Είτανε, κάποτε, ευτυχισμένη στη μοναξιά της η μικρή, γελαστή χερσόνησο, που απλώνεται ξερόβραχος στην άλλη πλευρά του λιμανιού. Βάτοι κι' αγριοπρίναροι, βοτάνια πικρά και μυρουδάτο φασκόμηλο, τήνε σκεπάζανε. Στις κουφάλες της κουρνιάζανε αγριοπούλια κι' η σοροκάδα σιγότρωγε τ' ακρογιάλια της. Σαν είτανε καλοκαιριά και ησυχασμένη, ράθυμη η μεγάλη θάλασσα έγλυφε τις φτέρνες της, αργασμένα χέρια φτωχοψαράδων ψαχουλεύανε τους κολπίσκους της. Είχε κι' ένα ρημοκλήσι ξεχασμένο, ακοινώτητο.
Μια φορά το χρόνο, την καθαροδευτέρα , ντύνονταν τα γιορτινά της, ανθάκια κίτρινα, μπλε, μαβιά, κοκκινόσκουφες παπαρούνες και χαρούμενες ανεμώνες, να δεχτεί τους καλεσμένους της για τα κούλουμα. Και πλημμυρούσε τότε ήρεμη ευφροσύνη η μικρή γελαστή χερσόνησο, σαν ένοιωθε στις ράχες της τις αλαφρές, ακούραστες πατούσες των παιδιών, όταν τρισευτυχισμένες ξαπολούσαν στα μεσούρανα, τα σίγουρα, φανταχτερά, παρθενικά τους όνειρα, τους χαρταετούς.
Όμως, φεύγουν τα χρόνια...Κι' η ζωή κυλάει σε σιωπηλή, βέβαιη εναλλαγή. Ονειροφαντασιά η ευτυχία! Και η χαρούμενη χερσόνησο ξεκουράζονταν στην αγκαλιά μιας πολυπαιδεμένης από μόχτο πολιτείας...
Έτσι η ακριβή μοναξιά, φυσικό είταν, να της λείψει. Η νοσταλγία και το ραγισμένο γέλιο των ξεριζωμένων της Ιωνίας, συντροφεύουν σήμερα τη μικρή ασήμαντη χερσόνησο.
Κάποιος έστησε ένα τσαντήρι, άλλος μια παράγκα, ένας τρίτος μια καλύβα...Κι' ο τόπος στέναξε. Τσαλακώθηκαν τα χαμολούλουδα, πέταξαν μακρυά τ' αγριοπούλια, αλάφιασε βαρύς, ο ξερόβραχος.
Η μικρή γελαστή χερσόνησος, έφτασεν η πιο συφοριασμένη συνοικία της εργατούπολης.
Ερειπωμένα, σκεβρά, κακομοίρικα τα χαμόσπιτα, σκεπάζουνε ένα κόσμο παραζαλισμένο που αγωνίζεται να ξαναδέσει το νήμα της ζωής. Μούτρα κιτρινιάρικα, αρρωστημένα. Μιζέρια...
Στα στενάχωρα σοκάκια της, βρώμικα νερά κυλούνε απ' τις χαλασμένες σωλήνες της φάμπρικας και ανταμώνουνε με τις λάσπες και τα κάτουρα των ανοιγμένων λάκκων. Μυξάρικα σέρνονται στα σαπουνόνερα και παίζουνε μ' ένα ξύλο. Είναι το παιγνίδι τους. Μια σκιά σκύλου γλύφει τα σκουπίδια και μια γρηά στο κατώφλι πλέκει στη βελόνα και αναθυμιέται και στενάζει στεναγμό βαθύ.
Το δράμα της προσφυγιάς τράβηξε μαγνήτης, ως εδώ την αλητεία της πόλης. Βρήκε "παπί για μάδημα" κι' έτρεξε αναστατωμένη. Είναι βλέπεις το ηθικό ξεχαρβάλωμα και η κατρακύλα, ο καλός καρπός που προσφέρεται στο νικημένο!.. Γι' αυτό, τις νύχτες, στις ταβέρνες και τα καπηλειά, συγκεντρώνεται ένα ύποπτο πλήθος που αργοσαλεύει στα σάπια καθίσματα και που σε σινιάλο του ταβερνιάρη, αποτραβιέται σε μια γωνιά, στο "ιδιαίτερο". Τότε στην θολήν ατμόσφαιρα του μαγαζιού, μια ιδιότυπη μυρουδιά λιβανιού, διαλύεται...Χασίσι!...
Στο κέντρο σχεδόν της συνοικίας, υψώνονταν επιβλητικό το μέγαρο των " Βούρλων". Μεγάλη μάντρα που αγκάλιαζε το επίσημο σωματεμπόριο. Ο μπορντελότοπος! Ένα του μέρος είτανε δίπατο και το λέγανε "ψηλό". Εδώ φέρνανε τις τιμωρημένες, όσες αταχτήσανε στα μεγάλα "σπίτια" της πρωτεύουσας!
Ακούγονται βρισές και χάχανα και μανέδες. Σκιές χάνουνται στο σκοτάδι της νύχτας. Από κάπου φτάνουν γλυκεροί λυγμοί, φωνής λυπημένης:
Όσοι πονούν και δεν μπορούν
το φάρμακο να βρούνε
η μαύρη γης είν' γιατρός
κι εκεί θα γιατρευτούνε...
Σβύνεται το τραγούδι. Και το αδύναμο φως της λάμπας του δρόμου, αντιφεγγίζει στα νερά που αργοσέρνονται βούρκος...
***
Σε κάποια γωνιά της γελαστής χερσόνησος, φριχτή και κακομοιριασμένη, ξέφτισαν αχάριστα τα νειάτα του Μικαήλου του Χορμοβίτη...
Είτανε ακόμα βόμπυρας σαν ήρθε στην εργατούπολη, πρόσφυγας κι' αυτός, όμως απ' τα γιγάντια βουνά της τραχειάς και πολυβασανισμένης Ήπειρος...
***
...Πήγε λοιπόν σκολειό ο Μικαήλος. Και προόδευε και αγαπιώνταν - απ' τους λίγους πάντα - είταν καλός, σεμνός, ειλικρινής και τίμιος!... Χωρίς να έχει εγκλιματιστεί στην πονηριά των συνομιλίκων του, αδιόρθωτα αγνό χωριατόπουλο, πόσες φορές δεν έγινε το θύμα στο "δούλεμα" των "ξύπνιων" συμμαθητών, σαν του στήνανε χαριτωμένες παγίδες που ανύποπτος έπεφτε δίχως να το αντιλαμβάνεται αμέσως, παρά την εξυπνάδα, την αντίληψη και το δυνατό του ένστιχτο.
Τα χρόνια που φοίτησε στο δημοτικό σκολειό, κύλησαν μάλλον ασήμαντα. Δεν θάχε γι' αυτά και πολλά πράμματα να θυμάται, έξω απ' τις πρώτες εντυπώσεις κάθε παιδιού που πρωτοκάθεται στο θρανίο, από την αντιπάθειά του για τη Δα Γαβριέλλα, μιαν ασκημογυναίκα στριμμένη και ξερακιανή, κι' απ' το ότι με αφορμή τη θαυμαστή του ικανότητα και επίδοση, πέρασεν αμέσως από τη δεύτερη, στην τέταρτη τάξη!
Δεν κύλησαν όμως το ίδιο αδιάφορα τα χρόνια στο σκολειό το " Ελληνικό", ένα ενδιάμεσο τμήμα που είχε στον καιρό του η εκπαίδευση, μεταξύ Δημοτικού και Γυμνασίου. Γνώρισε ανθρώπους, συνήθειες, άρχισε να βλέπει, να παρατηρεί, να σκέφτεται...
...Στάθηκαν λοιπόν τα σχολικά χρόνια για τον Μικαήλο, δύσκολα, μα αποκαλυπτικά. Προσπαθούσε να καταλάβει και να δώσει απάντηση στα ερωτήματά του, ζητούσε να γνωρίσει το " άγνωστο", το μεγάλο πρόβλημα κάθε ανθρώπινου όντος. Η ζωτικότητα και η ψυχική του ρώμη, αρετές θαμένες τόσον καιρό μ' αφορμή εξωτερικούς παράγοντες, καλυμμένες κάτω απ' τη φαινομενική του δειλία - που δεν είταν άλλο από ευγένεια και σεμνότη, - βρίσκανε τώρα τη φυσική τους διέξοδο, ζητώντας δικαίωση. Από τη δυνατή του σκέψη, κανένα φαινόμενο δεν περνούσε απαρατήρητο. Μια αρχή, ένας νόμος! Όχι να διδαχτεί μονάχα, αλλά να "εννοήσει". Παρακολουθούσε το αστείο μερμήγκι να σέρνει στη φωληά τριπλάσιο του όγκου του φορτίο, ζούσε την ομορφιά της αστροκέντητης νύχτας, αναταράζονταν στο σφύριγμα του αγέρα, στέκονταν εξτατικός στην αγωνία που διάβαζε στα μάτια των ανθρώπων, και σκέφτονταν και ρωτούσε, χωρίς να βρίσκη απόκριση. Η βοήθεια του καθηγητή του κυρίου Αποστόλη Ζελάκου είταν αξιόλογη και ζηλευτή, όμως εξ αιτίας της απειρίας του, της αδυναμίας να σκέφτεται με ορθή κρίση και της μικρής του ηλικίας, ασαφή είταν τα ερωτήματα που υπόβαλλε και το ίδιο συγκεχυμένες οι απαντήσεις που του δίναν. Έτσι οι απορίες του, αντίς να απλουστεύονται, γίνονταν ακόμα πιο στρυφνές, ντύνονταν θελκτικό μυστήριο και άναφταν πιότερο την φαντασία και την περιέργεια. Συχνά τραβιόνταν στην παραλία κι' έχασκε τις γραμμές του ασπρογάλαζου δειλινού, κι' άλλοτε, μπρος στην αποκαρώμενη θάλασσα ένοιωθε τα μάτια του να υγραίνονται...
***
...Και καθώς το παλληκάρι μεγάλωνε αυξάνονταν κι' οι απαιτήσεις, η δίψα για γνώση, τα βασανιστικά ερωτήματα, η εντατική επιθυμία να βγει από την ασάφεια που τον δυνάστευε. Πολλά, τα είχε πια ξεκαθαρισμένα. Κατατοπίστηκε στους λόγους που ντρόπιαζαν την Διδα Γλυκερία για τη δουλειά του πατέρα του. Είχε χωνέψει το χάος που απλώνονταν αγεφύρωτο και μοίραζε τους ανθρώπους σε τάξεις. Την αιτία δεν μπορούσε να βρει, το γιατί. Είτανε η αξία, η ικανότητα, τι;...
***
Δεν ενδιαφέρει σήμερα, ως ποιο σημείο αφανισμού ή επιτυχίας θα φτάσει το ξανθό αγόρι, που ξεκίνησε απ' την περήφανη ειδυλλιακή Ήπειρο, για να δαρθεί στους άγονους και αφιλόξενους δρόμους της πολιτείας! Μπορεί, αύριο, να είναι ο εφημεριδοπώλης των κεντρικών αρτηριών που θα σας πουλήσει τα καινούρια ενδιαφέροντα της ημέρας...Ίσως να είναι ο λουστράκος που θα σας καθαρίσει το βρώμικο υπόδημα, ή ο γκρουμ που θα σας μεταφέρει στον έβδομο ή όγδοο όροφο... Ακόμα δυνατόν να είναι ο καθαριστής του δρόμου ή ο υπάλληλος του πρατηρίου βενζίνης, ο λογιστής της εταιρείας ή ο γραμματοκομιστής σας, ή ακόμα...θρίαμβος, ο άσημος συντάχτης φλογερών άρθρων μιας παραγνωρισμένης επαρχιακής εφημερίδας! Αλλά, μπορεί να είναι και ο...Τέλος πάντων, αυτό δεν έχει σημασία. Κείνο που κοστίζει, είναι ότι ο Μικαήλος αγωνίζεται, στέρεος και καταλαγιασμένος πια! Παράμεινε ακέραιος, αλύγιστος και περήφανος σαν τα τραχειά βουνά της πατρίδας του. Δύσκολος σε συμβιβασμούς, γενναίος στις αδυναμίες του " πλησίον", αδέκαστος στα λάθη του, ώριμος, έτοιμος ν' αντιμετωπίσει το μέλλον με σιγουριά, ψυχραιμία και τόλμη. Είναι σε θέση να γελάει με τους φόβους του παρελθόντος. Μια μεγάλη καρδιά, λαμπρά κατεργασμένη στο πιο έξοχο εργαστήρι που έγινε ποτέ. Το καλντερίμι! Στους δρόμους που διαβαίνει τώρα με σταθερά βήματα απλός και ήρεμος, σπούδασε τόσα, όσα ούτε καν φαντάστηκε πως μπορούσε να διδάξει, το αξιοπρεπές θρανίο! Πορεύεται ο Μικαήλος κατακαθισμένος, θερμός οπαδός των ακατάλυτων ηθικών αξιών. Λαθεμένα οδηγημένος, με ακατάλληλα εφόδια, μπόρεσε να ξεφύγει την καταστροφή. Το ξανθό αγόρι νίκησε. Και προχωρεί, προχωρεί...Δεν είναι πια οι παθητικοί ρεμβασμοί που τον συγκινούνε. Τώρα μπορεί και μαντεύει, τα βαθύτερα μυστικά του κόσμου. Έχει κατανοήσει, πως η Ευτυχία, η χαρά της ζωής, ούτε χαρίζεται, ούτε συντυχαίνει στον αγέρα που μας τυλίγει, υπέροχη προσφορά στον επιτήδειο, που κατέχει το μυστικό και μπορεί ν' απλώσει τα χέρια να την καταχτήσει. Δεν είναι - καθώς εκείνος πίστευε - αγαθό ομαδικό, κοινωνικό, άρα κατασκευασμένο, συμβατικό! Είναι βαθύτερα ουσιαστικό, καθαρά ατομικό, χαρακτηριστικά δικό μας. Κλεισμένο μες την ψυχή μας, τόσο μοναδικό, όσο μοναδική, προσωπική είναι η άπειρη μοναξιά μας, όσο αληθινός και δικός μας είναι ο θάνατος. μας ακολουθεί με θαυμαστή συνέπεια. Κι' είναι λεπτό φως με αβρές ανταύγειες, θαμμένο κάτω απ' τα βαρειά σύνεφα που δημιουργούν τα πάθη μας. Χαράς τον που μπορεί να νικήσει τον εαυτό του και να καλωσορίσει τις λαμπρές αχτίδες του, τη χαρά της ζωής του.
Ο Μικαήλος νίκησε. Και το φως τον αγκάλιασε και τον πήρε μαζύ του στη βίγλα που ιστορούσε ο Ζελάκος. Και από κει ψηλά, ειρωνεύεται τα πάθη των ανθρώπων, τις μικρόχαρες επιδιώξεις τους, τον θρίαμβο της απαξίας, την κυριαρχία εκείνων που εύκολα συμβιβάζονται.
Και γελάει πικρά ο ξανθός έφηβος, και συμπεραίνει πόσο φαιδρά " ξαναγυρίσματα" καταντούν οι διάφοροι κοινωνικοί μεταβολισμοί, πόσες " πανακριβείς " σελίδες σημαδεύει η Ιστορία στο πέρασμα των αιώνων, και με ποιες ουτοπίες αποκοιμούνται οι οραματιστές ενός καλλίτερου κόσμου, όταν το υλικό που συγκροτεί τις κοινωνίες , παραμένει τρομερά ανεξέλιχτο.
Και πιστεύει, ο Μικαήλος, στους ελάχιστους ευτυχισμένους, ακούει πλάι του γνώριμες φιλικές φωνές, και ξεκινάει μαζύ τους για το πλάσιμο μιας φρέσκιας, νιόβλαστης ράτσας ατόμων, παστρικής, καθάρια αντρίκιας. Αγκαλιάζει τη " ντροπή" της γερασμένης Δος Δομνίδου, τον εργάτη, είτε με το καλαμάρι παιδεύεται τούτος, είτε με τον χρωστήρα, τη σμίλη ή τον ρυθμό, είτε με την αξίνα και προχωρούν, προχωρούν κεφάτοι, χαρούμενοι, στρατιώτες στο δικό τους πιστεύω, στην εργασία, τη σπουδαία προϋπόθεση κάθε αληθινής δημιουργίας.
Από ψηλά τους αντιβλέπει ανακουφισμένος ο ήλιος, γιορτάζουν οι φυλλωσιές, τα δάκρυα αναβλύζουν από χαρά, στα μάτια των μανάδων αστράφτει ευδαιμονία. Οι σκιές εκείνων που μένουν, σκιρτούν θορυβημένες. Ριγούν στη σκέψη, πως ίσως το ξημέρωμα μιας πιο ανθρώπινης, πιο δίκαιης, πιο ειρηνικής κοινωνίας, δεν είναι χίμαιρα...( αποσπάσματα)
Γκίκα Μπινιάρη, Το αγόρι της γελαστής χερσόνησος, Αθήνα 1953. Το εξώφυλλο του Δ. Τηνιακού
Η ιστορία του Μικαήλου Χορμοβίτη , ενός μικρού, ορφανού από μητέρα, παιδιού που έφθασε μαζί με τον πατέρα του στη μεγάλη πολιτεία σε αναζήτηση μιας ελεύθερης και καλύτερης ζωής. Ο μικρός Μικαήλος , αφού χάνει και τον πατέρα του, βρίσκεται αντιμέτωπος με την υποκρισία των ανθρώπων, την αδικία, την εκμετάλλευση, την καταπίεση. Βάζει στόχους και προχωρεί έχοντας μαζί του τρεις - τέσσερις ανθρώπους, στηρίγματα αλλά και οδηγούς στα δύσβατα μονοπάτια. Κατορθώνει έτσι να αποφύγει τις κακοτοπιές , να παραμείνει άνθρωπος και να σταθεί όρθιος ατενίζοντας με αισιοδοξία το αύριο.
Το μυθιστόρημα αυτό έχει συγγραφέα τον καλό ηθοποιό Γκίκα Μπινιάρη ( 1915 -1980).
Η ιστορία αναπτύσσεται με ρεαλισμό και έντονο λυρισμό στις περιγραφές του τόπου και του τοπίου. Γεμάτο ευαισθησία και κοινωνικούς προβληματισμούς , αποδίδει με λεπτές γραμμές τον αγώνα του παιδιού , αλλά και των φτωχών , των μεροκαματιάρηδων να επιβιώσουν μέσα σε μια κοινωνία που πολύ απέχει από το να είναι δίκαια. Εξαιρετική και η απόδοση των ψυχικών μεταπτώσεων του παιδιού καθώς μεγαλώνει και ανακαλύπτει έναν άλλο κόσμο ,ο οποίος με κάθε τρόπο τον απωθεί στο περιθώριο , αλλά και την τιτάνια προσπάθεια να αντισταθεί.
H ofisofi αισθάνεται ιδιαίτερη χαρά κάθε φορά που "ξεθάβει" θησαυρούς της λογοτεχνίας και μπορεί να τους προβάλλει μέσα από το ιστολόγιο της .
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου