Γράφει η ofisofi // atexnos
Ποια σχέση μπορεί να έχουν τρεις σκυλίσιοι θάνατοι, τρεις σκυλοφονιάδες, η πτώση του Ίκαρου και ένας πίνακας του Βίκτωρ Ποπκώφ με τη γενέθλια γη, τα παιδικά χρόνια, τα βιβλία, την Αντίσταση, το ΚΚΕ, το Γράμμο, τη Μουργκάνα, την πολιτική προσφυγιά, τη Σοβιετική Ένωση και το σοσιαλισμό; Με πρόσωπα και τόπους, με ιδέες και συναισθήματα; Πολλές, όταν όλα αυτά τα συνδέει μια γραμμή ζωής και η μνήμη με τη μορφή της ανάμνησης σε ζωντανό συνδυασμό με τη φαντασία.
Είναι φορές που όταν κλείνω ένα βιβλίο είναι τόσο έντονη η ψυχική και η συναισθηματική φόρτιση που δυσκολεύομαι να βρω τις κατάλληλες λέξεις όχι μόνο για να τις εκφράσω στο χαρτί αλλά να μιλήσω για το συγγραφέα και το βιβλίο. Αυτό μου συνέβη με τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο και τα δύο βιβλία του με τον γενικό τίτλο «Αυτά που μένουν».
Σ’ αυτά τα δύο βιβλία βρήκα κάτι από τις σκέψεις μου και τους προβληματισμούς μου και κατά κάποιο τρόπο συνομίλησα νοερά με τον συγγραφέα σαν να καθόμασταν ο ένας απέναντι στον άλλο συζητώντας με ήρεμο και νηφάλιο τρόπο σε μια προσπάθεια να ανοίξει ένας δρόμος σε δύσβατα μονοπάτια και κακοτράχαλες ανηφοριές που έχουν σχέση με πρόσωπα και γεγονότα του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος τις φωτεινές και σκοτεινές πλευρές του αλλά και εκείνες της σοσιαλιστικής επανάστασης και τη Σοβιετική Ένωση.
Συνάντησα τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο «πίσω από το υγρό τζάμι του χρόνου» να μαζεύει ό,τι έχει μείνει μέσα του από ανθρώπους και περιστατικά και να προσπαθεί να τα τοποθετήσει όλα στη θέση τους καθώς αυτά ακολουθούν ένα δρόμο και σε καλούν να τον βρεις και να τον περάσεις, αλλά συγχρόνως έχουν και μια «δική τους γραμμή ζωής» και συνυπάρχουν με ιδέες και εικόνες.
Ο Αλεξανδρόπουλος με όχημα τη μνήμη και τη φαντασία ανακαλεί στιγμές από το παρελθόν και αναθυμάται το μέλλον. Σαν ένας ταξιδιώτης αναπολεί τα ταξίδια του και κουβαλά μαζί του τις αποσκευές του, τις βαλίτσες του γεμάτες κάθε φορά με «βιβλία και χαρτιά, ένα δεύτερο παντελόνι, πουκάμισο, κανένα ζευγάρι σκαρπίνια και κομμάτι ύφασμα, ευκαιριακά αγορασμένο σε μια πόλη για να ραφτεί έπειτα αλλού ένα σακάκι με κάποια ευκαιρία. Το σακάκι δεν ραβόταν και τα ρετάλια μέναν. Στο τέλος κάπου χάνονταν κι αυτά…».
Ένα ταξίδι δίχως τέλος, από σταθμό σε σταθμό, γεμάτο εμπειρίες που ανασύρονται από το βυθό και «σπονδυλώνουν τη μνήμη». Περνά από τόπους και μας συστήνει πρόσωπα δίνοντάς τους μια άλλη διάσταση από αυτή που ενδεχομένως γνωρίζουμε.
Πρώτος σταθμός η γενέτειρά του, η Αμαλιάδα, ο πατέρας του, η σιωπηλή μορφή της μητέρας του, τα αδέλφια του, οι φίλοι του, ο σκοτωμένος από τους χωροφύλακες μικρός του αδελφός, τρεις σκυλίσιοι θάνατοι, τρεις σκυλοφονιάδες και η διαπίστωση ότι «εζήσαμε μια ζωή με πολλούς σκοτωμούς και θανάτους».
Η μνήμη του ταξιδεύει συνειρμικά και ανάμεσα σε αυτά τα χρόνια της ζωής του στην Αμαλιάδα ξεπροβάλλουν μορφές που τις συνάντησε στο μέλλον σε διαφορετικές συνθήκες, όπως εκείνη του συγγραφέα Κώστα Κοτζιά και της χαράκτριας Βάσως Κατράκη που και αυτές με τη σειρά τους τον τραβούν άλλοτε στο παρελθόν και άλλοτε στο μέλλον.
Αυτή την αναδρομική ή την πρόδρομη διαδρομή τη συναντούμε και στα δύο βιβλία. Είναι η κύρια μορφή αφήγησης. Έτσι παρουσιάζονται κομμάτια της ζωής του αλλά και της ζωής των άλλων, οι περιπέτειες, οι αγώνες, οι ιδέες, οι συγκρούσεις, οι σκέψεις.
Κάποια στιγμή βρίσκεται πίσω στην εποχή της αποβολής του από το Γυμνάσιο και την επιβολή της «διαπαντός και απ’ όλα τα γυμνάσια του κράτους», μετά προχωράει μπροστά στην καταδίκη του «εις θάνατον τρις» από το Στρατοδικείο Ιωαννίνων και προβάλλεται στο απώτερο μέλλον όταν ολοκληρώνεται η ποινή με την αφαίρεση της ιθαγένειας καθώς «διαγράφεται ως μηδέποτε εγγραφής». Νιώθει να πέθανε τρεις φορές, πνευματικά, φυσικά και πολιτικά. «Συρροή παραλογισμών».
Τα χρόνια που έζησε ήταν δύσκολα αλλά όμορφα και μόνο γιατί ήταν νέος, έφηβος και χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβαινε ένιωθε να μεγαλώνει και να στροβιλίζεται μαζί με άλλους στη δίνη των γεγονότων. Ήταν όλα τόσο δυνατά, ορμητικά και σαρωτικά που και ο ίδιος δεν μπορεί να οριοθετήσει την ακριβή στιγμή της αρχής και του τέλους αυτού του κεφαλαίου στη ζωή του.
Το τέλος του 1942 υπήρξε καθοριστικό. Στις σκέψεις του και στις αναμνήσεις του παρεμβάλλει γεγονότα με όλες τις λεπτομέρειες για να δείξει το μέγεθος της επίδρασης όσων συνέβαιναν τότε στην καρδιά και στην ψυχή των εφήβων, τόσο του ίδιου όσο και των συνομηλίκων του.
Τότε η ζωή και το νόημα της ύπαρξης τους ταυτιζόταν με δύο έννοιες: σκλαβιά και ελευθερία. Τα παιδιά ξαφνικά ενηλικιώνονταν, αλλά χωρίς να χάσουν την τρέλα και την τόλμη της νεότητας που θα τους οδηγούσαν σε πράξεις ριψοκίνδυνες και επικίνδυνες.
Τότε ήταν που συναντήθηκαν με τον άγνωστό τους μαρξισμό, τον κομμουνισμό, που τους άγγιξε με το ραβδάκι τους . Το άγγιγμα υπήρξε καταλυτικό γιατί έδωσε υπόσταση στην εξεγερμένη νεότητα, στην «ακραία ψυχική κατάσταση» που η κατοχή είχε αρχίσει να δημιουργεί.
Τότε έγινε η αρχή, στα χρόνια της Κατοχής, και δεν σταμάτησε ποτέ το ταξίδι με όλες τις αναζητήσεις και τους κινδύνους που αυτό περιέκλειε. Πρώτο μέλημα το ξεσκλάβωμα και μετά η διεκδίκηση και η κατάκτηση νέων ελευθεριών. Οι ταξιδιώτες συνάντησαν στο δρόμο τους Κύκλωπες, Λαιστρυγόνες και Συμπληγάδες πέτρες που είχαν τη μορφή της τρομοκρατίας, του εμφυλίου, των φυλακών, της εξορίας, του εκτελεστικού αποσπάσματος, της πολιτικής προσφυγιάς, ακόμη και των εσωκομματικών συγκρούσεων. Όμως το ταξίδι συνεχιζόταν παρέα με τις εσωτερικές συγκρούσεις που κάποια στιγμή ζητούσαν να ημερέψουν μέσα από τη διαδικασία της επιστροφής στον τόπο απ’ όπου άρχισαν.
Η γενιά του, λοιπόν, ασπάστηκε το μαρξισμό πριν τον γνωρίσει. Ήταν τέτοια η εποχή που τα σαρωτικά γεγονότα και οι ραγδαίες εξελίξεις δεν πρόσφεραν την πολυτέλεια για θεωρίες και διδασκαλίες. Όλα κρίθηκαν στην πράξη με τη συμμετοχή στην Αντίσταση. Αυτή ήταν το μέτρο σε συνδυασμό με τις επιδράσεις και τα ερεθίσματα της μεταξικής δικτατορίας. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες διαμορφώθηκαν συμπεριφορές και στάσεις.
Και επειδή «ό,τι και να γίνει, η ζωή συνεχίζεται σαν μια αρχινημένη ιστορία ξεδιπλώνοντας ό,τι ήταν από μιας αρχής μέσα» επιστρέφει στην Αμαλιάδα, τη γύρω περιοχή και μνημονεύει τους ανθρώπους που τον ενέπνευσαν. Θυμάται τους πρώτους του στίχους, τα πρώτα του διαβάσματα, και την «ανεπανάληπτη συγκίνηση» των Αθλίων του Ουγκώ που από τότε δήλωνε ορκισμένος θαυμαστής του.
Δίπλα στον Ουγκώ «τρία ονόματα άλλων αγίων από εκείνη την εποχή: Παλαμάς, Παπαδιαμάντης και Καρκαβίτσας». Παράλληλα με αυτούς ορθώνεται «ο διαχρονικότερος ποιητής μας…η καλύτερη εθνική μας εγγύηση» η γιγάντια μορφή του Σολωμού που μαζί της ταυτίστηκε το ξεκίνημα εκείνων των νέων «σαν μια χρονολογία γέννησης». Τα βήματά του τον οδηγούν από τους συγγραφείς στα βιβλία. Πολλά χάθηκαν μέσα στις καταστροφές και τις λεηλασίες στη διάρκεια του εμφυλίου. Δεκατρία βιβλία σώθηκαν από τη λαίλαπα και τη φωτιά και μία Καινή Διαθήκη με τις υπογραφές των δύο αδελφών του στην τελευταία σελίδα.
Αξίζει να δούμε τη σχέση του με τα βιβλία και το διάβασμα όπως ο ίδιος την καταθέτει:
«Τι ήταν τα βιβλία μου τότε; Πλιθάρια, καδρόνια και κεραμίδια με το σωρό. Το βιβλίο, δυστυχώς, κάθε άλλο παρά αφθονούσε και στο σπίτι μας, φαντάζομαι και στ’ άλλα σπίτια της πόλης μας και της εποχής εκείνης. Παρ’ όλα αυτά είχε τρομερή κινητικότητα, από χέρι σε χέρι κυκλοφορούσαν όλα τα αναγνωστικά είδη και ποιότητες κι εμείς όλα τα διαβάζαμε και πήγαιναν κάτω μασημένα και αμάσητα. Δεν συγκροτούνται έτσι βιβλιοθήκες, δεν ταξινομούνται και καλλιεργούνται γνώσεις, μόνο στοιβάζονται μες στο κεφάλι, που όμως δεν είναι κι αυτό άσχημο. Τίποτε όμως από αυτά που διαβάζαμε τότε κι από τη ζωή που κάναμε δεν προμηνούσε ότι θα ερχόταν μια μέρα και θα πέφταμε με τα μούτρα στην πολιτική, όχι για ένα και δύο χρόνια αλλά για όλη τη ζωή – για όλες τις ζωές που πράγματι ήταν πολλές, πολλές ζώνες στον ίδιο τοίχο η μια πάνω στην άλλη».
Κάπως έτσι άρχισε να διαβάζει μεγάλους και δύσκολους συγγραφείς αδυνατώντας να τους καταλάβει. Αυτό όμως τον οδήγησε σταδιακά στην αναζήτηση της ουσιαστικής επαφής μαζί τους διώχνοντας ό,τι δεν καταλάβαινε.
Πού πήγαν όμως τα βιβλία, πού πήγαν εκείνα τα παιδιά με τα οποία τα μοιράστηκαν; Σπαρακτική η αναλογία της σχέσης τους.
«Εκείνα τα παιδιά, με τα οποία μοιραστήκαμε τα πρώτα βιβλία, είχαν την τύχη της βιβλιοθήκης μου: κάηκαν, προτού προλάβουν να σχηματιστούν. Άλλους τους έχασα έπειτα τελείως και έμειναν ό,τι ήταν: παιδιά. Και δεν υπάρχει τώρα παρά η απέραντη νεκροπομπή που κουβαλάμε μέσα μας όσοι επιζήσαμε. Και ίσως κάποια ίχνη που άφησαν με το χέρι τους, όπως τα δυο μου αδέλφια τις υπογραφές τους στον παλιό τόμο της Καινής Διαθήκης, στην τελευταία σελίδα…».
Βιβλία και συγγραφείς και ανάμεσά τους ένα που υπήρξε καθοριστικός σταθμός καθώς εκεί μέσα βρήκε τα πάντα, υπήρχαν τα πάντα. «Ήταν το Φως που καίει».
Μαζί με τα βιβλία έρχονται και τα τραγούδια. Κάθε εποχή και τα δικά της αλλά με σημαντικότατη συμβολή στην προσπάθεια της επιβίωσης και της συνέχισης του αγώνα μέσα σε δύσκολες και αντίξοες συνθήκες.
Ο συγγραφέας επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους και διάσπαρτα μέσα στις σελίδες των βιβλίων του ότι μιλά για πράγματα απλά και πολύ προσωπικά καθώς όλα είναι αξιόλογα και αξιομνημόνευτα.
Η μνήμη λειτουργεί σαν ένας κώδικας και συνεχώς επανέρχεται και φέρνει στην επιφάνεια γεγονότα και πρόσωπα «μέσα από κάποιες δικές της στοές…χωρίς απατηλά μπερδέματα». Τα πάντα και οι πάντες είναι εδώ, κανείς δεν ακυρώνεται ακόμα και αν κουβαλά αρνητικά φορτία.
Άλλωστε υποστηρίζει ότι ακόμα και μέσα στις πιο κυνικές εποχές το καλό είναι καλό και αυτό βοηθάει να μένουν μέσα του οι τίμιοι, ικανοί και γενναίοι που έτυχε να γνωρίσει και να υπερισχύσουν η ομορφιά και η καλοσύνη του ανθρώπου. Η άλλη όψη υποχωρεί κάπου πιο πίσω αν και οι κακοί και οι ανάξιοι έχουν την τάση να μηχανεύονται διάφορα μες στους λαβύρινθους της μνήμης.
Από την ενθουσιώδη και ορμητική εποχή της Αντίστασης περνά στη μαύρη, σκοτεινή και βίαιη εποχή της τρομοκρατίας. Μια εποχή που σημαδεύτηκε από πράξεις αντεκδίκησης οι οποίες, όπως γράφει, έγιναν και από τους συναγωνιστές και συντρόφους του άλλοτε δίκαια και άλλοτε άδικα. Πράξεις που καθόλου δεν τους αντιπροσώπευαν. Το ζητούμενο όμως είναι κάποτε να δοθούν εξηγήσεις για όσα σκοτεινά έγιναν τα οποία άφησαν όχι μόνο τραύματα αλλά και καταβολές «που δεν τις απορρίψαμε, τις αφήσαμε, να μένουν, τις υπερασπιστήκαμε κιόλας, συμβιώσαμε για χρόνια μαζί τους, βυθίστηκαν ρίζες στο χώμα μας απ’ όπου όλο κάτι βλάσταινε στη διάρκεια μιας τρομερά δύσκολης περιπέτειας. Μες στη σιωπή και στην παράλειψη υπήρχαν κιόλας αρκετές υπαγορεύσεις για όσα θα ζούσαμε έπειτα – με τον τρόπο ακριβώς που σιωπήσαμε, αφήνοντας τους άλλους να στηρίξουν εκεί μια ψυχρή τακτική που μας πήγε στον εμφύλιο.»
Από την άλλη μεριά η κρατική τρομοκρατία του 1945 – 1946 πήρε την πιο βίαιη και ανάλγητη μορφή γιατί έπρεπε οι αντίπαλες του ΕΑΜ δυνάμεις να επιβιώσουν με κάθε τρόπο, γιατί γνώριζαν ότι δεν θα κέρδιζαν. Εκτιμά λοιπόν ότι η εξέλιξη δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετική. Η δοκιμασία ήταν δύσκολη και η αναμέτρηση με το δυνατό και ηθικά ακμαίο ΕΑΜ κρίσιμη.
«Το τρομοκρατικό κράτος έχει φοβερή δύναμη κι απάνθρωπη αναλγησία…Η κρατική τρομοκρατία πατάει πάνω στα πτώματα σαν να’ ναι ξύλα και πέτρες πεταμένες στο δρόμο και κανείς δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Αντίθετα, θα αμειφθούν (και ηθικά) για τη δουλειά που προσφέρουν…Έχει άλλη φρίκη το κράτος – τρομοκράτη. Κι όσοι τα έζησαν εκείνα τότε δεν είναι εύκολο να ξεχάσουν το πρόσωπο αυτό του κράτους. Αφήνεται ο άλλος ελεύθερος να βγάλει έξω όλη του την αγριότητα και την παραφροσύνη, το σαδισμό του, την ιδιοτέλειά του, τα πάσης φύσεως εγκληματικά του απωθημένα. Σε όσους τα υποστήκαν αυτά η κρατική τρομοκρατία του ’45 και του ’46 φύτεψε όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που έκαναν δυνατό να περάσει μέσα από την ψυχή τους κι αυτός ο σταλινισμός, χωρίς ψυχικά να τον απορρίψουν για ένα μεγάλο διάστημα (τόσο πιο μεγάλο, όσο πιο βαθιά και προσωπικά ήταν τα χτυπήματα που ο καθένας είχε δεχτεί)». (συνεχίζεται)
Ποια σχέση μπορεί να έχουν τρεις σκυλίσιοι θάνατοι, τρεις σκυλοφονιάδες, η πτώση του Ίκαρου και ένας πίνακας του Βίκτωρ Ποπκώφ με τη γενέθλια γη, τα παιδικά χρόνια, τα βιβλία, την Αντίσταση, το ΚΚΕ, το Γράμμο, τη Μουργκάνα, την πολιτική προσφυγιά, τη Σοβιετική Ένωση και το σοσιαλισμό; Με πρόσωπα και τόπους, με ιδέες και συναισθήματα; Πολλές, όταν όλα αυτά τα συνδέει μια γραμμή ζωής και η μνήμη με τη μορφή της ανάμνησης σε ζωντανό συνδυασμό με τη φαντασία.
Είναι φορές που όταν κλείνω ένα βιβλίο είναι τόσο έντονη η ψυχική και η συναισθηματική φόρτιση που δυσκολεύομαι να βρω τις κατάλληλες λέξεις όχι μόνο για να τις εκφράσω στο χαρτί αλλά να μιλήσω για το συγγραφέα και το βιβλίο. Αυτό μου συνέβη με τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο και τα δύο βιβλία του με τον γενικό τίτλο «Αυτά που μένουν».
Σ’ αυτά τα δύο βιβλία βρήκα κάτι από τις σκέψεις μου και τους προβληματισμούς μου και κατά κάποιο τρόπο συνομίλησα νοερά με τον συγγραφέα σαν να καθόμασταν ο ένας απέναντι στον άλλο συζητώντας με ήρεμο και νηφάλιο τρόπο σε μια προσπάθεια να ανοίξει ένας δρόμος σε δύσβατα μονοπάτια και κακοτράχαλες ανηφοριές που έχουν σχέση με πρόσωπα και γεγονότα του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος τις φωτεινές και σκοτεινές πλευρές του αλλά και εκείνες της σοσιαλιστικής επανάστασης και τη Σοβιετική Ένωση.
Συνάντησα τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο «πίσω από το υγρό τζάμι του χρόνου» να μαζεύει ό,τι έχει μείνει μέσα του από ανθρώπους και περιστατικά και να προσπαθεί να τα τοποθετήσει όλα στη θέση τους καθώς αυτά ακολουθούν ένα δρόμο και σε καλούν να τον βρεις και να τον περάσεις, αλλά συγχρόνως έχουν και μια «δική τους γραμμή ζωής» και συνυπάρχουν με ιδέες και εικόνες.
Ο Αλεξανδρόπουλος με όχημα τη μνήμη και τη φαντασία ανακαλεί στιγμές από το παρελθόν και αναθυμάται το μέλλον. Σαν ένας ταξιδιώτης αναπολεί τα ταξίδια του και κουβαλά μαζί του τις αποσκευές του, τις βαλίτσες του γεμάτες κάθε φορά με «βιβλία και χαρτιά, ένα δεύτερο παντελόνι, πουκάμισο, κανένα ζευγάρι σκαρπίνια και κομμάτι ύφασμα, ευκαιριακά αγορασμένο σε μια πόλη για να ραφτεί έπειτα αλλού ένα σακάκι με κάποια ευκαιρία. Το σακάκι δεν ραβόταν και τα ρετάλια μέναν. Στο τέλος κάπου χάνονταν κι αυτά…».
Ένα ταξίδι δίχως τέλος, από σταθμό σε σταθμό, γεμάτο εμπειρίες που ανασύρονται από το βυθό και «σπονδυλώνουν τη μνήμη». Περνά από τόπους και μας συστήνει πρόσωπα δίνοντάς τους μια άλλη διάσταση από αυτή που ενδεχομένως γνωρίζουμε.
Πρώτος σταθμός η γενέτειρά του, η Αμαλιάδα, ο πατέρας του, η σιωπηλή μορφή της μητέρας του, τα αδέλφια του, οι φίλοι του, ο σκοτωμένος από τους χωροφύλακες μικρός του αδελφός, τρεις σκυλίσιοι θάνατοι, τρεις σκυλοφονιάδες και η διαπίστωση ότι «εζήσαμε μια ζωή με πολλούς σκοτωμούς και θανάτους».
Η μνήμη του ταξιδεύει συνειρμικά και ανάμεσα σε αυτά τα χρόνια της ζωής του στην Αμαλιάδα ξεπροβάλλουν μορφές που τις συνάντησε στο μέλλον σε διαφορετικές συνθήκες, όπως εκείνη του συγγραφέα Κώστα Κοτζιά και της χαράκτριας Βάσως Κατράκη που και αυτές με τη σειρά τους τον τραβούν άλλοτε στο παρελθόν και άλλοτε στο μέλλον.
Αυτή την αναδρομική ή την πρόδρομη διαδρομή τη συναντούμε και στα δύο βιβλία. Είναι η κύρια μορφή αφήγησης. Έτσι παρουσιάζονται κομμάτια της ζωής του αλλά και της ζωής των άλλων, οι περιπέτειες, οι αγώνες, οι ιδέες, οι συγκρούσεις, οι σκέψεις.
Κάποια στιγμή βρίσκεται πίσω στην εποχή της αποβολής του από το Γυμνάσιο και την επιβολή της «διαπαντός και απ’ όλα τα γυμνάσια του κράτους», μετά προχωράει μπροστά στην καταδίκη του «εις θάνατον τρις» από το Στρατοδικείο Ιωαννίνων και προβάλλεται στο απώτερο μέλλον όταν ολοκληρώνεται η ποινή με την αφαίρεση της ιθαγένειας καθώς «διαγράφεται ως μηδέποτε εγγραφής». Νιώθει να πέθανε τρεις φορές, πνευματικά, φυσικά και πολιτικά. «Συρροή παραλογισμών».
Τα χρόνια που έζησε ήταν δύσκολα αλλά όμορφα και μόνο γιατί ήταν νέος, έφηβος και χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβαινε ένιωθε να μεγαλώνει και να στροβιλίζεται μαζί με άλλους στη δίνη των γεγονότων. Ήταν όλα τόσο δυνατά, ορμητικά και σαρωτικά που και ο ίδιος δεν μπορεί να οριοθετήσει την ακριβή στιγμή της αρχής και του τέλους αυτού του κεφαλαίου στη ζωή του.
Το τέλος του 1942 υπήρξε καθοριστικό. Στις σκέψεις του και στις αναμνήσεις του παρεμβάλλει γεγονότα με όλες τις λεπτομέρειες για να δείξει το μέγεθος της επίδρασης όσων συνέβαιναν τότε στην καρδιά και στην ψυχή των εφήβων, τόσο του ίδιου όσο και των συνομηλίκων του.
Τότε η ζωή και το νόημα της ύπαρξης τους ταυτιζόταν με δύο έννοιες: σκλαβιά και ελευθερία. Τα παιδιά ξαφνικά ενηλικιώνονταν, αλλά χωρίς να χάσουν την τρέλα και την τόλμη της νεότητας που θα τους οδηγούσαν σε πράξεις ριψοκίνδυνες και επικίνδυνες.
Τότε ήταν που συναντήθηκαν με τον άγνωστό τους μαρξισμό, τον κομμουνισμό, που τους άγγιξε με το ραβδάκι τους . Το άγγιγμα υπήρξε καταλυτικό γιατί έδωσε υπόσταση στην εξεγερμένη νεότητα, στην «ακραία ψυχική κατάσταση» που η κατοχή είχε αρχίσει να δημιουργεί.
Τότε έγινε η αρχή, στα χρόνια της Κατοχής, και δεν σταμάτησε ποτέ το ταξίδι με όλες τις αναζητήσεις και τους κινδύνους που αυτό περιέκλειε. Πρώτο μέλημα το ξεσκλάβωμα και μετά η διεκδίκηση και η κατάκτηση νέων ελευθεριών. Οι ταξιδιώτες συνάντησαν στο δρόμο τους Κύκλωπες, Λαιστρυγόνες και Συμπληγάδες πέτρες που είχαν τη μορφή της τρομοκρατίας, του εμφυλίου, των φυλακών, της εξορίας, του εκτελεστικού αποσπάσματος, της πολιτικής προσφυγιάς, ακόμη και των εσωκομματικών συγκρούσεων. Όμως το ταξίδι συνεχιζόταν παρέα με τις εσωτερικές συγκρούσεις που κάποια στιγμή ζητούσαν να ημερέψουν μέσα από τη διαδικασία της επιστροφής στον τόπο απ’ όπου άρχισαν.
Η γενιά του, λοιπόν, ασπάστηκε το μαρξισμό πριν τον γνωρίσει. Ήταν τέτοια η εποχή που τα σαρωτικά γεγονότα και οι ραγδαίες εξελίξεις δεν πρόσφεραν την πολυτέλεια για θεωρίες και διδασκαλίες. Όλα κρίθηκαν στην πράξη με τη συμμετοχή στην Αντίσταση. Αυτή ήταν το μέτρο σε συνδυασμό με τις επιδράσεις και τα ερεθίσματα της μεταξικής δικτατορίας. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες διαμορφώθηκαν συμπεριφορές και στάσεις.
Και επειδή «ό,τι και να γίνει, η ζωή συνεχίζεται σαν μια αρχινημένη ιστορία ξεδιπλώνοντας ό,τι ήταν από μιας αρχής μέσα» επιστρέφει στην Αμαλιάδα, τη γύρω περιοχή και μνημονεύει τους ανθρώπους που τον ενέπνευσαν. Θυμάται τους πρώτους του στίχους, τα πρώτα του διαβάσματα, και την «ανεπανάληπτη συγκίνηση» των Αθλίων του Ουγκώ που από τότε δήλωνε ορκισμένος θαυμαστής του.
Δίπλα στον Ουγκώ «τρία ονόματα άλλων αγίων από εκείνη την εποχή: Παλαμάς, Παπαδιαμάντης και Καρκαβίτσας». Παράλληλα με αυτούς ορθώνεται «ο διαχρονικότερος ποιητής μας…η καλύτερη εθνική μας εγγύηση» η γιγάντια μορφή του Σολωμού που μαζί της ταυτίστηκε το ξεκίνημα εκείνων των νέων «σαν μια χρονολογία γέννησης». Τα βήματά του τον οδηγούν από τους συγγραφείς στα βιβλία. Πολλά χάθηκαν μέσα στις καταστροφές και τις λεηλασίες στη διάρκεια του εμφυλίου. Δεκατρία βιβλία σώθηκαν από τη λαίλαπα και τη φωτιά και μία Καινή Διαθήκη με τις υπογραφές των δύο αδελφών του στην τελευταία σελίδα.
Αξίζει να δούμε τη σχέση του με τα βιβλία και το διάβασμα όπως ο ίδιος την καταθέτει:
«Τι ήταν τα βιβλία μου τότε; Πλιθάρια, καδρόνια και κεραμίδια με το σωρό. Το βιβλίο, δυστυχώς, κάθε άλλο παρά αφθονούσε και στο σπίτι μας, φαντάζομαι και στ’ άλλα σπίτια της πόλης μας και της εποχής εκείνης. Παρ’ όλα αυτά είχε τρομερή κινητικότητα, από χέρι σε χέρι κυκλοφορούσαν όλα τα αναγνωστικά είδη και ποιότητες κι εμείς όλα τα διαβάζαμε και πήγαιναν κάτω μασημένα και αμάσητα. Δεν συγκροτούνται έτσι βιβλιοθήκες, δεν ταξινομούνται και καλλιεργούνται γνώσεις, μόνο στοιβάζονται μες στο κεφάλι, που όμως δεν είναι κι αυτό άσχημο. Τίποτε όμως από αυτά που διαβάζαμε τότε κι από τη ζωή που κάναμε δεν προμηνούσε ότι θα ερχόταν μια μέρα και θα πέφταμε με τα μούτρα στην πολιτική, όχι για ένα και δύο χρόνια αλλά για όλη τη ζωή – για όλες τις ζωές που πράγματι ήταν πολλές, πολλές ζώνες στον ίδιο τοίχο η μια πάνω στην άλλη».
Κάπως έτσι άρχισε να διαβάζει μεγάλους και δύσκολους συγγραφείς αδυνατώντας να τους καταλάβει. Αυτό όμως τον οδήγησε σταδιακά στην αναζήτηση της ουσιαστικής επαφής μαζί τους διώχνοντας ό,τι δεν καταλάβαινε.
Πού πήγαν όμως τα βιβλία, πού πήγαν εκείνα τα παιδιά με τα οποία τα μοιράστηκαν; Σπαρακτική η αναλογία της σχέσης τους.
«Εκείνα τα παιδιά, με τα οποία μοιραστήκαμε τα πρώτα βιβλία, είχαν την τύχη της βιβλιοθήκης μου: κάηκαν, προτού προλάβουν να σχηματιστούν. Άλλους τους έχασα έπειτα τελείως και έμειναν ό,τι ήταν: παιδιά. Και δεν υπάρχει τώρα παρά η απέραντη νεκροπομπή που κουβαλάμε μέσα μας όσοι επιζήσαμε. Και ίσως κάποια ίχνη που άφησαν με το χέρι τους, όπως τα δυο μου αδέλφια τις υπογραφές τους στον παλιό τόμο της Καινής Διαθήκης, στην τελευταία σελίδα…».
Βιβλία και συγγραφείς και ανάμεσά τους ένα που υπήρξε καθοριστικός σταθμός καθώς εκεί μέσα βρήκε τα πάντα, υπήρχαν τα πάντα. «Ήταν το Φως που καίει».
Μαζί με τα βιβλία έρχονται και τα τραγούδια. Κάθε εποχή και τα δικά της αλλά με σημαντικότατη συμβολή στην προσπάθεια της επιβίωσης και της συνέχισης του αγώνα μέσα σε δύσκολες και αντίξοες συνθήκες.
Ο συγγραφέας επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους και διάσπαρτα μέσα στις σελίδες των βιβλίων του ότι μιλά για πράγματα απλά και πολύ προσωπικά καθώς όλα είναι αξιόλογα και αξιομνημόνευτα.
Η μνήμη λειτουργεί σαν ένας κώδικας και συνεχώς επανέρχεται και φέρνει στην επιφάνεια γεγονότα και πρόσωπα «μέσα από κάποιες δικές της στοές…χωρίς απατηλά μπερδέματα». Τα πάντα και οι πάντες είναι εδώ, κανείς δεν ακυρώνεται ακόμα και αν κουβαλά αρνητικά φορτία.
Άλλωστε υποστηρίζει ότι ακόμα και μέσα στις πιο κυνικές εποχές το καλό είναι καλό και αυτό βοηθάει να μένουν μέσα του οι τίμιοι, ικανοί και γενναίοι που έτυχε να γνωρίσει και να υπερισχύσουν η ομορφιά και η καλοσύνη του ανθρώπου. Η άλλη όψη υποχωρεί κάπου πιο πίσω αν και οι κακοί και οι ανάξιοι έχουν την τάση να μηχανεύονται διάφορα μες στους λαβύρινθους της μνήμης.
Από την ενθουσιώδη και ορμητική εποχή της Αντίστασης περνά στη μαύρη, σκοτεινή και βίαιη εποχή της τρομοκρατίας. Μια εποχή που σημαδεύτηκε από πράξεις αντεκδίκησης οι οποίες, όπως γράφει, έγιναν και από τους συναγωνιστές και συντρόφους του άλλοτε δίκαια και άλλοτε άδικα. Πράξεις που καθόλου δεν τους αντιπροσώπευαν. Το ζητούμενο όμως είναι κάποτε να δοθούν εξηγήσεις για όσα σκοτεινά έγιναν τα οποία άφησαν όχι μόνο τραύματα αλλά και καταβολές «που δεν τις απορρίψαμε, τις αφήσαμε, να μένουν, τις υπερασπιστήκαμε κιόλας, συμβιώσαμε για χρόνια μαζί τους, βυθίστηκαν ρίζες στο χώμα μας απ’ όπου όλο κάτι βλάσταινε στη διάρκεια μιας τρομερά δύσκολης περιπέτειας. Μες στη σιωπή και στην παράλειψη υπήρχαν κιόλας αρκετές υπαγορεύσεις για όσα θα ζούσαμε έπειτα – με τον τρόπο ακριβώς που σιωπήσαμε, αφήνοντας τους άλλους να στηρίξουν εκεί μια ψυχρή τακτική που μας πήγε στον εμφύλιο.»
Από την άλλη μεριά η κρατική τρομοκρατία του 1945 – 1946 πήρε την πιο βίαιη και ανάλγητη μορφή γιατί έπρεπε οι αντίπαλες του ΕΑΜ δυνάμεις να επιβιώσουν με κάθε τρόπο, γιατί γνώριζαν ότι δεν θα κέρδιζαν. Εκτιμά λοιπόν ότι η εξέλιξη δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετική. Η δοκιμασία ήταν δύσκολη και η αναμέτρηση με το δυνατό και ηθικά ακμαίο ΕΑΜ κρίσιμη.
«Το τρομοκρατικό κράτος έχει φοβερή δύναμη κι απάνθρωπη αναλγησία…Η κρατική τρομοκρατία πατάει πάνω στα πτώματα σαν να’ ναι ξύλα και πέτρες πεταμένες στο δρόμο και κανείς δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Αντίθετα, θα αμειφθούν (και ηθικά) για τη δουλειά που προσφέρουν…Έχει άλλη φρίκη το κράτος – τρομοκράτη. Κι όσοι τα έζησαν εκείνα τότε δεν είναι εύκολο να ξεχάσουν το πρόσωπο αυτό του κράτους. Αφήνεται ο άλλος ελεύθερος να βγάλει έξω όλη του την αγριότητα και την παραφροσύνη, το σαδισμό του, την ιδιοτέλειά του, τα πάσης φύσεως εγκληματικά του απωθημένα. Σε όσους τα υποστήκαν αυτά η κρατική τρομοκρατία του ’45 και του ’46 φύτεψε όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που έκαναν δυνατό να περάσει μέσα από την ψυχή τους κι αυτός ο σταλινισμός, χωρίς ψυχικά να τον απορρίψουν για ένα μεγάλο διάστημα (τόσο πιο μεγάλο, όσο πιο βαθιά και προσωπικά ήταν τα χτυπήματα που ο καθένας είχε δεχτεί)». (συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου