Το χωριό έμενε ριζωμένο στο βουνό, αθέατο από τη μεριά της θάλασσας. Τα τελευταία χρόνια όμως, δειλά στην αρχή, αδιάντροπα, λαχανιαστά στο τέλος, κατηφόρισε στην ακτή. Στη θάλασσα έρχονταν οι ξένοι, αστραφτερά τα αυτοκίνητα, κατάξανθες οι γυναίκες, εδώ κατέβηκε και το χωριό κι απλώθηκε στην αμμουδιά, φιδιού πουκάμισο. Χτίστηκαν δωμάτια άνυδρα για νοίκιασμα, διώροφα συγκροτήματα με σκουριασμένες τις αναμονές, εστιατόρια και κέντρα διασκέδασης με τους βόθρους απορροφητικούς, δίπλα στο κύμα. Ήταν ονομαστή η Μακρύαμμος για τη φυσική της ομορφιά, ξακουστή πια και πέρα από τα σύνορα της επικράτειας. Ένας κόρφος ήταν, ένα χιλιόμετρο το άνοιγμα, και γύρω γκριζοπράσινα βράχια. Ο άμμος λεπτόκοκκος, ρύζι, να τρέχει πάνω στο σώμα, χάδι τρυφερό, και να συνεχίζεται μέσα στη θάλασσα, ξανθός βυθός πέρα στα βαθιά. Τα νερά ξέθωρα γαλάζια, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, μέχρι τον σκοτεινό όγκο του νησιού. Ένας βράχος ήταν το νησί, καύκαλο στεγνό, ούτε φύτρα πάνω του, φιδότοπος. Οι ντόπιοι δεν τον πατούσαν. Τον ψάρευαν γύρω γύρω, αλλά το πόδι τους πάνω δεν τον ακουμπούσαν, το' χαν για κακό. Το ακρογιάλι ερήμωνε το φθινόπωρο. Καταιγίδες και τραμουντάνες το χτυπούσαν κατάφατσα, δεν κρατιόταν τίποτα ορθό πάνω του, ούτε φυτό ούτε ζωντανό. Αυτοί οι άγριοι άνεμοι που έτρωγαν και γούβιαζαν τους βράχους, οι ίδιοι ξέβγαζαν αιώνες τώρα την αμμούδα και τη λάμπρυναν και τη φανέρωναν, έγχρωμη αστραφτερή, στα αδηφάγα μάτια των θερινών παραθεριστών. Οι ντόπιοι τον χειμώνα επέστρεφαν στο πάνω χωριό και κατοχύρωναν τα θερινά τους κέρδη. Ακίνητα στην πόλη, προίκες για τα κορίτσια, αυτοκίνητα για τα παιδιά, ώρες άπρακτες στις τσόχες των καφενείων για τους ίδιους. Την άνοιξη ημέρευαν οι άνεμοι και μπορούσες να σταθείς ορθός πάνω στα βράχια. Τότε, μετά την Πασχαλιά, κατέβαιναν πρώτες οι γυναίκες του χωριού στο ακρογιάλι. Μαυροντυμένες, μόλις είχαν τελειώσει με τις δουλειές των σπιτιών τους, μυρμηγκιά, σκαρφάλωναν στα βράχια και καθάριζαν με φροντίδα τις γούβες. Απομάκρυναν απόνερα, σκουπίδια, αλισάχνη και φύκια και γυάλιζαν τις γούβες όπως τα ασημικά τους. Ύστερα τις έστρωναν με καθαρό κερί, να μη βαστάν την υγρασία, και τις σκέπαζαν με προβιές. Ήταν αμέτρητες οι γούβες και τα μεσημέρια κοντά, γι' αυτό η εργασία διαρκούσε μέρες και μήνες μέχρι όλα να είναι έτοιμα. Την πρώτη πανσέληνο του καλοκαιριού, για το πανηγύρι. Εκείνο το απόγευμα κατέβαιναν όλοι στα βράχια, άνδρες και γυναίκες. Ξεσκέπαζαν προσεκτικά τις γούβες και τοποθετούσαν μέσα σφουγγάρια, φυσικά παλιότερα, πλαστικά τώρα, ποτισμένα με γλυκό πηγαδίσιο νερό. Οι άνδρες έρχονταν οπλισμένοι με γερά ρόπαλα, φτιαγμένα από ροζιασμένα κλαδιά ελιάς, κι οι γυναίκες με δρεπάνια και δίκρανα. Αφού τα ετοίμαζαν όλα, αποσύρονταν πίσω από την αυλαία των βράχων και περίμεναν ακίνητοι και σιωπηλοί, ούτε τσιγάρο ούτε ανάσα. Γύρω στα μεσάνυχτα έφταναν τα φίδια από το νησί. Εκμεταλλεύονταν την πολύωρη φωταψία της νύχτας για να προφτάσουν να καλύψουν την απόσταση μέχρι την ακτή και να επιστρέψουν. Κολυμπούσαν περήφανα με τη ραχοκοκαλιά ορθή, κρατώντας το κεφάλι ψηλά, έξω από το νερό, σαν τα αθώα αλογάκια της θάλασσας. Έφταναν κι ανέβαιναν πάνω στα βράχια, σέρνονταν. Το μύριζαν από μίλια μακριά το γλυκό νερό, σαν τα χαμένα το έψαχναν, αλλά δεν έβρισκαν ούτε σταγόνα. Έτσι, αναγκαστικά μαζεύονταν γύρω από τις γούβες και προσπαθούσαν, με κόπο, να απομυζήσουν το νερό από τους βρεγμένους σπόγγους. Αργοπορούσαν. Απορροφημένα από την επίμονη προσπάθεια, ζαλισμένα, αμάθητα στα θαλασσινά ταξίδια, δεν έδιναν σημασία στα ανάλαφρα πατήματα που ζύγωναν από παντού. Οι χωρικοί τα αποδεκάτιζαν. Με τα αυτοσχέδια ρόπαλά τους συνέτριβαν τα κεφάλια των φιδιών μέσα στις γούβες. Οι γυναίκες από πίσω, τα κατακομμάτιαζαν, τα τελείωναν. Τα καθάριζαν στα γρήγορα, όσα πρόφταιναν, όσα έβρισκαν μπροστά τους, πριν πάρουν μυρωδιά οι ξένοι και το φως. Τα φοβόντουσαν οι επισκέπτες τα φίδια, όπως και καθετί που δεν αναφέρονταν στα ταξιδιωτικά τους φυλλάδια και στις έγχρωμες φωτογραφίες. Το φως τα' βρισκε όλα καθαρά. Πλυμένα τα βράχια, εξαφανισμένα τα φίδια, αναίμακτη η αμμουδιά. Όλα ξημέρωναν έτσι όπως τα φαντάζονταν οι παραθεριστές. Παρ' όλο το ξεκλήρισμα, όσα φίδια γλίτωναν, και πάντα γλίτωναν μερικά, χωρίς ουρά, με τσακισμένη τη ραχοκοκαλιά, κουτσουρεμένα, χωρίς δόντια, χωρίς μάτια, ξαναγύριζαν την επόμενη πανσέληνο, για να υποστούν και πάλι την ίδια υποδοχή. Την ίδια πανωλεθρία. Δεν είχαν άλλη επιλογή, δεν ήταν δεντρογαλιές ή υδρίες περίτρομες, όχεντρες ήταν ιοβόλες, από το σπέρμα τους αλύγιστες στη δίψα, στην ξηρασία και στον διωγμό. Το' χαν όμως ανάγκη το γλυκό νερό, γιατί μόνο μ' αυτό φτιάχνουν θανατηφόρο το φαρμάκι τους.
Σαν όχεντρες και μεις, αδέλφια...
( Πόσο φαρμάκι να φτιάξεις σε μια ζωή;
Γιατί;
Ποια είναι τα αδέλφια;)
Τάσος Χατζητάτσης , Ασκήσεις μνήμης. Έντεκα Σικελικοί Εσπερινοί. Στη σφενδόνη, Πόλις , Αθήνα 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου