Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

Το κορίτσι με το άσπρο πουλί

 
Ο Ηλίας Βενέζης έφθασε στην Ιταλία ένα φθινόπωρο μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το Οδοιπορικό του στην μεταπολεμική Ιταλία αρχίζει από τη Βενετία , περνάει από τη Φλωρεντία, το Λιβόρνο, μέσω της Αππίας οδού φθάνει στη Ρώμη, στο Βατικανό,  και μετά με το τραίνο στη Magna Graecia. 
 Το " Φθινόπωρο στην Ιταλία " όμως " δεν θα το συνοδεύσει κανένας λόγος για τους ανθρώπους που χτες, προχτές, μας τυραγνήσανε. Ας πει μόνο του το ταξιδιωτικό χρονικό ό,τι έχει να πει. Για τη Γη. Για την Τέχνη. Για την Ομορφιά. Για τη μνήμη του Ελληνικού Μεγαλείου, που κάποτε έφθασε ίσαμε τη γη αυτής της Ιταλίας στην ώρα της Magna Graecia".( Ηλίας Βενέζης)
Από το οδοιπορικό αυτό ακολουθεί " Το κορίτσι με το άσπρο πουλί"

σχέδιο: Κ. Γραμματικόπουλος

Στο μεγάλο πόρτο του Λιβόρνου, στο κανάλι που είναι πέρα απ' το γεφύρι της Βία ντελα Βενέτσια, τα νερά είναι σκοτεινά, θολά. Γύρω του είναι άλλα κανάλια. Κλαδώνονται, χώνονται βαθιά μες στη στεριά. Θυμίζουν τα κανάλια της Βενετιάς. Όμως εδώ δεν έχει γόνδολες. Μαύρες μαούνες καρβουνιάρικες σέρνονται αργά - τέρατα σκοτεινά του νερού στα σκοτεινά νερά.
Τα μεγάλα φορτηγά βαπόρια ξεφορτώνουν εδώ κάρβουνο. Τα βαγόνια, αραδιασμένα σ' όλο το μάκρος του καναλιού , πλάι στις μάσκες των φορτηγών, παίρνουν το κάρβουνο. Κάρβουνο μυρίζει ο αγέρας. Ο καθαρός ήλιος της Μεσογείου έχει μαυρίσει από τη σκόνη. Οι εργάτες στ' αμπάρια των βαποριών, μισόγυμνοι , με χρωματιστές μαντίλες στο κεφάλι, μαύροι πίσσα, φορτώνουν τις κόφες, φτυαρίζοντας με δαιμονισμένο ρυθμό. Ο ίδρος κάνει την καρβουνόσκονη λάσπη. Τα κόκαλα στις πλάτες, καθώς φτυαρίζουν, ανοιγοκλείνουν στις κλειδώσεις, πάνε κ' έρχονται παλαβά, λιπαρά, σα να γυρεύουν τρόπο να ξεπεταχτούνε απ' το κορμί, να λυτρωθούνε.
Γύρω απ' τα φορτηγά καράβια, λίγο πέρα απ' το γεφύρι της Βία ντελα Βενέτσια, είναι τα χαλάσματα. Οι παμπάλαιες λαϊκές πολυκατοικίες του πόρτου, οι παμπάλαιες αποθήκες με τις μεγάλες ξύλινες πόρτες - όγκοι , έξι, εφτά, οχτώ πατώματα, αναταραγμένοι συθέμελα απ' τους άγριους βομβαρδισμούς. Άλλοι όγκοι έχουν πέσει σύριζα, άλλοι είναι κομμένοι κατακόρυφα, φέτες, στα πιο απίθανα σχήματα. Λες να μην κάμεις πως τους κοντοζυγώνεις, λες πως όπου να' ναι θα πέσει να βρει τη γη ό,τι έμεινε ξεκρέμαστο ανάμεσα κανάλια και ουρανό.
Ωστόσο τραβάς κατακεί. Και τότε βλέπεις πως ο άνθρωπος γύρισε στην τρύπα του, αλλιώς δε γινόταν. Σ' όλες τις τρύπες που χάσκουνε ψηλά, στα παράθυρα που μείνανε, στα ανοίγματα που έκαμε η μπόμπα, παντού παντιέρες πολύχρωμες ανεμίζουνε - κουρέλια, ρούχα απλωμένα, μαντίλια. Η ζωή.
Φωνή χαρούμενη έρχεται ξάφνου από ψηλά, ζεστή φωνή - σκοπός θαλασσινός. Λέει για το πόρτο του Λιβόρνου, λέει για ένα πουλί άσπρο, λέει για τον αγαπητικό που τον πήρε το πέλαγο και δε θα γυρίσει. Ποτέ.
Λέει ο σκοπός. Μα κόβεται απότομα. Γιατί ακόμα είναι μέρα. Γιατί οι μέρες είναι δύσκολες. Και πρέπει να δουλέψουμε, και πρέπει να υποφέρουμε - γι' αυτό γίνανε οι μέρες. Όμως σαν έρθει η νύχτα του Θεού...Τότε σ' όλες τις τρύπες που χάσκουνε, εκεί που ανεμίζουνται τα κουρέλια, θ' ανάψουνε τα φώτα. Αδύνατα φώτα - λυχνάρια, λάμπες με πετρέλαιο. Οι ναύτες απ' τα μεγάλα φορτηγά θα τριγυρίζουνε, σκιές μες στα χαλάσματα, γυρεύοντας τη γυναίκα. Η γυναίκα θα περιμένει τον ξένο άντρα με την άγνωστη γλώσσα. Τον περιμένει να του κάμει νοήματα, τα ίδια που έκαμε χτες στον άλλο με την άγνωστη γλώσσα, προχτές. Τα ίδια που θα κάμει αύριο. Λίγα ελάχιστα νοήματα για αριθμούς: για την ώρα, για πόσα.
Μόνο σε μια απ' τις ρημαγμένες αυλές του Λιβόρνου δεν έχει φτάσει ο άντρας. Και η γυναίκα, περιμένοντάς τον μες στο σκοτάδι τραγουδεί. Μια συντρόφισσά της παίζει φυσαρμόνικα. Δεν είναι χαρούμενος σκοπός της Μεσογείου. Είναι Αφρική. Πώς έφτασε κ' έμεινε εδώ, στο στόμα της γυναίκας του Λιβόρνου, ο σκοπός της Αφρικής; Κάποιος άντρας θα τον άφησε, ύστερα απ' τα νοήματα, ύστερα απ' τους αριθμούς. Αυτός χάθηκε οριστικά για το Λιβόρνο, για τη γυναίκα. Όμως για δες που ο σκοπός μένει...
Και πίσω απ' τις λαϊκές μισογκρεμισμένες πολυκατοικίες του πόρτου, πίσω απ' το παλιό κάστρο του λιμανιού με το κεραμιδί χρώμα, που τα τείχη του πέφτουν μες στα νερά του καναλιού - το κάστρο με τον πύργο που μοιάζει τον πύργο του Καστελιού του Σαν Άντζελο της Ρώμης - εκεί στέκει το μαύρο άλογο με την ανοιγμένη κοιλιά. Είναι στημένο στη μέση της πλατείας, άγαλμα μεγάλο. Ένας καβαλάρης. Ένας στρατηγός του παλιού καιρού, του καιρού του Ναπολέοντα, μαύρος, θεόχοντρος με τις φαβορίτες του, με τα τρικαντά του, με τα διάσημά του. Το άλογο φούσκωσε να σηκώνει τόση πομπή - άνοιξε η κοιλιά του. Το θραύσμα της μπόμπας το βρήκε  εκεί που έπρεπε. Στην κοιλιά. Του πήρε λίγο και το ένα πόδι, το πισινό. Παρ' όλα ταύτα ο στρατηγός στέκεται εκεί, πάντα ευτυχής και μακάριος, σαν τίποτα να μην έγινε - στέκεται χωρίς φόβο, όπως τον καιρό που λογαριαζόταν η παλικαριά , έτοιμος πάντα να χιμήσει με τα τρικαντά του.

Τέλος το κορίτσι του λιμανιού με το άσπρο πουλί. Είναι ίσαμε δεκαπέντε χρονώ, μελαμψό, γλυκό, κατακουρελιασμένο, μ' ένα πολύχρωμο μάλλινο, μπαλωμένο σε χίλιες μεριές. Με μια πίκρα, τόση πίκρα στα μάτια. Άλλο τόσο μίζερο είναι το κλουβί της. Όμως το πουλί που έχει μέσα είναι άσπρο. Το σόι πουλί είναι; Σαν καστροπούλι. Κάτασπρο, με φτερά φουντωτά. Δεν κελαηδεί. Μονάχα τριγυρίζει στο κλουβί του.
Τριγυρίζει και το κοριτσάκι ανάμεσα στα βαγόνια που φορτώνουν το κάρβουνο, ανάμεσα στους μουντζουρωμένους εργάτες του λιμανιού, ανάμεσα στους ναύτες των καραβιών. Απλώνει το χέρι της με το κλουβί, κάτι λέει σιγανά, παρακαλεί.
Τι λέει;
Άλλοι στέκονται μπροστά της λίγο, οι πιο πολλοί προσπερνούν. Στάθηκα, της έβαλα στο χέρι μικρό νόμισμα. Χαμογέλασε. Απ' τη βάση του κλουβιού τράβηξε ένα μικρό συρτάρι. Μες στο συρτάρι ήταν διπλωμένα ψιλά χαρτιά. Χτύπησε με το δάχτυλό της την πόρτα του κλουβιού δυό φορές, το πουλί άκουσε, κατέβηκε στην πόρτα. Το κορίτσι άνοιξε την πόρτα, το πουλί δεν έφυγε. Το' πιασε με το χέρι της, το έφερε στο συρτάρι με τα χαρτιά. Το πουλί, μαθημένο, έσκυψε - το ράμφος του ήταν κίτρινο. Έσκυψε το πουλί, πήρε με το ράμφος του ένα απ' τ' αραδιασμένα στη σειρά χαρτιά. Το σήκωσε ψηλά. Το κορίτσι το πήρε απ' το πουλί, μου το' δωσε.
Λέει το χαρτί για την ευτυχία μου. Απάνω είναι ζωγραφισμένη μια κοπέλα που έχει μαντιλοδεμένα τα μάτια της. Θα' ναι η Τύχη. Κι από κάτω λέει το τι πρέπει να κάνω για την ευτυχία.
Αυτό κάνει το κορίτσι με το πουλί. Λέει το τι πρέπει να κάνουν για την ευτυχία, στους άντρες του πόρτου, στους ναύτες των φορτηγών που είναι να σαλπάρουν. Το βλέπω να ξεμακραίνει, να πλησιάζει στα ντόκια του λιμανιού, στο μεγάλο " Exporter" που όπου να' ναι φεύγει. Αυτή πάντα ξέρει, καταλαβαίνει πάντα πότε είναι τα φορτηγά να σαλπάρουν, πότε είναι η ώρα τους. Τα φορτηγά νετάρισαν. Δεν έχει πια τώρα τίποτα να περιμένει απ' τα φορτηγά, τίποτα δεν έχει να περιμένει να της δώσουν, φαγί ή άλλο. Οι ναύτες έχουν ανεβεί όλοι στο καράβι, δε γίνεται μήτ' αυτή να τους δώσει τίποτα πια με το πουλί της - οδηγίες για την ευτυχία. Τίποτα δεν έχει να γίνει πια με το καράβι που φεύγει. Ωστόσο το κοριτσάκι στέκει πάντα εκεί με το κλουβί του και κοιτάζει. Και περιμένει.
Τι θέλει και κάθεται τώρα; Τι θέλει και περιμένει; 
Ω, πού να βρεις - και τι λόγο έχει να το βρεις - το γιατί κάθεται και περιμένει ένα κοριτσάκι στο πόρτο του Λιβόρνου!
Ό,τι είναι σίγουρο είναι πως έτσι γίνεται στα ντόκια του Λιβόρνου εκεί που ξεφορτώνουν τα φορτηγά. Έτσι γίνεται όταν τα φορτηγά έχουν νετάρει, όταν οι ναύτες έχουν ανεβεί απάνω, όταν από στιγμή σε στιγμή ο πιλότος είναι να δώσει όρντινο να λύσουν τους κάβους. Ένα κοριτσάκι μ' ένα χιλιομπαλωμένο πολύχρωμο μπλουζί, μ' ένα κλουβί στο χέρι, μ' ένα άσπρο πουλί που λέει για την ευτυχία, κάθεται και κοιτάζει, και περιμένει. Ίσαμε που τα φορτηγά να χαθούν αργά, τυλιγμένα στον μαύρο καπνό, πέρα στο διάστημα - εκεί που αρχίζουν τα αληθινά κύματα, εκεί που τελειώνουν τα κύματα, εκεί που όλα είναι κύματα.
Έτσι, λέει, γίνεται στο πόρτο του Λιβόρνου μ' ένα κοριτσάκι με άσπρο πουλί.

Ηλία Βενέζη, Φθινόπωρο στην Ιταλία, εικονογράφηση Κ. Γραμματικόπουλου, Εκδόσεις "ΑΛΦΑ" Ι.Μ.ΣΚΑΖΙΚΗ, Αθήνα 1950


Δεν υπάρχουν σχόλια :