Όσοι ασχολήθηκαν με τον Τολστόη έγραψαν για το μεγάλο θέμα που τον βασάνιζε, το θέμα του θανάτου και της αθανασίας - αν ο θάνατος θα τον διαλύσει όλον ή θ' αφήσει κάτι δικό του να συνεχίζει τη ζωή.
" Κάποτε, γράφει ο Γκόρκι, μου φαινόταν πως ο γερομάγος αυτός παίζει με το θάνατο, ερωτοτροπεί μαζί του, κάποιο πονηρό παιχνίδι πάει να του παίξει: δε σε φοβάμαι, σα να του λέει, σ' αγαπώ και σε περιμένω. Αλλά την ίδια στιγμή τον ραμφίζει με τα μικρά μυτερά του του μάτια: τι νάσαι άραγε εσύ; Τι βρίσκεται εκεί πιο πέρα από σένα; Όλον τελοσπάντων θα με φας ή θ' αφήσεις κάτι από μένα να συνεχίζει τη ζωή μου;"
Ο Γκόρκι, που δεν ήταν οπαδός του και λίγο έζησε στο περιβάλλον του, κατάλαβε τον Τολστόη καλύτερα από πολλούς άλλους. Είδε τα εχθρευόμενα στοιχεία που συνθέταν την προσωπικότητά του, "τα χίλια μάτια" όπως λέει με τα οποία κοιτούσε τον κόσμο, τις βαθιές ρεματιές που χώριζαν τις σκέψεις του και τις επιθυμίες του, τη ζωή του από τους σκοπούς της ζωής του κ.λ.π. Μέσα του ζούσαν πλήθος πρόσωπα, σημειώνουν οι βιογράφοι του, και δε θα μπορούσε κανείς να ταυτίσει τον Τολστόη με κάποιο από τα πρόσωπα των έργων του. Μα δε θάταν επίσης ορθή και η άποψη που θα αποξένωνε εντελώς το δημιουργό από τα δημιουργήματά του. Ο Τουργκένιεφ, όταν διάβασε το διήγημα του Τολστόη " Ο Χολστομέρ", την ιστορία ενός αλόγου, του είπε με κατάπληξη " Εσύ, φίλε μου, κάποτε σίγουρα ήσουν άλογο!". Δεν πρόκειται μόνο για την ικανότητα του καλλιτέχνη να μετουσιώνεται στα πρόσωπα που δημιουργεί. Ένα από τα γνωρίσματα του Τολστόη είναι πως, παρόλη την πολυπροσωπία του, τον ξεχωρίζει σπάνια ακεραιότητα που τη νοιώθουμε κυρίως στην επιμονή να κυριαρχήσει κάθε ένα από τα στοιχεία που αγωνίζονταν μέσα του, στην ένταση του πάθους, και, τέλος, στο δραματισμό, στην τραγωδία της ζωής του. Αυτή την πλευρά του χαρακτήρα του θα την βρούμε σ' όλα τα κύρια πρόσωπα των έργων του. Χωρίς το στοιχείο αυτό είναι αδιανόητες οι κλασικές μορφές του Νεχλιούντωφ, της Άννας Καρένινας, του πρίγκηπα Αντρέα και του Πιέρου, του Κωνσταντίνουν Λέβιν κλπ.
Να μερικές παρατηρήσεις του Γκόρκι:
" Θαρρώ πως εκτός από εκείνα που μας λέει, υπάρχουν κι άλλα πολλά για τα οποία δε μιλάει ποτέ του - ούτε στο ημερολόγιό του. Τ' αποσιωπά. Το πιθανότερο είναι πως δε θα μιλήσει γι' αυτά σε κανέναν ποτέ. Είναι "κάτι" που σπάνιες φορές γλυστρούσε ανάμεσα στις λέξεις...κάτι που θα μπορούσε να το πει κανείς " άρνηση κάθε κατάφασης", γέννημα ενός απέραντου κι ακαταμάχητου αισθήματος απόγνωσης και μοναξιάς, τέτιας που μάλλον κανένας άνθρωπος ως τώρα δε την δοκίμασε με τόσο φριχτή δύναμη. Συχνά νόμιζα πως είχα απέναντί μου έναν άνθρωπο που η ψυχή του είναι ανεπανόρθωτα διαποτισμένη από την αδιαφορία για τον άλλον. Τόσο ψηλότερα στέκει από τους άλλους, αποτραβηγμένος σε κάποιαν έρημο, τανύζοντας όλες τις φοβερές δυνάμεις του πνεύματός του, έρημος και μόνος προσπαθεί να δει από κοντά εκείνο που είναι το πρώτο απόλα - το θάνατο..."
"...Είναι μερικές στιγμές που θαρρείς ότι μόλις έφτασε από κάποιο πολύ μακρινό μέρος, όπου οι άνθρωποι σκέφτονται κι αισθάνονται αλλοιώς, αλλοιώς βλέπει ο ένας τον άλλον, ίσως μάλιστα κι αλλοιώτικα να περπατάν και σ' άλλες γλώσσες να μιλάνε. Κάθεται στην άκρη κουρασμένος, γκριζωπός, πασπαλισμένος θαρρείς από τη σκόνη εκείνης της άλλης γης και κοιτάζει όλους τους άλλους εξεταστικά σαν ξένος, σαν κωφάλαλος".
"...Έχει κάτι θαυμάσια χέρια, που είναι κακοφτειαγμένα, γιομάτα γωνιές από τις φουσκωμένες φλέβες, μα αναδίνουν μιαν ιδιαίτερη εκφραστικότητα, ξεχωριστή δύναμη δημιουργίας. Κάπως έτσι έπρεπε νάταν τα χέρια του Λεονάρδου ντα Βίντσι. Μ' αυτά τα χέρια φτειάχνει κανείς ό,τι θέλει. Κάποτε ενώ μιλά, σαλεύει, τα δάκτυλά του, σιγά - σιγά η γροθιά σφίγγεται για ν' ανοίξει ξαφνικά εκεί που θα πει κάτι σπουδαίο, ένα βαθύ νόημα. Μοιάζει με θεό, όχι όμως με το Σαβαώθ ή κάποιον από τους θεούς του Ολύμπου, αλλά μ' έναν από εκείνους τους ρώσους θεούς...που χωρίς νάναι πολύ μεγαλοπρεπείς, δεν αποκλείεται νάναι οι πονηρότεροι απόλους τους θεούς..."
" Οι σχέσεις του με το θεό είναι κάπως ανεξιχνίαστες. Κάποτε θαρρείς πως θεός και Τολστόη είναι δυό αρκούδια στην ίδια σπηλιά".
Ο Τολστόη ήταν ένας πανίσχυρος οργανισμός. " Μέσα του έβραζε πάλη γιγάντων" λέει ο Λουνατσάρσκι. Η σάρκα, που ήθελε να ζήσει γιομάτα τη ζωή της, και το πνεύμα, που πάσχιζε να φυλαχτεί από την αμαρτία.Ο αδυσώπητος διάλογος μεταξύ τους αντηχεί σ' όλα τα έργα του. Αν λοιπόν κανένας από τους ήρωές του δε μπορεί νάναι ο ίδιος ο Τολστόη είναι γιατί μόνο ένας άλλος Τολστόη θα μπορούσε να χωρέσει μέσα του αυτόν τον εκπληχτικό άνθρωπο που έσφυζε από σωματική δύναμη και υγεία κι είχε συνάμα καλλιεργήσει και ραφινάρει τόσο το πνεύμα του. Σε σχέση με τον ίδιον τα πρόσωπα των μυθιστορημάτων του είναι φύλλα και καρποί πάνω στο πελώριο δέντρο. Σάρκα από τη σάρκα του, αλλά ένα μέρος μόνο από τη σάρκα του - το καθένα μια στιγμή, μια φάση της ζωής του. Υπάρχουν βέβαια και τα πρόσωπα που καθρεφτίζουν αντιπροσωπευτικότερα από άλλα το δικό του πρόσωπο. Ο κεντρικός ήρωας της Παιδικής Τριλογίας Νικολάκης Ιρτένιεφ, τ' αδέρφια Κοζελτσώφ από τα " Διηγήματα της Σεβαστούπολης", ο Ολένιν από τους " Κοζάκους", ο Πιέρος κι ο πρίγκηπας Αντρέας, ο Λέβιν, ο Νεχλιούντωφ - όλοι τους σημαδεύονται από το βιογραφικό στοιχείο και παρακολουθώντας κανείς την ανέλιξη αυτών των κεντρικών ηρώων μπορεί κιόλας να έχει πιστή εικόνα της βιογραφίας του Τολστόη, αναφορικά τόσο με τα χτυπητά περιστατικά της ζωής του, όσο και με την πλούσια και συνεχή θυελλώδη ψυχική ζωή του. Συνεπώς η απομόνωση του Τολστόη από τα πλάσματά του, όπως επιχειρείται κάποτε, δε μπορεί να είναι πειστική. Από την άποψη αυτή γίνονται συχνά συγκρίσεις με το Ντοστογιέφσκι.Ο Ντοστογιέφσκι, είναι η αλήθεια, εντονότερα από τον Τολστόη παρασύρει στην τάση να τον ταυτίζουμε με κάποιο από τα πρόσωπα των έργων του. Αλλά μόνο ένας από τους ήρωες του, ο Αλιόσια Καραμάζωφ, θα μπορούσε να βολέψει μέσα του τη φοβερά διχασμένη προσωπικότητα του δημιουργού. Είπαμε όμως μιλώντας για τους "Αδελφούς Καραμάζωφ", πως η μορφή του Αλιόσια έμεινε ασυμπλήρωτη και μόλις αχνοφαίνεται. Το μέλλον του Αλιόσια ήταν όλο μπροστά. Σε σύγκριση με τ' άλλα πρόσωπα του Ντοστογιέφσκι, θα ήταν μια καινούρια φυσιογνωμία που θα χαροπάλευε πολλές φορές ανάμεσα στις δύο σκάλες της ζωής, το καλό και το κακό. Ανάμεσα στον αρνητή Ιβάν και στον άνθρωπο του Θεού, τον πάτερ Ζωσιμά. Κι όπως φαίνεται από τα σημειώματα του Ντοστογιέφσκι το διαδοχικό πέρασμα από το θεό στην άρνηση κι από εκείνη πάλι στο θεό και πάλι στο δαίμονα κλπ. δε θα γινόταν για να συμφιλιωθούν τ' ασυμφιλίωτα, παρά για να φανεί, με το κλείσιμο στην ίδια ψυχή, τι άβυσσος τα χωρίζει. Στους " Αδελφούς Καραμάζωφ " είχε αρχίσει να διαγράφεται η μελλοντική πορεία του Αλιόσια. Είχαν φανεί τα φύτρα του Καραμαζοφισμού.
- Τι θα τον κάνουμε, Αλιόσια, το στρατηγό; τον ρωτάει το μεγάλο αδέρφι, ο Ιβάν, αφού του έχει αφηγηθεί την ιστορία του στρατηγού, που σπάραξε με τα σκυλιά του το μικρό αγοράκι. - Τι θα τον κάνουμε τον στρατηγό; Για να ικανοποιήσουμε το αίσθημα του δικαίου πρέπει να τον σκοτώσουμε ή όχι; Αποκρίσου Αλιόσια!
- Να τον τουφεκίσουμε! απαντά σιγανά ο Αλιόσια, ατενίζοντας μ' ένα ωχρό άμορφο χαμόγελο τον αδελφό του.
- Μπράβο! αναφώνησε με αγαλλίαση ο Ιβάν. Αφού το λες κι εσύ, τότε θα πει..Άι, να μου ζήσεις, καλογεράκι μου! Να λοιπόν που και στη δική σου καρδούλα φωληάζει ένας μικρός δαίμονας, Αλιόσια Καραμάζωφ!
Όπως και στο Ντοστογιέφσκι, η βιογραφία του Τολστόη είναι σκόρπια στα γραφτά του. Μια πρώτη ιδέα αποκτάμε από τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, από τη γνωριμία μας με τους ήρωες του. Τη συμπληρώνουμε μελετώντας τα πολυάριθμα γράμματά του, τα πολύτιμα ημερολόγια του, τα φιλοσοφικά του συγγράμματα, την πολιτική αρθρογραφία του, τα κοινωνιολογικά του δοκίμια. Πολύ διαφωτιστικές επίσης είναι οι μαρτυρίες των συγχρόνων του, κατά πρώτο λόγο τα ημερολόγια της γυναίκας του, οι αναμνήσεις των γραμματικών του.
Μας κάνει πρώτα εντύπωση μια χτυπητή δυσαναλογία ανάμεσα στην ήσυχη, λιγοκίνητη εξωτερικά ζωή του και στην ανήσυχη όλο βαθιές ρεματιές και ψηλά ανεβάσματα ζωή του πνεύματός του. Εξωτερικές θύελλες στη ζωή του Τολστόη δε θα βρούμε, όπως στο Ντοστογιέφσκι, τον Τσερνισέφσκι, το Χέρτσεν κι άλλους ρώσους κλασικούς. Αν αφαιρέσει κανείς μια ζωηρή περίοδο αναζητήσεων τους πρώτους καιρούς της νεότητας, πολύ σύντομη κι εκείνη, εξωτερικά η ζωή του είναι ήρεμη, καλοβαλμένη, δίχως πολλά περπατήματα. Εκεί που γεννήθηκε, στο χτήμα της μητέρας του, τη Γιάσναγια Πολιάνα, έζησε όλη σχεδόν τη ζωή του. Εκεί είναι κι ο τάφος του, μόνος κι έρημος μες στο δάσος. Πολλά ταξίδια δεν έκανε. Έζησε λίγο στο Καζάν, στη Μόσχα, ύστερα στον Καύκασο, πολέμησε το 1855 στη Σεβαστούπολη για να ξαναγυρίσει στη Γιάσναγια Πολιάνα, απόπου με εξαίρεση τα δυό ταξίδια του στο εξωτερικό ( 1857 και 18610 και τις λίγες φορές που πεταγόταν ως τη Μόσχα ή στην Κριμαία για θεραπεία, δεν το κούνησε ως το τέλος. Η Γιάσναγια Πολιάνα ήταν γι' αυτόν κάτι πολύ σπουδαιότερο απότι το σπίτι, η οικογένεια, ο τόπος της δουλιάς. Ήταν η ψηλή βίγλα απόπου κοίταζε τον κόσμο, τον ταξινομούσε και ρύθμιζε τη στάση του απέναντί του. Ήταν έπειτα ο κρίκος που έδενε τη μια ζωή με την άλλη - την πόλη με την ύπαιθρο, τον πολιτισμό με τη φύση την τόσο απαραίτητη στον Τολστόη. Ήταν ο τόπος όπου ο γίγας αυτός έπρεπε να σταθεί, να στερεώσει κάτω τα πόδια του. Έλεγε ο ίδιος τότε που ήταν νέος: " Χωρίς τη Γιάσναγια Πολιάνα μου δυσκολεύομαι να καταλάβω τη Ρωσία, δυσκολεύομαι να καταλάβω τον εαυτό μου μέσα στη Ρωσία". Άλλαζαν όμως οι καιροί κι άλλαζε κι η Γιάσναγια Πολιάνα. Σα μαραμένα φύλλα πέφταν από πάνω της τα πολλά χαρίσματά της κι έμεινε στο τέλος ό,τι ο Τολστόη δε μπορούσε να μη μισήσει μ' όλη την ψυχή του - νησίδα αφθονίας και πολυτέλειας μες στη θάλασσα της ανομολόγητης λαϊκής δυστυχίας. Ο Τολστόη τη μίσησε όπως μισεί κανείς τη φυλακή του. Δεκαετίες ολόκληρες κλεισμένος εκεί μέσα, πολιορκημένος από τη χλιδή της οικογενειακής ζωής ( που στην πραγματικότητα κάθε άλλο ήταν παρά χλιδή) κατάστρωνε το σχέδιο της απόδρασης, την ηρωική έξοδο.
Εκείθε με τους αδελφούς , εδώθε με το χάρο.
Μόλο που το σχήμα είναι οξύμωρο, μπορεί να πει κανείς πως ο Τολστόη έπεσε με το σπαθί στο χέρι, σαν ένας πολιορκημένος που αποφάσισε να σπάσει τον κλοιό κι ας ήξερε πως η έξοδος δεν έχει ελπίδα. Η φυγή από τη Γιάσναγια Πολιάνα ήταν περισσότερο μια πράξη διαμαρτυρίας, η τελευταία. Φυγή από το ρέμα που μαύριζε πίσω του, ενώ φαινόταν και το άλλο που βάθαινε μπροστά...
Από το βιβλίο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου Πέντε Ρώσοι Κλασικοί, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978, 2η έκδοση
" Κάποτε, γράφει ο Γκόρκι, μου φαινόταν πως ο γερομάγος αυτός παίζει με το θάνατο, ερωτοτροπεί μαζί του, κάποιο πονηρό παιχνίδι πάει να του παίξει: δε σε φοβάμαι, σα να του λέει, σ' αγαπώ και σε περιμένω. Αλλά την ίδια στιγμή τον ραμφίζει με τα μικρά μυτερά του του μάτια: τι νάσαι άραγε εσύ; Τι βρίσκεται εκεί πιο πέρα από σένα; Όλον τελοσπάντων θα με φας ή θ' αφήσεις κάτι από μένα να συνεχίζει τη ζωή μου;"
Ο Γκόρκι, που δεν ήταν οπαδός του και λίγο έζησε στο περιβάλλον του, κατάλαβε τον Τολστόη καλύτερα από πολλούς άλλους. Είδε τα εχθρευόμενα στοιχεία που συνθέταν την προσωπικότητά του, "τα χίλια μάτια" όπως λέει με τα οποία κοιτούσε τον κόσμο, τις βαθιές ρεματιές που χώριζαν τις σκέψεις του και τις επιθυμίες του, τη ζωή του από τους σκοπούς της ζωής του κ.λ.π. Μέσα του ζούσαν πλήθος πρόσωπα, σημειώνουν οι βιογράφοι του, και δε θα μπορούσε κανείς να ταυτίσει τον Τολστόη με κάποιο από τα πρόσωπα των έργων του. Μα δε θάταν επίσης ορθή και η άποψη που θα αποξένωνε εντελώς το δημιουργό από τα δημιουργήματά του. Ο Τουργκένιεφ, όταν διάβασε το διήγημα του Τολστόη " Ο Χολστομέρ", την ιστορία ενός αλόγου, του είπε με κατάπληξη " Εσύ, φίλε μου, κάποτε σίγουρα ήσουν άλογο!". Δεν πρόκειται μόνο για την ικανότητα του καλλιτέχνη να μετουσιώνεται στα πρόσωπα που δημιουργεί. Ένα από τα γνωρίσματα του Τολστόη είναι πως, παρόλη την πολυπροσωπία του, τον ξεχωρίζει σπάνια ακεραιότητα που τη νοιώθουμε κυρίως στην επιμονή να κυριαρχήσει κάθε ένα από τα στοιχεία που αγωνίζονταν μέσα του, στην ένταση του πάθους, και, τέλος, στο δραματισμό, στην τραγωδία της ζωής του. Αυτή την πλευρά του χαρακτήρα του θα την βρούμε σ' όλα τα κύρια πρόσωπα των έργων του. Χωρίς το στοιχείο αυτό είναι αδιανόητες οι κλασικές μορφές του Νεχλιούντωφ, της Άννας Καρένινας, του πρίγκηπα Αντρέα και του Πιέρου, του Κωνσταντίνουν Λέβιν κλπ.
Να μερικές παρατηρήσεις του Γκόρκι:
" Θαρρώ πως εκτός από εκείνα που μας λέει, υπάρχουν κι άλλα πολλά για τα οποία δε μιλάει ποτέ του - ούτε στο ημερολόγιό του. Τ' αποσιωπά. Το πιθανότερο είναι πως δε θα μιλήσει γι' αυτά σε κανέναν ποτέ. Είναι "κάτι" που σπάνιες φορές γλυστρούσε ανάμεσα στις λέξεις...κάτι που θα μπορούσε να το πει κανείς " άρνηση κάθε κατάφασης", γέννημα ενός απέραντου κι ακαταμάχητου αισθήματος απόγνωσης και μοναξιάς, τέτιας που μάλλον κανένας άνθρωπος ως τώρα δε την δοκίμασε με τόσο φριχτή δύναμη. Συχνά νόμιζα πως είχα απέναντί μου έναν άνθρωπο που η ψυχή του είναι ανεπανόρθωτα διαποτισμένη από την αδιαφορία για τον άλλον. Τόσο ψηλότερα στέκει από τους άλλους, αποτραβηγμένος σε κάποιαν έρημο, τανύζοντας όλες τις φοβερές δυνάμεις του πνεύματός του, έρημος και μόνος προσπαθεί να δει από κοντά εκείνο που είναι το πρώτο απόλα - το θάνατο..."
"...Είναι μερικές στιγμές που θαρρείς ότι μόλις έφτασε από κάποιο πολύ μακρινό μέρος, όπου οι άνθρωποι σκέφτονται κι αισθάνονται αλλοιώς, αλλοιώς βλέπει ο ένας τον άλλον, ίσως μάλιστα κι αλλοιώτικα να περπατάν και σ' άλλες γλώσσες να μιλάνε. Κάθεται στην άκρη κουρασμένος, γκριζωπός, πασπαλισμένος θαρρείς από τη σκόνη εκείνης της άλλης γης και κοιτάζει όλους τους άλλους εξεταστικά σαν ξένος, σαν κωφάλαλος".
"...Έχει κάτι θαυμάσια χέρια, που είναι κακοφτειαγμένα, γιομάτα γωνιές από τις φουσκωμένες φλέβες, μα αναδίνουν μιαν ιδιαίτερη εκφραστικότητα, ξεχωριστή δύναμη δημιουργίας. Κάπως έτσι έπρεπε νάταν τα χέρια του Λεονάρδου ντα Βίντσι. Μ' αυτά τα χέρια φτειάχνει κανείς ό,τι θέλει. Κάποτε ενώ μιλά, σαλεύει, τα δάκτυλά του, σιγά - σιγά η γροθιά σφίγγεται για ν' ανοίξει ξαφνικά εκεί που θα πει κάτι σπουδαίο, ένα βαθύ νόημα. Μοιάζει με θεό, όχι όμως με το Σαβαώθ ή κάποιον από τους θεούς του Ολύμπου, αλλά μ' έναν από εκείνους τους ρώσους θεούς...που χωρίς νάναι πολύ μεγαλοπρεπείς, δεν αποκλείεται νάναι οι πονηρότεροι απόλους τους θεούς..."
" Οι σχέσεις του με το θεό είναι κάπως ανεξιχνίαστες. Κάποτε θαρρείς πως θεός και Τολστόη είναι δυό αρκούδια στην ίδια σπηλιά".
Ο Τολστόη ήταν ένας πανίσχυρος οργανισμός. " Μέσα του έβραζε πάλη γιγάντων" λέει ο Λουνατσάρσκι. Η σάρκα, που ήθελε να ζήσει γιομάτα τη ζωή της, και το πνεύμα, που πάσχιζε να φυλαχτεί από την αμαρτία.Ο αδυσώπητος διάλογος μεταξύ τους αντηχεί σ' όλα τα έργα του. Αν λοιπόν κανένας από τους ήρωές του δε μπορεί νάναι ο ίδιος ο Τολστόη είναι γιατί μόνο ένας άλλος Τολστόη θα μπορούσε να χωρέσει μέσα του αυτόν τον εκπληχτικό άνθρωπο που έσφυζε από σωματική δύναμη και υγεία κι είχε συνάμα καλλιεργήσει και ραφινάρει τόσο το πνεύμα του. Σε σχέση με τον ίδιον τα πρόσωπα των μυθιστορημάτων του είναι φύλλα και καρποί πάνω στο πελώριο δέντρο. Σάρκα από τη σάρκα του, αλλά ένα μέρος μόνο από τη σάρκα του - το καθένα μια στιγμή, μια φάση της ζωής του. Υπάρχουν βέβαια και τα πρόσωπα που καθρεφτίζουν αντιπροσωπευτικότερα από άλλα το δικό του πρόσωπο. Ο κεντρικός ήρωας της Παιδικής Τριλογίας Νικολάκης Ιρτένιεφ, τ' αδέρφια Κοζελτσώφ από τα " Διηγήματα της Σεβαστούπολης", ο Ολένιν από τους " Κοζάκους", ο Πιέρος κι ο πρίγκηπας Αντρέας, ο Λέβιν, ο Νεχλιούντωφ - όλοι τους σημαδεύονται από το βιογραφικό στοιχείο και παρακολουθώντας κανείς την ανέλιξη αυτών των κεντρικών ηρώων μπορεί κιόλας να έχει πιστή εικόνα της βιογραφίας του Τολστόη, αναφορικά τόσο με τα χτυπητά περιστατικά της ζωής του, όσο και με την πλούσια και συνεχή θυελλώδη ψυχική ζωή του. Συνεπώς η απομόνωση του Τολστόη από τα πλάσματά του, όπως επιχειρείται κάποτε, δε μπορεί να είναι πειστική. Από την άποψη αυτή γίνονται συχνά συγκρίσεις με το Ντοστογιέφσκι.Ο Ντοστογιέφσκι, είναι η αλήθεια, εντονότερα από τον Τολστόη παρασύρει στην τάση να τον ταυτίζουμε με κάποιο από τα πρόσωπα των έργων του. Αλλά μόνο ένας από τους ήρωες του, ο Αλιόσια Καραμάζωφ, θα μπορούσε να βολέψει μέσα του τη φοβερά διχασμένη προσωπικότητα του δημιουργού. Είπαμε όμως μιλώντας για τους "Αδελφούς Καραμάζωφ", πως η μορφή του Αλιόσια έμεινε ασυμπλήρωτη και μόλις αχνοφαίνεται. Το μέλλον του Αλιόσια ήταν όλο μπροστά. Σε σύγκριση με τ' άλλα πρόσωπα του Ντοστογιέφσκι, θα ήταν μια καινούρια φυσιογνωμία που θα χαροπάλευε πολλές φορές ανάμεσα στις δύο σκάλες της ζωής, το καλό και το κακό. Ανάμεσα στον αρνητή Ιβάν και στον άνθρωπο του Θεού, τον πάτερ Ζωσιμά. Κι όπως φαίνεται από τα σημειώματα του Ντοστογιέφσκι το διαδοχικό πέρασμα από το θεό στην άρνηση κι από εκείνη πάλι στο θεό και πάλι στο δαίμονα κλπ. δε θα γινόταν για να συμφιλιωθούν τ' ασυμφιλίωτα, παρά για να φανεί, με το κλείσιμο στην ίδια ψυχή, τι άβυσσος τα χωρίζει. Στους " Αδελφούς Καραμάζωφ " είχε αρχίσει να διαγράφεται η μελλοντική πορεία του Αλιόσια. Είχαν φανεί τα φύτρα του Καραμαζοφισμού.
- Τι θα τον κάνουμε, Αλιόσια, το στρατηγό; τον ρωτάει το μεγάλο αδέρφι, ο Ιβάν, αφού του έχει αφηγηθεί την ιστορία του στρατηγού, που σπάραξε με τα σκυλιά του το μικρό αγοράκι. - Τι θα τον κάνουμε τον στρατηγό; Για να ικανοποιήσουμε το αίσθημα του δικαίου πρέπει να τον σκοτώσουμε ή όχι; Αποκρίσου Αλιόσια!
- Να τον τουφεκίσουμε! απαντά σιγανά ο Αλιόσια, ατενίζοντας μ' ένα ωχρό άμορφο χαμόγελο τον αδελφό του.
- Μπράβο! αναφώνησε με αγαλλίαση ο Ιβάν. Αφού το λες κι εσύ, τότε θα πει..Άι, να μου ζήσεις, καλογεράκι μου! Να λοιπόν που και στη δική σου καρδούλα φωληάζει ένας μικρός δαίμονας, Αλιόσια Καραμάζωφ!
Όπως και στο Ντοστογιέφσκι, η βιογραφία του Τολστόη είναι σκόρπια στα γραφτά του. Μια πρώτη ιδέα αποκτάμε από τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, από τη γνωριμία μας με τους ήρωες του. Τη συμπληρώνουμε μελετώντας τα πολυάριθμα γράμματά του, τα πολύτιμα ημερολόγια του, τα φιλοσοφικά του συγγράμματα, την πολιτική αρθρογραφία του, τα κοινωνιολογικά του δοκίμια. Πολύ διαφωτιστικές επίσης είναι οι μαρτυρίες των συγχρόνων του, κατά πρώτο λόγο τα ημερολόγια της γυναίκας του, οι αναμνήσεις των γραμματικών του.
Μας κάνει πρώτα εντύπωση μια χτυπητή δυσαναλογία ανάμεσα στην ήσυχη, λιγοκίνητη εξωτερικά ζωή του και στην ανήσυχη όλο βαθιές ρεματιές και ψηλά ανεβάσματα ζωή του πνεύματός του. Εξωτερικές θύελλες στη ζωή του Τολστόη δε θα βρούμε, όπως στο Ντοστογιέφσκι, τον Τσερνισέφσκι, το Χέρτσεν κι άλλους ρώσους κλασικούς. Αν αφαιρέσει κανείς μια ζωηρή περίοδο αναζητήσεων τους πρώτους καιρούς της νεότητας, πολύ σύντομη κι εκείνη, εξωτερικά η ζωή του είναι ήρεμη, καλοβαλμένη, δίχως πολλά περπατήματα. Εκεί που γεννήθηκε, στο χτήμα της μητέρας του, τη Γιάσναγια Πολιάνα, έζησε όλη σχεδόν τη ζωή του. Εκεί είναι κι ο τάφος του, μόνος κι έρημος μες στο δάσος. Πολλά ταξίδια δεν έκανε. Έζησε λίγο στο Καζάν, στη Μόσχα, ύστερα στον Καύκασο, πολέμησε το 1855 στη Σεβαστούπολη για να ξαναγυρίσει στη Γιάσναγια Πολιάνα, απόπου με εξαίρεση τα δυό ταξίδια του στο εξωτερικό ( 1857 και 18610 και τις λίγες φορές που πεταγόταν ως τη Μόσχα ή στην Κριμαία για θεραπεία, δεν το κούνησε ως το τέλος. Η Γιάσναγια Πολιάνα ήταν γι' αυτόν κάτι πολύ σπουδαιότερο απότι το σπίτι, η οικογένεια, ο τόπος της δουλιάς. Ήταν η ψηλή βίγλα απόπου κοίταζε τον κόσμο, τον ταξινομούσε και ρύθμιζε τη στάση του απέναντί του. Ήταν έπειτα ο κρίκος που έδενε τη μια ζωή με την άλλη - την πόλη με την ύπαιθρο, τον πολιτισμό με τη φύση την τόσο απαραίτητη στον Τολστόη. Ήταν ο τόπος όπου ο γίγας αυτός έπρεπε να σταθεί, να στερεώσει κάτω τα πόδια του. Έλεγε ο ίδιος τότε που ήταν νέος: " Χωρίς τη Γιάσναγια Πολιάνα μου δυσκολεύομαι να καταλάβω τη Ρωσία, δυσκολεύομαι να καταλάβω τον εαυτό μου μέσα στη Ρωσία". Άλλαζαν όμως οι καιροί κι άλλαζε κι η Γιάσναγια Πολιάνα. Σα μαραμένα φύλλα πέφταν από πάνω της τα πολλά χαρίσματά της κι έμεινε στο τέλος ό,τι ο Τολστόη δε μπορούσε να μη μισήσει μ' όλη την ψυχή του - νησίδα αφθονίας και πολυτέλειας μες στη θάλασσα της ανομολόγητης λαϊκής δυστυχίας. Ο Τολστόη τη μίσησε όπως μισεί κανείς τη φυλακή του. Δεκαετίες ολόκληρες κλεισμένος εκεί μέσα, πολιορκημένος από τη χλιδή της οικογενειακής ζωής ( που στην πραγματικότητα κάθε άλλο ήταν παρά χλιδή) κατάστρωνε το σχέδιο της απόδρασης, την ηρωική έξοδο.
Εκείθε με τους αδελφούς , εδώθε με το χάρο.
Μόλο που το σχήμα είναι οξύμωρο, μπορεί να πει κανείς πως ο Τολστόη έπεσε με το σπαθί στο χέρι, σαν ένας πολιορκημένος που αποφάσισε να σπάσει τον κλοιό κι ας ήξερε πως η έξοδος δεν έχει ελπίδα. Η φυγή από τη Γιάσναγια Πολιάνα ήταν περισσότερο μια πράξη διαμαρτυρίας, η τελευταία. Φυγή από το ρέμα που μαύριζε πίσω του, ενώ φαινόταν και το άλλο που βάθαινε μπροστά...
Από το βιβλίο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου Πέντε Ρώσοι Κλασικοί, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978, 2η έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου