ΠΕΤΑΞΕ ΤΗΝ ΚΟΥΒΕΡΤΑ ἀφήνοντας τὸ κρεβάτι νὰ κρυώνει. Ξάπλωσε στὸ πάτωμα προσεκτικά, καὶ ἀκούμπησε τὸ αὐτί του στὰ σκονισμένα ξύλα ποὺ ἔτριξαν.
— Ξύπνα! Ἡ μάνα, ἡ μάνα πονάει, ξύπνα, ψιθύρισε συνωμοτικά.
— Ὄνειρο βλέπεις; Πήγαινε κοιμήσου, πήγαινε, ἀπάντησε γυρνώντας πλευρὸ ὁ ἀδερφός του.
Τὸ κλάμα μωροῦ ποὺ ἀκούστηκε λίγο μετὰ τὸν ἔφερε καὶ ἐκεῖνον στὸ πάτωμα. Δὲν ἀντάλλαξαν κουβέντα παρὰ μόνο κλεφτὲς ματιὲς ἀπορίας μέχρι τὸ πρωί.
Ἡ κουκουβάγια, κρυμμένη στὴ γέρικη βαγιά, πλάι στὸ πέτρινο σπίτι. Στρέφει ἀργά, σὲ ὁριζόντια γραμμὴ τὸ κεφάλι της καὶ παρακολουθεῖ. Μιὰ νυχτερίδα περνᾶ δίπλα της καὶ ὁρμᾶ ἄτσαλα πάνω στὸν τοῖχο μὰ τὸ μετανιώνει τὴν τελευταία στιγμή. Βουτᾶ ξανὰ ἀνάποδα στὸ κενὸ καὶ χάνεται. Βήματα ἀντρικά, γοργά, ἄγρυπνα, μπλέκονται μὲ τὸ σκοτάδι τους. Λίγο μετὰ πάλι, μὰ εἶναι διπλὰ τούτη τὴ φορά, ἀντρικὰ καὶ γυναικεῖα μαζί. Τρίτη φορὰ μόνο τὰ γυναικεῖα.
«Τζάμπα ἦρθα. Τί ’θέλαν τὴ μαμή; Τὸ κάμε μόνη καὶ τὸ ’δεσε κιόλας. Τζάμπα...», λέει ἐνῶ ἀπομακρύνεται καὶ ὁ ἦχος ἀπὸ τὰ βήματά της χάνεται.
Στὸ δωμάτιο νὰ τοὺς ξυπνήσει μπῆκε ὁ πατέρας. Ἄυπνος. Κρύβοντας τὸ φῶς ἀπὸ τὴν μισάνοιχτη πόρτα δὲν μίλησε γιὰ λίγο. «Κατεβεῖτε νὰ δεῖτε τὸν ἀδελφό σας. Ἡ μάνα σας γέννησε χτὲς βράδυ», εἶπε κοφτὰ καὶ ἔφυγε χωρὶς περιθώρια γιὰ ἐρωτήσεις. Σὰν νὰ ἀνακοίνωσε πὼς ἁπλὰ ξημέρωσε ἢ ὅτι βρέχει.
Κοιταχτῆκαν καὶ χωρὶς νὰ ποῦν κουβέντα ἔτρεξαν πρὸς τὴ σκάλα.
«Νὰ πᾶτε στὴ θεία σας τὴ Μαριγὼ νὰ σᾶς δώσει λίγο ζάχαρη καὶ νὰ τῆς μηνύσετε νά ’ρθει ἀμέσως», διέταξε. Τὸ βλέμμα της ἀγριεμένο ἀπὸ τὸν πόνο, ἀποφασισμένο ἀπὸ τὴν μητρότητα. Τὸ βλέμμα τοῦ μωροῦ ἀπλανές, κινήσεις ἀργές, ἀβέβαιες. Νεογέννητο κουτάβι στὴν ἀγκαλιά της. Τὸ κολλᾶ στὸ στῆθος της καὶ ἐκεῖνο φαίνεται νὰ τὸ ἀπολαμβάνει. «Νὰ γυρίσετε πίσω ἀμέσως, μὴν σᾶς ψάχνω στὶς γειτονιές», τοὺς φωνάζει καθὼς φεύγουν σπρώχνοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
— Ἦταν ἡ μάνα γκαστρωμένη;
— Ἔ, γιὰ νὰ γέννησε; εἶπε καὶ κλώτσησε μιὰ πέτρα πρὸς τὸν ἀδερφό του ποὺ τὸν βρῆκε στὴν πλάτη καὶ φάνηκε νὰ πόνεσε.
Ἔσπρωξε τὴν πόρτα. Τὴν βρῆκε νὰ κοιμᾶται μὲ τὸ μωρὸ στὴν ἀγκαλιά. Πλησιάζοντας ἡ σκιὰ της τὴν ἄγγιξε στὸ πρόσωπο. Ξύπνησε.
— Τὸ ἔκαμα Μαριγώ. Δὲν ἤθελα ἄλλο, μὰ δὲν χανόταν.
— Μὴν πικραίνεσαι. Μπορεῖ νά… ζοφὸ φαίνεται.
— Πεινασμένο εἶναι ἀκόμα.
— Καὶ ἄσχημο.
— Δὲν χανόταν...
Ἕνα ὄνομα νὰ μὴ γιορτάζει, ζήτησαν τοῦ παπᾶ. Τὸ εἶπαν Θεμιστοκλῆ καὶ ποτὲ δὲν γιόρτασε. Οὔτε ἔπαιξε. Ἀπὸ τὸ κοπάδι στὰ χωράφια καὶ μετὰ σπίτι μέχρι τὴν ἑπομένη. Δὲν τά ‘παιρνε τὰ γράμματα. Τὸ μυαλό του στὰ ζῶα συνέχεια. Ἀπὸ τὸ μαντρὶ τὸν ἔβγαζαν νὰ πάει στὸ σχολεῖο, μέχρι ποὺ μιὰ μέρα δὲν τὸν ἔβγαλαν ξανά.
Μιὰ φορὰ ἔφυγε ἀπὸ τὸ χωριό, ὅταν ὑπηρέτησε στὸ στρατό. Δύσκολα χρόνια. Χώματα καμένα ἀπὸ παγκόσμιους καὶ βαλκανικοὺς πολέμους.
— Στρατιώτης πεζικοῦ Θεμιστοκλῆς Βούλγαρης, φώναξε μὲ ὅση δύναμη εἶχε.
— Ποιός σοῦ εἶπε ὅτι τὸ κράνος εἶναι μαγειρικὸ σκεῦος; Τὸν ρώτησε ὁ διοικητής του μὲ εἰρωνεία.
— Εἶχα ἔξοδο κύριε λοχαγὲ καὶ ἔπιασα ἕνα πουλὶ στὸ δάσος.
— Δεκαήμερος κράτησις.
Ὅταν τέλειωσε ἡ θητεία του στὰ μακρινὰ φυλάκια τοῦ πεδινοῦ Ἔβρου, ἐπέστρεψε στὸ χωριό. Μ’ ἕνα ἀρνὶ στὴν πλάτη τὸν βρῆκε τὸ νέο. Θὰ σὲ παντρέψουμε τοῦ εἶπαν. Ἡ νύφη. Μιὰ μεγαλοκοπέλα ἀπὸ τὸ διπλανὸ χωριὸ μὲ καλὸ προικῶο καὶ ἕνα ἐκ γενετῆς προβληματικὸ ἰσχίο ἐμπόδιο σὲ ὅλα. «Ὀμορφονιὸς δὲν εἶσαι καὶ τοῦ λόγου σου. Κεφάλας καὶ κοντός», τοῦ ’πε ἡ θειά του ἡ Μαριγώ, σὰν νὰ προλάβαινε τὴν ἀντίρρησή του. Μὰ δὲν εἶχε ἀντίρρηση.
«Θὰ τὴν πάρω βρὲ μὴ χολοσκᾶτε», τοὺς εἶπε.
Καὶ τὰ χρόνια πέρασαν. Δύο παιδιὰ ζωντανὰ μὰ πεινασμένα. Δύο θαμμένα ἀπὸ ἀρρώστιες. Μισὴ γυναίκα. Μισὴ στὶς δουλειές, σὲ ὅλα. Μισοτελειωμένο σπίτι. Δύο χέρια, τὰ δικά του, νὰ παλεύουν. Ροζιασμένα, πρησμένα νὰ γδέρνουν τὰ κρεμασμένα μαστάρια λίγων γέρικων ζώων. Χαμένες χρονιές. Δύσκολες χρονιές. Δύσκολα χρόνια. Ποτὲ δὲν ἔλεγε ὄχι. Πάντα ναὶ σὲ ὅλους. «Μὴ χολοσκᾶτε βρέ, θὰ τὸ κάμω».
Φτύνει τὴν φούχτα του. Ἡ τσάπα δὲν ὑπακούει. Λίγο χῶμα, πολλὲς πέτρες. Ἀτροφικὴ μήτρα γιὰ τὰ λιγοστὰ σπόρια του. Καὶ ἄλλη χαμένη χρονιὰ ξεκινᾶ. Ὁ ἥλιος ψηλά. Ἱδρώτας. Ἰσιώνει τὴ μέση του νὰ ξεκουραστεῖ. Τὸ χέρι του πρησμένο. Τό ’κοψε ὅταν ἔσφαξε ἕνα ἀρνὶ τοῦ παπᾶ, πρὶν μερικὲς μέρες. Πατᾶ τὴν πληγὴ καὶ τρέχει πύον. Τὸ βράδυ ἀνέβασε πυρετό. Δὲν κατέβαινε. Χειροτέρεψε κι ἄλλο. Ὁ γιατρὸς μέρες μακριά. Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεβάτι μὰ τὰ πόδια του δὲν τὸν κράτησαν. Ἔσπρωξε τὰ παιδιά του ποὺ πῆγαν νὰ τὸν βοηθήσουν. «Θὰ τὰ καταφέρω μὴ χολοσκᾶτε», τοὺς εἶπε μὲ δυσκολία. Ἔπειτα τὰ δόντια του ἔτριζαν καὶ τὸ στόμα συσπάστηκε. Μέρες μετὰ τὸ κορμὶ του τέντωσε σὰν τόξο καὶ ἀφοῦ κατάπιε μὲ δυσκολία τὴν τελευταία του ἀνάσα δὲν πῆρε ἄλλη.
Ἀπόστολος Κωνσταντῆς
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο Ιστορίες Μπονζάι
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου