Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν (Α) – Δεύτερο μέρος: Η μνήμη σώζεται με τα πρόσωπα

Γράφει η ofisofi // atexnos

Καθώς η διαδρομή στο χρόνο είναι τεθλασμένη πρόσωπα και πολλά γεγονότα έρχονται από μόνα τους και του χτυπούν την πόρτα. Το ένα φέρνει τ’ άλλο. Έτσι αρχίζουν να αποκτούν ξεχωριστή παρουσία σημαντικές και συνάμα τραγικές μορφές του κινήματος: Μπελογιάννης, Ζαχαριάδης, Κολιγιάννης, Μπαρτζώτας, Πλουμπίδης, Καραγιώργης…
«Η μνήμη σώζεται με τα πρόσωπα. Τα περιστατικά εύκολα μπερδεύονται μεταξύ τους, χάνουν και τις χρονολογίες τους κάπου χάνονται και τα ίδια».
Με το Νίκο Μπελογιάννη συναντιέται για πρώτη φορά στην Πάτρα σε συνθήκες σκληρής τρομοκρατίας. Ο Αλεξανδρόπουλος είναι διαμεσολαβητής για τον γάμο ενός κοριτσιού μ’ έναν αξιωματικό. Εκείνα τα χρόνια όλοι είχαν γνώμη σε όλα τα ζητήματα ακόμα και τα πολύ προσωπικά. Αργότερα θα τον ξαναδεί κάπου στην Αθήνα και θα τον ξανασυναντήσει την άνοιξη του 1949 στο Γράμμο ως εκπρόσωπο του Γενικού Αρχηγείου που συχνά τον χρέωναν να εκφωνεί ομιλίες σε εκδηλώσεις. Τον συνάντησε και μετά την ήττα στην Αλβανία  καθώς είχε επιστρέψει από μάχη προκειμένου να βοηθηθεί η υποχώρηση και η περισυλλογή όσων δυνάμεων είχαν απομείνει. Καταπονημένος, άκεφος και ίσως άρρωστος. Εκεί πέρασαν μαζί λίγες μέρες συζητώντας.
Ο Μπελογιάννης  ήταν ένας άνθρωπος ήρεμος με ιδιόρρυθμη φωνή. Η φήμη του άρχισε με τις δίκες στην Αθήνα αλλά ο θρύλος του είχε σχηματιστεί από τα χρόνια της νεότητάς του καθώς είχε εγκαταλείψει την ασφάλεια του σπιτιού του και του μέλλοντός του και ακολουθούσε με αυταπάρνηση άλλους δρόμους που με τη σειρά τους οδηγούσαν σε εξορίες και φυλακές.
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος υποστηρίζει ότι ο Μπελογιάννης πέθανε όπως έζησε. Αν και φαινόταν ώριμος και γαλήνιος γρήγορα αποκάλυπτε και τη σκληράδα που τον διέκρινε. Η σκέψη του ήταν καθαρή και γνώριζε πολύ καλά όλα όσα συνέβαιναν. Ανάμεσα στα προσόντα του η ειλικρίνεια και η πολιτική εγκυρότητα. Μαχόμενος κομμουνιστής συνελήφθη ακριβώς γιατί  πολεμούσε πάντα στην πρώτη γραμμή.
Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο δεν αντιμετώπισε μόνο με αξιοθαύμαστη συμπεριφορά τη σκληρή πραγματικότητα που υψώθηκε μπροστά του, αλλά «ήταν μια στιγμή ωριμότητας του κινήματος που αντιπροσώπευε. Σαν να το έπαιρνε με το λουλουδάκι του και να το κινούσε σε μια απελευθέρωση από κάποιες σκλαβιές, απελευθέρωση κυρίως από μια παραδοσιακή αιχμαλωσία (ιδεολογική, ψυχολογική)».
Ο Μπελογιάννης στην πιο κρίσιμη και καθοριστική στιγμή της ζωής του ήταν νέος, τριάντα περίπου χρονών, υγιής, με ανοιχτό μυαλό, αισιόδοξος, γεμάτος αυτοπεποίθηση και δυνατό χαρακτήρα, δίχως ρήγματα, ρεαλιστής ανήκε στην κατηγορία εκείνων των ανθρώπων, αγωνιστών που ο Αλεξανδρόπουλος χαρακτηρίζει «ανθρώπινα διαμάντια με πνεύμα, ήθος και καρδιά στο ίδιο ύψος με την ιδέα που ασπάστηκαν παιδιά και δεν την λέρωσαν παρά με το αίμα τους». Κουβαλώντας όλα αυτά «Σαν ένας καλός δρομέας έφτασε στο δικό του τέρμα με ανεξάντλητη την αντοχή του και η τελευταία του χειρονομία ήταν αληθινή και πειστική, όπως κάθε αυθεντικό, πηγαίο πράγμα. Για όλα αυτά δεν θα τον πούμε τραγικό πρόσωπο, ας του πήραν το κεφάλι στα τριάντα τόσα του χρόνια…».
Ο Μπελογιάννης λοιπόν δεν ήταν τραγικό πρόσωπο. Τραγικά πρόσωπα ήταν  πολλά άλλα με προεξέχουσα μορφή τον άλλο Νίκο, τον Ζαχαριάδη.


of1

Η ένταξη του Νίκου Ζαχαριάδη στην εποχή βοηθάει να καταλάβουμε καλύτερα την προσωπικότητά του και τη συμπεριφορά του.
Στην Αντίσταση δημιουργήθηκε ένα κίνημα που παλλόταν από ενθουσιασμό και ψυχικό σθένος, που έδειξε ότι ήξερε να δίνει μάχες και σκληρούς αγώνες και είχε όραμα και όνειρο. Η ηγεσία του όμως δεν είχε τον ίδιο δυναμισμό και φάνηκε εξαιρετικά αναποφάσιστη στις κρίσιμες στιγμές. Συμμετείχε σε συνέδρια, συνδιασκέψεις και υπέγραφε συμφωνίες για τις οποίες λίγο μετά δυσανασχετούσε αλλά στη συνέχεια πήγαινε και δεσμευόταν ότι αυτό το δυναμικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα δεν θα επιχειρούσε να καταλάβει την εξουσία. Έτσι οδηγήθηκαν στον Λίβανο, στην Καζέρτα, στη Βάρκιζα. Στη συνέχεια άρχιζαν οι ατελείωτες συζητήσεις μέσα σε ολομέλειες και συνδιασκέψεις για να βρουν τα λάθη και τις παραλείψεις.
Όμως «το κακό δεν ήταν μέσα στις αποφάσεις και στις συμφωνίες. Όλα κρίνονταν στο ενδιάμεσο, στην καθημερινή τριβή, όπου, κατά κανόνα, ανατρέπονταν όσα είχαν αποφασιστεί και συνομολογηθεί με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν γραμμές σταθερές».
Επιπλέον ο συγγραφέας συνδέει αυτές τις εξελίξεις που καθόρισαν και όσα συνέβησαν  στο μέλλον με την αναφομοίωτη μαρξιστική θεωρία. Υποστηρίζει ότι στην Ελλάδα ο μαρξισμός δεν λειτούργησε απελευθερωτικά διότι ελάχιστοι  τον είχαν προσεγγίσει ουσιαστικά. Οι περισσότεροι τον υιοθέτησαν «περισσότερο σαν μια θητεία, μια πίστη». Υπήρχε δηλαδή μια θεωρία, μια ιδεολογία την οποία δεν γνώριζαν ή αν γνώριζαν δεν την είχαν αφομοιώσει δημιουργικά  και την αναπαρήγαν μηχανικά.  Εκείνο που κυρίως προκάλεσε ο μαρξισμός «ήταν ο σεισμός στα αισθήματα». Ήταν τέτοιο το μέγεθος της επίδρασής του που οδήγησε σε μια αληθινή επανάσταση.
«Με τις δραστήριες παρεμβάσεις του μαρξισμού σχηματίσθηκε μια νέα συναισθηματική πραγματικότητα, ένας νέος ρομαντισμός. Άναψαν καινούριες φωτιές που ήταν απαραίτητες σε στιγμές εθνικής ύφεσης. Όλα τούτα όμως τα καινούρια πράγματα προχωρούσαν κάπως στα τυφλά, όπως σ’ όλους τους μεγάλους ενθουσιασμούς χωρίς την απαραίτητη πνευματική κάλυψη. Και στο γεγονός αυτό βρίσκονταν κιόλας οι προϋποθέσεις για τ’ άλλα που έρχονταν από το μέλλον.»
Την εποχή που επέστρεψε ο Ζαχαριάδης από το Νταχάου ήδη η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Είχε διαμορφωθεί μια αντιφατική κατάσταση. Το κίνημα ήταν νικημένο αλλά οι δυνάμεις του εξακολουθούσαν να είναι ζωντανές και ακμαίες. Προβαίνει μάλιστα σε μια αναλογία προσπαθώντας να αποτιμήσει το φαινόμενο Ζαχαριάδης. Γράφει συγκεκριμένα:
«Τον Ζαχαριάδη, αν θελήσει να τον σκεφθεί κανείς, αφού περάσουν άλλα πενήντα ή εκατό χρόνια, μπορεί και να τον πάρει σαν έναν άλλο στρατηγό Γκρουσύ που φτάνει στο πεδίο της μάχης μ’ ενός – δύο χρόνων καθυστέρηση κι αμέσως πιάνει πόλεμο χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει ότι πέρασαν τόσα χρόνια. Κωμικοτραγωδία αλλά σήμερα ακόμα την κωμωδία δεν την σκεφτόμαστε, μένει πολύ ζωντανή η τραγική μνήμη εκείνων των δύο χρόνων, η αφόρητη πίεση  που άσκησαν και ήταν τρομερά δύσκολο να τη βαστάξουν συνηθισμένοι πολιτικοί ηγέτες».
Ποιος ήταν λοιπόν ο Νίκος Ζαχαριάδης;
Ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλο κύρος στον χώρο του ΚΚΕ και στην αντίληψη των συντρόφων του. Από τους πιο έγκυρους μαρξιστές, ο οποίος μπορούσε να συνδυάζει το εθνικό με το διεθνιστικό, να τραβά μπροστά και να ανοίγει δρόμους προβάλλοντας μια νέα ηθική στις ανθρώπινες σχέσεις και στην πολιτική.
Ο Ζαχαριάδης έδινε την εντύπωση ότι μπορούσε να μετριάσει και να ισορροπήσει μέσα του, αυτό που έλειπε από τους άλλους κομματικούς ηγέτες, την ιδεολογική επάρκεια και την ψυχική έξαρση, τον παρορμητισμό.
Η συμπεριφορά του όμως έδειξε ότι δεν τα κατάφερε και δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από τα ελαττώματα του χαρακτήρα του. Πολλές φορές ήταν απρόβλεπτος, επέβαλε τη δική του άποψη, επιδίωκε να βγαίνει νικητής και με κάθε τρόπο αναδείκνυε τις κακές πλευρές του χαρακτήρα του εφαρμόζοντας μιαν απαράδεκτη βιαιότητα, πολλή καχυποψία και εχθροπάθεια.
Από την άλλη μεριά ήταν ο μόνος από τους συντρόφους του που είχε αποδεσμευθεί ψυχικά από δεσμεύσεις στα διεθνή κέντρα, τη Μόσχα και τον Στάλιν.
Ήταν τύπος δυναμικός, σκεπτόμενος και ανεξάρτητος, είχε όραμα και θέληση να το πραγματοποιήσει. Είχε ικανότητες και προσόντα αλλά αντί να τα αξιοποιήσει «με σύνεση και ψυχραιμία, με πολιτική πονηριά ακόμα, μέσα στις εξαιρετικά δύσκολες περιστάσεις του ’45 και του ’46, άρχισε ν’ αντιδρά με ανακολουθίες …».
Ήταν ένας ηγέτης που «θέλησε να κάνει ό,τι οι άλλοι δεν έκαναν τότε που μπορούσαν…». Σε όλα αυτά έγκειται η τραγικότητα του Νίκου Ζαχαριάδη.
Ένα από τα πρόσωπα που  σχολιάζει ο Αλεξανδρόπουλος, σχετίζει με τον Ζαχαριάδη και θεωρεί αντιπροσωπευτικό της ατμόσφαιρας που επικρατούσε στο ΚΚΕ τότε, μετά τον εμφύλιο και όσα διαδραματίστηκαν είναι ο Κώστας Κολιγιάννης. «Ενώ βρισκόταν στο ικρίωμα, ξαφνικά βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας».
Τον χαρακτηρίζει κλειστό άνθρωπο, λιγομίλητο και βλοσυρό, χωρίς να είναι σίγουρος αν αυτός ήταν ο χαρακτήρας του ή αν έτσι ήθελε να φαίνεται. Φημιζόταν για την ηθική του και ο συγγραφέας διευκρινίζει ότι  αν και δεν τον ήξερε καλά, του έδινε την εντύπωση γενναίου ανθρώπου, αφοσιωμένου στις ιδέες του. Εκτιμά όμως ότι άνθρωποι σαν τον Κολιγιάννη συνήθως έκαναν για δεύτεροι γραμματείς, δεν είχε σπουδαίες πολιτικές ικανότητες ούτε έκανε για ηγέτης·  και επειδή η σκέψη αυτού του είδους των ανθρώπων είναι κλειστή, δημιουργεί  ασυμφωνίες, ρήγματα, συγκρούσεις και μόνιμη ασυνενοησία. Στη σκέψη του ολιγόλογου πολύ εύκολα ο πολυλογάς δεν θεωρείται καλός σύντροφος και αυτό τον μετατρέπει σε έναν άνθρωπο δύσπιστο και καχύποπτο. Όταν λοιπόν οι συνθήκες είναι δύσκολες και οι καιροί ανάποδοι τέτοια φαινόμενα δυσπιστίας και καχυποψίας γίνονται καθημερινά. Ο Ζαχαριάδης ήταν πολύ ανοιχτός σε αυτά, αλλά και οι συνεργάτες του, ένας από τους οποίους ήταν και ο  Κολιγιάννης.  Αναφέρει συγκεκριμένα ότι όταν του Κολιγιάννη του έλεγαν για κάποιον που γράφει καλά γύριζε και τον κοίταζε σαν να του είπαν πως δεν βάζει καλά την κομματική του στολή.
Θύμα αυτής της συμπεριφοράς έπεσε και ο ίδιος ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος από την εποχή του ΔΣΕ στο βουνό αλλά κυρίως στην Τασκένδη. Υποστηρίζει ότι όλα όσα συνέβησαν θα μπορούσαν να θεωρηθούν αστεία αν δεν μεταμορφώνονταν σταδιακά σε πολύ σοβαρά γεγονότα.
Ο Αλεξανδρόπουλος κατηγορήθηκε για τη συγγραφή αντικομμουνιστικών κειμένων και εκφώνηση αντικομμουνιστικών ομιλιών. Ήταν μια κατηγορία  πολύ σοβαρή αλλά χωρίς αιτία, χωρίς λόγο, χωρίς στοιχεία, από αυτές που στήνονταν με μεγάλη ευκολία και δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα δυσπιστίας και απορίας και ένα αρνητικό κλίμα. Το ζήτημα δεν ήταν ο ίδιος αλλά εκείνοι που έστηναν τις κατηγορίες και ο λόγος που το έκαναν. Το φαινόμενο ήταν συχνό από τα χρόνια του Δημοκρατικού Στρατού στο βουνό, αλλά εντάθηκε ακόμα περισσότερο στην Τασκένδη.
«Ό,τι έμεινε και σκεφτόμουν από αυτή την ιστορία ήταν ο τρόπος  με τον οποίο στο μυαλό του ανθρώπου σχηματίστηκε μια τέτοια υπόθεση. Δεν βρήκα ποτέ άκρη. Γιατί ακριβώς μια τέτοια σύλληψη που είχε να κάνει με λόγους, με ομιλίες και κείμενα;…».
Δυστυχώς τα αλληλοφαγώματα ήταν μια οδυνηρή πραγματικότητα και εύκολα  γίνονταν πιστευτές διάφορες επινοήσεις που έβαζαν σε δοκιμασία συντρόφους του, κομματικά μέλη και στελέχη και όλοι και όλα αναποδογύριζαν με την αλλαγή των πολιτικών συνθηκών. Οι κατήγοροι βρίσκονταν κατηγορούμενοι και το αντίστροφο.
Αυτά όλα δεν είχαν λογική και γι’αυτό το κόστος ήταν πιο μεγάλο, κυρίως το ψυχικό. Όμως μέσα από όλα αυτά απέκτησε ένα μέτρο που τον βοήθησε να βλέπει καλύτερα τις αλλαγές που γίνονταν μέσα στον άνθρωπο όταν άλλαζαν τα πράγματα.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν στις αναμνήσεις του με μορφές συσπασμένες από την προσπάθεια και την ένταση να σηκώσουν βάρη μεγαλύτερα από εκείνα που μπορούσαν. Ο δρόμος από την ιδέα ως την πραγματοποίησή της είναι μεγάλος. Μέσα σε αυτόν πορεύονται οι άνθρωποι ασταμάτητα ακόμα και αν κάποιοι δεν κατορθώνουν να φτάσουν στο τέρμα. Οι άνθρωποι, οι δυνάμεις τους εξαντλούνται, αλλά ο δρόμος όχι. Πάντα θα υπάρχουν άλλοι άνθρωποι να τους περπατούν και να συνεχίζουν .
«Τουλάχιστον κρίνοντας από την προσωπική μας πείρα, ξέρουμε τώρα όλοι πως το όνειρο, όλη η ιδέα και ο σκοπός τελικά έγειραν και στρώθηκαν χάμω σαν κομμένα δέντρα σ’ έναν δρόμο, αυτόν που περπατήσαμε, όπως τον περπατήσαμε, η μόνη μας βεβαιότητα. Και ίσως αυτό μόνο είναι που πράγματι γίνεται – να ανοίγονται μόνο και να περπατιούνται δρόμοι…». Μας προτείνει να το έχουμε στο νου μας όταν διαβάζουμε τις περιγραφές του, διότι μπορούν να φωτίσουν την ατμόσφαιρα και το δρόμο εκείνον «με τόσο σκληρή και αβάσταχτη μοίρα, κάτω από την οποία θα γογγύξουν και αληθινά δυνατοί χαρακτήρες».
Και εκείνο που τελικά είναι αξιομνημόνευτο σε όλη αυτή τη διαδρομή είναι ο τρόπος με τον οποίο περπάτησαν οι άνθρωποι. Και τα πόδια τα οδήγησε η δύναμη της ψυχής της οποίας η επίδραση στο αδύνατο σώμα υπήρξε ανυπολόγιστη. Μια δύναμη που υποτιμήθηκε και παραγνωρίστηκε αλλά πάνω στηρίχθηκαν τα πάντα.
Δεν είναι όμως μόνο αυτά τα πρόσωπα που έρχονται στη σκέψη του. Περνούν και άλλα τα οποία θυμάται με αγάπη, με τρυφερότητα, με συμπάθεια όπως είναι ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, η Έλλη Αλεξίου, ο Κώστας Μπόσης, ο Λέων Κούκουλας, οι τρεις Χρήστοι που έρχονται στο ύπνο του, οι οπλαρχηγοί του Δημοκρατικού Στρατού.
Από όλα αυτά τα πρόσωπα θα ξεχωρίσω τη μνεία στον αδελφό του Γιώργο που μαρτύρησε στη φυλακή, τον άφησαν, τον ξαναέπιασαν  και τελικά ούτε τον ξαναείδε ούτε έμαθε κάτι γι’ αυτόν εκτός από το ότι βγήκε στο βουνό.
Αντιπροσωπευτική περίπτωση μιας εποχής, παραμονές εμφυλίου,  της ψυχολογίας της αλλά και της νεότητάς που δεν έχασαν ποτέ, γιατί την πήραν μαζί τους, «για εκείνους προνόμιο, για μας αθεράπευτη τύψη».
alex3Αλλά το πιο αποκαρδιωτικό, η λήθη. «Θεέ μου, τι είναι δυνατόν να συμβεί και με τη μνήμη των ανθρώπων! Τι χαλασμοί, τι φοβερά μπερδέματα και τι αβάσταχτη νέκρα… Συχνά στα μάτια αυτών που ρωτούσα, παλιών μας φίλων, συνομήλικων, συγκατάδικων και συμπολεμιστών, είναι μια σύγχυση του νου και μια άσπρη λησμονιά και γενικά σαν να μην είμαστε παρά η διάψευση που έμεινε απ’ όλη εκείνη την ιστορία. Και κάποτε νιώθεις ακόμα πιο άσχημα: ότι και με την καλημέρα που είπες επρόσβαλες τους νεκρούς σου. Να βάλω λοιπόν εδώ μια τελεία και να κλείσω αυτή τη διήγηση. Να μείνω μόνος με το αδέλφι μου κοιτώντας το να φεύγει ψηλά καβάλα στην τελευταία του σφαίρα.»
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στο Δημήτρη Χατζή, τη γνωριμία τους και κυρίως την αντιπαράθεση τους μετά την κριτική του Χατζή στο μυθιστόρημα του Αλεξανδρόπουλου Νύχτες και Αυγές. (συνεχίζεται)

(Το πρώτο μέρος ΕΔΩ)

Δεν υπάρχουν σχόλια :