Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

Ταξιδεύοντας με τον... Κώστα Ουράνη


Ένα δαλματικό φιορδ: το στόμιο του Κατάρου*

Ηλιοβασίλεμα στην Αδριατική...Η θάλασα, γαλαζόχρυση, με κοράλλινες αποχρώσεις, απλώνεται γαλήνια σαν μια λίμνη. Στην απέραντη επιφάνεια γλιστράει ένα μικρό καΐκι, με φουσκωμένο κοκκινοκίτρινο λατινικό πανί. Και πάνω από το πλοίο μας δυό γλάροι - σχεδόν ρόδινοι από το αντιφέγγισμα του δειλινού.
Πλησιάζουμε στο στόμιο του Κατάρου.
Θυμάσθε το ρόλο του Κατάρου κατά τον Ευρωπαϊκό Πόλεμο του 1914 - 1918. Είταν η βάση των αυστριακών υποβρυχίων, και σ' αυτό γύριζαν  κ' έκαναν τον ανεφοδιασμό τους τα γερμανικά υποβρύχια που γυρνούσαν σαν λαγωνικά στη Μεσόγειο...Είταν, τότες, ένας από τους μεγάλους εφιάλτες των συμμάχων, ενώ το ίδιο κανείς στόλος δεν διανοήθηκε ποτέ να το προσβάλει. Η εσωτερική του θάλασσα, βάθους σαράντα οχτώ χιλιομέτρων, στενότερη κι από το Βόσπορο, με ψηλά βουνά δεξιά κι αριστερά, είταν κλειστή σαν μ' αλυσίδες από πολλές σειρές ναρκών. Τρομερά, τέλος, οχυρωματικά έργα εμπόδιζαν τα πολεμικά να πλησιάσουν καν το στόμιο...
Καθώς πλησιάζομε, αντικρύζομε, σαν δυό σκοπούς της εισόδου, αριστερά μας το μικρό νησί των Καρχαριών - dei Rondoni - που υψώνει στο θαλάσσιο ορίζοντα τη σιλουέτα ενός βενετσιάνικου κάστρου και δεξιά, στο ύψος μιας απότομης ακτής, τις επάλξεις ενός άλλου κάστρου: του Χέσεγκ Νόβε - αετοφωλιάς, άλλοτε, των Ουσκόκων, των τρομερών Δαλματών πειρατών.
Τα κάστρα αυτά δεν έχουν πια σήμερα παρά γραφική μόνο αξία. Τα μοντέρνα οχυρώματα του Κατάρου είναι όλα αόρατα. Η φαντασία μου τ' αναζητάει παντού και δεν τα βρίσκω πουθενά. Ό,τι έπαιρνα για συρματοπλέγματα, είταν φράχτες· ό,τι νόμιζα χαρακώματα, είταν μονοπάτια. Περάσαμε σαν από μια είσοδο αυλής, που οι μολοσσοί της κοιμούνται - δεμένοι στο καλάθι τους κι αόρατοι. Κ' ενώ το στόμιο κλεινόταν πίσω μας, ανεπαίσθητα κι αυτόματα σαν τα φύλλα μιας μυστηριώδους πόρτας, άρχισε να ξετυλίγεται σαν κορδέλα μπρος στα έκθαμβα μάτια μου η ονειρώδης ομορφιά ενός ατέλειωτου φιόρδ...
Το φιόρδ του Κατάρου...


Είναι, αλήθεια, από τα ωραιότερα πράματα που έχουν δημιουργήσει στον κόσμο οι πανάρχαιες σεισμικές διαρρήξεις του φλοιού της γης. Η θάλασσα μπαίνει μέσα σ' ένα άνοιγμα βουνών βάθους σαράντα οχτώ, όπως είπα, χιλιομέτρων σχηματίζοντας τρεις διαδοχικούς κόλπους, κλειστούς από παντού και γαλήνιους σαν λίμνες. Μπροστά από τον κάθε κόλπο είναι ένα πέρασμα τόσο στενό, που οι άνθρωποι του Μεσαίωνα το έφραζαν με αλυσίδες. Δεξιά κι αριστερά πέφτουν πάνω στα νερά οι βαρειοί ίσκιοι βουνών, που άλλα είναι γυμνά και κάθετα κι άλλα κυματιστά και δασωμένα. Εδώ κ' εκεί, στις ακτές, καθρεφτίζονταν πάνω στη γαλήνη των νερών μικρά γραφικά χωριά με παλαιϊκά καμπαναριά και μεσαιωνικούς πύργους, ενώ στην πρασινάδα των πλαγιών έκαναν πολύχρωμα στίγματα πλήθος εξοχικές βίλες.
Όλ' αυτά είταν ωραία, κι αν τα' βλεπα μ' έν' άλλο φως, ένα ιλαρό ανοιξιάτικο φως, ίσως να τα χαιρόμουν - και να τα μακάριζα - σαν γλυκά αραξοβόλια γαλήνιας κι αφρόντιδης ζωής. Τη δειλινή όμως εκείνη ώρα που εισπλέαμε, οι αγκαλιές των κόλπων και τα στενά, που τα εντείχιζαν ψηλά βουνά, είχαν κάτι το μελαγχολικό και το απόξενο που μου έσφιγγε την ψυχή.
Ακουμπισμένος στην κουπαστή, θαύμαζα, βέβαια - γιατί το θέαμα είταν μοναδικό -, ο θαυμασμός μου όμως έμοιαζε με των ανθρώπων που θα εξερευνούσαν ένα θαλάσσιο λαβύρινθο: είταν ανάμεικτος με κάποιο δέος. Το ίδιο το πλοίο προχωρούσε αργά, διστακτικά θαρρείς, σα ν' αναζητούσε το δρόμο του μέσα σ' αυτόν τον ατέλειωτο φιδωτό διάδρομο με τους πανύψηλους  τοίχους. Η βαθιά σιγή των ακτών, η απόλυτη ακινησία των νερών, το δειλινό φως, που οι παρυφές των απότομων βουνών το' καναν πιο φειδωλό, κ' η κλεισούρα που με περιέσφιγγε, είχαν κάτι το παγερό και μου έδιναν το ασφυκτικό αίσθημα φυλακής. Είχα την εντύπωση πως μου έλειπε η αναπνοή, πως είχα κλεισθεί " ανεπαισθήτως από τον κόσμο έξω". Αληθινά, τα βουνά του φιορδ είταν σαν τα τείχη  του Καβάφη - πανύψηλα, κάθετα, με γυαλιστερές αποχρώσεις ατσαλιού.
Ατσάλινο είταν και το χρώμα των νερών - ατσάλινο και κρύο. Οι ρυτίδες που σχημάτιζε πάνω στη λεία γυαλιστερή τους επιφάνεια ο δρόμος του πλοίου μας δεν είχαν καμιά ρευστότητα, Είταν πηχτές - κάτι περισσότερο: στερεοποιημένες, θα' λεγα, κ' έφερναν στο νου τους κυματισμούς που θα' κανε η ανακίνηση ενός τεράστιου φύλλου λαμαρίνας.
Πιο παράδοξο όμως ακόμα είταν το φως που έρριχναν οι δειλινοί ουρανοί μέσα σ' αυτό το στενόμακρο πηγάδι του φιόρδ. Δεν είταν μόνο φειδωλό. Είταν ένα φως γκρίζο, με κάτι το ανεπαίσθητα γαλάζιο κι ανησυχητικό σαν το φως που έχει ο ορίζοντας πριν από το ξέσπασμα της μπόρας. Είταν ένα φως που δεν το είχε ζεστάνει όλη την ημέρα ο ήλιος, γιατί μόνω τω καλοκαιρίω, όπως γράφει ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, κατορθώνει να δει για λίγο ο ήλιος το φιόρδ του Κατάρου.
Στο τέρμα του φιόρδ υψώνεται σαν ένα τεράστιο παραπέτασμα και τον εμποδίζει να φανεί η τερατώδης κάθετη μάζα του Λόβσεν - του Μαύρου Βουνού -, που δίνει τ' όνομά του στο Μαυροβούνιο.
Μέσα στο φως αυτό, που η προσέγγιση της βραδυάς το' κανε όλο και πιο φιλάργυρο, οι ακτές, δεξιά κι αριστερά, είχαν κάτι το εξώκοσμο - σα να μη βρισκόμαστε στην Αδριατική, αλλά σε κάποιο φιόρδ υπερβόρειο. Τα χωριά που παραπλέαμε είταν σαν καταθλιμένα από τη μελαγχολία της ώρας. Τα παράθυρα των σπιτιών τους μας κοίταζαν σα θαμπά μάτια. Το πράσινο των βουνών σκοτίδιαζε, ενώ η γύμνια άλλων βουνών γινόταν πιο αγριωπή ακόμα μέσα στο σούρουπο.
Μια στιγμή, προσπεράσαμε ένα μικροσκοπικό νησάκι, πιστό αντίγραφο του Ποντικονησιού της Κέρκυρας: με την εκκλησίτσα του και με τα κυπαρίσσια του. Πόσο όμως πιο πένθιμο μού φάνηκε, συγκριτικά με τ' άλλο, που επέπλεε πάνω σ' ατλαζωτά νερά, φωτεινά κ' ευτυχισμένα! Απ' αυτό, δίχως άλλο, θα εμπνεύστηκε ο Μπαίκλιν τη " Νήσο των Νεκρών" του, κι όχι από το Κερκυραϊκό νησάκι, γιατί εκείνου η γαλήνη είναι τόσο ανάλαφρη, που μόνο για ξαπόσταμα ζωής το φαντάζεται κανείς και όχι θανάτου.

Η νύχτα έπεσε πάνω απ' τα κεφάλια μας σαν καταπακτή. Ο ορίζοντας στο βάθος, κλεισμένος από τη μαύρη πλάκα του Λόβσεν, έγινε ένας αδιαπέραστος τοίχος. Τ' αραιά φώτα που τρεμολαμπύριζαν δεξιά κι αριστερά μας είταν απλά ορόσημα, που έδειχναν τα σύνορα του σκοταδιού της ξηράς και του σκοταδιού των νερών. Η σιγή που έρριχναν τα γύρω βουνά είταν μια σιγή συντέλειας κόσμου: απόλυτη κι οριστική.
Ανυπομονούσα, τώρα, να φθάσομε στην πολιτεία του Κατάρου, για να νοιώσω τον παλμό και ν' ακούσω το θόρυβο της ζωής. Λίγο ακόμα και θ' άρχιζα να κτυπάω να πόδια μου στο κατάστρωμα - όπως κάνουν στις αίθουσες των κινηματογράφων όταν αργεί ν' αρχίσει η ταινία.
Επί τέλους τα φώτα του Κατάρου φάνηκαν.
Περίμενα πως θα' βλεπα τα φώτα μιας μεγάλης πολιτείας, και δεν έβλεπα παρά μερικά αραιά φώτα, που είταν σα να φώτιζαν από τα βάθη των αιώνων: όταν το Κάταρο είταν το Ascrinium του Πλίνιου ή τα " Δεκάτερα" του αυτοκρταορικού γεωγράφου Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου. Έλεγες πως είταν φώτα καντηλιών, που φώτιζαν αμυδρά μια πολιτεία από καιρούς κοιμισμένη, γιατί κανένας ήχος, κανείς θόρυβος δεν ερχόταν ίσαμε τ' αυτιά μου.
Όταν πλησιάσαμε μιαν αποβάθρα, είδα άντρες και γυναίκες - ζευγάρια και παρέες - που έβγαιναν αδιάκοπα από μια μεγάλη πύλη, όπως οι σφήκες από τη σχισμάδα της φωλιάς τους.
Ίχνος όμως πολιτείας δεν έβλεπα.
Τίποτα - εξόν από την πύλη εκείνη, που έμοιαζε σαν το άνοιγμα μιας σπηλιάς του Λόβσεν, κι από το πλήθος που έβγαινε απ' αυτήν κ' ερχόταν να δει την άφιξή μας, με την περιέργεια που οι κάτοικοι του Άρη θα μαζεύονταν να δουν την προσγείωση ενός γήινου αεροπλάνου στον πλανήτη τους...

- Πού είναι η πόλη; ρώτησα τον καπετάνιο που ετοιμαζόταν να κατεβεί.

Μου έγνεψε να τον ακολουθήσω. Κατεβήκαμε τη σκάλα του πλοίου, διασχίσαμε ένα μέρος της αποβάθρας και, από την πύλη απ' όπου έβγαινε ο κόσμος, μπήκαμε μέσα στην πολιτεία του Κατάρου, όπως θα μπαίναμε σ' ένα σπίτι - σ' ένα σιωπηλό σπίτι, γεμάτο έρημους και σκοτεινούς διαδρόμους...


Κώστα Ουράνη, Γλαυκοί δρόμοι - Βορινές θάλασσες, Βιβλιοπωλείον της " Εστίας", Αθήνα 1999

" Το ταξίδι για μένα είταν πάντα - και αποκλειστικά - ένα μέσο δ ι α φ υ γ ή ς  από τη σύγχρονη ακριβώς ζωή: τον πυρετό, τις ανησυχίες, τα προβλήματα - και τη ρουτίνα της. Από τους τόπους που επισκεπτόμουν δεν έβλεπα - και δεν ζητούσα να δω - παρά μόνο το ποιητικό και γραφικό στοιχείο τους. Γι' αυτό κ' οι εντυπώσεις μου απ' αυτούς  είναι συναισθηματικές εντυπώσεις από τα τοπία τους, τα μνημεία του παρελθόντος τους, τις παλιές τους πολιτείες που ζούνε στο περιθώριο του καιρού μας" ( Κώστας Ουράνης)

Έφυγε για το τελευταίο του ταξίδι στις 12 Ιουλίου 1953 


* Κότορ είναι η σημερινή ονομασία του Κάταρου, παραθαλάσσια πόλη του Μαυροβουνίου στις Δαλματικές ακτές.




Δεν υπάρχουν σχόλια :