Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 20 Μαΐου 2014

Φως της Φονιάς



« Έχεις διαβάσει σίγουρα το Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα του Μενέλαου Λουντέμη. Πιστεύω πως μπορείς και συ μια μέρα να μιλήσεις για τη μοίρα των φτωχών ανθρώπων, για τα βάσανα της γρια – Βενετιάς, για την τύχη του πατέρα σου, για τα σκληρά χρόνια σου στις παιδοπόλεις. Μπορείς να γράψεις για τα καλοκαίρια στο χωριό κι εδώ στη Φονιά, γι’ αυτόν τον πρώτο σου έρωτα. Πριν από λίγο, καθώς έβλεπα τ’ αστέρια στον ουρανό, σκεφτόμουν πως κάθε άνθρωπος έχει το δικό του άστρο, έχει το δικό του πεπρωμένο, και είναι τυχερός όποιος μπορέσει και το εκπληρώσει».

Αυτά τα λόγια θυμάται ο Γιάννης Αρχοντής στο τέλος του μυθιστορήματος  Φως της Φονιάς που έρχεται να συμπληρώσει τη διλογία  Διπλωμένα φτερά και Θολός Βυθός και να αποτελέσουν όλα μαζί μια τριλογία στην οποία ο συγγραφέας Γιαννής Ατζακάς πραγματεύεται με ξεχωριστή μαεστρία, τρυφερότητα και ευαισθησία τα παραπάνω θέματα.
 Στα Διπλωμένα φτερά πρωταγωνιστεί η γρια – Βενετιά , η γιαγιά που τον μεγάλωσε και την φώναζε μάνα γιατί μάνα δεν γνώρισε , οι εικόνες και οι μνήμες του χωριού  και στο Θολό Βυθό ο ενήλικας άνδρας συνομιλεί με το παιδί που ήταν κάποτε και ανασύρει πικρές αναμνήσεις από τα χρόνια των παιδοπόλεων σε ένα σπαρακτικό διάλογο με τη μνήμη.

Στο Φως της Φονιάς συνδυάζονται οι αναμνήσεις και το παρόν του έφηβου πλέον Γιάννη που μετά από οκτώ χρόνια, τον Ιούλιο του 1957, επιστρέφει στη γενέθλια γη δίπλα στη γιαγιά του για να συνεχίσει τις γυμνασιακές σπουδές του. Πρωταγωνιστής και στα τρία έργα ο Γιάννης Αρχοντής, το παιδί του αντάρτη που μεγάλωσε στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης και για κάποιους είχε γίνει το παιδί της βασίλισσας, και συμπρωταγωνίστρια η γιαγιά– Βενετιά που δίνει όλο της το είναι για να σπουδάσει τον ορφανό εγγονό της.Παράλληλα και δίπλα σε αυτά τα δύο πρόσωπα κινούνται και πολλά άλλα που το καθένα παίζει το δικό του ρόλο στη διαμόρφωση του Γιάννη. Ανάμεσά τους ξεχωριστή θέση κατέχει η Έλλη, ο πρώτος αλλά ανεκπλήρωτος έρωτας του Γιάννη.


Σε όλο το έργο η μορφή του πατέρα - αντάρτη του ΔΣΕ  επανέρχεται πότε θολή, πότε αμφισβητούμενη και πότε αινιγματική. Φήμες και ερωτηματικά τον παιδεύουν αλλά στο τέλος ο πατέρας αποκαθίσταται μέσα του  μετά την αποκάλυψη ότι είναι ζωντανός και το γράμμα που λαβαίνει από αυτόν αλλά κυρίως όταν ακούει το φίλο του να λέει:

 " Πρέπει να είσαι περήφανος που είσαι γιος αντάρτη, είναι κάτι που αληθινά ζηλεύω σε σένα..." 


Εμμέσως σε όλο το έργο θίγονται το δράμα των οικογενειών που τα παιδιά τους βρέθηκαν αντάρτες στο Δημοκρατικό Στρατό, οι διώξεις που υπέστησαν οι συγγενείς, οι διακρίσεις λόγω κοινωνικών φρονημάτων αλλά και η συνεχής αγωνία και ο καϋμός γιατί δεν ήξεραν αν ζουν ή σκοτώθηκαν οι δικοί τους άνθρωποι. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αναφέρεται και στην πολιτική προσφυγιά καθώς  ο πατέρας του  ζει τελικά στη Βουλγαρία με τον  πόθο της επιστροφής στην πατρίδα.


Δίνονται στιγμές από την ιστορία της αριστεράς στο νησί μέσα από τις μικρές αναφορές στις ζωές των χωρικών, των απλών ανθρώπων και την σημαντική παρουσία της ΕΔΑ με όλες τις επιπτώσεις που μπορούσε να έχει αυτό το γεγονός στη ζωή των αριστερών. 


Ένας έρωτας αγνός, αθώος βασανίζει για καιρό τον Γιάννη. Κάποια στιγμή αποκαλύπτεται αλλά δεν ολοκληρώνεται . Η κλειστή κοινωνία του χωριού, το πνεύμα του εμφυλίου και οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους αριστερούς και τους δεξιούς, η μοίρα των κοριτσιών δεν επιτρέπουν την ολοκλήρωσή του. 


Τα χρόνια στο Γυμνάσιο στην Καβάλα είναι σκληρά και πέτρινα. Ένα παιδί πάλι μόνο σε ξένη πόλη με ξένους ανθρώπους, αφιλόξενους και συμφεροντολόγους. Συνθήκες που βοηθούν στην ωρίμανση  του Γιάννη και δυναμώνουν το πείσμα του για μάθηση .

Η επίδραση του φιλολόγου  του, οι επισκέψεις και η μελέτη στη βιβλιοθήκη, η βιβλιοθηκάριος, τα ονόματα σημαντικών συγγραφέων που παρατίθενται, η αγάπη για τα βιβλία είναι παράγοντες που του άνοιξαν τον δρόμο για να τραβήξει μπροστά ξεπερνώντας τα οικονομικά και υλικά εμπόδια που ορθώνονταν απέναντι του.


Σε αυτή την  πορεία  θα υπάρξουν και άνθρωποι φιλικοί που θα τον βοηθήσουν ηθικά να σταθεί στα πόδια του. Οι φιλίες του θα τον ανδρώσουν και θα τον προβληματίσουν πολιτικά και ιδεολογικά, θα ξαναγίνει ο γιος του αντάρτη αποτινάζοντας , όχι χωρίς κόπο, όσα η συστηματική κατήχηση στα ιδρύματα της Φρειδερίκης του  είχε καλλιεργήσει στη ψυχή και στη συνείδησή του.

" Τα λόγια του Τάσου για τον πατέρα τον είχαν ταράξει. Έχοντας για χρόνια διαποτιστεί βαθιά από όσα είχε ακούσει στις παιδοπόλεις και διδαχτεί στα σχολεία, είχε σχεδόν καταφέρει στο τέλος να τον συγχωρήσει για την εγκατάλειψή του` ποτέ του όμως δεν είχε σκεφτεί πως θα μπορούσε , πως θα έπρεπε να είναι ακόμη και περήφανος για κείνον - ο Τάσος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που του το είπε, και αυτό θα το θυμόταν για πάντα. " 

Όλα αυτά τα γεγονότα διαδραματίζονται στο μεγαλύτερο μέρος τους μέσα σε ένα πανέμορφο θασίτικο τοπίο όπου το πράσινο των πεύκων, το ασημένιο των ελιών δένουν με το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας και τα καφετιά απόκρημνα βράχια.  Κι ανάμεσά τους ο Κάβος της Φονιάς όπου ο Γιάννης σιγά σιγά επαναεισάγεται στον τόπο του, μαθαίνει τους ανθρώπους, ζει μαζί τους και αρχίζει να γνωρίζει τον εαυτό του.
Όμορφες περιγραφές γεμάτες δύναμη, χρώματα και ήχους.

" Τράβηξε χαμηλά, για να φτάσει στην άκρη του κάβου. Πέρασε μερικά καλύβια, γαντζωμένα στην κόψη του γκρεμού. Ο βράχος γυμνός, κομμένος με το μαχαίρι, με λίγα θάμνα που ξεφύτρωναν στις ρωγμές του. Στην άκρη, μια βαθιά σπηλιά έσκαβε τα σπλάχνα του. Μετά η κόκκινη ξέρα χαμήλωνε κι έσβηνε, με το ρύγχος της να χώνεται στο νερό.
Πολλά χρόνια αργότερα, όχι τώρα την πρώτη φορά, ο Γιάννης θα αναρωτιόταν αν από το αίμα μιας αληθινής κουρσάρικης σφαγής ή από το άλικι χρώμα της πέτρας ήταν που πήρε το όνομα "της Φονιάς ο κάβος". 

Από την άλλη η Καβάλα της δεκαετίας του 1950 σε ασπρόμαυρο φόντο με τη διαφορετική ζωή της, τις δυσκολίες της , την καθημερινότητά της παίζει και αυτή το ρόλο της στη διαμόρφωση του Γιάννη. 

" Η Καβάλα, ένα βιαστικό πέρασμα ως τότε γι' αυτόν, πότε στους δρόμους της φυγής και πότε του γυρισμού, έμελλε τώρα να γίνει σταθμός στη νέα ζωή του, η μοιραία πόλη της αναζήτησης, της προσδοκίας, της μαθητείας"

Οι τόποι είναι οι άνθρωποί τους. Ο Γιάννης Ατζακάς ζωντανεύει αυτούς τους ανθρώπους όχι απλά τοποθετώντας τους στο φυσικό τους χώρο αλλά χρησιμοποιώντας διαλόγους  στη θασίτικη διάλεκτο, σκηνές της καθημερινής αγροτικής ζωής με τις διάφορες ασχολίες των ανθρώπων στα χωράφια, στη θάλασσα, στα σπίτια. Τα μαγαζιά, τα αλισβερίσια, ο γραμματέας, οι χωροφύλακες, οι γυναίκες, τα κορίτσια, οι γιορτές και τα πανηγύρια, οι μουσικές και τα τραγούδια. Όλα αυτά συνθέτουν μια ρεαλιστική εικόνα της κοινωνίας των χωριών της Θάσου λίγα χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου. 

" Δεν ήταν μόνο που ξαναγύρισε στο παιδικό του λίκνο, κοντά στη γιαγιά - μάνα` ξαναβρήκε και τους αγαπημένους τόπους, τη λησμονημένη λαλιά του. Αυτός ήταν σαν το εξόριστο εκείνο πριγκιπόπουλο που επέστρεψε  στο μικρό του βασίλειο και, βρίσκοντας εκεί τη γενιά του ξεριζωμένη, τον πατέρα χαμένο σε ξεχασμένους πολέμους, ήρθε να πάρει τη θέση του"

 Εκείνο όμως που βρίσκω ξεχωριστό κάθε φορά που διαβάζω ένα βιβλίο του Γιάννη Ατζακά είναι ο σπαρακτικός τρόπος με τον οποίο κατορθώνει να μεταγγίζει τα συναισθήματά του και να με κάνει να νιώθω όπως  ο βασικός του ήρωας ο Γιάννης Αρχοντής. Η σκληρότητα της ζωής του, η ορφάνεια , το μεγάλωμα σε ξένα χέρια, οι παιδοπόλεις δεν αγρίεψαν την ψυχή του. Σε όλες του τις κινήσεις διακρίνεται η αθωότητα η παιδική, η αγνότητα  και η ευγένεια. Το σώμα του και η ψυχή του λαβώνονται από τη σαϊτιά ενός έρωτα ανομολόγητου στην αρχή και ανεκπλήρωτου στη συνέχεια. Η μοναξιά , το αίσθημα της φυλακής, ο πόνος του νέου αποχωρισμού  είναι ισχυρά συναισθήματα την πρώτη μέρα στην Καβάλα, στο άξενο σπίτι που θα κατοικούσε μαζί με μια άγνωστη σκληρή γυναίκα.

" Ένας κόμπος του έσφιγγε το λαιμό και δεν κατέβαινε η μπουκιά...
Όταν μετά από λίγο έσβησε το φως, ο Γιάννης τράβηξε ως επάνω το σεντόνι του, γύρισε προς τη μεριά του τοίχου, και τότε το βουβό παράπονο, που όλη μέρα στάλαζε μέσα του, σαν κύμα τινάχτηκε και πλημμύρισε τα μάτια του. Έκλαψε στα σκοτεινά, όπως τότε, την πρώτη νύχτα του στην παιδόπολη, εδώ στην ίδια αυτή πόλη, πριν από οκτώ ακριβώς χρόνια. Έκλαψε με καυτά, πνιχτά δάκρυα, κανείς να μην ακούσει , κανείς να μη μαντέψει".

Διάχυτη και η νοσταλγία για το νησί , το σπίτι του , τη γιαγιά του, την Έλλη. 
Καταλυτικά τα συναισθήματα που του δημιουργεί η φιλία του με τον Τάσο καθώς νιώθει ότι μέσα στο σκοτάδι αρχίζει να χαράζεται μια φωτεινή γραμμή και να βγαίνει η ζωή του από τη σκιά. 

" ο Θεός ορφανά κάνει, άμοιρα δεν κάνει" του έλεγε συνέχεια η γιαγιά - Βενετιά και ο Γιάννης Αρχοντής  κατόρθωσε να εκπληρώσει την επιθυμία της γιαγιάς του να σπουδάσει ξεπερνώντας όσα εμπόδια υψώνονταν μπροστά του.

Ο Γιάννης Ατζακάς ολοκληρώνοντας αυτή τη μυθιστορηματική τριλογία με το έντονο αυτοβιογραφικό στοιχείο έδωσε υπόσταση και στο " κρυφό του όνειρο":με τη μαγική δύναμη της γραφής  " να επαναφέρει το χρόνο , να αναπαριστά τους στοιχειωμένους τόπους, να ζωντανεύει τα πρόσωπα, να καταλαγιάζει τα πάθη, να απαλύνει τον πόνο..."

Ο στίχος του Σολωμού από τον Πόρφυρα " προλογίζει " το βιβλίο:

" Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του"

Το βιβλίο κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 2013 και είναι αφιερωμένο στη μνήμη  Χρίστου Τσολάκη, Γιώργου και Νίκου Χουρμουζιάδη, στο Θύμιο και τον Γιώργο.




Γιάννης Ατζακάς , Φως της Φονιάς, Άγρα 2014 , α' ανατύπωση

 




6 σχόλια :

Rosa Mund είπε...

Έχω διαβάσει το "Θολό βυθό" του Ατζακά, όπου και μπήκα στο σπαρακτικό κλίμα του βιβλίου μέχρι τα μπούνια. Να φανταστείς ότι μέχρι και ο καλός μου, που διαβάζει αμιγώς ιστορικά βιβλία, συγκινήθηκε. Άλλωστε, όλη αυτή η πικρή αφήγηση είναι, με κάποιον τρόπο, ντοκουμέντο.

(Φοβερό πράγμα η ταύτιση, πάντως.)

κ.κ.

sofia είπε...

Σου προτείνω να διαβάσεις και τα υπόλοιπα.

Και τι βλέπω; Η ανώνυμη φίλη μου κ.κ. απέκτησε όνομα;
Rosa Mund λοιπόν; Κάτι είναι και αυτό μετά από τόσο καιρό!

Φιλιά

Rosa Mund είπε...

Ανάγκα και οι θεοί πείθονται.
Τα κατάφερα να κλειδώσει το yahoo με όλα μου τα αρχεία μέσα.
Αφού έπαθα ένα ψιλοεγκεφαλικό στην αρχή, ευδόκησα να φτιάξω ένα νέο λογαριασμό. Για να κυριολεκτώ, μου τον έφτιαξε μια φίλη, εδώ και μήνες και έχω αρχίσει να τον χρησιμοποιώ δειλά-δειλά.

ΥΓ. Να μην ξεχάσω:
Τι εκπληκτικό γλυπτό το αγόρι που διαβάζει! Ξέρεις τίνος είναι;

Θωμάς είπε...

Από τον δάσκαλό μου, τον Γιάννη Ατζακά θυμάμαι το πάθος του για τον Όμηρο και βέβαια το πάθος του για τη διδασκαλία.
Διαβάζοντας τα σπαρακτικά Διπλωμένα Φτερά διαπίστωσα πως με τον ίδιο τρόπο που μας μετάγγιζε τα συναισθήματά του στην αίθουσα διδασκαλίας έτσι τα μεταγγίζει και με τον τρόπο της γραφής του.
Τον Θολό Βυθό δεν τον διάβασα ακόμα και όπως φαίνεται θα το διαβάσω σύντομα μαζί με το Φως της Φονιάς.
Σοφία, εξαιρετική η ανάρτησή σου για έναν εξαιρετικό συγγραφέα, δάσκαλο και άνθρωπο.

sofia είπε...

Rosα Mund,
δεν γνωρίζω το γλύπτη του παιδιού που διαβάζει. Κάπου το βρήκα τυχαία και μου άρεσε.

sofia είπε...

Ευχαριστώ Θωμά
Ήσουν πολύ τυχερός που είχες τον Ατζακά Δάσκαλο. Φρόντισε να του αφιερώσεις και μιαν ανάρτηση.