Τα μάγια
Σελήνη ήτον, μεσάνυκτα. Ο γερο - Παρθένης είχεν οικίσκον εις μίαν άκρην της πολίχνης, και δίπλα εις τον οικίσκον ήτον ένα χάλασμα ή κατάλυμα, και παρέκει ένα πηγάδι, και δύο αλυγαριές, κ' ένας απήγανος, και δύο άλλα δένδρα. Ο γέρων είχε κοιμηθή ενωρίς, όπως εκοιμώντο τότε οι άνθρωποι, και είχε χορτάσει τον ύπνον. Εσηκώθη, εφόρεσεν ένα ρούχο, διότι δροσιά και Μάιος ήτον, κ' εβγήκεν έξω από το καλύβι του.Η νύχτα όλη, ολοφέγγαρο, νύχτα βαθιά. Εκοιμάτο όλη η πλάσις, γυαλισμένη από το φεγγάρι, καθώς η Νεράιδα οπού πλαγιάζει και καθρεφτίζεται στην βρύσιν, βαθιά στα ρέματα. Γλύκα και δροσιά κ' ευωδία, ήχος μυστικός έβγαινεν απ' τα βουνά, απ' τους λόγγους, απ' τους κήπους τριγύρω. Ο γέρο - Παρθένης εστάθη κ' εκοίταξε κ' επόθει κάτι ν' αγροικήση, κάτι ν' απολαύση απ' όλην αυτήν την γλύκα. Αλλά δεν ησθάνετο πλέον βαθιά. Μόνο που εθάυμαζε να βλέπη.
Μόνον μίαν στιγμήν εστάθη` είτα έκαμε δύο βήματα κατά το ερείπιον, το κατάλυμα εκείνο, το οποίον ευρίσκετο αριστερά, βορειότερα από την ιδίαν καλύβην του.
Το κατάλυμα είχε δύο τοίχους ορθίους ακόμη, ήτον υπαίθριον και ανώροφον, είχε τρίτον τοίχον μισόν, και ο τέταρτος έλειπεν εξ ολοκλήρου. Παρέκαμψε τον τοίχον τον μεσημβρινόν, τον ακέραιον, και διευθύνθη προς το μέρος του τοίχου του βορεινού, του εντελώς πεσμένου.
Όταν έφθασεν έξωθεν του τοίχου του ανατολικού, ο οποίος εσώζετο κατά το ήμισυ, έξαφνα του εφάνη ότι ήκουσε μικρόν ψίθυρον, κάτι ως πνοήν. Εστάθη κ' εκοίταξε.
Βλέπει δια μέσου και όπισθεν του τοίχου τούτου, ο οποίος εις το υψηλότερον μέρος ήτον υπέρ το ανάστημα, εις δε το μεσαίον μέρος έφθανεν έως το στόμα και τον πώγωνα του γερο - Παρθένη, βλέπει, από μέσα από τον τοίχον, και ίσταντο τρία πρόσωπα.
Ήσαν γυναίκες` τρεις γυναίκες, γυμναί, ολόγυμνοι. Όμοιαι με την προμήτορα Εύαν, καθ' ον χρόνον δεν είχον χρησιμοποιηθή ακόμη τα φύλλα της συκής, και δεν είχον ραφή οι δερμάτινοι χιτώνες. Εις την σκιάν του ερειπίου, υπό τον πέπλον τηε νυκτός, τον περιαργυρούμενον και διατμιζόμενον από το φέγγος της σελήνης.
Ίσταντο εκεί, κ' έκυπτεν η μία κάτω εις το έδαφος, σχεδόν γονυκλινής, η άλλη μισοσκυμμένη, η τρίτη ορθία ακόμη. Ευρίσκοντο ως εις μυστήριον εκεί.
Δεν ήσαν φαντάσματα. Ήσαν ολόσωμοι. Δεν ήσαν γυμναί σαρκός και οστέων, διαφανή
" περιπνεύματα ", όπως ήσαν γυμναί ενδυμάτων. Τι ήθελαν;
Τι εμελέτων, τι επεκαλούντο άρα από την ωχράν Εκάτην, την μητέρα των, την πλέουσα υψηλά εις τον αιθέρα, αι τρεις αύται άπεπλοι, αναμφίεστοι ιέρειαι; Ποίας έλεγον επωδάς;
Ικέτευον την υπέρπλωον, την υπέρωον αργυράν Σελήνην, με τας μαύρας κηλίδας επάνω της, με τον Κάιν τον αδελφοκτόνον, πλακωμένον την κεφαλήν από πελώριον βράχον` την ικέτευον και την εξελιπάρουν, αυτήν, ήτις τόσον υψηλά βαίνει και τόσον χαμηλά βλέπει, να ευδοκήση, να κατέλθη χαμηλότερα, να συγκαταβή εις την αδυναμίαν των, ν' ακούση τας επωδάς των, να εκπληρώση τας ευχάς των.
Η μία απλώς επεθύμει να λύση την μαγείαν που της είχαν κάμει. Εις τον γάμον της, την ώραν της αλλαγής των δακτυλίων, της είχαν " ρίξει τα κορίτσια ". Εγέννα διαρκώς θήλεα. Πέντε της είχαν γεννηθή έως τώρα, κι οι γριές που γνωρίζουν απ' αυτά, έλεγαν ότι εννέα έμελλε να γεννήση το όλον.
Η άλλη ήθελε να βλάψη μίαν εχθράν της, μίαν που εμελέτα κακά δι' αυτήν, και την απειλούσε, με τα μάγια, να την εξολοθρεύση, αυτήν και τον άνδρα της, και τα παιδιά της. Απεφάσισε κι αυτή να διδαχθή τα μαγικάς τέχνας, αμυνόμενη δια ν' αποδώση τα ίσα. Η μαγεία δια της μαγείας λύεται.
Η τρίτη, ω! δεν ήθελε να είπη τι επεθύμει. Ίσως είχε μνηστήρα, ή ερσατήν, όστις δυνατόν να ήτο και μνηστήρ, πιθανόν να εγίνετο και σύζυγος, πλην φευ! δεν την ηγάπα πλέον` εκοίταζεν αλλού, του είχαν χαλάσει τα μυαλά άλλαι γυναίκες. Κι αυτή επροσπάθει να κατασκευάση φίλτρα υπό το φέγγος το μελιχρόν, τη βοηθεία της ευμενούς Εκάτης, δια να του γυρίση τα μυαλά προς το μέρος της. " Αι δε μη φιλεί, ταχέως φιλάσσει" . Ψάλλε, γλυκεία Σαπφώ, παρηγόρει τας ομοφύλους σου.
Και έκυπτον όλαι, κ' εμελέτων, κ' εψιθύριζον, κ' έμελπον με πραείαν φωνήν τας επικλήσεις και τας επωδάς των, εις μυστηριώδη γλώσσαν την οποίαν ουδείς μουσικός δύναται να σημαδογραφήση.
Ίλεως, ίλεως γενού αυταίς, καλή Εκάτη! ίλεως, την νύκταν ταύτην, αλλ' εν τη ημέρα της Κρίσεως;
Οδυσσέας Ελύτης , Η μαγεία του Παπαδιαμάντη, ΄Υψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1996
Σχολιάζει ο Ελύτης :
[...] Στην ερημιά καθότανε ο γερο - Παρθένης και δεν του κολλούσε ο ύπνος τις νύχτες του Μαγιού. Έβγαινε και τριγύριζε μες στο φεγγαρόφωτο " κάτι ν' αγροικήση, κάτι ν' απολαύση[...]. Αλλά δεν ησθάνετο πλέον βαθιά. Μόνον που εθαύμαζε να βλέπη".
Να την` εδώ είναι η φράση που ξεφεύγει από τον έλεγχο του συγγραφέα, η σημαδιακή. Βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν έμμονη ιδέα, μια φαντασίωση: τη φαντασίωση ενός ηδονοβλεψία. Το διαπιστώνουμε αμέσως στη συνέχεια. Ο γερο - Παρθένης προχωρεί κατά τα χαλάσματα που βρίσκονται λίγο παρέκει από το καλύβι του και κρυφοκοιτάζει πίσω από έναν μισογκρεμισμένο τοίχο - μα τι' ναι λοιπόν αυτό; Τρεις γυναίκες γυμνές , ολόγυμνες! Όχι φαντάσματα, όχι τίποτε " διαφανή περιπνεύματα"` πραγματικές γυναίκες, ολόσωμες, χωρίς καν ένα φύλλο συκής μπροστά τους. Η μία γονατιστή, η άλλη σκυμμένη , η τρίτη ολόρθη μέσα στο ασημένιο φως. Βέβαια, ο έλεγχος λειτουργεί ακαριαία. Οι γυναίκες είναι γυναίκες του χωριού` κάνουν κρυφά μάγια στο φεγγάρι για την επίτευξη κάποιας προσδοκίας τους` και ο συγγραφέας βάζει τον γερο - Παρθένη ν' αγανακτεί και να τις εξυβρίζει. Απίθανη άποψη, το ίδιο απίθανη όσο και η εκδοχή ότι, στη μικρή Σκιάθο του περασμένου αιώνα με τ' αυστηρότατα ήθη, μπορούσανε τα θηλυκά να το σκάνε απ' το σπίτι τους και να ξεγυμνώνονται μες στα χωράφια. Μα η λαχτάρα για ένα τέτοιο όραμα είναι μεγάλη! Πίσω από την αγανάκτηση του σκανδαλισμένου γέροντα η φωνή του υποκινητή του εξακολουθεί να εκδηλώνει όλη του τη συμπάθεια. " Έμελπον με πραείαν φωνήν τας επικλήσεις και τας επωδάς των, εις μυστηριώδη γλώσσαν την οποίαν ουδείς ποιητής δύναται να ερμηνεύση και ουδείς μουσικός δύναται να σημαδογραφήση. Ίλεως, ίλεως γενού αυταίς, καλή Εκάτη!"
Μόνον που εθαύμαζε να βλέπη: αυτό είναι όλο το μυστικό` εκεί πέφτει ο τόνος` στην αιτία που προκαλεί την παραμόρφωση της πραγματικότητας και όχι στην παραμόρφωση την ίδια, που αυτήν, για να μην υπερβάλλουμε, τη συναντάμε πιο πλούσια και πιο εύστοχη πολλές φορές στα περισσότερα πεζογραφήματα της ελληνικής και της ξένης γραμματείας[...]
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 στη Σκιάθο
Ο πίνακας είναι του Luis Ricardo Falero (1851-1896).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου