Ανάφη.Εξόριστοι έτοιμοι για την υποδοχή καραβιού
Ο Αυστραλός δημοσιογράφος και συγγραφέας Μπερτ Μπερτλς προτείνει στη σύντροφό του Ντόρα να συναντηθούν στην Ελλάδα. Είχε να τη δει τρία χρόνια καθώς εκείνη « είχε φύγει από την Αυστραλία με δυο φίλες της πάνω σε μια σκούνα δέκα μέτρων με στόχο μια θαλασσινή περιπλάνηση στην Παπούα, στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, στη Μαλαισία, στη Σιγκαπούρη. Στη διάρκεια των τριών αυτών χρόνων, η Ντόρα είχε επισκεφτεί επίσης την Ιαπωνία, την Κίνα και διάφορες ευρωπαϊκές χώρες ( χώρες που αγνοούσα, εφόσον δεν είχα ταξιδέψει ποτέ εκτός Αυστραλίας) και τώρα ερχόταν από το Λονδίνο για να με συναντήσει».
Στην πρότασή του απαντά: « Εντάξει, στον Παρθενώνα με το ηλιοβασίλεμα»
Η συνάντηση στον Παρθενώνα ξεφεύγει από τα συνηθισμένα ρομαντικά πλαίσια και η ματιά του Μπερτλς μας προϊδεάζει για το διαφορετικό ύφος και περιεχόμενο της αφήγησής του.
« Οι περισσότεροι άνθρωποι που έρχονται σε αυτή τη χώρα αισθάνονται καθήκον τους να επισκέπτονται τον Παρθενώνα σαν να είναι Διαμαρτυρόμενοι ιερείς , είχε πει κάποτε η Ντόρα.
Είχαμε μιλήσει και μ’ έναν άλλο νεαρό που τον είχε βρει θαυμάσιο.
Τον είχε επισκεφτεί κάποτε και αισθανόταν ότι είχε κάνει το καθήκον του απέναντι στην Ελλάδα, έχοντας δει ένα θαύμα μοναδικό.
Εμείς πάντως δεν εκτιμήσαμε ιδιαίτερα αυτό το αφηγηματικό σκεπτικό για τον Παρθενώνα, λες και ήταν άσχετο με την ιστορία της χώρας και με τη ζωή των ανθρώπων της. Θεωρούσαμε την Αφηρημένη Ομορφιά χίμαιρα, έτσι τουλάχιστον πίστευα εγώ. Για μένα τα πράγματα είναι όμορφα ή όχι, ανάλογα με τη σχέση τους.
Εκείνο που βρήκαμε διαφωτιστικό σχετικά με τον Παρθενώνα ήταν το γεγονός ότι, το 1687, οι Τούρκοι είχαν αποθηκεύσει εκεί το μπαρούτι τους και οι Ενετοί το είχαν ανατινάξει. Κατά την ανατίναξη το κτίσμα καταστράφηκε με αποτέλεσμα να χαθούν τριακόσιες ζωές.
« Να λοιπόν τι συμβαίνει στην αφηρημένη ομορφιά, όταν συγκρούονται ανταγωνιστικοί ιμπεριαλισμοί» σκέφτηκα όταν το πληροφορηθήκαμε.
Τέλος Αυγούστου – αρχές Σεπτεμβρίου του 1935 οι Μπερτλς έρχονται για διακοπές στην Αθήνα και αυτό το ταξίδι έγινε η αφορμή για να γνωρίσουν την πραγματική Ελλάδα, τον τόπο, τους ανθρώπους, την καθημερινότητα και την πολιτική πραγματικότητα.
Οι πρώτες τους μέρες στην Αθήνα σημαδεύονται από πυροβολισμούς που « στην πραγματικότητα ήταν τα προεόρτια του πραξικοπήματος μέσω του οποίου καταργήθηκε το δημοκρατικό πολίτευμα και αποκαταστάθηκε η μοναρχία, μόνο που εμείς δε γνωρίζαμε ακόμα τίποτε»
Περιπλανιέται στην Αθήνα του μεσοπολέμου και μεταφέρει τις εντυπώσεις του για ό,τι συναντά μπροστά του, ανθρώπους, καταστήματα, καφενεία, τρόφιμα, ποτά, ενδυμασία όλα σχολιασμένα υπό το πρίσμα μιας διαφορετικής κουλτούρας αλλά και της αριστερής ιδεολογίας.
« Παρ’ όλα αυτά, στην αρχή και ως ένα σημείο, η ιδέα των διακοπών μας προστάτευε από τη φορτισμένη ατμόσφαιρα της ελληνικής πολιτικής. Έπειτα από οκτώ ολόκληρα χρόνια απασχόλησης σε μια καθημερινή εφημερίδα, από τα είκοσι έξι ως τα τριάντα τέσσερα μου χρόνια, αισθανόμουν μια σχετική ανακούφιση που ήμουν απελευθερωμένος από τις βιαιότητες, την πολιτική, τα ναυάγια και τις εξεγέρσεις. Είχαμε δυο τρία χρόνια μπροστά μας για να περιπλανηθούμε στον κόσμο χωρίς να γράψουμε λέξη, εκτός κι αν το θέλαμε πραγματικά. Γιατί λοιπόν εγώ τρωγόμουν να μάθω οτιδήποτε συνέβαινε; Είχα πια μπουχτίσει απ’ όλα αυτά και κατέκρινα τον εαυτό μου. Δεν θα μπορούσε δηλαδή κάποιος να ρίξει απλώς μια ματιά στα μέρη που τον ενδιέφεραν και κατόπιν να συνεχίσει; Προσπαθήσαμε να το κάνουμε, αλλά σιγά σιγά μάθαμε ότι τα ταξίδια πρέπει να έχουν αντικειμενικούς στόχους. Εφόσον είχαμε έρθει στην Ελλάδα με μοναδικό σκοπό την αναψυχή μας, δεν σκοπεύαμε να μείνουμε περισσότερο από δυο τρεις μήνες, καθώς όμως αρχίσαμε να ενδιαφερόμαστε για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο ελληνικός λαός και μεγάλωνε το ενδιαφέρον μας για την πολιτική κατάσταση, παρατείναμε την επίσκεψή μας, παραμένοντας σχεδόν για ένα χρόνο. Κατά συνέπεια, ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κάτι παραπάνω από απολαυστικές διακοπές, εξελίχτηκε σε μια πνευματική περιπέτεια. Για το σκοπό, επισκεφτήκαμε νησιά που δεν θα είχαμε σκεφτεί να επισκεφτούμε ποτέ, νησιά που δεν αναφέρονταν στους τουριστικούς χάρτες μας και συναντήσαμε ανθρώπους που τώρα πια γνωρίζουμε ότι θα ήταν τραγωδία αν δεν συναντούσαμε.»
Πρώτη έκδοση στο Λονδίνο το 1938
« Μια μέρα με το χάραμα, μαζί με κάποιους Θιακούς φίλους που είχαν ζήσει για χρόνια στην Αυστραλία, διασχίσαμε το κοιμισμένο χωριό Κιόνι. Σκαρφαλώνουμε καβάλα στα γαϊδούρια μέσα από τα στρατώνια της λοφοπλαγιάς, τα πετρώδη χωράφια για τα αμπέλια, τα καλαμπόκια και τις ελιές. Οι μοναδικοί ήχοι που ακούγονταν ήταν από τις κουδούνες των κατσικιών και τα περιστασιακά βελάσματα από τα κοπάδια, μα ξάφνου, σε μια στροφή του ορεινού δρόμου, θυμηθήκαμε τα προβλήματα που ταλάνιζαν τον κόσμο. Πάνω σε μια πελώρια κοτρόνα υπήρχε ένα μεγάλο σφυροδρέπανο, σχεδιασμένο με κόκκινη μπογιά. Από κάτω υπήρχε ένα σύνθημα, το ίδιο κόκκινο, με κάθε του γράμμα γύρω στο μισό μέτρο ύψος. Οι φίλοι μας μετέφρασαν:
ΚΑΤΩ Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
ΚΑΙ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ»
Στο πέρασμά του από την Ήπειρο , το ζευγάρι περιηγείται την πόλη της Άρτας , πηγαίνει στα Γιάννενα και με μια πορεία 17 ωρών οδηγείται στο Μέτσοβο και από εκεί στην Καλαμπάκα. Φωτογραφικές περιγραφές μας ταξιδεύουν σε άλλες εποχές, αλλά δεν μπορεί κανείς να μη γελάσει πικρά όταν ο Μπέρτλς περιηγούμενος τα παζάρια της Άρτας εκπλήσσεται γιατί
« Ούτε στα παζάρια, ούτε σε κάποιο κατάστημα βρήκαμε να πουλιούνται αγροτικά εργαλεία, εκτός από μερικά μικρά. Δεν υπήρχαν μηχανήματα για άρμεγμα, τρακτέρ, αλωνιστικές μηχανές ή σταχωτές. Υπήρχαν πολλές τσάπες, μερικές μεταλλικές και άλλες ξύλινες και ακόμα περισσότερα απίστευτα πρωτόγονα ξύλινα δικράνια. Ξύλινα δικράνια και τσάπες και ξύλινα αλέτρια, παρ’ όλο που ένα μεγάλο ποσοστό του ελληνικού εδάφους είναι βραχώδες όσο και οποιαδήποτε άλλη καλλιεργήσιμη γη του κόσμου και μάλιστα τόσο βραχώδες….»
Στα Γιάννενα πληροφορείται το πραξικόπημα του στρατηγού Κονδύλη, που ανέτρεψε τον Τσαλδάρη και ανέλαβε τη διακυβέρνηση του τόπου. Έτσι επιστρέφοντας στην Αθήνα βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια διαφορετική πολιτική κατάσταση , όπου κυριαρχούσε η τρομοκρατία. Πολλοί άνθρωποι οδηγούνταν στη φυλακή και ακόμη περισσότεροι στην εξορία.
Μεταδίδει όλη την ατμόσφαιρα που επικρατούσε με την κήρυξη του νόθου δημοψηφίσματος για την επιστροφή του βασιλιά, περιγράφει τις συγκρούσεις βενιζελικών και αντιβενιζελικών , οι οποίοι όλοι μαζί κατέληξαν να υποστηρίζουν τις ίδιες απόψεις και παρουσιάζει την αντιφατική συμπεριφορά του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Η επιστροφή του βασιλιά και όσα ακολουθούν καλύπτονται με αναλυτική παρουσίαση αλλά και σχόλια για την πολιτική κατάσταση και τους πρωταγωνιστές της επικεντρώνοντας στην οργάνωση εκδηλώσεων για γενική αμνηστία
« Όσο παράδοξο και αν φαίνεται , η κατάσταση είχε ως εξής;:
1. Απελευθερώθηκαν οι φυλακισμένοι που είχαν σηκώσει τα όπλα τους εναντίον του κράτους, ακόμα και μερικοί που είχαν καταδικαστεί σε ισόβια, αλλά…
2. Δεν απονεμήθηκε χάρη στους φυλακισμένους που κρατούνταν ή βρίσκονταν εξόριστοι επειδή είχαν διεκδικήσει το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου, είχαν συμμετάσχει σε συγκεντρώσεις, είχαν γράψει συνθήματα σε τοίχους με κιμωλία, είχαν απεργήσει, είχαν λάβει μέρος σε αντιφασιστικά συλλαλητήρια ή σε ταραχές για το επίδομα της διατροφής.
Με λίγα λόγια, η γενική αμνηστία δεν ήταν καθόλου γενική.»
Όταν ο Μπερτλς μαθαίνει για τον ποιητή Κώστα Βάρναλη τον αναζητά. Σε ένα καφενείο « σε κάποιο σοκάκι από αυτά που συγκλίνουν προς την παλιά Μητρόπολη» τον συναντά και συζητά μαζί του λογοτεχνικά, πολιτικά και ιδεολογικά θέματα αρχίζοντας από το Φως που καίει, έργο άγνωστο στο δημοσιογράφο και καταλήγοντας στο γεγονός της εξορίας του ποιητή. Η συζήτηση για τις αιτίες και τις συνθήκες της εξορίας του ποιητή κάνει τον Μπέρτλς να τον ρωτήσει αν κάποιος μπορεί να επισκεφθεί μερικά από αυτά τα νησιά.
« Και πώς ήταν οι συνθήκες στην εξορία;» τον ρώτησα
« Απαίσιες, πρωτόγονες, πολύ άσχημες», μου απάντησε. « Υπήρχε ανεπάρκεια τροφής, απαράδεκτη στέγαση, ψύλλοι, τίποτα για διάβασμα, κανενός είδους αβρότητα και να φανταστείτε ότι εγώ βρισκόμουν στον Άγιο Ευστράτιο, το καλύτερο νησί εξορίας. Σε μερικά από τα νησιά πρέπει να ζουν σαν τρωγλοδύτες. Αυτό είναι αποτρόπαιο».
«Αναρωτιόμαστε αν θα μπορούσαμε να επισκεφτούμε μερικά από αυτά τα νησιά», του είπα.
Εκείνος έβαλε τα γέλια, αλλά τον διαβεβαίωσα ότι μιλούσα σοβαρά, ότι ήθελα να δω με τα μάτια μου τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν οι πολιτικοί κρατούμενοι.»
Το συχνό σκαρφάλωμα στο Πεντελικό όρος του δίνει την ευκαιρία να αναφερθεί στο περίφημο μάρμαρό του αλλά και στις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εργατών στην περιοχή εξόρυξής του.
« Όταν βρισκόμασταν εκεί, οι εργάτες έπαιρναν εξήντα δραχμές μεροκάματο για την εργασία αυτή, που αντιστοιχούν σε 2 σελίνια και 4 πένες. Οι εργάτες ζούσαν με τις οικογένειές τους κοντά στα νταμάρια, μέσα στα δικά τους μαρμάρινα παλάτια. Ήταν κάτι ανυπόφορες μικρές παράγκες, χτισμένες από περισσεύματα μαρμάρου».
Μετά το θάνατο του Κονδύλη το ζευγάρι έφυγε από την Αθήνα για τις Κυκλάδες « έχοντας προβεί προκαταβολικά σε όποιες επαφές μπορούσαμε ( κάτι που ουσιαστικά σήμαινε να βασιστούμε στην τύχη μας) για να επισκεφτούμε νησιά της άγονης γραμμής και κυρίως ένα, όπου ελπίζαμε να δούμε με τα μάτια μας πώς ζούσαν εκείνοι οι πολιτικοί εξόριστοι για τους οποίους τόσα είχαμε ακούσει στη διάρκεια των θερμών εβδομάδων της προεκλογικής εκστρατείας».
Από τα πιο συναρπαστικά κεφάλαια του βιβλίου είναι αυτό που περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια , μετά από περιπετειώδες ταξίδι και ακόμη πιο αγωνιώδη άφιξη, την επίσκεψη τους στην Ανάφη.
«Όσο απίστευτο κι αν φαινόταν , είχαμε φτάσει.
Όταν κοιτάξαμε από τη μια μεριά του πλοίου δεν μπορέσαμε να διακρίνουμε τίποτα, από την άλλη όμως είδαμε το νησί σε απόσταση. Έμοιαζε σαν ασουλούπωτος ιπποπόταμος που στεκόταν ακίνητος μέσα στο νερό με τη μεγάλη του πλάτη ν΄αγγίζει τον ουρανό. Κοντά του ακούγονταν θόρυβοι. Από την ακτή ακούστηκαν οι φωνές των βαρκάρηδων. Μπορούσαμε να δούμε τις λάμπες που κρατούσαν να κουνιούνται πάνω κάτω. Σύντομα βρέθηκαν πλάι μας φωνάζοντας στα μέλη του πληρώματος. Είχαμε έτοιμες τις αποσκευές μας και καθώς είχα δώσει στους καμαρότους περίπου δέκα τοις εκατό φιλοδώρημα για το φαγητό μας και για τις επιπλέον υπηρεσίες που μας είχαν προσφέρει, δε μας άφησαν να κουβαλήσουμε τίποτα. Ο ένας πήρε το χαρτοφύλακα, ο άλλος τη γραφομηχανή, παρ’ όλο που η σανιδόσκαλα δεν απείχε ούτε δέκα μέτρα….Μέσα στη μικρή βάρκα ανανεώσαμε την πίστη μας στην αποστολή μας. Η βάρκα ήταν πολύ φορτωμένη και ελάχιστος χώρος έμενε ελεύθερος, ενώ κατά διαστήματα έμπαζε νερά. Οι βαρκάρηδες έπρεπε να τραβήξουν κουπί για αρκετή ώρα και αφοσιώθηκαν στο έργο τους χωρίς πολλές κουβέντες. Εγώ άρχισα να τραγουδάω , αλλά ο άνεμος έπαιρνε τα λόγια μου μακριά και μόλις και μετά βίας μπορούσα ν’ ακούω τον εαυτό μου….
Καθώς πλησιάζαμε στην ακτή, ακούγαμε βουητό από φωνές. Φώναζαν προς το μέρος μας και οι άνδρες στη βάρκα έδειξαν ν’ ανησυχούν. Δεν καταλαβαίναμε τι συνέβαινε, ξαφνικά όμως, μέσα στο μισόφωτο, είδαμε ένα μεγάλο βράχο που έπρεπε να αποφύγουμε για να μη συγκρουστούμε…
Μόλις φτάσαμε στην παραλία, μια ομάδα από γυμνούς, κυριολεκτικά ολόγυμνους άνδρες, χίμηξε στο νερό κρατώντας τη βάρκα και φωνάζοντας με όλη τους τη δύναμη. Αυτό μας άφησε άναυδους. Σ’ ένα νησί τόσο αφιλόξενο και χωρίς λιμάνι, δεν θα μας προκαλούσε εντύπωση αν οι άνδρες που θα έρχονταν για να βοηθήσουν στο άραγμα της βάρκας ήταν έγχρωμοι, ετούτοι όμως ήταν λευκοί, τα σώματά τους ήταν χλωμά και άστραφταν στο φως που έριχναν οι λάμπες θυέλλης και τα αναμμένα δαδιά. Ένα σχοινί ρίχτηκε προς το μέρος τους κι εκείνοι προσπάθησαν να σύρουν τη βάρκα στη στεριά, αλλά εκείνη αντιστεκόταν. Τα κύματα χτυπούσαν κοντά μας και μας ράντιζαν με άφθονο νερό. Από κάθε πλευρά άνδρες φώναζαν οδηγίες, ενώ μερικοί έπαιρναν τις αποσκευές και τα δέματα. Κάποιος με τράβηξε από το χέρι και χτύπησε τον ώμο του δείχνοντας ότι προσφερόταν να με κουβαλήσει στην ακτή. Δεν υπήρχε χρόνος για δισταγμούς…
Αυτή, λοιπόν , ήταν η Ανάφη. Είχαν χρειαστεί τρεις μέρες και τέσσερις νύχτες, αλλά τελικά είχαμε φτάσει. Στην παραλία άναβε μια μεγάλη φωτιά. Οι σύντροφοι μας περίμεναν και είχαν έρθει για να μας προϋπαντήσουν. Και με τι τρόπο!»
Οι Μπερτλς οδηγήθηκαν στο χωριό και έφτασαν στο οίκημα που στέγαζε την ομάδα συμβίωσης των πολιτικών εξορίστων. Εδώ μέσα θα γνωρίσουν πολύ καλά τις συνθήκες που ζούσαν οι εξόριστοι , θα πληροφορηθούν τις δυσκολίες, θα φάνε και θα πιούν μαζί τους από το υστέρημά τους , θα νιώσουν βαθιά τη φιλόξενη διάθεσή τους, θα περιηγηθούν διάφορες τοποθεσίες του νησιού, θα συναντηθούν με μερικούς από τους κατοίκους , θα κληθούν στο τμήμα , μα πάνω από όλα θα συζητήσουν με τους εξόριστους και θα μας προσφέρουν πλούσιες και πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή τους, τη δράση τους και τις ιδεολογικές τους θέσεις. Εκτός από τις μορφές των εξορίστων που αναδεικνύονται μέσα από τις συζητήσεις – συνεντεύξεις , ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το κεφάλαιο , το οποίο αναφέρεται στην απεργία πείνας των πολιτικών εξορίστων στην Ανάφη.
Ανάφη. Απεργία πείνας εξορίστων 1935
Συναντηθήκαμε στην τραπεζαρία της ομάδας, όπου κρεμόταν το μεγάλο παστέλ πορτρέτο του Ένγκελς. Έφεραν μισό τενεκέ κηροζίνης γεμάτο στάχτες και χόβολη στην επιφάνεια και τον τοποθέτησαν κάτω από το τραπέζι για να ζεσταίνει τα πόδια μας. Καθίσαμε όλοι, με τα πανωφόρια μας ριγμένα στους ώμους σαν κάπες, χωρίς να φοράμε τα μανίκια όπως συνηθίζεται στην Ελλάδα. Τα φορούσαμε συνεχώς, όσον καιρό μείναμε στην Ανάφη. Το νησί ήταν κρύο ακόμα και με λιακάδα. Άνεμος παντού, αδύνατο να του ξεφύγεις ακόμα και μέσα σε αυτά τα πρωτόγονα αγροτόσπιτα που καταλάμβαναν οι εξόριστοι και ήταν παγωμένα, κυρίως τη νύχτα – πέτρινοι τοίχοι, χωμάτινο πάτωμα, χωρίς τζάκια, πέρα από μια μικρή εστία στην κουζίνα για το μαγείρεμα, σπασμένες πόρτες που δεν έκλειναν…
Γύρω μας πρέπει να είχαν συγκεντρωθεί καμιά εικοσαριά μέλη της ομάδας, ενώ η Ντόρα και ο Γιώργος ως συνήθως μετέφραζαν. Καθίσαμε εκεί για πολλές ώρες και, μολονότι η Ντόρα είχε την εντύπωση ότι δεν θα σταματούσα να τους ρωτάω, εκείνοι εκτίμησαν το πάθος μου για την ακρίβεια και απαντούσαν ενσυνείδητα. Το φως της λάμπας σχημάτιζε βαθιές σκιές στα βαθουλωμένα τους πρόσωπα, εξιδανικεύοντας τη λεπτομέρεια όπως στα ιμπρεσιονιστικά πορτρέτα. Καρτερικότητα και ταλαιπωρία – αυτά ήταν τα χαρακτηριστικά που διαβάζαμε σε όλα εκείνα τα πρόσωπα.»
Η απεργία αυτή κράτησε δεκατέσσερις μέρες , από τις 19 Δεκεμβρίου 1935 έως την Πρωτοχρονιά του 1936 με αίτημα τη χορήγηση γενικής αμνηστίας.
« Αυτή η επαναστατική γενιά μπορεί να αισθάνεται περήφανη για πολλά πράγματα….Ήταν περήφανοι που είχαν περάσει από έναν τόσο σκληρό αγώνα όπως η απεργία πείνας χωρίς να κάνουν βήμα από τις αρχές τους, ωστόσο δεν υπήρχε ίχνος κομπορρημοσύνης στην εκτίμησή τους για το γεγονός… Είχαν ένα σωρό πράγματα να μας διηγηθούν, δεν ήξεραν από πού ν’ αρχίσουν και, καθώς μιλούσαν, τα πρόσωπά τους φλέγονταν από μια εσωτερική υπερένταση. Ήταν ο πιο εκτεταμένος μεμονωμένος αγώνας που είχαν δώσει στην εξορία και η πιο μεγαλοπρεπής απόδειξη αλληλεγγύης.
Ήταν άλλωστε και μια νίκη.
Όχι ολοκληρωτική, αλλά σημαντική.»
Ο θάνατος του Βενιζέλου γίνεται η αφορμή για να επισκεφθεί την Κρήτη και να μας δώσει εκτός από την περιγραφή του τόπου το κλίμα, που επικρατούσε στο νησί , αλλά να αναλύσει και την πολιτική κατάσταση πριν από το θάνατο του Βενιζέλου και μετά από αυτόν.
Στην Αθήνα τα πολιτικά πράγματα δεν πήγαιναν καλά και η αποκάλυψη του μυστικού συμφώνου που είχε υπογράψει ο Σοφούλης με τους κομμουνιστές του Παλλαϊκού Μετώπου όξυνε ακόμα περισσότερο το κλίμα. Η τεταμένη ατμόσφαιρα ενισχύθηκε με την παραχώρηση στο Μεταξά του προνομίου της διακυβέρνησης της χώρας. Οι νέες πολιτικές εντάσεις σημαδεύτηκαν από τη μεγάλη απεργία στη Θεσσαλονίκη το Μάη του 1936 και τις μαζικές δολοφονίες εργατών. Ο Μπερτλς δεν βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη εκείνη τη μέρα, αλλά την επισκέφτηκε αργότερα γιατί ήθελε να έχει μια εκτίμηση από τους ντόπιους και γιατί ήθελε να ερευνήσει ο ίδιος τις αντικρουόμενες λεπτομέρειες στα ρεπορτάζ των εφημερίδων και έτσι μας παρουσιάζει εκτενώς τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εμπλουτισμένα με πολλές λεπτομέρειες.
Και αν η αποκάλυψη του Συμφώνου Σκλάβαινα – Σοφούλη προκάλεσε θύελλα στα πολιτικά κόμματα και ενώ η Αθήνα και οι μεγάλες πόλεις βρίσκονταν στη δίνη μιας γενικής απεργία, ο Μπερτλς δεν χάνει την πολύτιμη ευκαιρία να επισκεφθεί τα γραφεία σύνταξης του Ριζοσπάστη και να κατορθώσει με επίμονες προσπάθειες να συνομιλήσει με τον Σκλάβαινα. Πρόκειται για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη διάρκειας τρεισήμισι ωρών για όλα τα κρίσιμα πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα της εποχής του.
Κατά τη διάρκεια της γενικής απεργίας συνελήφθησαν δεκάδες εργάτες. Από αυτούς όσοι κρίνονταν επικίνδυνοι κομουνιστές ή υποκινητές ταραχών καταδικάζονταν σε πολλά χρόνια φυλάκισης ή εξορίζονταν. Μέσα σε αυτό το κλίμα των διώξεων ,της τρομοκρατίας και των έντονων διαμαρτυριών από το Κομμουνιστικό Κόμμα και κανονικού σαμποτάζ από τους Φιλελεύθερους του Σοφούλη , ο αυστραλός δημοσιογράφος κατορθώνει λίγες μέρες μετά τη συζήτηση με τον Σκλάβαινα να συναντήσει άλλο ένα σημαντικό πρόσωπο εκείνων των ημερών, τον Μιχάλη Τυρίμο , βουλευτή , διευθυντή και συντάκτη του Ριζοσπάστη, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο οποίος κρυβόταν από την αστυνομία σχεδόν τρία χρόνια. Από αυτόν μαθαίνει για τη Γαύδο.
« Απ’ όλα αυτά τα νησιά εξορίας , ποιο είναι το χειρότερο από άποψη στέγασης και τροφής;» τον ρώτησα
« Η Γαύδος», μου απάντησε αμέσως, « μολονότι δεν θα συνιστούσα κανένα. Δεν έχω βρεθεί ποτέ στην Ανάφη, όλοι όμως συμφωνούν ότι η Γαύδος είναι μακράν το χειρότερο. Όπως πρέπει να έχετε ακούσει ,το αποκαλούμε Νησί του Θανάτου…»
Ξεπερνώντας τα πολλαπλά εμπόδια η Γαύδος είναι ο επόμενος σταθμός της επίσκεψής του. Και πηγαίνει μόνος του χωρίς τη γυναίκα του αυτή η φορά.
« Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα αράξαμε με θόρυβο σε μια εσοχή στη βορειοανατολική ακτή της Γαύδου, σ’ ένα αραξοβόλι που έμοιαζε μάλλον με γωνίτσα των απόκρημνων ακτών. Ο καπετάνιος φώναξε, σκιάζοντας τη νύχτα, αλλά δεν πήρε απόκριση, εκτός από την ξαφνική ηχώ και τον παφλασμό του νερού στα βράχια. « Έχουν δρόμο μέχρι να φτάσουν σ’ αυτό το αραξοβόλι», μου είπε….
Μόλις είχαμε ξαπλώσει, ακούστηκε μια φωνή από το νησί και είδαμε δυο σκιές που πλησίαζαν από την πλαγιά.
« Να τοι», είπε ο καπετάνιος και απάντησε στο κάλεσμά τους λέγοντας ότι είχε επιβάτη. Μετά με φόρτωσε με τις προμήθειες κι εκείνοι με βοήθησαν να αποβιβαστώ λέγοντας: « Καλωσόρισες, σύντροφε, πόση είναι η ποινή σου;»
Εξήγησα ότι δεν ήμουν εξόριστος, αλλά ένας ξένος επισκέπτης, ένας δημοσιογράφος.
« Και πάλι καλωσόρισες», είπαν και με ρώτησαν από πού είχα έρθει, αναφωνώντας: « Από την Αυστραλία; Μεγάλο ταξίδι έκανες. Και πάλι, καλωσόρισες».
Βαδίσαμε για μια ατέλειωτη ώρα πάνω σε άμμο και πέτρες, μια διαδρομή δύσκολη, κυρίως πάνω στην άμμο που ήταν απαλή και βαθιά και γέμιζε τα παπούτσια μας. Όταν φτάσαμε στη ομάδα – στο «παλάτι» για το οποίο τόσα είχα ακούσει – πολλοί σύντροφοι είχαν κιόλας κοιμηθεί, όλοι τους όμως σηκώθηκαν για να κουβεντιάσουν μαζί μου. Στην Ανάφη με περίμεναν, εδώ όμως η επίσκεψή μου ήταν απρόσμενη. Ξένος επισκέπτης στη Γαύδο; Μα αυτό είναι ανήκουστο!»
Ομάδα εξορίστων στη Γαύδο στα τέλη του 1935
Στη Γαύδο μένει πολύ λίγο αλλά προλαβαίνει να συνειδητοποιήσει τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες των εξορίστων.
« Μόνο όταν το καΐκι άρχισε να απομακρύνεται και η μικρή ομάδα στην ακτή να μικραίνει πάνω στο περίγραμμα του κόλπου και του λόφου του νησιού πίσω τους, συνειδητοποίησα τι βασάνιζε περισσότερο αυτούς τους εξόριστους. Δεν ήταν οι στερήσεις, η ανεπάρκεια τροφής, η έλλειψη ανέσεων – μολονότι όλα αυτά μερικές φορές έπρεπε να μοιάζουν αβάσταχτα – αλλά η απομόνωση πάνω σ΄ένα νησί όπου τίποτε δεν φύτρωνε, όπου δεν υπήρχε έστω μια μικρή κοινότητα για να συναναστραφούν, όπου έπρεπε να ισιώσουν ένα κομμάτι γης και να υποκριθούν ότι ήταν πλατεία – ένα μέρος για να συγκεντρώνονται το απόγευμα – όπου δεν υπήρχε κανείς άλλος για να κουβεντιάσουν πέρα από τους δεκατρείς τους, όλη μέρα, όλο το χρόνο. Ένα κύμα οργής με πλημμύρισε εναντίον των κυβερνητικών αρχών που μπορούσαν να καταδικάζουν αυτούς τους ανθρώπους σε μια τέτοια ποινή, ανθρώπους καθωσπρέπει, νέους και γεμάτους ιδανικά. Στάθηκα στο ακριανό κατάρτι και αφού στηρίχτηκα με το ένα χέρι στο άλμπουρο, τους χαιρέτησα με το άλλο, κρατώντας σφιγμένη τη γροθιά μου. Εκείνοι ανταπέδωσαν το χαιρετισμό φωνάζοντας: « Καλό ταξίδι, σύντροφε!»
Στο μεταξύ στην Αθήνα οι πολιτικές διαμάχες ήταν έντονες με κυρίαρχο ζήτημα την ανάγκη σχηματισμού ενός Ενιαίου Μετώπου όλων των δημοκρατικών κομμάτων για την καταπολέμηση του φασιστικού κινδύνου που ελλόχευε στις κινήσεις του Μεταξά και των υποστηρικτών του. Σύμφωνα με τον Μπερτλς οι μόνοι που μιλούσαν πιο καθαρά ήταν οι κομμουνιστές ενώ όλοι οι άλλοι υποτιμούσαν αυτόν τον κίνδυνο. Έτσι αναφέρεται στον Αλέξανδρο Παπαναστασίου , ο οποίος αν και δημοκρατικός ήταν αντικομμουνιστής και ο δημοσιογράφος αναλαμβάνει να μας παρουσιάσει ορισμένες χαρακτηριστικές απόψεις του , τις οποίες ονομάζει «μαργαριτάρια» και να τις σχολιάσει με δηκτικό τρόπο.
« Ενώ οι αντιπαραθέσεις κορυφώνονταν, κουβέντιασα αυτά τα ζητήματα με τον Δημήτρη Γληνό, ένα βουλευτή του Παλλαϊκού Μετώπου, που πριν την επάνοδο του βασιλιά διέπρεπε μεταξύ των μεσοαστών αντιμοναρχικών, τους οποίους ο Κονδύλης αποστρεφόταν ως « κομμουνιστές διανοούμενους».»
Αρχικά σκιαγραφεί την προσωπικότητα του Γληνού και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του δίνοντας ταυτόχρονα πτυχές της δράσης του και στη συνέχεια παραθέτει τα ερωτήματα που του υπέβαλε για πολλά κρίσιμα και δύσκολα ζητήματα του κινήματος και της πολιτικής κατάστασης σε σχέση και με τη δράση των κομμουνιστών και τις απαντήσεις του.
« Τον ρώτησα ποια απάντηση μπορούσε να δώσει, ως ηγετικό στέλεχος των κομμουνιστών, στην κατηγορία του Παπαναστασίου ότι, συνηγορώντας υπέρ ενός Λαϊκού Μετώπου κατά του φασισμού, οι κομμουνιστές απλώς «συγκάλυπταν» τους πραγματικούς τους στόχους. Εκείνος έκανε μια χειρονομία αποδοκιμασίας και μια γκριμάτσα απέχθειας. Μα πώς μπορούσε να μιλάει έτσι ο Παπαναστασίου; Ήταν γελοίο. Βέβαια, το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν ο πιο σημαντικός παράγοντας του Λαϊκού Μετώπου, αλλά το Κομμουνιστικό Κόμμα και το Λαϊκό Μέτωπο ήταν διαφορετικά πράγματα, κάτι που εξαρχής είχαν δηλώσει οι κομμουνιστές. Ο σκοπός του Λαϊκού Μετώπου ήταν να συμπεριλάβει όλα τα αντιφασιστικά κόμματα και να παλέψει για την απελευθέρωση του λαού. Ήθελε να συμπεριλάβει τους Αγροτιστές, τα παλαιοδημοκρατικά κόμματα, τους σοσιαλιστές και όλες τις προοδευτικές οργανώσεις που είχαν κοινή επιθυμία με το Κομμουνιστικό Κόμμα τη διατήρηση των λαϊκών ελευθεριών.
« Το έχουμε προτείνει έντιμα», δήλωσε. « Το Λαϊκό Μέτωπο δεν αποτελεί συγκάλυψη. Δεν χάνουμε το χαρακτήρα μας ως κομμουνιστές μέσα στο Λαϊκό Μέτωπο και ουδέποτε υπαινιχθήκαμε κάτι τέτοιο. Εξακολουθούμε να ανήκουμε στην Τρίτη Διεθνή. Αυτό διακηρύσσει το κόμμα μας. Το γράφουμε στα μανιφέστα μας. Σήμερα όμως ζητάμε από όλα τα άλλα αντιφασιστικά κόμματα, τα οποία μπορούν να διατηρήσουν τα ξεχωριστά κομματικά τους προγράμματα, να ενωθούν μαζί μας σ’ ένα κοινό πρόγραμμα για την καταπολέμηση της φασιστικής απειλής. Αυτή είναι μια ειλικρινής πρόταση. Δεν χρειάζεται να μιλάμε με γρίφους και παραδοξολογίες. Δεν υπάρχει ανάγκη συγκάλυψης ενός προγράμματος το οποίο ενστερνίζεται θερμά η μεγάλη μάζα του λαού. Εμείς έχουμε την πολυτέλεια να μιλάμε καθαρά και ξάστερα».
Αμέσως μετά τη συνομιλία με τον Γληνό ζήτησε συνέντευξη από τον Μεταξά. Περιγράφει όλες τις προσπάθειες που έγιναν από τη μεριά του και την αναβλητική τακτική των εκπροσώπων του Μεταξά, οι οποίες τελικά κατέληξαν σε άρνηση.
« Δεν μπορούσε να παραχωρήσει τη συνέντευξη. Αν και φασίστας, ο Μεταξάς δεν ήταν ανόητος. Αν απαντούσε με ειλικρίνεια στις ερωτήσεις μου, όφειλε να ομολογήσει ότι οι διαβεβαιώσεις του προς τους φιλελεύθερους και τα δημοκρατικά του προσχήματα ήταν απλώς μια συγκάλυψη , ουσιαστικά μια πλάνη. Αν όμως, από την άλλη , μου είχε πει όσα είχε πει και στους φιλελεύθερους και εκείνα με τα οποία προσπαθούσε να πείσει τους Έλληνες, δεν θα μου δήλωνε κάτι που ο ίδιος ήταν έτοιμος να διαψεύσει . Αυτά ήταν τα κέρατα του ταύρου στο δίλημμά του και έπραξε σωστά που αρνήθηκε να με δεχτεί. Μόνο εφόσον ήθελε να χαρακτηριστεί πάραυτα ψεύτης , θα μπορούσε να μου πει ότι πρόθεσή του ήταν η αποκατάσταση των δημοκρατικών ελευθεριών και ο σεβασμός των δημοκρατικών μορφών διακυβέρνησης, ενώ στην πραγματικότητα επέσπευδε τις « πραξικοπηματικές» προετοιμασίες του για τη διάλυση και την κατάργηση του Κοινοβουλίου και την εγκαθίδρυση μιας βασιλικοστρατιωτικής φασιστικής δικτατορίας».
Στο διάστημα που περιμένει την απάντηση από το επιτελείο του Μεταξά και καθώς συντομεύει το διάστημα της παραμονής του στην Ελλάδα επισκέφτηκε τις εργατικές συνοικίες και μίλησε με άνδρες και γυναίκες για τη δουλειά και τις συνθήκες διαβίωσης. Παραθέτει την εμπειρία του από τα Ταμπούρια, « ένα προσφυγικό συνοικισμό έξω από τον Πειραιά, που ….ήταν ενδεικτικός όλων των αντίστοιχων συνοικισμών στις βιομηχανικές περιοχές»
Όλα έδειχναν, στο μεταξύ, ότι τα πολιτικά γεγονότα οδηγούσαν σε σφοδρή σύγκρουση. Από τη μια οι προετοιμασίες του Μεταξά για την επιβολή φασιστικής δικτατορίας και από την άλλη το αίτημα για τη συνεργασία των δημοκρατικών κομμάτων όσο ήταν ακόμα καιρός. Διαμαρτυρίες συνδικαλιστών, αντιφασιστών , απεργίες και συνέδρια για να συζητηθούν οι ενωτικές προτάσεις και να προετοιμαστεί ο μαζικός αγώνας κατά των αντεργατικών μέτρων και των συλλήψεων. Συγχρόνως γίνονταν προσπάθειες για το συνασπισμό των δημοκρατικών κομμάτων σε ένα ενιαίο αντιφασιστικό μέτωπο.
« Στα μέσα Ιουνίου, το Κομμουνιστικό Κόμμα εξέδωσε μια δραματική ανακοίνωση προς τον ελληνικό λαό να είναι έτοιμος για να υπερασπιστεί τις ελευθερίες του και έκανε έκκληση στους βουλευτές όλων των δημοκρατικών κομμάτων να αποσύρουν την υποστήριξή τους προς τον Μεταξά και να τον καθαιρέσουν…»
Στις 5 Αυγούστου οι δύο εργατικές Ομοσπονδίες είχαν εξαγγείλει από κοινού γενική απεργία. Τα μεσάνυχτα της 4ης Αυγούστου ο Μεταξάς επέβαλε δικτατορικό καθεστώς. « Δικτατορία – Για πόσο καιρό ;»αναρωτιέται ο Μπερτ Μπερτλς ενώ περιγράφει αναλυτικά την νέα πολιτική κατάσταση και τις συνέπειες της στην καθημερινότητα των Ελλήνων, αλλά και την μεγάλη τρομοκρατία με τις διώξεις, συλλήψεις , φυλακίσεις και εκτοπίσεις .
Το ζευγάρι των αυστραλών, αν και στο Λονδίνο πλέον, εξακολουθούσε να διατηρεί επαφές με μερικούς φίλους στην Ελλάδα και να επικοινωνεί μαζί τους όχι μόνο μαθαίνοντας τα νέα, αλλά προσπαθώντας να βοηθήσει όπως μπορεί.
« Βρισκόμαστε στα τέλη του 1937. Πριν από λίγες μέρες έλαβα μια άλλη επιστολή, κάπου απ’ έξω από την Ελλάδα. Είχε σταλεί από έναν Έλληνα που διέφυγε την εξορία. Για λόγους που δεν μπορώ να εξηγήσω, δεν αναφέρω το όνομά του, ούτε καν τη χώρα που διαμένει. Είναι κομμουνιστής, περήφανος που το Κόμμα του στην Ελλάδα, παρά την παρανομία και τις παρακολουθήσεις, τις διαρκείς διώξεις των μελών του από την αστυνομία και με επικηρυγμένους μερικούς από τους ηγέτες του, εξακολουθεί να αγωνίζεται για ένα Λαϊκό Μέτωπο, το μόνο που ( σύμφωνα με τη γνώμη του) μπορεί να βάλει τέλος στη φασιστική τυραννία και να απελευθερώσει το λαό…»
Μπερτ Μπερτλς , Εξόριστοι στο Αιγαίο. Αφήγημα Πολιτικού και Ταξιδιωτικού Ενδιαφέροντος, μετάφρ. Γιάννης Καστανάρας, πρόλογος – εισαγωγή Ντέβιντα Κλόουζ – Άλκης Ρήγος, Φιλίστωρ, Αθήνα 2002.
Με τη αφιέρωση :
ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΤΟΡΑ
που ταξίδεψε μαζί μου
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΕΝΝΑΙΟΥΣ
ΕΛΛΗΝΕΣ – ΘΥΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
στη φυλακή και την
ΕΞΟΡΙΑ
Σε αυτούς και στη χώρα τους
αφιερώνεται αυτό το βιβλίο
1 σχόλιο :
Εξαιρετικό!!!
Δημοσίευση σχολίου