Επιμέλεια: ofisofi // atexnos
Αρχές καλοκαιριού του 1967 ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος με την « ηλεκτροκίνητη γαλέρα» που φέρει το όνομα του Λένιν, φτάνει στο λιμάνι του Κάτω Νόβγκοροντ, την πολιτεία που πήρε το όνομα Γκόρκι. Στην πεντάωρη παραμονή του περιηγείται τη μεγάλη πόλη και κάνει μια στάση στο σπίτι όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια του χρόνια ο Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκώφ, ο Γκόρκι.
[…] Το επισκεπτήριο ανά την πόλη Γκόρκι το κλείσαμε στο σπίτι του γέρο – Κασίριν, εκεί που έζησε τα παιδικά του χρόνια ο Αλιόσα Πεσκώφ.
Πολλά μπορεί νάχει διαβάσει κανείς για το Γκόρκι, αλλά ένα πέρασμα από τα θαμπά χαμηλοτάβανα καμαράκια του σπιτιού είναι μια γνωριμία από την αρχή. Το βαρύ χνώτο των περασμένων νιώσαμε να μας παίρνει στο πρόσωπο πριν ακόμη δρασκελίσουμε το κατώφλι του. Ο Γκόρκι γράφει στα «Παιδικά Χρόνια» πώς πρωτοείδε το σπίτι του παππού του, καθώς ανέβαιναν τον ανήφορο από το λιμάνι όλο μαζί το συγγενολόι: ένα χαμηλό μονόπατο σπιτάκι πασαλειμμένο με άθλια ροδομπογιά, η σκεπή βουλιαγμένη σαν κάποιος να την πάτησε από πάνω, τα παράθυρα τιναγμένα έξω από τους τοίχους σα γουρλωμένα μάτια. Έτσι περίπου είναι και τώρα. Ένα παλιό φανάρι στην αυλόπορτα, το πεζοδρόμιο στρωμένο με τούβλα όπως ήταν τότε, στον ξύλινο τοίχο κάποιες παλιές ταμπέλες. Είναι μουσείο, παράρτημα του κεντρικού μουσείου που λειτουργεί στην πόλη, σ’ ένα παλιό αρχοντικό.
Θα δρασκελίσουμε την ξύλινη αυλόπορτα αφήνοντας να μας ξεναγήσει η μνήμη:
«Βρέθηκα στην αυλή. Ήταν όλα άθλια κι εκεί μέσα: παντού κρέμονταν μεγάλα μουσκεμένα πανιά, παντού κάδες με πηχτές μπογιές όπου ήταν πεταμένα ρούχα να μουσκεύουν. Στη γωνιά μέσα σ’ ένα χαμηλό μισοσκεπασμένο χαγιάτι έκαιγε η φωτιά, κάτι έβραζε εκεί, κάτι κόχλαζε κι ένας άνθρωπος που δεν φαινόταν φώναζε κάτι παράξενα λόγια:
– Σουλιμάς, φουξίνα, βιτριόλι…»
Όλα αυτά, δηλαδή το χαγιάτι, οι φούρνοι, τα καζάνια είναι σήμερα στη θέση τους, αλλά σε απομαχία, στεγασμένα κάτω από ξύλινο παράπηγμα. Στην πόρτα διαβάζουμε, γραμμένη με παλιούς ρωσικούς χαρακτήρες, την επιγραφή της επιχείρησης του γερο – Κασίριν: «Β α φ ε ί ο ν».
Όποιος κρατάει λίγο – πολύ στη μνήμη του τα περιστατικά που γνωρίζουμε από το βιβλίο, νιώθει αμέσως πως βρίσκεται σε γνώριμο περιβάλλον. Άλλωστε ο καθένας μπαίνοντας εδώ ξαναγυρίζει κατά κάποιο τρόπο στα δικά του παιδικά χρόνια, όπως τότε που πρωτοδιάβαζε Γκόρκι. Είμαστε στην αυλή των θαυμάτων, εντοιχισμένοι στο αποπνιχτικό παρελθόν , μεταξύ κάποιου μαντρότοιχου και του ξύλινου γέρικου σπιτιού. Το βαφείο, το αχούρι των Κασίριν, θα μας θυμίσει ένα από τα δυνατότερα επεισόδια, τη σκηνή της πυρκαγιάς. Οι νυχτερινές φλόγες της σα να μας φωτίζουν και τώρα τον ζωντανότερο ίσως τύπο του Γκόρκι, τη γριά Ακουλίνα, την ενσαρκωμένη μοίρα της Ρωσίδας με την πλατιά ψυχή, την αγάπη προς όλα και όλους και την απίθανα δυνατή θέληση που ξυπνάει και θαυματουργεί στις κρίσιμες ώρες, όταν οι άλλοι, οι «θρασείς εν ειρήνη», έχουν παραλύσει και αφεθεί στη μοίρα τους. Ο Γκόρκι έγραψε την Τριλογία του όταν ήταν πια διάσημος σ’ όλο τον κόσμο. Η αυτοβιογραφία του δεν είναι μόνο μια ολοζώντανη αφήγηση, αλλά κι ένα σοφά συγκροτημένο βιβλίο. Η σοφία του βρίσκεται στο ότι μας φέρνει σε άμεση επικοινωνία με την αφηγηματική μαγεία των γεγονότων, τα οποία όμως έχουν φιλτραριστεί και ανασκευαστεί από το χέρι του μάστορα. Όταν ο Γκόρκι καθόταν να γράψει τη βιογραφία του ήξερε πως η ρωσική λογοτεχνία είχε μια μεγάλη παράδοση πάνω στο είδος αυτό – έφτανε και περίσσευε η παιδική τριλογία του Τολστόι. Η προσπάθειά του αφάνταστα δύσκολη, έπρεπε να γράψει κι όχι απλώς να αφηγηθεί τη ζωή του.
«Ποτέ άλλοτε μπροστά σε κάθε τίμιο Ρώσο δεν έστεκαν τόσα πολλά και μεγάλα καθήκοντα όσα σήμερα κι έχει μεγάλη σημασία τώρα να μιλήσουμε για το παρελθόν όχι γι’ άλλο λόγο μα ίσα – ίσα για να φωτίσουμε τους δρόμους του μέλλοντος»
– με αυτή τη σκέψη ο Γκόρκι καθόταν το 1911 να γράψει το μυθιστόρημά του. Όλα τα καθέκαστα του έργου είναι περασμένα από τη σκέψη αυτή, έχουν μουσκέψει με το νόημά της, όπως μούσκευαν μέσα στα καζάνια με τις μπογιές οι αλατζάδες της πελατείας του γερο – Κασίριν. Γι’ αυτό το λόγο το μήνυμα του έργου του είναι πλατύτερο από μια βιογραφία, είναι ο δρόμος των βασάνων της λαϊκής ζωής στη Ρωσία, ο ταπεινός άνθρωπος που ξεκινάει έρποντας για να ανέβει σιγά – σιγά μέχρι τη συνείδηση της ζωής του και της ανάγκης να αγωνιστεί γι’ αυτήν. Σε άλλα αυτοβιογραφικά έργα Ρώσων λογοτεχνών δε θα δούμε αυτή τη στενή σχέση του μικρού ήρωα με τη ζωή του φτωχού λαού. Η ψυχή του Αλιόσια, ένα φύλλο πάνω στο δέντρο, σαλεύει όπως και τ’ άλλα φύλα: Αλλά και στο φτωχόσπιτο όπου μπαίνουμε δεν θα ψηλαφήσουμε μόνο πώς ξεκινούσε εκείνα τα χρόνια ο Γκόρκι. Στο εσωτερικό του, στα ταπεινά υπάρχοντά του, είναι αποτυπωμένη η μοίρα της ρωσικής φτωχολογιάς που δε φαίνεται να είχε καμμιά ουσιαστική διαφορά από το πώς ζούνε τη ζωή τους οι φτωχοί σ΄όλη τη γη. Το σπίτι είναι κι ένα μουσείο της ρωσικής φτώχειας.
Αλλά μας ενδιαφέρει τώρα ο Γκόρκι. Θα επωφεληθούμε να ρίξουμε μια προσεχτικότερη ματιά, αφού βρεθήκαμε σήμερα στη φάτνη του θρύλου του. Ο ίδιος γράφει στα «Παιδικά Χρόνια»:
«…Το σπίτι του παππού μου είχε φλομώσει από την έχθρα που ένιωθαν εκεί μέσα όλοι για όλους. Το μίσος είχε ποτίσει ακόμη και τα μικρά παιδιά. Σπάνια κάποιος γελούσε εδώ μέσα κι όποτε γελούσαν μου ήταν αδύνατο να καταλάβω γιατί γελάν. Βρίζονταν, φώναζαν, όλο κάτι κρυφοψιθύριζαν στις γωνιές. Τα παιδιά ήταν μουλωχτά, ζούσαν μέσα στο σπίτι δίχως να τα βλέπουν οι άλλοι, ήταν κολλημένα χάμω όπως η σκόνη μετά τη βροχή. Εγώ ένιωθα ξένος εκεί, η ζωή αυτή έκανε την ψυχή μου να κρατιέται άγρυπνη σα να μου έκαναν συνέχεια ενέσεις. Ξυπνούσε μέσα μου την καχυποψία, μ’ έκανε να στρέφω παντού το βλέμμα με προσοχή ακοίμητη…».
Ο Γκόρκι είναι ο αυτοδημιούργητος – οι ενέσεις της απορίας μπροστά στο αίνιγμα της ζωής και των ανθρώπων που τις ένιωθε μέρα νύχτα εδώ, σ’ αυτό το σπίτι, πρωτοξύπνησαν την ευαισθησία, την παρατήρηση, την πικρή γνώση. Πολλά, πάρα πολλά πράγματα απ’ όλον τον κατοπινό Γκόρκι « εδώ έχουν την αρχήν των». Λένε πως κάποτε ο Αντρέγιεβ του είπε:
– «Η φύση, Αλεξέι, δε σε προίκισε με ταλέντο, το έφτιαξες μονάχος σου»
– «Το ξέρω, του απάντησε ο Γκόρκι. Εγώ είμαι το υποζύγιο της ρωσικής λογοτεχνίας».
Η ζωή του Γκόρκι είναι αδιάκοπη μαθητεία, από την πλευρά αυτή το δίδαγμα του θα μένει για μας εξαιρετικά ενδιαφέρον. Ο Γκόρκι είναι ο κλασσικός που ζωγράφισε τη ζωή του ρωσικού λαού, ο βάρδος των πρώτων επαναστατικών αγώνων των Ρώσων προλεταρίων. Τον έχουν πει και αλμπατρό της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτά είναι σωστά. Για να φτάσει όμως ως εκεί το φτωχόπαιδο από το Κάτω Νόβγκοροντ δούλεψε σκληρά. Τα μεγάλα προβλήματα της εποχής του τα είδε από υψηλό επίπεδο πνευματικής και καλλιτεχνικής καλλιέργειας. Αυτό είναι το κατόρθωμά του. Τότε που ο Γκόρκι τραβούσε των παθών του τον τάραχο σ’ αυτό το σπίτι, βασίλευε στο Κάτω Νοβγορόντ ο μεγαλέμπορος Μπουγκρώφ, ένας απίθανος τύπος αυτοδημιούργητου επιχειρηματία, αγράμματου, αλλά πανέξυπνου και παράτολμου στις δουλειές του. Μάζευε με ικανότητα το ρούβλι. Μα ένιωθε και τους κινδύνους , που απειλούσαν τα πλούτη του και την τάξη του από τις λαϊκές φτωχές τάξεις. Ήταν ο μέγας ληστής και ο μέγας φιλάνθρωπος της περιοχής – τάιζε τους φτωχούς για να μη τον γδύσουν. Ο Γκόρκι είχε και αυτός πάρει από το χέρι του κάποιο βοήθημα, τότε που ήταν ένας ξυπόλητος πιτσιρίκος και είχε κοιμηθεί στο σπίτι των αστέγων που λειτουργούσε με τα έξοδα του Μπουγκρώφ σε μια πλαγιά, κάτω από τείχη του αρχαίου Κρεμλίνου. Αργότερα όταν τύπωσε τα πρώτα του βιβλία, έγιναν με τον Μπουγκρώφ φίλοι. Κι αυτός δεν έπαυε να τον ρωτά κάθε φορά που συναντιόνταν: Πώς τα κατάφερες να γίνεις τέτοιος σπουδαίος άνθρωπος εσύ, έ ν α ς α π ό ε κ ε ί ν ο υ ς – ένας δηλαδή από τη μάζα των αθλίων που ζούνε με όσα πετώ εγώ;
Και θα μεταφέρουμε εδώ κι ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Κορνέι Τσουκόφσκι:
«…Από τότε που δουλεύαμε μαζί με το Γκόρκι είχα καταλάβει πως ήξερε καλύτερα από τον καθένα μας τα πιο άγνωστα κατατόπια της ρωσικής λογοτεχνικής ιστορίας. Πείστηκα πως ξέρει έως τις λεπτότατες αποχρώσεις τους τα διάφορα «ρεύματα», «κατευθύνσεις» και «τάσεις», τα οποία συνθέτουν την ιστορία της λογοτεχνίας. Το βυρωνισμό, το νατουραλισμό, το συμβολισμό, όλους τους κάθε λογής ισμούς τους έπαιζε στα δάχτυλα.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, μερικούς συγγραφείς τότε τους πείραζε η απέραντη ευρυμάθειά του. Ένας απ’ αυτούς μου έλεγε πριν ακόμα γνωρίσω από κοντά το Γκόρκι:
– Μας λένε πως είναι αλμπατρός…πρόκειται όμως για έναν βιβλιοπόντικα, έναν παπαγάλο, που έμαθε απόξω όλη την εγκυκλοπαίδεια του Μπρογχάουζ από το άλφα μέχρι το ωμέγα.
Οι άνθρωποι αυτοί, συνεχίζει ο Τσουκόφσκι, δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι μεγάλος, αληθινά προλεταριακός ποιητής μπορεί να είναι μόνο ένας συγγραφέας μέγιστης κουλτούρας, ένας άριστα μορφωμένος άνθρωπος της εποχής του και ότι μόνο το «έμφυτο» και το « αυθόρμητο» δεν επαρκεί».
Η συνεργασία του απομνημονευματογράφου με το Γκόρκι άρχισε το 1918 στην Πετρούπολη, τότε που ο Γκόρκι ίδρυσε την «Παγκόσμια λογοτεχνία», ένα εκδοτικό που έμελλε να εκδώσει στα ρωσικά τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Επικεφαλής ορίστηκε ένα «επιστημονικό συμβούλιο». Πρόεδρος ο Γκόρκι. Σύμβουλοι οι καλύτεροι γνώστες της ξένης λογοτεχνίας – της ινδικής ο ακαδημαϊκός Όλδεμπουργκ, της αραβικής ο ακδημαϊκός Κρατοκόφσκι, της κινεζικής ο ακαδημαϊκός Αλεξέεφ, της μογγολικής ο ακαδημαϊκός Βλαντίμιρτσεφ, της γερμανικής ο ποιητής Μπλοκ και δύο ακόμη καθηγητές της γαλλικής ο Γκουμιλιώφ και ο Λεβινσόν, της αγγλο – αμερινανικής ο Ζαμιάτιν και ο Τσουκόφσκι, της ιταλικής ο Βολίνσκι….
«…Δουλέψαμε αρκετά χρόνια με πρόεδρο το Γκόρκι και πρώτη φορά μου δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσω ό,τι μέχρι τότε δεν υποψιαζόμουνα.
Πρώτα μας έκανε εντύπωση ότι ήταν άριστος γνώστης της ξένης λογοτεχνίας. Μερικοί έξω από την επιτροπή έλεγαν: «Ένας προλετάριος που δεν ξέρει ούτε μια ξένη γλώσσα προεδρεύει στο επιστημονικό συμβούλιο». Αλλά ο προλετάριος αυτός αποδείχτηκε πως ήξερε περισσότερα από τους καθηγητές. Για όποιον συγγραφέα να γινόταν λόγος ο Γκόρκι μιλούσε
σα να γνώριζε όλη τη ζωή του…Κάποιος αίφνης αναφέρει κάποιον άσημο Γάλλο συγγραφέα που εμείς οι άλλοι είχαμε απλώς ακουστά το όνομά του. Ο Γκόρκι παίρνει το λόγο: Ο συγγραφέας αυτός έγραψε αυτό κι εκείνο. Αυτό δε λέγει πολλά πράγματα, το άλλο όμως είναι ένα αξιόλογο έργο…»
Περνώντας από τις χαμηλές κάμαρες του σπιτιού σκεφτόμαστε αυτήν ακριβώς την πλευρά από το δημιουργικό έργο του Γκόρκι που η ζωή του ήταν μια αδιάκοπη προσφορά μέσα από μια αδιάκοπη μαθητεία. Περιεργαζόμαστε τα αντικείμενα που είναι εδώ εκτεθειμένα. Το τραπέζι, γύρω από το οποίο είχαν παιχτεί τόσα και τόσα δράματα, τα μαυρισμένα τσουκάλια του μαγειριού, τα εικονίσματα, μια πένσα κι ένα σφυρί βολεμένα σ’ ένα δοκάρι του ταβανιού, η κιθάρα του θείου Γιάκωβου που κρέμεται στον τοίχο της κουζίνας, η γούνινη πατατούκα του γερο – Κασίριν, το τσαγιερό, ένα μπαούλο, ένας χειροποίητος πάγκος – αυτός ο ίδιος που έγερνε με γυμνά τα πισινά ο μικρός «Λεξέι» για να του τα μαυρίσει με τον βούρδουλα ο γέρος – όλα αυτά τα γνωστά φτωχοπράγματα όλο και κάτι θα μας θυμίσουν, ένα κάποιο επεισόδιο από τη γνωστή ιστορία. Αλλά για μας τώρα τα πράγματα αυτά παίρνουν μιαν άλλη υπόσταση.
«Η ζωή αυτή έκανε τη ψυχή μου να κρατιέται άγρυπνη σαν να μου έκαναν συνέχεια ενέσεις. Ξυπνούσε μέσα μου την καχυποψία, μ’ έκανε να στρέφω παντού το βλέμμα μου με προσοχή ακοίμητη».
Πάνω στο καθένα από τα παλιά αντικείμενα του σπιτιού σα να συλλαβαίνει κανείς και τώρα αυτό το ερευνητικό βλέμμα, η ματιά μας διασταυρώνεται μαζί του. Βρισκόμαστε σ’ ένα σχολείο κι έχουμε μπροστά μας ό,τι απόμεινε από το παλιό διδαχτικό προσωπικό του – τα πράγματα. Θα νιώσουμε και στο σπιτάκι του Καζάν το ίδιο περίπου που θα νιώσουμε αύριο στο Καζάν και μεθαύριο στο Ουλιάνοφσκ, περιεργαζόμενοι τις αίθουσες του σχολείου απόπου πέρασε ένα άλλο από τα ένδοξα παιδιά του Βόλγα, ο Λένιν. Με τη μεγάλη όμως διαφορά ότι εδώ τώρα βρισκόμαστε σ’ ένα κρυφό σχολειό, στο πρώτο από τα πολλά κρυφά σχολειά που έβγαλε ο Γκόρκι.
Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, Από τη Μόσχα στη Μόσχα. Εκδόσεις Καρανάση, Αθήνα 1975
Αρχές καλοκαιριού του 1967 ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος με την « ηλεκτροκίνητη γαλέρα» που φέρει το όνομα του Λένιν, φτάνει στο λιμάνι του Κάτω Νόβγκοροντ, την πολιτεία που πήρε το όνομα Γκόρκι. Στην πεντάωρη παραμονή του περιηγείται τη μεγάλη πόλη και κάνει μια στάση στο σπίτι όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια του χρόνια ο Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκώφ, ο Γκόρκι.
[…] Το επισκεπτήριο ανά την πόλη Γκόρκι το κλείσαμε στο σπίτι του γέρο – Κασίριν, εκεί που έζησε τα παιδικά του χρόνια ο Αλιόσα Πεσκώφ.
Πολλά μπορεί νάχει διαβάσει κανείς για το Γκόρκι, αλλά ένα πέρασμα από τα θαμπά χαμηλοτάβανα καμαράκια του σπιτιού είναι μια γνωριμία από την αρχή. Το βαρύ χνώτο των περασμένων νιώσαμε να μας παίρνει στο πρόσωπο πριν ακόμη δρασκελίσουμε το κατώφλι του. Ο Γκόρκι γράφει στα «Παιδικά Χρόνια» πώς πρωτοείδε το σπίτι του παππού του, καθώς ανέβαιναν τον ανήφορο από το λιμάνι όλο μαζί το συγγενολόι: ένα χαμηλό μονόπατο σπιτάκι πασαλειμμένο με άθλια ροδομπογιά, η σκεπή βουλιαγμένη σαν κάποιος να την πάτησε από πάνω, τα παράθυρα τιναγμένα έξω από τους τοίχους σα γουρλωμένα μάτια. Έτσι περίπου είναι και τώρα. Ένα παλιό φανάρι στην αυλόπορτα, το πεζοδρόμιο στρωμένο με τούβλα όπως ήταν τότε, στον ξύλινο τοίχο κάποιες παλιές ταμπέλες. Είναι μουσείο, παράρτημα του κεντρικού μουσείου που λειτουργεί στην πόλη, σ’ ένα παλιό αρχοντικό.
Θα δρασκελίσουμε την ξύλινη αυλόπορτα αφήνοντας να μας ξεναγήσει η μνήμη:
«Βρέθηκα στην αυλή. Ήταν όλα άθλια κι εκεί μέσα: παντού κρέμονταν μεγάλα μουσκεμένα πανιά, παντού κάδες με πηχτές μπογιές όπου ήταν πεταμένα ρούχα να μουσκεύουν. Στη γωνιά μέσα σ’ ένα χαμηλό μισοσκεπασμένο χαγιάτι έκαιγε η φωτιά, κάτι έβραζε εκεί, κάτι κόχλαζε κι ένας άνθρωπος που δεν φαινόταν φώναζε κάτι παράξενα λόγια:
– Σουλιμάς, φουξίνα, βιτριόλι…»
Όλα αυτά, δηλαδή το χαγιάτι, οι φούρνοι, τα καζάνια είναι σήμερα στη θέση τους, αλλά σε απομαχία, στεγασμένα κάτω από ξύλινο παράπηγμα. Στην πόρτα διαβάζουμε, γραμμένη με παλιούς ρωσικούς χαρακτήρες, την επιγραφή της επιχείρησης του γερο – Κασίριν: «Β α φ ε ί ο ν».
Όποιος κρατάει λίγο – πολύ στη μνήμη του τα περιστατικά που γνωρίζουμε από το βιβλίο, νιώθει αμέσως πως βρίσκεται σε γνώριμο περιβάλλον. Άλλωστε ο καθένας μπαίνοντας εδώ ξαναγυρίζει κατά κάποιο τρόπο στα δικά του παιδικά χρόνια, όπως τότε που πρωτοδιάβαζε Γκόρκι. Είμαστε στην αυλή των θαυμάτων, εντοιχισμένοι στο αποπνιχτικό παρελθόν , μεταξύ κάποιου μαντρότοιχου και του ξύλινου γέρικου σπιτιού. Το βαφείο, το αχούρι των Κασίριν, θα μας θυμίσει ένα από τα δυνατότερα επεισόδια, τη σκηνή της πυρκαγιάς. Οι νυχτερινές φλόγες της σα να μας φωτίζουν και τώρα τον ζωντανότερο ίσως τύπο του Γκόρκι, τη γριά Ακουλίνα, την ενσαρκωμένη μοίρα της Ρωσίδας με την πλατιά ψυχή, την αγάπη προς όλα και όλους και την απίθανα δυνατή θέληση που ξυπνάει και θαυματουργεί στις κρίσιμες ώρες, όταν οι άλλοι, οι «θρασείς εν ειρήνη», έχουν παραλύσει και αφεθεί στη μοίρα τους. Ο Γκόρκι έγραψε την Τριλογία του όταν ήταν πια διάσημος σ’ όλο τον κόσμο. Η αυτοβιογραφία του δεν είναι μόνο μια ολοζώντανη αφήγηση, αλλά κι ένα σοφά συγκροτημένο βιβλίο. Η σοφία του βρίσκεται στο ότι μας φέρνει σε άμεση επικοινωνία με την αφηγηματική μαγεία των γεγονότων, τα οποία όμως έχουν φιλτραριστεί και ανασκευαστεί από το χέρι του μάστορα. Όταν ο Γκόρκι καθόταν να γράψει τη βιογραφία του ήξερε πως η ρωσική λογοτεχνία είχε μια μεγάλη παράδοση πάνω στο είδος αυτό – έφτανε και περίσσευε η παιδική τριλογία του Τολστόι. Η προσπάθειά του αφάνταστα δύσκολη, έπρεπε να γράψει κι όχι απλώς να αφηγηθεί τη ζωή του.
«Ποτέ άλλοτε μπροστά σε κάθε τίμιο Ρώσο δεν έστεκαν τόσα πολλά και μεγάλα καθήκοντα όσα σήμερα κι έχει μεγάλη σημασία τώρα να μιλήσουμε για το παρελθόν όχι γι’ άλλο λόγο μα ίσα – ίσα για να φωτίσουμε τους δρόμους του μέλλοντος»
– με αυτή τη σκέψη ο Γκόρκι καθόταν το 1911 να γράψει το μυθιστόρημά του. Όλα τα καθέκαστα του έργου είναι περασμένα από τη σκέψη αυτή, έχουν μουσκέψει με το νόημά της, όπως μούσκευαν μέσα στα καζάνια με τις μπογιές οι αλατζάδες της πελατείας του γερο – Κασίριν. Γι’ αυτό το λόγο το μήνυμα του έργου του είναι πλατύτερο από μια βιογραφία, είναι ο δρόμος των βασάνων της λαϊκής ζωής στη Ρωσία, ο ταπεινός άνθρωπος που ξεκινάει έρποντας για να ανέβει σιγά – σιγά μέχρι τη συνείδηση της ζωής του και της ανάγκης να αγωνιστεί γι’ αυτήν. Σε άλλα αυτοβιογραφικά έργα Ρώσων λογοτεχνών δε θα δούμε αυτή τη στενή σχέση του μικρού ήρωα με τη ζωή του φτωχού λαού. Η ψυχή του Αλιόσια, ένα φύλλο πάνω στο δέντρο, σαλεύει όπως και τ’ άλλα φύλα: Αλλά και στο φτωχόσπιτο όπου μπαίνουμε δεν θα ψηλαφήσουμε μόνο πώς ξεκινούσε εκείνα τα χρόνια ο Γκόρκι. Στο εσωτερικό του, στα ταπεινά υπάρχοντά του, είναι αποτυπωμένη η μοίρα της ρωσικής φτωχολογιάς που δε φαίνεται να είχε καμμιά ουσιαστική διαφορά από το πώς ζούνε τη ζωή τους οι φτωχοί σ΄όλη τη γη. Το σπίτι είναι κι ένα μουσείο της ρωσικής φτώχειας.
Αλλά μας ενδιαφέρει τώρα ο Γκόρκι. Θα επωφεληθούμε να ρίξουμε μια προσεχτικότερη ματιά, αφού βρεθήκαμε σήμερα στη φάτνη του θρύλου του. Ο ίδιος γράφει στα «Παιδικά Χρόνια»:
«…Το σπίτι του παππού μου είχε φλομώσει από την έχθρα που ένιωθαν εκεί μέσα όλοι για όλους. Το μίσος είχε ποτίσει ακόμη και τα μικρά παιδιά. Σπάνια κάποιος γελούσε εδώ μέσα κι όποτε γελούσαν μου ήταν αδύνατο να καταλάβω γιατί γελάν. Βρίζονταν, φώναζαν, όλο κάτι κρυφοψιθύριζαν στις γωνιές. Τα παιδιά ήταν μουλωχτά, ζούσαν μέσα στο σπίτι δίχως να τα βλέπουν οι άλλοι, ήταν κολλημένα χάμω όπως η σκόνη μετά τη βροχή. Εγώ ένιωθα ξένος εκεί, η ζωή αυτή έκανε την ψυχή μου να κρατιέται άγρυπνη σα να μου έκαναν συνέχεια ενέσεις. Ξυπνούσε μέσα μου την καχυποψία, μ’ έκανε να στρέφω παντού το βλέμμα με προσοχή ακοίμητη…».
Ο Γκόρκι είναι ο αυτοδημιούργητος – οι ενέσεις της απορίας μπροστά στο αίνιγμα της ζωής και των ανθρώπων που τις ένιωθε μέρα νύχτα εδώ, σ’ αυτό το σπίτι, πρωτοξύπνησαν την ευαισθησία, την παρατήρηση, την πικρή γνώση. Πολλά, πάρα πολλά πράγματα απ’ όλον τον κατοπινό Γκόρκι « εδώ έχουν την αρχήν των». Λένε πως κάποτε ο Αντρέγιεβ του είπε:
– «Η φύση, Αλεξέι, δε σε προίκισε με ταλέντο, το έφτιαξες μονάχος σου»
– «Το ξέρω, του απάντησε ο Γκόρκι. Εγώ είμαι το υποζύγιο της ρωσικής λογοτεχνίας».
Η ζωή του Γκόρκι είναι αδιάκοπη μαθητεία, από την πλευρά αυτή το δίδαγμα του θα μένει για μας εξαιρετικά ενδιαφέρον. Ο Γκόρκι είναι ο κλασσικός που ζωγράφισε τη ζωή του ρωσικού λαού, ο βάρδος των πρώτων επαναστατικών αγώνων των Ρώσων προλεταρίων. Τον έχουν πει και αλμπατρό της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτά είναι σωστά. Για να φτάσει όμως ως εκεί το φτωχόπαιδο από το Κάτω Νόβγκοροντ δούλεψε σκληρά. Τα μεγάλα προβλήματα της εποχής του τα είδε από υψηλό επίπεδο πνευματικής και καλλιτεχνικής καλλιέργειας. Αυτό είναι το κατόρθωμά του. Τότε που ο Γκόρκι τραβούσε των παθών του τον τάραχο σ’ αυτό το σπίτι, βασίλευε στο Κάτω Νοβγορόντ ο μεγαλέμπορος Μπουγκρώφ, ένας απίθανος τύπος αυτοδημιούργητου επιχειρηματία, αγράμματου, αλλά πανέξυπνου και παράτολμου στις δουλειές του. Μάζευε με ικανότητα το ρούβλι. Μα ένιωθε και τους κινδύνους , που απειλούσαν τα πλούτη του και την τάξη του από τις λαϊκές φτωχές τάξεις. Ήταν ο μέγας ληστής και ο μέγας φιλάνθρωπος της περιοχής – τάιζε τους φτωχούς για να μη τον γδύσουν. Ο Γκόρκι είχε και αυτός πάρει από το χέρι του κάποιο βοήθημα, τότε που ήταν ένας ξυπόλητος πιτσιρίκος και είχε κοιμηθεί στο σπίτι των αστέγων που λειτουργούσε με τα έξοδα του Μπουγκρώφ σε μια πλαγιά, κάτω από τείχη του αρχαίου Κρεμλίνου. Αργότερα όταν τύπωσε τα πρώτα του βιβλία, έγιναν με τον Μπουγκρώφ φίλοι. Κι αυτός δεν έπαυε να τον ρωτά κάθε φορά που συναντιόνταν: Πώς τα κατάφερες να γίνεις τέτοιος σπουδαίος άνθρωπος εσύ, έ ν α ς α π ό ε κ ε ί ν ο υ ς – ένας δηλαδή από τη μάζα των αθλίων που ζούνε με όσα πετώ εγώ;
Και θα μεταφέρουμε εδώ κι ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Κορνέι Τσουκόφσκι:
«…Από τότε που δουλεύαμε μαζί με το Γκόρκι είχα καταλάβει πως ήξερε καλύτερα από τον καθένα μας τα πιο άγνωστα κατατόπια της ρωσικής λογοτεχνικής ιστορίας. Πείστηκα πως ξέρει έως τις λεπτότατες αποχρώσεις τους τα διάφορα «ρεύματα», «κατευθύνσεις» και «τάσεις», τα οποία συνθέτουν την ιστορία της λογοτεχνίας. Το βυρωνισμό, το νατουραλισμό, το συμβολισμό, όλους τους κάθε λογής ισμούς τους έπαιζε στα δάχτυλα.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, μερικούς συγγραφείς τότε τους πείραζε η απέραντη ευρυμάθειά του. Ένας απ’ αυτούς μου έλεγε πριν ακόμα γνωρίσω από κοντά το Γκόρκι:
– Μας λένε πως είναι αλμπατρός…πρόκειται όμως για έναν βιβλιοπόντικα, έναν παπαγάλο, που έμαθε απόξω όλη την εγκυκλοπαίδεια του Μπρογχάουζ από το άλφα μέχρι το ωμέγα.
Οι άνθρωποι αυτοί, συνεχίζει ο Τσουκόφσκι, δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι μεγάλος, αληθινά προλεταριακός ποιητής μπορεί να είναι μόνο ένας συγγραφέας μέγιστης κουλτούρας, ένας άριστα μορφωμένος άνθρωπος της εποχής του και ότι μόνο το «έμφυτο» και το « αυθόρμητο» δεν επαρκεί».
Η συνεργασία του απομνημονευματογράφου με το Γκόρκι άρχισε το 1918 στην Πετρούπολη, τότε που ο Γκόρκι ίδρυσε την «Παγκόσμια λογοτεχνία», ένα εκδοτικό που έμελλε να εκδώσει στα ρωσικά τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Επικεφαλής ορίστηκε ένα «επιστημονικό συμβούλιο». Πρόεδρος ο Γκόρκι. Σύμβουλοι οι καλύτεροι γνώστες της ξένης λογοτεχνίας – της ινδικής ο ακαδημαϊκός Όλδεμπουργκ, της αραβικής ο ακδημαϊκός Κρατοκόφσκι, της κινεζικής ο ακαδημαϊκός Αλεξέεφ, της μογγολικής ο ακαδημαϊκός Βλαντίμιρτσεφ, της γερμανικής ο ποιητής Μπλοκ και δύο ακόμη καθηγητές της γαλλικής ο Γκουμιλιώφ και ο Λεβινσόν, της αγγλο – αμερινανικής ο Ζαμιάτιν και ο Τσουκόφσκι, της ιταλικής ο Βολίνσκι….
«…Δουλέψαμε αρκετά χρόνια με πρόεδρο το Γκόρκι και πρώτη φορά μου δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσω ό,τι μέχρι τότε δεν υποψιαζόμουνα.
Πρώτα μας έκανε εντύπωση ότι ήταν άριστος γνώστης της ξένης λογοτεχνίας. Μερικοί έξω από την επιτροπή έλεγαν: «Ένας προλετάριος που δεν ξέρει ούτε μια ξένη γλώσσα προεδρεύει στο επιστημονικό συμβούλιο». Αλλά ο προλετάριος αυτός αποδείχτηκε πως ήξερε περισσότερα από τους καθηγητές. Για όποιον συγγραφέα να γινόταν λόγος ο Γκόρκι μιλούσε
σα να γνώριζε όλη τη ζωή του…Κάποιος αίφνης αναφέρει κάποιον άσημο Γάλλο συγγραφέα που εμείς οι άλλοι είχαμε απλώς ακουστά το όνομά του. Ο Γκόρκι παίρνει το λόγο: Ο συγγραφέας αυτός έγραψε αυτό κι εκείνο. Αυτό δε λέγει πολλά πράγματα, το άλλο όμως είναι ένα αξιόλογο έργο…»
Περνώντας από τις χαμηλές κάμαρες του σπιτιού σκεφτόμαστε αυτήν ακριβώς την πλευρά από το δημιουργικό έργο του Γκόρκι που η ζωή του ήταν μια αδιάκοπη προσφορά μέσα από μια αδιάκοπη μαθητεία. Περιεργαζόμαστε τα αντικείμενα που είναι εδώ εκτεθειμένα. Το τραπέζι, γύρω από το οποίο είχαν παιχτεί τόσα και τόσα δράματα, τα μαυρισμένα τσουκάλια του μαγειριού, τα εικονίσματα, μια πένσα κι ένα σφυρί βολεμένα σ’ ένα δοκάρι του ταβανιού, η κιθάρα του θείου Γιάκωβου που κρέμεται στον τοίχο της κουζίνας, η γούνινη πατατούκα του γερο – Κασίριν, το τσαγιερό, ένα μπαούλο, ένας χειροποίητος πάγκος – αυτός ο ίδιος που έγερνε με γυμνά τα πισινά ο μικρός «Λεξέι» για να του τα μαυρίσει με τον βούρδουλα ο γέρος – όλα αυτά τα γνωστά φτωχοπράγματα όλο και κάτι θα μας θυμίσουν, ένα κάποιο επεισόδιο από τη γνωστή ιστορία. Αλλά για μας τώρα τα πράγματα αυτά παίρνουν μιαν άλλη υπόσταση.
«Η ζωή αυτή έκανε τη ψυχή μου να κρατιέται άγρυπνη σαν να μου έκαναν συνέχεια ενέσεις. Ξυπνούσε μέσα μου την καχυποψία, μ’ έκανε να στρέφω παντού το βλέμμα μου με προσοχή ακοίμητη».
Πάνω στο καθένα από τα παλιά αντικείμενα του σπιτιού σα να συλλαβαίνει κανείς και τώρα αυτό το ερευνητικό βλέμμα, η ματιά μας διασταυρώνεται μαζί του. Βρισκόμαστε σ’ ένα σχολείο κι έχουμε μπροστά μας ό,τι απόμεινε από το παλιό διδαχτικό προσωπικό του – τα πράγματα. Θα νιώσουμε και στο σπιτάκι του Καζάν το ίδιο περίπου που θα νιώσουμε αύριο στο Καζάν και μεθαύριο στο Ουλιάνοφσκ, περιεργαζόμενοι τις αίθουσες του σχολείου απόπου πέρασε ένα άλλο από τα ένδοξα παιδιά του Βόλγα, ο Λένιν. Με τη μεγάλη όμως διαφορά ότι εδώ τώρα βρισκόμαστε σ’ ένα κρυφό σχολειό, στο πρώτο από τα πολλά κρυφά σχολειά που έβγαλε ο Γκόρκι.
Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, Από τη Μόσχα στη Μόσχα. Εκδόσεις Καρανάση, Αθήνα 1975
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου