Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ' όσαις γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεων των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτον ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ήτον με ένα λαόν οπού ποτέ δεν ηθέλησεν να αναγνωρισθή ως τοιούτος, ούτε να ορκισθή, παρά μόνον ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο Σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήση τον ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ' ως σκλάβους. Μίαν φοράν, όταν επήραμεν το Ναύπλιον, ήλθε ο Άμιλτων να με ιδή, μου είπε ότι: " Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμόν, και η Αγγλία να μεσιτεύση". Εγώ του αποκρίθηκα, ότι : " Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς καπιτάν Άμιλτων, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τους Τούρκους. Άλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γενεά σε γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύω φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα". Με είπε: " Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;" - " Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά". Έτζι δεν με ωμίλησε πλέον.
Ο κόσμος μάς έλεγε τρελλούς. Ημείς αν δεν ήμεθα τρελλοί δεν εκάμαμεν την επανάστασιν, διότι ηθέλαμεν συλλογισθή πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλαρία μας, πυροβολικό μας, πυριτοθήκαις μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμεν λογαριάσει την δύναμιν την εδική μας, την τούρκικη δύναμη. Τώρα οπού ενικήσαμεν, που ετελειώσαμεν με καλό τον πόλεμό μας μακαριζόμεθα, επαινώμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμεν ηθέλαμεν τρώγει κατάραις, αναθέματα. Ομοιάζομεν σαν να ήναι εις ένα λιμένα πενήντα - εξήντα καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω σώον. Τότε ακούς όλα τα επίλοιπα καράβια και λέγουν: " Ιδού άνθρωπος, ιδού παλληκάρια, ιδού φρόνιμος, και όχι σαν εμάς οπού καθόμεθα έτζι δειλοί, χαϊμένοι", και κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι. Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι ήθελε ειπούν: " Μα τι τρελλός να σηκωθή με τέτοια φουρτούνα, με τέτοιον άνεμο, να χαθή ο παληάνθρωπος, επήρε τον κόσμο εις το λαιμό του".
Η αρχηγία ενός στρατεύματος ελληνικού ήτον μία τυραννία, διατί έκαμνε και τον αρχηγό, και τον κριτή, και το φροντιστή, και να του φεύγουν κάθε ημέρα και πάλιν να έρχωνται, να βαστάη ένα στρατόπεδον με ψέματα, με κολακείες, με παραμύθια, να του λείπουν και ζωοτροφίαις και πολεμοφόδια, και να μην ακούν και να φωνάζη ο αρχηγός, ενώ εις την Ευρώπην ο αρχιστράτηγος διατάττει τους στρατηγούς, οι στρατηγοί τους συνταγματάρχαις, οι συνταγματάρχαι τους ταγματάρχαις και ούτω καθεξής. Έκανε το σχέδιο του και ξεμπέρδευε. Να μου δώσει ο Βελιγκτών 40.000 στράτευμα το εδιοικούσα, αλλ' ατουνού να του δώσουν 500 Έλληνας δεν ημπορούσε ούτε μία ώρα να τους διοικήση. Κάθε Έλληνας είχε τα καπρίτζια του, το θεό του, και έπρεπε να κάμη κανείς δουλειά με αυτούς, άλλον να φοβερίζη, άλλον να κολακεύη κατά τους ανθρώπους ( Θεόδωρος Κολοκοτρώνης )
Γεωργίου Τερτσέτη, Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη, Εκδόσεις Συλλογή , Αθήνα 1995
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου