και αν βρεθούν κάποιοι κοντά σε σκουπιδοτενεκέδες, όταν οι ντόπιοι εγκαταλείπουν τα παλαιά τους. Για τη γενιά της λάντζας δεν υπάρχουν διακοπές, δεν υπάρχουν καν γιορτές. Υπάρχει μόνο ένα πράγμα: δουλειά. Και το όνειρο της επιστροφής αγκαλιά με το όνειρο της παραμονής. Γιατί έτσι είναι η γενιά της λάντζας: σχιζοφρενής.. Γκαζμέντ Καπλάνι, Μικρό ημερολόγιο συνόρων, Λιβάνης - Νέα Σύνορα, 2006
3 σχόλια :
Σκληρό κείμενο, μα ΑΛΗΘΙΝΟ.
Καλές γιορτές και καλή δύναμη...
Ένα άλλο απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο διάβασα προχτές στους μαθητές στη Γ Γυμνασίου μιας και είμαστε στην ενότητα για το ρατσισμό και αφιερώσαμε δυο ώρες στο θέμα της μετανάστευσης. Μπορώ να πω ότι όλα τους συγκινήθηκαν από την αλήθεια και τον ρεαλισμό της περιγραφής του μετανάστη. Να είσαι καλά Σοφία με τις καίριες αναρτήσεις σου.
Θετικό το γεγονός ότι συγκινήθηκαν οι μαθητές με το μετανάστη. Η εμπειρία για το ίδιο θέμα πολλές φορές είναι αρνητική.
Ευχαριστώ
Να' σαι καλά
Δημοσίευση σχολίου