Pablo Picasso, The Three Dancers (1925)
Στην πλατεία του χωριού όπου οι πανηγυριώτες του Δεκαπενταύγουστου γλεντούσαν, παρά τη ζέστη και την άπνοια, και άδειαζαν τα μπουκάλια με τις μπύρες και κατέβαζαν τα ούζα, σπάζοντας τα ποτήρια μέσα στην παραζάλη του κεφιού, αναγκάζοντας τους δυο σερβιτόρους να μαζεύουν με σκούπες και φαράσια τα σπασμένα γυαλιά που στραφτάλιζαν στα σημεία όπου άφηναν πέρασματα φυλλώματα του πλάτανου κι έπεφταν οι ηλιαχτίδες - κάποιος μερακλής χόρευε πρώτος την " Παπαδιά", μέσα σε "όπα" και σφυρίγματα, πετώντας κάθε τόσο τσαλακωμένα χαρτονομίσματα προς τα όργαναν κι άλλα τα ίσιωνε, τα έφτυνε με όσο σάλιο του είχε απομείνει και τα κολλούσε στο μέτωπο του κλαριντζή.Καθώς το χέρι με τα χαρτονομίσματα πλησίαζε το μέτωπο, ο μουσικός ακουμπούσε το κλαρίνο στο αυτί του πρώτου και συγχρόνιζε το παίξιμό του με τα βήματα του χορευτή, προτρέποντας τον να προχωρήσει πιο βαθιά στο "κάπου αλλού" όπου βρισκόταν.
Λύγιζε ο μερακλής το σώμα του συνεπαρμένος από του "κάπου αλλού", έτρεχε ο ιδρώτας σε λαιμό και στήθος, το μουσκεμένο του πουκάμισο άχνιζε όπως αχνίζει το βρεγμένο ρούχο στη φωτιά κοντά.
Με τα μάτια κλειστά έγερνε το κεφάλι πίσω και ακολουθώντας το ρυθμό, το έφερνε εμπρός κι έσκυβε σιγά σιγά μέχρι το χώμα, υποκλινόμενος στο σπάραγμα του κλαρίνου.
Τον έκλεινε η παρέα του σε κύκλο και τον πότιζε, του άδειαζε κι άλλο ούζο μες στο στόμα βρέχοντάς τον - κορμί πουκάμισο ένα πράμα - και όπως κυλάει το οινόπνευμα στο λαρύγγι του και όπως ελίσσεται ο ήχος κι ανεβαίνει, ανοίγει εντός του η καταπαχτή και ξεχειλίζει το μεράκι, ρέει, στάζει, κι αυτός μυρίζει ιδρώτα και γλυκάνισο και τα μαλλιά του πιο στιλπνά, πιο μαύρα, λάμπουν τα μάτια , ιριδίζουνε, δόντια πυκνά και μαργαριταρένια.
" Γεια σου Αλέξανδρε, να ζήσει το Κλειστό" λέει, καμαρώνοντας το φίλο του ο δεύτερος που του κρατάει το μαντίλι, και κάποιος άλλος αναποδογυρίζει τρία ποτήρια του κρασιού στο χώμα, έτσι που μεταξύ τους σχηματίζουν τρίγωνο, για να χορέψει ο μερακλής επάνω τους.
Πατάει ο Αλέξανδρος στο κρασοπότηρο με το αριστερό, με αργή κίνηση φέρνει μπροστά στο γόνατο το άλλο πόδι και πάλι αργά το πάει πίσω, κοντά στην κλείδωση.
Χαμηλώνοντας το σώμα, αργά, κουρνιάζει ολόκληρος πάνω στο ποτήρι, μένει για λίγο ακίνητος, συγκεντρωμένος στα έγκατα του εαυτού του και ύστερα στροβιλίζεται, ξεδιπλώνετα, μετεωρίζεται για μια στιγμή και εκτινάσσεται, αλλάζοντας πόδι στον αέρα, πατάει με το δεξί στο μεσάιο κρασοπότηρο, στο ακριανό μετά, μεσαίο, ακριανό, ακριανό, μεσαίο, ξανά, ξανά φτερουγίζοντας από ποτήρι δε ποτήρι.
" Γεια σου, Αλέξανδρε" λέει πάλι ο φίλος και ο Αλέξανδρος δεν είναι πια ο Αλέξανδρος. Το αρσενικό, ο αετός που ανοίγει τη βεντάλια των φτερών του και ανυψώνεται, ενσαρκώνοντας την ψυχή όλων των ανδρών, όσων χορεύουν μαζί του και τον επευφημούν και όσων αμίλητοι τον βλέπουν αφού ο χορός τους επιτρέπει ν' αφεθούν στο συναίσθημα χωρίς ντροπή, χωρίς αυτοσυγκράτηση και επιφυλάξεις.
Οι γυναίκες ρίχνουν νερό, δροσίζουν το λαιμό και τα μηνίγγια τους που φλέγονται από ανομολόγητο πόθο.
Στο τραπέζι κοντά στα όργανα, η Κιμ ανακάλυπτε έκπληκτη το νέο πρόσωπο του αγαπημένου της αν και στην πραγματικότητα ήταν παλαιό, το πρώτο - και πρόπλασμα μπορούσες να το πεις. Οι φερτές ύλες που πρόσθεσαν τα χρόνια, το είχαν μετατρέψει σε πολύτιμο ορυκτό, κρυμμένο. Αλλά ο ήχος του κλαρίνου διώχνει τις επιχωματώσεις από την όψη του, σκάβει, γυαλίζει εσοχές, μικρά κοιλώματα και αστράφτει ο Αλέξανδρος. Βρίσκεται επιτέλους στον κόσμο που ανήκει πραγματικά.
Με τη ΝΙΚΟΝ περασμένη στο λαιμό, συνεπαρμένη η γυναίκα από τον χορό αλλά και από την αιφνίδια φωτογένεια του αγαπημένου της, τον φωτογράφιζε ακατάπαυστα και θα ήμασταν πιο κοντά στην αλήθεια, αν λέγαμε τον απαθανάτιζε.
Η Σεσίλια, δίπλα της, προσπαθούσε να καταλάβει την παράσταση, γιατί σαν παράσταση με πρωταγωνιστή τον Αλέξανδρο , αντιλαμβανόταν όσα συνέβαιναν. Να, τώρα θα περάσει στα χέρια του τις τρύπιες κάλτσες , θα παίξει κουκλοθέατρο μαζί της.
Κι ενώ, απαστράπτων, ο Αλέξανδρος αγγίζει την έκσταση και τραβάει στο αυτί του το κλαρίνο, διεκδικώντας όλο τον ήχο για τον εαυτό του, ενώ αυτοσχεδιάζοντας, σπάει το κορμί αργά και πέφτει στα γόνατα και τεντώνεται πίσω κι ελαφρά ακουμπά την πλάτη στο έδαφος, χορεύοντας με το σώμα και με τα χέρια του, χτυπάει τη γη σ' ένα ερωτικό παιχνίδι με το θάνατο, σαν να λέει: " δεν σε φοβάμαι χάροντα"....(απόσπασμα)
Γεωργία Τάτση , Χορός στα ποτήρια, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2013
1 σχόλιο :
Quite interesting!...Wishing you a great start of the new week.
Greetings, Heidi
Δημοσίευση σχολίου