Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Το σπίτι με τη μουσμουλιά

 

...Ο παππούς με τη Μαρούτσα παρηγοριόταν χτίζοντας παλάτια στην άμμο για το καλοκαίρι που θα πουλούσαν παστές σαρδέλες και φραγκόσυκα κι έκαναν σχέδια να πάνε στο θυννείο για τόνους ή για ξιφιούς, που έδιναν καλό μεροκάματο, και στο μεταξύ ο μαστρο - Τούρι θα διόρθωνε την Προβιντέντσα τους. Τα παιδιά κάθονταν κι άκουγαν προσεχτικά, με το σαγόνι στο χέρι, τις κουβέντες που γίνονταν στο χαγιάτι ή μετά το δείπνο. Ο 'Ντόνι όμως, που είχε ταξιδέψει και γνώριζε τον κόσμο καλύτερα απ' τους άλλους, βαριόταν με τις φλυαρίες τους και προτιμούσε να σεργιανάει στο καπηλειό, όπου σύχναζαν ένα σωρό άνθρωποι που δεν έκαναν τίποτε, όπως ο θείος Σαντόρο, που, ενώ βρισκόταν στη χειρότερη μοίρα απ' όλους, έκανε αυτή την εύκολη δουλειά, ν' απλώνει το χέρι στους περαστικούς και να ψελλίζει το " Άβε Μαρία". Άλλοτε πάλι πήγαινε στον κουμπάρο Τσουπίντου με την πρόφαση να δει σε ποιο στάδιο βρισκόταν η Προβιντέντσα, για να τα πει λίγο με τη Μπάρμπαρα που όταν ήταν εκεί ο κουμπάρος ' Ντόνι πήγαινε κι έβαζε ξερόκλαδα κάτω από το καζάνι με την πίσσα.
"Στιγμή δεν κάθεστε, κουμπάρα Μπάρμπαρα", της έλεγε ο Ντόνι, " είστε το δεξί χέρι του σπιτιού· γι' αυτό δε θέλει να σας παντρέψει ο πατέρας σας".
" Δε θέλει να με παντρέψει μ' αυτούς που δεν είναι για μένα", απαντούσε η Μπάρμπαρα. " όμοιος στον όμοιο..."
" Θα ήμουν κι εγώ ένας απ' τους όμοιούς σας αν το θέλατε σεις, κουμπάρα Μπάρμπαρα..."
" Τι λόγια είναι αυτά, κουμπάρε ' Ντόνι; Η μαμά γνέθει στην αυλή κι ακούει τι λέμε".
"Έλεγα για τα κλαδιά που είναι χλωρά και δε λένε ν' ανάψουν. Αφήστε με να σας βοηθήσω".
" Είναι αλήθεια πως έρχεστε εδώ για να βλέπετε τη Μαντζιακαρούμπε που βγαίνει στο παράθυρο;"
" Γι' άλλο λόγο έρχομαι εγώ εδώ, κουμπάρα Μπάρμπαρα. Έρχομαι για να βλέπω πώς πάει η Προβιντέντσα".
" Μια χαρά πάει κι ο μπαμπάς λέει ότι παραμονή Χριστουγέννων θα τη ρίξετε στη θάλασσα".
Όσο πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, οι Μαλαβόλια δεν έκαναν άλλο από το να πηγαινοέρχονται στην αυλή του μαστρο - Τούρι Τσουπίντου. Στο μεταξύ όλο το χωριό είχε σηκωθεί στο πόδι. Οι εικόνες των αγίων σ' όλα τα σπίτια στολίζονταν με κλαδιά και πορτοκάλια και τα παιδιά έτρεχαν πίσω από την γκάιντα που πήγαινε  κι έπαιζε μπροστά από τα φωτισμένα παρεκκλήσια, δίπλα στις εισόδους. Μόνο στο σπίτι των Μαλαβόλια το άγαλμα του Ιησού Χριστού ήταν παραμελημένο, ενώ ο 'Ντόνι του αφέντη 'Ντόνι έκανε τον κόκορα από δω κι από εκεί και η Μπάρμπαρα Τσουπίντα τού έλεγε: " Θα σκεφτόσαστε καμιά φορά τουλάχιστον ότι εγώ έλιωνα την πίσσα για την Προβιντέντσια όταν θα βρίσκεστε στη θάλασσα;"
Ο Πιεντιπάπερα όπου καθόταν κι όπου στεκόταν έλεγε ότι αυτόν θα τον έτρωγαν τα κορίτσια.
" Εμένα τρώνε όλοι και κανέναν άλλο", γκρίνιαζε ο θείος Κροτσιφίσο. " Θέλω να δω πού θα βρουν τα λεφτά για τα λούπινα άμα παντρευτεί και ο 'Ντόνι και δώσουν και προίκα στη Μένα, χώρια το φόρο που έχουν να δίνουν για το σπίτι κι όλα εκείνα τα μπλεξίματα με την υποθήκη που βγήκαν στη φόρα. Τα Χριστούγεννα έφτασαν, αλλά οι Μαλαβόλια ούτε φωνή ούτε ακρόαση".
Ο αφέντης 'Ντόνι πήγαινε και τον έβρισκε στην πλατεία ή κάτω από το υπόστεγο και του έλεγε: " Τι θέλετε να κάνω αφού δεν έχω χρήματα; Εσείς στίβετε την πέτρα για να βγάλει αίμα! Περιμένετε ως τον Ιούνιο, κάντε μου αυτή τη χάρη, αλλιώς πάρτε την Προβιντέντσα και στο σπίτι με τη μουσμουλιά! Δεν έχω τίποτε άλλο".
" Εγώ θέλω τα λεφτά μου", επέμενε ο Καμπάνα ντι λένιο ακουμπισμένος με την πλάτη στον τοίχο. " Εσείς είπατε ότι είστε τίμιοι και δεν ξοφλάτε τα χρέη σας με λόγια του αέρα για την Προβιντέντσα και για το σπίτι με τη μουσμουλιά".
Είχε μαραζώσει. Δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν κι ούτε μπορούσε να ξεθυμάνει απειλώντας με τον κλητήρα, γιατί αμέσως, ο αφέντης 'Ντόνι τού έστελνε τον Τζιαμαρία ή το γραμματέα να ζητήσουν έλεος. Δε μπορούσε ούτε στην πλατεία να πάει πια για τις δουλειές του χωρίς να μπλεχτούν στα πόδια του, κι όλοι έλεγαν πως εκείνα τα λεφτά ήταν λεφτά του διαβόλου. Με τον Πιεντιπάπερα δε μπορούσε να ξεθυμάνει, γιατί αμέσως του έλεγε ότι τα λούπινα ήταν χαλασμένα κι ότι εκείνος ήταν απλός μεσίτης. " Αυτή την εξυπηρέτηση όμως μπορεί να μου την κάνει", μουρμούρισε μόνος του κάποια στιγμή κι αναστατώθηκε τόσο πολύ με την ιδέα του, που δε μπόρεσε να ξανακλείσει μάτι εκείνη τη νύχτα. Μόλις ξημέρωσε, πήγε να βρει τον Πιεντιπάπερα, που ακόμη τεντωνόταν και χασμουριόταν στην πόρτα του σπιτιού του. " Θα πούμε ότι σας πούλησα την πίστωση", του είπε αμέσως, " έτσι θα στείλουμε κλητήρα στους Μαλαβόλια χωρίς να μπορούν να πουν ότι είστε τοκογλύφος όταν ζητήσετε τα λεφτά σας κι ούτε ότι είναι λεφτά του διαβόλου".
" Χθες βράδυ σάς ήρθε αυτή η φαεινή ιδέα;" ειρωνεύτηκε ο Πιεντιπάπερα. " Αυτό θέλατε να μου πείτε και με ξυπνήσατε απ' τ' άγρια χαράματα;"
" Ήρθα να σας πω και για τις κληματσίδες. Αν τις θέλετε, πάτε να τις πάρετε".
" Στείλτε τότε τον κλητήρα", απάντησε ο Πιεντιπάπερα, "αλλά τα έξοδα δικά σας".
Εκείνη η αγαθή γυναίκα η κουμπάρα Γκράτσια βγήκε επί τούτου με το νυχτικό για να πει στον άντρα της: " Τι μαγειρεύει πάλι ο θείος Κροτσιφίσο; Αφήστε τους πια ήσυχους τους φουκαράδες τους Μαλαβόλια, αρκετά βάσανα έχουν στο κεφάλι τους".
" Άντε να γνέσεις εσύ", απάντησε ο κουμπάρος Τίνο.
" Οι γυναίκες έχουν μακριά μαλλιά και κοντή γνώση", κι έφυγε κουτσαίνοντας να πάει να πιεί το αψέντι του στον κουμπάρο Πιστούτο.
" Μαύρα Χριστούγεννα θα περάσουν οι κακομοίρηδες", μουρμούριζε η κουμπάρα Γκράτσια με τα χέρια στην κοιλιά.
Μπροστά σε κάθε σπίτι υπήρχε κι ένα παρεκκλήσι στολισμένο με κλαδιά και πορτοκάλια και το βράδυ, όταν ερχόταν η γκάιντα, άναβαν τα καντήλια κι έψελναν, γιατί αυτή η γιορτή ήταν για όλον τον κόσμο. Τα παιδιά έπαιζαν  στο δρόμο με φουντούκια κι άμα ο Αλέσι σταματούσε λίγο να κοιτάξει με τα ποδαράκια ανοιχτά τού έλεγαν:
" Να φύγεις άμα δεν έχεις φουντούκια να παίξεις. Τώρα θα σας πάρουν και το σπίτι".
Πραγματικά, παραμονή Χριστουγέννων κατέφθασε ο κλητήρας με το αμάξι του ειδικά για τους Μαλαβόλια κι αναστατώθηκε όλο το χωριό. Άφησε ένα φύλλο χαρτί με σφραγίδες πάνω στο κομοδίνο, δίπλα στο άγαλμα του Ιησού Χριστού. 
" Είδατε τον κλητήρα που ήρθε στους Μαλαβόλια;" έλεγε η κουμπάρα Βένερα. " Τώρα την έχουν άσχημα".
Ο άντρας της δε μπορούσε να το πιστέψει ότι εκείνη είχε δίκιο, άρχισε να φωνάζει και να χαλάει τον κόσμο.
" Το είχα πει εγώ, Άγιοι Απόστολοι, ότι δε μου άρεσε εκείνος ο 'Ντόνι που τριγύριζε στο σπίτι μας".
" Εσείς να μη μιλάτε γιατί δεν ξέρετε τίποτε", τον απόπαιρνε η Τσουπίντα. " Αυτές είναι δικές μας δουλειές. Έτσι παντρεύονται τα κορίτσια, αλλιώς μένουν στο ράφι σαν παλιές κατσαρόλες".
" Τι γάμους ονειρεύεσαι, δεν είδες που ήρθε ο κλητήρας;"
Η Τσουπίντα τον φασκέλωσε. " Γιατί, εσείς ξέρατε ότι θα ερχόταν ο κλητήρας; Μια ζωή γαβγίζετε, αλλά πάντα κατόπιν εορτής κι ούτε το δαχτυλάκι δεν κουνάτε για κάνετε κάτι. Στο τέλος - τέλος ο κλητήρας δεν τρώει πια ανθρώπους!"
Ο κλητήρας δεν τρώει βέβαια ανθρώπους, αλλά οι Μαλαβόλια απόμειναν ξεροί, λες και τους ήρθε αποπληξία, και καθισμένοι ένα γύρο στην αυλή κοιτάζονταν αμίλητοι· εκείνη τη μέρα, που ήρθε ο κλητήρας, δε στρώθηκε τραπέζι στο σπίτι των Μαλαβόλια...


Giovanni Verga, Το σπίτι με τη μουσμουλιά ( Οι Μαλαβόλια ), μετφρ.Κούλα Κυριακίδου - Καφετζή, Εξάντας, Αθήνα 1991
" Τούτη η ιστορία είναι μια αληθινή και αντικειμενική μελέτη όσων γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μέσα στις ταπεινές τάξεις, των πρώτων ανησυχιών τους για καλύτερη ζωή και της αναστάτωσης που φέρνει μέσα σε μια σχετικά ευτυχισμένη ως τώρα οικογένεια η ακαθόριστη λαχτάρα για το άγνωστο, η συνειδητοποίηση ότι δεν ζει καλά ή ότι πάντως θα μπορούσε να ζει καλύτερα...
...Στο Σπίτι με τη μουσμουλιά, βρισκόμαστε ακόμη μπροστά στον αγώνα για την απόκτηση βασικών υλικών αγαθών...
...Οι Μαλαβόλια είναι οι ηττημένοι. Αυτοί που το ρεύμα ξέβρασε στην ακτή αφού πρώτα τους παρέσυρε, τους καταπόντισε, τον καθένα με τη σφραγίδα των αμαρτιών του που θα' πρεπε να' ναι η ακτινοβολία της αρετής του..." ( Giovanni Verga, 1881)

Δεν υπάρχουν σχόλια :