Λένε πως η φιλοδοξία είναι πράμα ευγενικό, εγώ όμως γνώρισα κάτι ευγενικότερο: την περιφρόνηση κάθε φιλοδοξίας.
Ο φίλος μου δεν στάθηκε ποτέ του φιλόδοξος και ίσως αυτό να είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό του. Δεν είχε ούτε αυτή την τόσο κοινή φιλοδοξία να ιδεί τ' όνομά του τυπωμένο κάποτε.
Ωστόσο αυτό έγινε, κ' είτανε τότε που το διάβασα, εδώ και λίγα χρόνια, σ' έναν κατάλογο εξαφανισθέντων. Το ναυάγιο είχε γίνει στις ακτές του Ινδικού.
Ο φίλος μου έχει απομείνει για πάντα εκεί κάτω κι εγώ αρρωσταίνω συχνά. Ο ουρανός αλλάζει χρώματα, γίνεται κόκκινος. Πέφτω ανάσκελα και σφαλώ τα μάτια μου. Όταν τ' ανοίγω, βλέπω σκιές και φώτα που ανατέλλουν, βασιλεύουν, σ' έναν ουρανό πάνωθέ μου χαμηλό, στερέωμα από ασβέστη. Είδα πολλές φορές την αντιφεγγιά του δρόμου στο ταβάνι, άκουσα τις φωνές του που γίνονται βαρυσήμαντες όταν σου έρχονται μέσα σε μια κάμαρα σφραγισμένη από την αγωνία.
Έρχονται τα σούρουπα. Ο ουρανός γίνεται ροδαλός, έπειτα κόκκινος. Η ανάσα των αρρώστων βαραίνει. Σαν κάποιος ν' άπλωσε τα δίχτυα από τα μεσούρανα και τώρα να τα τραβάει. Είναι η φυρονεριά των ψυχών.
Τότε, στο κομμάτι τ΄ουρανού που βλέπω από το κρεβάτι μου, περνάνε αράδα οι μορφές οι γνώριμες κ' αγαπημένες. Μια θάλασσα γεμάτη αντιφεγγιά φλογάτη, αποτραβιέται με ανασαμό πλατύ, γυμνώνοντας την αμμουδιά του γιαλού μας. Τα χαλίκια σιγοτρίζουν, γύρω στους βράχους παφλάζει το κύμα.
Κι εκεί, σ' ένα ξερολίθι γατζωμένον με το ένα χέρι, βλέπω το φίλο μου που είναι μέσα στο νερό ως το στήθος και μου χαμογελάει απλά. Γνέφει αόριστα, να πάω κοντά του. Κοιτάζω το στόμα του, καθώς η ανάσα μου όλο και βαραίνει. Όμως τα χείλη του είναι σφαλιστά, επίμονα. Πάνω στο κόκκινο χαμόγελο έχει πήξει η αράγιστη σφραγίδα της Σιωπής.( απόσπασμα από το διήγημα του Άγγελου Τερζάκη " Η Σιωπή ")
Άγγελος Τερζάκης, Του Έρωτα και του Θανάτου, διηγήματα. Βιβλιοπωλείον της " Εστίας", Αθήνα 1998, 4η έκδοση
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 16 Φεβρουαρίου 1907
Ο φίλος μου δεν στάθηκε ποτέ του φιλόδοξος και ίσως αυτό να είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό του. Δεν είχε ούτε αυτή την τόσο κοινή φιλοδοξία να ιδεί τ' όνομά του τυπωμένο κάποτε.
Ωστόσο αυτό έγινε, κ' είτανε τότε που το διάβασα, εδώ και λίγα χρόνια, σ' έναν κατάλογο εξαφανισθέντων. Το ναυάγιο είχε γίνει στις ακτές του Ινδικού.
Ο φίλος μου έχει απομείνει για πάντα εκεί κάτω κι εγώ αρρωσταίνω συχνά. Ο ουρανός αλλάζει χρώματα, γίνεται κόκκινος. Πέφτω ανάσκελα και σφαλώ τα μάτια μου. Όταν τ' ανοίγω, βλέπω σκιές και φώτα που ανατέλλουν, βασιλεύουν, σ' έναν ουρανό πάνωθέ μου χαμηλό, στερέωμα από ασβέστη. Είδα πολλές φορές την αντιφεγγιά του δρόμου στο ταβάνι, άκουσα τις φωνές του που γίνονται βαρυσήμαντες όταν σου έρχονται μέσα σε μια κάμαρα σφραγισμένη από την αγωνία.
Έρχονται τα σούρουπα. Ο ουρανός γίνεται ροδαλός, έπειτα κόκκινος. Η ανάσα των αρρώστων βαραίνει. Σαν κάποιος ν' άπλωσε τα δίχτυα από τα μεσούρανα και τώρα να τα τραβάει. Είναι η φυρονεριά των ψυχών.
Τότε, στο κομμάτι τ΄ουρανού που βλέπω από το κρεβάτι μου, περνάνε αράδα οι μορφές οι γνώριμες κ' αγαπημένες. Μια θάλασσα γεμάτη αντιφεγγιά φλογάτη, αποτραβιέται με ανασαμό πλατύ, γυμνώνοντας την αμμουδιά του γιαλού μας. Τα χαλίκια σιγοτρίζουν, γύρω στους βράχους παφλάζει το κύμα.
Κι εκεί, σ' ένα ξερολίθι γατζωμένον με το ένα χέρι, βλέπω το φίλο μου που είναι μέσα στο νερό ως το στήθος και μου χαμογελάει απλά. Γνέφει αόριστα, να πάω κοντά του. Κοιτάζω το στόμα του, καθώς η ανάσα μου όλο και βαραίνει. Όμως τα χείλη του είναι σφαλιστά, επίμονα. Πάνω στο κόκκινο χαμόγελο έχει πήξει η αράγιστη σφραγίδα της Σιωπής.( απόσπασμα από το διήγημα του Άγγελου Τερζάκη " Η Σιωπή ")
Άγγελος Τερζάκης, Του Έρωτα και του Θανάτου, διηγήματα. Βιβλιοπωλείον της " Εστίας", Αθήνα 1998, 4η έκδοση
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 16 Φεβρουαρίου 1907
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου