τα βιβλία μου, στέρεα και απλά
θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια
ανάμεσα στο ψωμί
και στα εργαλεία του λαού.
Πέρασαν κιόλας είκοσι πέντε χρόνια(σημ.ιστολογίου: το κείμενο γράφτηκε το 2013). Και τα βιβλία του, στέρεα και απλά, κατέχουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια μας. Πέρασε κιόλας ένα τέταρτο του αιώνα. Από τότε που βγήκε συντριμμένος από τη θλίψη ο χειρουργός του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου της Αθήνας για να πει ότι ο αγαπημένος μας Τάσος Λειβαδίτης πέρασε το τελευταίο κατώφλι, μετά εξήντα έξι χρόνια ζωής. Θυμάμαι, έπεσε παγερή σιγή, σκορπίσαμε στον προαύλειο χώρο, ακουμπήσαμε σε ένα πεύκο ο καθένας και αφήσαμε τα δάκρυα της μεγάλης απώλειας να κυλήσουν. Ένας μεγάλος ποιητής έφευγε οριστικά και " οι λίγοι έγιναν λιγότεροι ". Έπεσε η αυλαία εξήντα έξι χρόνων μεστής, δημιουργικής, γεμάτης, πολυτάραχης ζωής.
Η ζωή του ήταν πλούσια σε αλλαγές, συχνά βίαιες. Μια ζωή ποικιλότροπα σκληρή, για έναν άκρως ευαίσθητο ιερουργό της Ποίησης. Απόηχος από Μικρασιατική Καταστροφή και πρόσφυγες, δικτατορία Μεταξά, ένταξη στη Αριστερά, Κατοχή, Εμφύλιο, μετεμφυλιοπολεμικό κλίμα, διώξεις, δικτατορία του 1967, διάσπαση του ΚΚΕ, Πολυτεχνείο, Μεταπολίτευση. Στοιχεία μιας ιστορικής διαδρομής της οποίας τα κυρίαρχα γεγονότα έζησε ο Λειβαδίτης εκ των έσω. Αυτή η ζωή ήταν η μαγιά των έργων του. Η πρώτη ύλη για τη μορφοποίηση των υπέροχων στίχων του.
Είναι αυτονόητη η επιρροή αυτών των σημαντικών στιγμών της πρόσφατης ιστορίας μας, στιγμών τις οποίες ο Λειβαδίτης βίωσε σε βάθος και τις αποτύπωνε με κείνη την τόσο εκφραστική ματιά του. Τυχερός - άτυχος, που γνώρισε τα μύρια όσα με ένταση πρωτοφανή. Ένα υπέροχο ψηφιδωτό με ψηφίδες χαρά, λύπη, ελπίδα, απογοήτευση, αγώνα, ήττα, συλλογικότητα, απόλυτη μόνωση, διωγμούς, εξορίες, φυλακίσεις, βύθιση σε σκοτεινούς κόσμους θλίψης , απόγνωση, προπηλακισμούς, λοιδορίες, επιβραβεύσεις, έρωτες, αναγνώριση και πολλή αγάπη. Αυτής της ζωής καρποί ήταν οι στίχοι που μας χάρισε, οι στίχοι που τραγουδήθηκαν, αγαπήθηκαν, έγιναν επιτυχίες.
Ήταν 30 Οκτωβρίου του 1988, η μέρα που ο Λειβαδίτης έκανε το άλμα στην αθανασία. Φθινοπωρινή μέρα, έκανε κρύο, ψιλόβρεχε σποραδικά και στον τελευταίο αποχαιρετισμό στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας ήταν απρόσμενα πολλοί. Δεν θα ξεχάσω εκείνες τις στιγμές που βαδίζαμε προς τον τάφο αλληλοστηριζόμενοι, με τον Γιάννη Ρίτσο και τη γυναίκα του Λειβαδίτη, Μαρία. Αυτή, απόλυτα σιωπηλή, βυθισμένη σε βουβό κλάμα. Ο Ρίτσος , " ο μεγάλος αδελφός, ο σοφός ο Γιάννης ", συντριμμένος από τον πόνο, επαναλάμβανε συνεχώς την ίδια φράση μέσα από τους λυγμούς του:
" Τάσο, όμορφε άγγελε. Ως και νεκρός ένας άγγελος είσαι ".
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είχε προβλέψει στους στίχους του πως θα πεθάνει φθινόπωρο:
Όμως εδώ τελείωσα. Ώρα να φύγω. Όπως θα φύγετε κάποτε κι εσείς.
Και τα φαντάσματα της ζωής μου
θα με αναζητούν τώρα τρέχοντας μες στη νύχτα
και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν.
Έτσι συνήθως έρχεται το φθινόπωρο.
Γιαυτό σας λέω ας κοιτάξουμε τη ζωή μας
με λίγη περισσότερη συμπόνια
μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική.
Ο Λειβαδίτης τίμησε με τη στιχουργική του τη μουσική παραγωγή του τόπου. Ποτέ δεν έκανε σύγκριση ποίησης και στιχουργικής. Εκτιμούσε το ίδιο τα έργα και των δύο αυτών δραστηριοτήτων του. Θεωρούσε σημαντική τη διάχυση των στίχων του στον πολύ κόσμο μέσα από τα τραγούδια που έγραψαν σημαντικοί συνθέτες. Και χαιρόταν όταν οι στίχοι του γίνονταν λαϊκά τραγούδια κι έφταναν στις γειτονιές τραγουδισμένα απ' τους απλούς ανθρώπους, όπως η " Δραπετσώνα ", το " Βρέχει στη φτωχογειτονιά " και άλλα.
Για τη " Δραπετσώνα " έχω μια μικρή ιστορία να μεταφέρω, όπως μου την αφηγήθηκε σε μια εκπομπή το 1983 ο Μίκης Θεοδωράκης.
Στην πρώτη οκταετία της πρωθυπουργίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, πριν τη δικτατορία, δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή όταν αποφασίστηκε να γκρεμιστούν τα πλινθόχτιστα σπίτια στη Δραπετσώνα, υποβαθμισμένη τότε περιοχή της Αττικής, όπου κατοικούσαν κυρίως πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922. Αμέσως οργανώθηκε από την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) συγκέντρωση διαμαρτυρίας με συναυλία του Μίκη, βουλευτή τότε, αν θυμάμαι καλά, της ΕΔΑ. Ο Θεοδωράκης κατά την επιστροφή του από τη Δραπετσώνα προς το σπίτι του είχε ήδη συνθέσει τη μουσική ενός τραγουδιού στο μυαλό του. Στάθηκε σε ένα περίπτερο και τηλεφώνησε στον Λειβαδίτη λέγοντάς του ότι πρέπει να γράψει αμέσως στίχους που θα έδεναν με τη μουσική που μόλις είχε "γράψει" , ώστε το νέο τραγούδι να παιχτεί στη συναυλία της επόμενης στη Δραπετσώνα. Στην απορία του Λειβαδίτη, πώς θα ακούσει τη μουσική για να γράψει, ο Θεοδωράκης του απάντησε με συλλαβές τα-τα, τα- τα, τα-τα ώστε να αντιληφθεί ο Λειβαδίτης τις συλλαβές της κάθε πρότασης.
Τη νύχτα έγραψε ο Λειβαδίτης τους στίχους του τραγουδιού " Δραπετσώνα " και την επομένη τραγουδήθηκε από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση στη συναυλία που έγινε στα προσφυγικά. Έτσι γεννήθηκε ένα από τα ομορφότερα λαϊκά τραγούδια. Ο Λειβαδίτης μού επιβεβαίωσε αυτή την όμορφη ιστορία, γελώντας σεμνά όπως πάντα. Ιστορία που δείχνει, μεταξύ άλλων, την απίστευτη ικανότητα, την άνεση που είχε ο μεγάλος μας ποιητής στο χειρισμό του λόγου και ιδιαίτερα στη στιχουργική. Ο ίδιος αγαπούσε επίσης πολύ και Τα Λυρικά που τραγούδησε ο ίδιος ο Μίκης. Έργο που περιλαμβάνει μελοποίηση υπέροχων ποιημάτων του.
Σε περιοδείες στην επαρχία, όπου έκανε συναυλίες ο Μίκης Θεοδωράκης πριν τη δικτατορία του 1967, όταν τα πολιτικά πάθη ήταν έντονα, ο Λειβαδίτης τον συνόδευε και απάγγελλε ποίηματά του. Συχνά δεξιοί παρακρατικοί ορμούσαν στα θέατρα και κατέστρεφαν τα πάντα, διέκοπταν την εκδήλωση και χτυπούσαν αδιάκριτα. Αρκετές φορές κινδύνεψε η ακεραιότητά του και η ίδια η ζωή των συντελεστών των εκδηλώσεων και του ίδιου του Λειβαδίτη από τις πέτρες και τους λοστούς των αγριεμένων παρακρατικών.
Σιωπούσε φλύαρα, έγραφε συνεχώς, δεν ανταγωνιζόταν, δεν συγκρουόταν. Υπηρετούσε την πραγματική Ποίηση, αυτήν της υψηλής αισθητικής και του στοχαστικού βάθους. Δεν καλλιεργούσε δημόσιες σχέσεις , δεν τον αφορούσε η όποια συναλλαγή με στόχο τη δημοσιότητα. Δύσκολα θα βρει ο μελετητής της Ποίησης του Λειβαδίτη άλλον ποιητή με αυτό το φιλοσοφικό εύρος, το οποίο διατυπωνόταν με απλές καθημερινές λέξεις. Υπηρέτησε με αδιατάρακτη συνέπεια μια ζωή αφιερωμένη στον άνθρωπο, στην αγάπη, στα όνειρα που οικοδομούν την ελπίδα για ένα καλύτερο κόσμο με οδηγό διαχρονικές αξίες. Έδινε απλόχερα σε όλους γνώση, πείρα, αγάπη. Ως και τους διώκτες και βασανιστές του δεν μίσησε. Το 1950 , εξόριστος στη Μακρόνησο, απευθυνόμενος στον ανθρωποφύλακα σκοπό του στρατοπέδου έγραψε:
Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις
χτύπα με αλλού
μη σημαδέψεις την καρδιά μου.
Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.
Δεν θάθελα να το λαβώσεις.
Ο Λειβαδίτης ήταν ταπεινός με όλη τη μεγαλοσύνη της έννοιας αυτής, από φιλοσοφικά επιλεγμένη θέση. Ένιωθε μια σε βάθος ελευθερία. Οι πικρίες του δεν είχαν να κάνουν με μικροψυχίες, αλλά με την επίγνωση του τραγικού της ανθρώπινης μοίρας. Είχε φύγει από καιρό από τον μικρόκοσμό μας. Είχε κατακτήσει την ελευθερία που δίνει η επίτευξη του στόχου " να μη θέλεις να αποδείξεις τίποτα στον εαυτό σου, ούτε σε κανέναν άλλο ". Και αυτή η άρνηση της επιβεβαίωσης της ύπαρξης αποτελεί την πιο βαθιά κατάφαση ταπεινοσύνης. Όπως και η συνεχής φροντίδα τού να αφουγκράζεται τον διπλανό:
...γιαυτό και μέσα σε κάθε ζωή
υπάρχει πάντα κάτι πιο βαθύ
απ' τον εαυτό της
- η ζωή των άλλων.
[...] Η Ποίηση του στο σύνολό της ήταν επί της ουσίας πολιτική. Η ίδια η ζωή του συνιστούσε πολιτική στάση. Στήριξε με συνέπεια την αγάπη στον άνθρωπο, την ελευθερία στην έκφραση , τον σεβασμό στις αξίες της ζωής, κάνοντας καθημερινή πρακτική την ποιητικότητα.
Γιατί δεν είναι άλλος δρόμος, άλλο χέρι, άλλο όνομα, άλλη σημαία, άλλη καρδιά, άλλο άστρο , άλλη δικαιοσύνη - απ' τη ζωή.
Ο Τάσος Λειβαδίτης ρουφούσε τη ζωή, τον έρωτα, τα πάθη, τη χαρά, τη λύπη, με ένταση, κάθε φορά σαν να ήταν η τελευταία. Αυτοσαρκαζόταν συχνά, και ως βαθύς γνώστης της τραγικότητας της ύπαρξης μας διέθετε πηγαίο, ανεξάντλητο χιούμορ. Ήταν, άλλωστε, βαθιά ερωτικός ποιητής:
Μισώ τα μάτια μου που πια δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου.
Οι εραστές δεν βλέπουν, μόνο αγγίζονται,
μα οι ρώγες των δακτύλων τους είναι τα ίδια πελώρια
τα πάντα έκπληκτα μάτια του Θεού.
Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα πάνω
στο γυαλί της λάμπας.
" Πώς γίνεται " , ρώταγες. Μα είναι τόσο απλό.
Αφού μ' αγαπούσες.
Τόσοι άνθρωποι βρέθηκαν επανειλημμένα συγκεντρωμένοι για να ακούσουν δυο λόγια για τον μεγάλο μας ποιητή. Και πάντα στις συγκεντρώσεις αυτές σκεφτόμουν τη μοίρα του δημιουργού, που μόνος, καταμόναχος δουλεύει τις νύχτες. Ένας μοναχικός διάκονος της Ποίησης. έχω την εικόνα του στο γραφείο του σκυμμένος να γράφει με σταθερό χέρι και παλλόμενη ψυχή, να ιστορεί τα πάθη, τις αγάπες, τις ελπίδες μας. Πού να το φανταζόσουν,Τάσο, ότι το έργο σου, γέννημα απόλυτα μοναχικών στιγμών, θα κινητοποιούσε, θα άγγιζε τόσον κόσμο. Ότι βρισκόμαστε σήμερα τόσοι και έτσι, μιλώντας με περισσή αγάπη και σεβασμό για το γέννημα των στιγμών - αιώνων σου.
...κι αφού ποτέ δεν είχα ζήσει φανερά
θ' ακούτε το τραγούδι κι όταν λείπω.
Γιώργος Δουατζής ( Τάσος Λειβαδίτης : εικοσιπέντε χρόνια μετά)
Από το βιβλίο Τάσος Λειβαδίτης, Τραγουδάω, όπως τραγουδάει το ποτάμι. Μελοποιημένοι στίχοι, επιμέλεια Σπύρος Αραβανής, Θανάσης Συλιβός, Μετρονόμος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου