Ο Νικηφόρος Βρεττάκος με την οικογένειά του το 1916, σε ηλικία 2 χρονών
Αν μπορούσαμε να μεταφερθούμε σ' ένα χωριό της Λακωνίας, εκατό χρόνια πίσω, ένα ξημέρωμα, θα ακούγαμε το δυνατό κλάμα ενός νεογέννητου. Ήταν το μωρό της κυρα - Βγένας, που η φωνούλα του ανέβασε την ψυχή της στα ουράνια. Εκείνη τη στιγμή, ένιωσε η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο.
" Α, να χαρώ εγώ! Ναι, ναι, σίγουρα με τέτοια φωνή θα σου αρέσει να τραγουδάς, καλό μου. Όπως ο πατέρας σου..." ψιθύρισε. Σηκώθηκε σκυφτή, αδύναμη, να το βάλει στην κούνια, έτριψε λίγο τη μέση της, κι ύστερα, απρόσμενα, έκανε δυο βήματα μπροστά και πίσω σαν να΄θελε να χορέψει...
Την ίδια μέρα ο κύριος Κώστας Π. Βρεττάκος χάραξε στο πίσω μέρος της εικόνας της Παναγιάς:" Γεννήθηκε, σήμερα, 1η του Γενάρη του 1912, ο γιος μου Νικηφόρος".
Το αγοράκι μεγάλωνε στην Πλούμιτσα, στο κτήμα του πατέρα του, έναν τόπο μακριά από τον κόσμο, στη ρίζα του χιονισμένου Ταΰγετου. Είχε σγουρά μαλλιά, έξυπνα μάτια, και ήταν παιδάκι ντροπαλό μα καλότροπο και γελαστό. Στην αγκαλιά της μάνας του άκουσε τα πρώτα νανουρίσματα κι έμαθε να τα λέει χρόνια μετά, όταν ήρθαν στη ζωή τα μικρότερα αδέρφια του. Η Σοφία, η Αγγελική, η Αφροδίτη και ο Μιχάλης.
Έπαιζε ο μικρός Νικηφόρος με τα ξαδέρφια του, αλλά προτιμούσε τη μοναξιά, γιατί διασκέδαζε με τα πιο απλά πράγματα της φύσης. Ένιωθε να του κάνουν παρέα οι ψηλές βελανιδιές δίπλα στο σπίτι τους, παρατηρούσε τις μέλισσες πάνω στα άγρια λουλούδια, και τα βράδια ρωτούσε τον πατέρα του να του πει τι είναι τα αστέρια, ποιος τα έφτιαξε και πόσο χρονών είναι. Μάζευε πασχαλίτσες, τις ανέβαζε στο σπίτι να περπατήσουν στο πάτωμα, τις τάιζε ψίχουλα. Έφτιαχνε ζωντανές συλλογές από μικρόζωα, που και οι μεγάλοι ακόμα τις έβλεπαν με πολλή περιέργεια. Αυτοί ήταν οι φίλοι του που τους αγαπούσε και τον αγαπούσαν .
Η μητέρα του ήταν μια γυναίκα απλοϊκή και δεν ήξερε καθόλου γράμματα. Ήταν όμως γεμάτη από τη σοφία που δίνει η φύση στις μητέρες. Έλεγε πως τα αστέρια είναι οι ψυχούλες των πεθαμένων και τίποτε άλλο.
Ο πατέρας του, ένα γαλήνιος κι ευγενικός άνθρωπος, ήξερε πολλά γράμματα. Αγαπούσε τον κόσμο και είχε τα χέρια του διαρκώς ανοιχτά. Πάντοτε έδινε. Τη ζωή του την έφτιαχνε με την αγνή του ψυχή. Τον καλόκαρδο χαρακτήρα τον είχε κληρονομήσει από τη δική του μητέρα, την Αγγελική Μαυρομιχάλη· μα ο πατέρας του, αντίθετα, ήταν άνθρωπος σκληρός, πολύ πλούσιος, μα σχεδόν βάρβαρος.
Τις βροχερές μέρες ο μικρός Νικηφόρος ήταν ο πρώτος που έβγαινε από το σπίτι. Έτρεχε ξυπόλυτος μες στη λάσπη να ψάξει το πρόσωπό του στα ρυάκια, και να δει πώς χύνονταν στους αδιάβατους λόγκους και τις ρεματιές.
Μεγάλες χαρές έκανε όταν έφτιαχναν με τον πατέρα χαρταετούς από εφημερίδες, βαμμένους κόκκινους, που άλλοτε έμπλεκαν στα δέντρα κι άλλοτε σχίζονταν στα βράχια, κάνοντας την καρδιά του να χοροπηδάει. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, αφού βεβαιωνόταν πως τους άλλους τους είχε πάρει ο ύπνος, σηκωνόταν και, πατώντας στα νύχια, έφτιανε στην κλεισμένη πόρτα και την άνοιγε. Έξω ο καλοκαιριάτικος ήλιος τσουρούφλιζε τον αέρα, κι η γη άχνιζε. Ένιωθε την κάψα τους, αλλά του άρεσε. Ανοιγόταν στο φως από ένστικτο. Από τότε χαράχτηκαν στη μνήμη του εικόνες που αποτυπώθηκαν στα χρόνια της ωριμότητας.
Όπως η μέλισσα γύρω από ένα άγριο λουλούδι,
όμοια κι εγώ. Τριγυρίζω
διαρκώς γύρω απ' τη λέξη...
Με το νήμα
των λέξεων, αυτόν τον χρυσό
του χρυσού, που βγαίνει απ' τα βάθη
της καρδιάς μου, συνδέομαι, συμμετέχω
στον κόσμο...
...Ο αγρός των λέξεων, Τα ποιήματα , τόμος 3
Μια φορά γύρισε δαγκωμένος από μια μέλισσα κι έκλαιγε, έκλαιγε απαρηγόρητα, όχι τόσο γιατί το κάτω χείλος του είχε πρηστεί και πονούσε, όσο για την κακία της μέλισσας που εκείνος δεν την είχε πειράξει.
Άλλη φορά τον βρήκε ο πατέρας του γονατισμένο μπροστά σ' έναν θάμνο, να κοιτάζει ένα κουλουριασμένο φίδι. Έσκυψε, τον άρπαξε απότομα και τον σήκωσε αγκαλιά. Ο μικρός απόρησε γι' αυτό, κι όπως απομακρύνονταν, είχε γυρισμένο το κεφάλι του και κουνούσε το ένα του χεράκι, αποχαιρετώντας το φίδι, σαν του έδινε τη φιλική του υπόσχεση πως θα ξαναγύριζε.
Μα πιο πολύ απ' όλα είχε μείνει στη μνήμη του μια ψηλή καρέκλα. Κάθε φορά που χανόταν στις λαγκαδιές, κι ο πατέρας τον έβρισκε ύστερα από ώρα, τον πήγαινε σπίτι, τον κάθιζε πάνω της, γονάτιζε στο πάτωμα κι έβγαζε τα αγκάθια από τα ξυπόλυτα ποδαράκια του.
Ο Νικηφόρος και τα αδέρφια του κατέβαιναν στα νερά, στο σημείο που βρισκόταν η μεγάλη κληματαριά τους, κι έδιωχναν με δυνατές φωνές ένα σμήνος πουλιών που τσιμοπολογούσαν τα ώριμα σταφύλια.
"Έχουν δικαίωμα κι αυτά στην ίδια τροφή με μας" έλεγε ο πατέρας στα παιδιά του. Πολλά χρόνια μετά θα παρομοίαζε τους στίχους των ποιημάτων του με σμήνος πουλιών.
...Η ψυχή μου ένα σμήνος
Πουλιών μυριάδων πουλιών...
Φτερούγισαν κι έμειναν
Μέσα στις λέξεις.
... Η ποίηση, Η εκλογή μου
Εκεί γύρω στα νερά της πηγής μουσκεύονταν τα παιδιά, για να φύγει η σκόνη και ο ιδρώτας του παιχνιδιού. Ένιωθαν ελεύθερα κι ευτυχισμένα όταν μέσ' από τα κλαδιά και τα αγριόχορτα ξεπετάγονταν σουσουράδες και σπουργίτια, πέρδικες και λαγουδάκια. Έτρεχαν προς τα εκεί όπου είχαν φύγει τα πουλιά και τα ζώα, κι αυτό ήταν το καλύτερο παιχνίδι τους.
Η ζωή του Νικηφόρου ήταν ξένοιαστη στα πρώτα παιδικά του χρόνια.
Ακόμα και τα βουνά τα έβλεπε σαν να είχαν ζωντανές φυσιογνωμίες, σαν να ήταν όλα γύρω του μια οικογένεια. Αργότερα θα μπορούσε να θυμάται πως κάποτε ήταν βασιλιάς. Πως κάποτε είχε ένα μεγάλο βασίλειο, πολύ όμορφο και πολύ φωτεινό. Τότε φανταζόταν πως ένα τέτοιο βασίλειο θα ήταν και όλος ο άλλος κόσμος που ακόμα δε γνώριζε. Αυτά ως τα έξι του χρόνια. Και ακριβώς αυτά τα χρόνια θα θεωρούσε κάποτε ευλογημένα, γιατί τότε ζυμώθηκε με την ομορφιά της φύσης.
Από το πολύ όμορφο βιβλιαράκι , για νεαρούς αναγνώστες και αναγνώστριες, της Αθηνάς Μπίνιου, Νικηφόρος Βρεττάκος. Το παιδί που έγινε ποιητής, Εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου