Pieta of Lubiaz (1360 - 1370), άγνωστου καλλιτέχνη, Εθνικό Μουσείο Βαρσοβίας
Επιμέλεια: ofisofi //atexnos
Στο βιβλίο εκθέτει πρώτα τα ποιήματα των δύο δημιουργών και μετά τις διαφορές ανάμεσά τους. Στη συνέχεια επανέρχεται στο ζήτημα της στρατευμένης και αστράτευτης τέχνης.
Το απόσπασμα που ακολουθεί αναφέρεται στην πρώτη διαφορά ανάμεσα στα δύο ποιήματα και παρουσιάζει την άποψη του Βάρναλη για το Χριστό..
James Tissot, Ιούδας ο Ισκαριώτης (1886 – 1894), Brooklyn Museum
Στο «Μονόλογο του» ο Προμηθέας ρωτάει το Μώμο:
«Θα τον ιδούν οι Εβραίοι ν’ ανασταίνεται;».
Κι εκείνος του απαντάει:
«Κανένας. Μονάχα μετά την ανάστασή του θα παρουσιαστεί στους μαθητάδες του. Σαν όραμα».
Κι ο Προμηθέας:
«Δηλαδή σε κεινούς, που τόνε πιστέψανε και πριν πεθάνει! Μα τότες είτανε ολότελα περιττό να πεθάνει. Να παρουσιαστεί στους σταβρωτήδες του! Σε κεινούς, που δεν τόνε πιστέβουνε. Μέρα μεσημέρι στην Αγορά! Κι ολόσωμος! Εδώ τόνε θέλω. Εξόν αν φοβάται».
Κι ο Μώμος του απαντά:
«Τι Έλληνας! Άμα τόνε βλέπανε, τότες ίσα – ίσα δε θα τονε πίστεβε κανένας. Θα μαθεφτεί όμως από στόμα σε στόμα, πως αναστήθηκε. Και τότες όλοι θα πιστέψουνε. Δεν ξέρεις, καημένε, τη λαϊκή ψυχή. Οι λαοί πιστέβουνε πιότερο τ’ αφτιά τους παρά τα μάτια τους. Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα. Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τους. Μήπως εσένα, το Δία, την Αφροδίτη – κιόλους τους άλλους – σας έχουν ιδωμένα οι Έλληνες και σας πιστέβουνε; Εμείς θα σας δείξουμε στους λαούς. Έτσι μονάχα θα πάψουν να σας πιστέβουνε».
Και σ’ άλλο σημείο πάλι ο Μώμος λέει στον Προμηθέα και τον Ιησού:
«Όσο για τον άνθρωπο, τον έπλασε..η μαϊμού! Κ’ εσάς οι ανθρώποι. Σας πλάσαν οι αφέντες της Γης « κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους». Δουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατέβετε την Αδικία. Και μετά θάνατον; – Αέρας φρέσκος! Όξω από το συφέρο των Κροίσων ( με κορώνα και δίχως κορώνα) κι όξω από τη φαντασία των φοβισμένων και των ανίδεων, δεν υπάρχετε πουθενά…»
Στην τελευταία στροφή του ποιήματος του «Η Μαγδαληνή» ο Βάρναλης γράφει:
Κανείς( και πλήθη και σοφοί και μαθητάδες και γονιοί)
δεν ξάνοιγε το σπαραγμό στα θάματά σου πίσω
κι αν πρόσμενες το λυτρωμό σου από την άδικη θανή,
Εγώ μονάχα το νιωσα, που είμουνα λάσπη και κοινή…
πόσο Χριστέ σουν άνθρωπος! Κ’εγώ θα σ’ αναστήσω!
Και τώρα θα παραθέσω ολόκληρο το αριστουργηματικό του ποίημα « Η αγωνία του Ιούδα», όπου παρουσιάζει το μαθητή που θεωρήθηκε προδότης, σαν τον επαναστάτη που επεχείρησε την εξέγερση την οποία δεν αποτόλμησε ο Χριστός, μιας και ο τελευταίος πρόσβλεπε στην επουράνια και όχι στη γήινη Ιερουσαλήμ( πρβλ. Παύλος: Προς Εβραίους 12.22 «αλλά προσεληλήθατε Σιών όρει και πόλει Θεού ζώντος, Ιερουσαλήμ επουρανίω»). Το ποίημα αρχίζει με έναν μικρό πρόλογο σε πεζό(ποιητικότατο πεζό):
Μια από κείνες τις ανοιξιάτικες βραδιές, που η κουφόβραση κι η πνιγούρα μαζί με τις μακρινές αστραπές μηνάνε καταιγίδα.
Ο Ιούδας ξέκοψε, κατά τη συνήθειά του, από τους άλλους συντρόφους, που κρυμμένοι μέσα σ’ έν’ αμπέλι, μοιράζονται ό,τι αυτός κατάφερε να τους έβρει για φαγί.
Και προσεύχονται.
Ο ορισμένος από τις Γραφές παράνομος μαθητής ανέβηκε πάνου σ’ έναν λόφο από άμμο. Μορφή αχαμνή, νέος ακόμα, φαίνεται να χει πολύ υποφέρει.
Για πρώτη φορά ο πόνος κ’ η απελπισία καθαρίζουν έτσι καλά τη σκέψη του και της δίνουνε μια τραγική στροφή.
Τα χείλη του καθώς τα σφίγγει παίρνουν, θαρρείς, το σχήμα του φιλιού.
Αμμόσκονη πολλά ψιλή, δίχως αγέρα μήδ’ αχό,
πνίγει τον κόκκινο ουρανό, που δίχως ήλιο ανάβει.
Λιγάκι ψήλος αερινό, μια στάλ’ ανάσα – αγκομαχώ!
Άμποτε να με βούλιαξε ξυλάρμενο καράβι,
ω βράδι καλοκαιρινόν, η μπόρ’ αφτή, που αστράβει.
Βλέπω την πόλη από μακριά, την Άγια Πόλη, π’ αγαπώ.
Απάνω της μια χαρακιά γραμμένη με το μέλι.
Απ’ την κλεισμένη μου καρδιά περνάς, σοκάκι χαρωπό,
γλυστράς, γυναίκα, πράσινο μέσα στο κύμα χέλι, –
την ερημιά βαρέθηκα κ’ η πόλη δε μας θέλει!
Ξυπόλητοι, μ’ ένα ραβδί κ’ ένα ταγάρι σταβρωτά,
τη μέρα να κρυβόμαστε, τη νύχτα να δρομάμε,
– ξυπνούν αλάργα τα σκυλιά και μας γαβγίζουν σερπετά`
πόσες ημέρες νηστικοί, θυμάμαι δε θυμάμαι! –
αχ! δε βαστώ, καρδούλα μου, κι ό,τι λογιάζεις κάμε.
Άρχισε να κλονίζεται και δεν το κρύβει πια ο Θωμάς.
Ο Πέτρος κακομίλητος τα φρύδια του ζαρώνει.
Και ξαφνικά ξεκόβοντας ο νιος Ιωάννης από μας
παραλαλεί κι αλλόκοτα φαντάσματα ξαμώνει.
Όλους μας καταντήσατε φαντάσματ’ άγρια, Πόνοι!
Καρδιά, πουλί τρεμάμενο, χωρίς φωλιά πάνω στη Γη,
κυνηγημένη πας ομπρός και πίσω δε γυρίζεις.
Τι να’ ναι τάχα: θέληση, φόβος, συνήθεια, προσταγή;…
Μα κάπου θα ναι ανάπαψη, κάπου γαλήνια ορθρίζεις
σε θάλασσα και σε πλαγιές, Άνοιξη, που μυρίζεις.
Μα Κείνος τίποτα δε λέει. Διάφανο σώμα κι αδειανό
πάνου απ’ το χώμα σηκωτό βαδίζει στον αέρα.
Στα νοτισμένα μάτια του κοιτάς τον άπατο ουρανό.
Λόγος γλυκής, που, κι αν μιλά κι αν δε μιλά, κοφτέρα
βυθίζεται μες τις καρδιές σε νύχτα και σε μέρα.
Στην Άγια Πόλη ως μπήκαμε, – βάγια πολλά και φοινικιές! –
και ξένοι αρχόντοι και δικοί κρυμένοι τρέμαν όλοι,
γιατ’ άνεμος ξεσήκωνε τα πλήθη ( ελπίδες ξαφνικές!)
Του πα σιγά: « Τώρα καιρός για τη Μεγάλη Σκόλη!»
– « Ουράνιο το βασίλειο μου κι ουράνια, μάθε, η Πόλη».
Μ’ αρνιέσαι τάφο, Θάνατε, πώς θα με φέρεις στη Χαρά;
Βαθιά στο χώμα, οργιές πολλές, μονάχα κρύα σκουλήκια.
Τούτ’ η καρδιά, και που μισεί και δικιοσύνη λαχταρά,
ζητάει δικά της δω στης Γης δυο πιθαμές χαλίκια,
απ’ τ’ αγαθά, που δώσε ο Θεός, ζητάει μερίδα δίκια!
Ποιος το φτωχό μου το κορμί και την ψυχή μου τη φτωχιά
απ’ τον κρυφό το Φαρισαίο κι απ’ τον τραχή Λατίνο,
από τον ξένο γέρακα θα σώσει κι απ’ την ντόπια οχιά;
Αυτούς σ’ ατάραγη ζωή κι αράθυμη ν’ αφήνω
κ’ εγώ ανεμόσκαλα σωμού στο γαλανό να στήνω;
Δεν είναι μοναχά η δικιά μου μοίρα, που με τυραννά,
μάβροι συντρόφοι της δουλειάς και της απελπισίας.
Ήλιος ζεστός και γόνιμος τα χρόνια μας τα σκοτεινά
για κείνους, που την αρετή μας θέλουν της θυσίας.
Ήρτε γι’ αφτούς, – για μας ακόμ’ αργεί ο ωραίος Μεσσίας.
Σε λογισμό και σε καρδιάν ανάμεσα όχτρητα πολλή.
Καθάρια το πρεπούμενο στο νου μου λαγαρίζει,
μα σίντα πάω να κουνηθώ λίγο, το σώμα παραλεί,
πιότερο σφίγγει τ’ άλυτο σκοινί Του, που μ’ ορίζει`
ψυχή και σώμ’ αντίμαχα σε δυο μου τα χωρίζει.
(Θυμάται τη μάνα του)
Τα κλάηματά σου, μάνα μου, φτάνουν εδώ στην ερημιά.
Μες τα λιγνά χεράκια σου νυχτόημερα δεμένη,
ώρες κοιτώντας χαμηλά τελειώνεις με λιγοθυμιά.
Μες τ’ άδειο σου θυμητικό άλλο από με δε μένει.
Του ζωντανού θανάτου εμείς χρόνια καταραμένοι!
Για σας, μανάδες κι αδερφοί και τώρα κ’ ύστερα, σιγά
θα κάνω απόψε, που νογώ, της ανταρσίας το κρίμα.
Και ξέρω τι καταλαλιά τη μνήμη μου θα κυνηγά!
Αν δεν πετύχει τούτο δα το πρώτο μέγα βήμα,
Θα πουν οι εμπόροι των Θεών: « Τον πρόδωσε για χρήμα!»
Βέβαια το ποίημα αυτό διαφέρει από τη «Μάνα του Χριστού», γιατί ο επαναστάτης εδώ είναι ο Ιούδας, ενώ εκεί είναι ο Χριστός. Όμως και στα δυο ποιήματα ο Χριστός είναι άνθρωπος, το δε επαναστατικό του πρόγραμμα καθώς και ο διπλός του στόχος που είναι η απελευθέρωση απ’ τους Ρωμαίους ( τον τραχή Λατίνο) και την ντόπια ολιγαρχία ( τον Φαρισαίο που τον αποκαλεί ντόπια οχιά) το δίνει μέσα απ’ τον Ιούδα που έκανε την εξέγερση, η οποία όμως απέτυχε αν και εκμεταλλεύτηκε το Πάσχα, γιατί τότε οι Ιουδαίοι πήγαιναν όλοι για τη γιορτή στην αγία πόλη και ήταν συνεπώς μια μεγάλη ευκαιρία. Και πραγματικά το Πάσχα προσφερόταν για εξεγέρσεις, όπως μας πληροφορεί ο Ιώσηπος, μιλώντας για μιαν εξέγερση που έγινε στην Ιερουσαλήμ όταν διοικητής της Ιουδαίας ήταν ο Βεντίδιος Κουμανός, το 49 μ.Χ.
Είχε φτάσει το Πάσχα και όπως ήταν το συνήθειο από παντού συνέρεε στην πόλη το πλήθος των Ιουδαίων. Ο Κουμανός, που φοβήθηκε μήπως αυτή η κοσμοσυρροή αποτελέσει ευκαιρία για εξέγερση, διέταξε ένα τμήμα της φρουράς να φυλάξει με τα όπλα τις στοές του ναού για να αποτραπεί οποιαδήποτε απόπειρα. Κι όπως σημειώνει ο Ιώσηπος, το μέτρο αυτό αποτελούσε τη συνηθισμένη πρακτική των προηγούμενων διοικητών της Ιουδαίας κατά τις γιορτές. Ο ίδιος συγγραφέας μιλώντας σ’ άλλο σημείο για τον πόλεμο του 70 μ.Χ. γράφει ότι σ’ ένα διάλειμμα μικρό του πολέμου που συνέπεσε με το Πάσχα, ο Ελεάζαρ και οι άνδρες του άνοιξαν εν μέρει τις πύλες για να δεχτούν τους πολίτες που ήθελαν να μπουν στην πόλη για να προσκυνήσουν. Τότε ο Ιωάννης, χρησιμοποιώντας ως προκάλυμμα τη γιορτή, πέρασε τους ασημότερους απ’ τους οπαδούς του, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους δεν είχαν εξαγνιστεί, έχοντας κάτω απ’ τα ρούχα τους κρυμμένα όπλα και κατέλαβαν το ναό. Ο Βάρναλης γνώριζε καλά το Σουητώνιο αλλά και τον Ιώσηπο, όπως φαίνεται από την ιστορία του ιουδαϊκού πολέμου που τόσο συναρπαστικά δημοσίευσε στη βιογραφία του Τίτου στους «Διχτάτορες». Έχοντας λοιπόν υπόψη του αυτά τα στοιχεία εμφανίζει το Χριστό σαν επαναστάτη που απέτυχε το κίνημά του κι αντιμετώπισε το μαρτυρικό θάνατο του σταυρού.
Η διαφορά από το Ρωμανό είναι κεφαλαιώδης. Γιατί αυτό ακριβώς το στοιχείο, η ανθρώπινη ιδιότητα του Χριστού, δίνει καινούργιο περιεχόμενο στο ποίημα και μιαν άλλη διάσταση. Δίνει περιεχόμενο κοινωνικό, επαναστατικό, ανθρωπιστικό. Η θυσία τώρα αποκτάει το νόημά της κι αποτελεί τη δραματική κορύφωση της προσπάθειας του κοινωνικού μεταρρυθμιστή, του επαναστάτη, που θέλει να αλλάξει τον κόσμο καταργώντας την αδικία κι ελευθερώνοντας το φτωχό και καταπιεζόμενο λαό. Η θυσία δικαιώνει το επαναστατικό κήρυγμά του, το πρόγραμμα δράσης και το σκοπό του, γιατί μεγαλύνει την προσπάθειά του, μιας και υπάρχει πλήρης αντιστοιχία ανάμεσα στα λόγια και στη δράση του. Η εκούσια επιλογή του θανάτου τη στιγμή που μπορεί να δραπετεύσει στη δύσκολη στιγμή και να σωθεί και η απόφασή του να αποδεχτεί τα βασανιστήρια και τον πόνο, προεκτείνει την ανθρώπινη διάστασή του και τη μεγαλώνει. Της δίνει μια νέα ποιότητα, ακριβώς επειδή δεν είναι θεϊκή. Γιατί ξέρει πως ο θάνατος σημαίνει το οριστικό τέλος, που δεν έχει ούτε συνέχεια σε άλλον κόσμο, ούτε και γυρισμό ξανά σ’ αυτή τη ζωή…
Ανδρέα Λεντάκη, Ρωμανός ο Μελωδός Κώστας Βάρναλης και στρατευμένη τέχνη, Δωρικός, Αθήνα 1991
[1] Ο ΚΑ΄ ύμνος του Ρωμανού αποτελείται από 240 στίχους και είναι γραμμένος με τη μορφή διαλόγου και έχει γραφτεί για τη Μ.Παρασκευή. Η Μάνα του Χριστού θρηνεί για το γιο της.
[2] Αναφέρεται στο ποίημα του Κώστα Βάρναλη «Η Μάνα του Χριστού»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου