Τέτοια ώρα ακριβώς , μεσουρανεί γαλάζιος, βλεφαρίζοντας ο Βέγας.
Η νύχτα ήταν γεμάτη τριζόνια. Από το διαπλατωμένο παράθυρο, το παιδί, με κρατημένη ανάσα, τ' άκουγε μέσα στην εξοχή να σέρνουν τις τρίλλιες τους ασταμάτημα. Σαν και κελαϊδούσαν τ' αστέρια. Ανάσα δροσερή, από χορτάρι, ερχότανε σε κύματα απανωτά, μύρο της γης απονύχτερο. Ύστερα, ασύνειδα σχεδόν, ξεχώρισε το θρόισμα από δέντρα που πρέπει να ορθώνονταν αόρατα κ' ηρωικά μέσα στο μπλάβο σκοτάδι. Ανάσανε βαθειά. Με την πνοή , τη μαργωμένη από πάχνη κι' αστροφεγγιά, που κυκλοφόρησε στα πλεμόνια του, το παιδί δροσίστηκε, χαμογέλασε φιλικά στη νύχτα. Η μετάληψή της αλάφρωνε την καρδιά του.
Πάσχισε ανυπόμονο ν' ανακαλέσει από την αφάνεια το τοπίο που πρέπει να γραφόταν εκεί - κάτω. Δε μπόρεσε. Κάτω από την τετράπλατη αστροφεγγιά, η γη έδειχνε ακόμα πιο μαύρη, πένθιμη. Ούτε σπίθα φως πουθενά, όσο που φτάνει το μάτι` ούτε μια λαμπυρίδα να ξαγρυπνάει στο χορτάρι. Το πλοίο πορεύεται μ' όλα του τα φώτα σβηστά, καθώς σ' ώρα κρίσιμη, ώρα κινδύνου.
Τότε, γύρισε τα μάτια του ψηλά, στο στερέωμα, που είτανε πάντα πιο γνώριμο. Προσανατολίστηκε. Η πλευρά τούτη του σπιτιού έβλεπε βορειοδυτικά. Ξέκρινε τη Μεγάλη Άρκτο με τα εφτά της αστέρια, αριστερά και κάτω τον Αρκτούρο, ζωηρό σα σπίθα φυσημένη από μακρινό άνεμο.Ψηλά, κατάκορφα, έλαμπε υγρός, ζαφειρένιος, ο φιλικός του Βέγας. Ανάσανε μ' ανακούφιση, όπως όταν ξαναβρίσκεις τον εαυτό σου σε γνώριμο περίγυρο. Ο ουρανός σ' ακολουθεί παντού, όπου κι αν πας.
Σα γύρισε μέσα, στη χλιαρή κάμαρα, ένιωσε τον εαυτό του κάπως συμφιλιωμένο με την καινούργια του μοίρα. Βρήκε πάνω στο τραπεζάκι, ψαχουλευτά, το κουτί με τα σπίρτα. Νευρικά, έτριψε ένα. Γαλάζια η φλόγα, ύστερα πορτοκαλιά, περπάτησε στο κενό να βρει το σπαρματσέτο. Οι τοίχοι, τρεκλίζοντας, αναδύθηκαν από την ανυπαρξία. Η τετράγωνη άσπρη κάμαρα, αφού πρώτα κυμάτισε, έπηξε γύρω.
Κοντά στο κηροπήγιο, ένα γράμμα περίμενε ανοιχτό. Τ' αγόρι στηρίχτηκε με τα δυο του χέρια στο σανιδένιο τραπεζάκι, έσκυψε πάνω στο επιστολόχαρτο. Είτανε γραμμένη μια του μόνον από τις μεσαίες σελίδες. Η πέννα είχε κυλήσει μουτζαλώνοντας την άλλη. Όμως το μπουκαλάκι του μελανιού είτανε ξεβουλωμένο. Κοινό καλαμάρι, από κείνα που μεταχειρίζονταν οι μαθητές, με τη χρωματιστή ετικέτα πάνω. Και το παιδί, κι' αυτό στη μαθητική ηλικία είταν.
Δεν έμοιαζε πάνω από δεκάξη χρονών. Η κίτρινη φλόγα του σπερματσέτου , λαστιχάρωντας σα γλώσσα ερπετού, το φώτιζε από χαμηλά, βαθουλώνοντας τα σταχτιά του μάτια, δυναμώνοντας τα σκληρά ζυγωματικά. Είχε δέρμα άσπρο και θαμπό, τα μαλακά του μαύρα μαλλιά σκύβανε πάνω στο μέτωπο, το τρικυμισμένο από ανήσυχες καμπύλες, μ' ένα στρουφιστό τσουλούφι που άγγιζε το φρύδι. Έτσι γουβιασμένο το παιδί, έδειχνε να έχει ώμους φαρδιούς, έναν κορμό τριγωνικό, νευρωμένο, πάνω από τη λιανή μέση. Τα χείλη του, δυο αιματοκόκκινες υγρές κορδέλλες δίχως σταθερό περίγραμμα, έκαναν το στόμα του σαν πληγή μισανοιγμένη.
Πήρε την πέννα δίχως να κοιτάζει, έκανε να τη βουτήξει στο καλαμάρι, η άκρη της τσίμπησε το φελλό. Την πέταξε πάλι, κι' απόμεινε όρθιο, να διαβάζει το αρχινισμένο γράμμα:
" Φ ί λ ε,
Φτάσαμε εδώ , στο παλιό επαρχιώτικο κτήμα των γονιών μου, πριν από μισή ώρα. Κουραστικό ταξίδι, εκνευριστικό, μ' ένα αυτοκίνητο ξεχαρβαλωμένο, που τραμπαλίζει, αγκομαχάει και ξεφυσαίνει. Έξω, ο κάμπος, που δεν τον βλέπεις, κι' έτσι τον πλάθεις με τη φαντασία σου όπως σου βολεί. Κάπου - κάπου μονάχα μερικά αθάνατα, που ανοίγονται σα μούντζες με νύχια διαβολικά, μια φραγκοσυκιά αγκαθερή ή ο θηλυκός κορμός μιας λεύκας. Οράματα της Κόλασης, και φεύγουν. Ο προβολέας του αυτοκινήτου τα στοιχειώνει μια στιγμή, ύστερα τυλίγονται πάλι στο σκοτάδι, τα ξανάπιε η νύχτα. Δίπλα μου νανουρισμένη, μισοκοιμάται η θεία μου. Αποφεύγω να την κοιτάξω, γιατί νιώθω πως αν την ιδώ έτσι, με τα χείλη της πλαδαρά, κρεμασμένα από την μιάν άκρη, να στάζουν σάλιο, θα τη μισήσω.
Τέλος, προχωρημένη η νύχτα, φτάσαμε. Στο πέτρινο κατώφλι του σπιτιού, μας καρτερούσε η γριά δούλα - ξέρεις - αυτή που την είχανε οι γονιοί μου. Τώρα έχει παντρευτεί, άντρας της είναι ο σέμπρος. Μας έκανε του κόσμου τις χαρές. Δεν μ' αρέσουν αυτά, το ξέρεις. Ανέβηκα ολόισα στην κάμαρα που είχαν ετοιμάσει για δική μου, με την πρόφαση πως νυστάζω. Αυτό έκανε τη θεία μου ν' απορήσει. Έδειξε μια χαρά που μ' εξερέθισε ακόμα πιο πολύ, άρχισε να λέει πως η εξοχή φανερώνει κι' όλας τα καλά της, πρόλαβε να μ' ωφελήσει...Αν είναι δυνατό!...Είπα πες δε θα φάω για βράδυ και διπλοκλειδώθηκα. Τώρα, εδώ , είναι πιο καλά!.
Πλάγιασα, αλλά - καθώς πάντα - δε με πήρε ο ύπνος. Σηκώνομαι λοιπόν και κάθομαι στ' ανοιχτό παράθυρο.
Τέτοιαν ώρα, εκεί ψηλά, πάνω από τη σκέπη, μεσουρανεί ο Βέγας".
Εδώ το γράμμα σταματούσε.
Θα τις διάβασε τρεις, ή και τέσσερες φορές, τις αράδες τούτες, τις γραμμένες με τον άρρυθμο, αγκαθερό του γραφικό χαρακτήρα. Χαμογέλασε διφορούμενα. Ύστερα, αφού έβαλε πρώτα μια τάξη στις μπερδεμένες του σκέψεις, κάθησε, ξεβούλωσε ήσυχα - ήσυχα το καλαμάρι, βούτηξε την πένα αποφασιστικά κι' άρχισε να γράφει:
" Νύχτα έξοχη, τοπίο σαν όνειρο. Το βλέπω από το παράθυρό μου, λες κ' είναι μέρα. Τέτοια είν' εδώ η αστροφεγγιά.
Πρώτα - πρώτα να φανταστείς μια τούφα δέντρα, ευκάλυπτοι θαρώ, εδώ δίπλα στο περιβόλι, που έτσι να τεντώσω το χέρι μου αγγίζω τις φυλλωσιές τους. Κάτω, ένα γαλάζιο και βαθυπράσινο μπέρδεμα από φυτά, αγριοτριανταφυλλιές, αγιοκλήματα, γκλισίνες. Μια γιασεμιά σκαρφαλώνει στον τοίχο κι' έρχεται στο περβάζι του παραθυριού. Πιο πέρα, όσο φτάνει το μάτι, κυματίζοντας, σγουρός ο κάμπος. Όλη τούτη η έκταση, σαν πελώριο πανέρι από κείνα που τα προσφέρουν στις διάσημες τραγουδίστριες, μοσκοβολάει. Έχει και τις φωνές της η νύχτα, τα τριζόνια που παλάβωσαν, κάποια σκυλιά που αλυχτάνε πέρα, τον γκιώνη, ερημικό, και τα νερά, που κυλάνε κελαϊδώντας κάτω από το χορτάρι".
Ένας ολάκερος λαός πλάσματα της νύχτας, προσκαλεσμένα από το φως καθώς το παιδί έγραφε, είχανε μπει απ' τ' ανοιχτό παράθυρο, στριφογύριζαν, φτεροκοπούσαν γύρω από τη φλόγα του σπερματσέτου. Πεταλούδες άχαρες, πλατυκέφαλες, έντομα στενόμακρα σα σκουλήκια, με πράσινες μεταξωτές φτερούγες κι' ανήσυχες κεραίες, μύγες τριγωνικές, με πένθιμα φτερά. Κουτουλάγανε τυφλά στο τραπέζι , με μουγκούς κρότους, πάνω στο μακρουλό , μαρμάρινο χέρι που κρατούσε την πέννα, τσιτσιρίζανε στην φωτιά, χοροπηδούσαν σπασμωδικά σα μικροσκοπικά δαιμόνια. Η φαινομενική γαλήνη της νύχτας έκρυβε λοιπόν ένα πλήθος ζωές γεμάτες αγωνία.
Το παιδί έσκυψε πάλι στο χαρτί του.
" Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να κοιμηθώ απόψε, όμως είναι η πρώτη φορά που θάθελα να μην κοιμηθώ. Σε λυπάμαι που δεν είσαι εδώ, να χαρείς μια τέτοια νύχτα".
Στο σημείο τούτο, δίχως να νοιάζεται για τις αντιφάσεις που αραδιάζονταν στο γράμμα του, θέλησε να το κλείσει. Έκανε ν' αφήσει την πέννα, όμως μια σκέψη καινούργια σταμάτησε το χέρι του. Γύρισε το κεφάλι, κοίταξε τ' ανοιχτό παράθυρο που τώρα, με το φως, είχε γίνει ολότελα μαύρο. Σα να συμβουλεύτηκε μια στιγμή το σκοτάδι. Ύστερα έσκυψε στο γράμμα και πρόσθεσε:
" Προαισθάνομαι, όχι: είμαι βέβαιος, πως κάτι εξαιρετικό θα μου τύχει εδώ που ήρθα".
Έτσι είτανε πιο καλά! Ο φίλος θα ζήλευε λιγάκι. Υπόγραψε νευρικά, δίπλωσε το χαρτί, το έκλεισε στο φάκελλο. Ύστερα σηκώθηκε, φύσηξε το κερί και ξαπλώθηκε ανάσκελα στο κρεβάτι.(απόσπασμα)
Άγγελος Τερζάκης , Ταξίδι με τον Έσπερο, Βιβλιοπωλείον της " Εστίας", Αθήνα 1999, 12η έκδοση
" Το Ταξίδι με τον Έσπερο κατέχει ιδιάζουσα θέση στην πεζογραφική παραγωγή του Άγγελου Τερζάκη. Μυθιστόρημα της εφηβείας, συνδυάζει την τρυφερότητα με την αφηγηματική χάρη, το λυρισμό με τη λιτή και υπαινικτική γραφή - τα στοιχεία εκείνα που κατέταξαν τον Τερζάκη στους μεγάλους Έλληνες συγγραφείς του αιώνα μας" ( οπισθόφυλλο)
Ο Άγγελος Τερζάκης "ταξίδεψε" στις 3 Αυγούστου 1979
" Το Ταξίδι με τον Έσπερο κατέχει ιδιάζουσα θέση στην πεζογραφική παραγωγή του Άγγελου Τερζάκη. Μυθιστόρημα της εφηβείας, συνδυάζει την τρυφερότητα με την αφηγηματική χάρη, το λυρισμό με τη λιτή και υπαινικτική γραφή - τα στοιχεία εκείνα που κατέταξαν τον Τερζάκη στους μεγάλους Έλληνες συγγραφείς του αιώνα μας" ( οπισθόφυλλο)
Ο Άγγελος Τερζάκης "ταξίδεψε" στις 3 Αυγούστου 1979
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου