Στο λεξικό του Ελευθερουδάκη εργάζουνταν γύρω στο 1920 - 1930 μια ομάδα νέων, ωραίων το σώμα και το νου. Όλοι γύρω στα είκοσί τους, που αναδείχτηκαν και εξελίχτηκαν σε κορυφές. Λέγανε τότε πως ο Ελευθερουδάκης έχει σπάνια ικανότητα να εκλέγει το προσωπικό του. Και είχε εκλέξει επικεφαλής του επιστημονικού - λογοτεχνικού τμήματος τον Δημήτρη Γληνό, με συνεργάτες του το Βασίλη Δασκαλάκη, τον Γιώργο Λυδάκη, τον Παντελή Πρεβελάκη, στους οποίους προστέθηκε ο Γιώργος Κοτζιούλας.
Ένα μεσημέρι, ο Δασκαλάκης ανάγγειλε στο λογοτεχνικό κόσμο της Δεξαμενής - Όλοι μαζεύονταν μεσημέρι βράδυ στο φτωχομαγέρικο του μπάρμπα Κώστα όπου ο μέγας αυτός ευεργέτης των Γραμμάτων τους έτρεφε επί πιστώσει. Όταν αριά και πού πήγαινε στο Λιόπεσι για να φέρει κρασί ή τους μούστους, οι συγγραφικές δόξες μας μένανε νηστικοί - ανάγγειλε λοιπόν πως το πρωί στο λεξικό ήρθε φοβερή αιμόπτυση στον Κοτζιούλα και τον πήραν έξω. Δεν ξέραμε πια τίποτε άλλο για το νέο παρά την αιμόπτυση. Άρχισε να παραδέρνει με τις στερήσεις, την αρρώστια και τον άπληστο πόθο του για σπουδές. Παιδί της ηπειρώτικης γης, έφερνε μέσα του κι αυτό το συστατικό. Τη δίψα για μόρφωση που κληροδοτεί το χώμα της Ηπείρου στα παιδιά της.
Ο Αυγέρης, Ηπειρώτης κι αυτός και γιατρός, ρωτούσε κάπου κάπου τι γίνεται ο Κοτζιούλας κι έφερνε πληροφορίες. " Είναι στη Σωτηρία", " Είναι στην Πεντέλη", " Είναι στην Πάρνηθα". Άλλο τίποτε. Εξάλλου, όλοι παραδέρνανε στα βρόχια της ένδειας.
Οι φυματικοί της Δεξαμενής πέθαιναν. Πέθανε ο ποιητής Ραφτόπουλος, το κοριτσόπουλο της παρέας η Άννα. " Ωραία η δύση από το παράθυρό σου" της είχε πει ένα βραδάκι ο γιατρός. " Να' ρχεστε, γιατρέ, να βλέπετε δύο δύσεις..."
Απόμεινε ο Κοτζιούλας και μάλιστα και συνέγραφε. Μέσα σε κείνη την κακοζωία ανάβλυσε σαν από βουνίσια βρυσομάνα, που το νερό της κατεβαίνει πλούσιο, αγνά παγωμένο και καθάριο η συγγραφική φλέβα του Κοτζιούλα. Και δε σταμάτησε, παρά με τη στερνή πνοή του.
Και καθώς ο Κοτζιούλας γεννήθηκε , ανδρώθηκε και ωρίμασε κάτω από ανοιχτούς ουρανούς, κοιμότανε σε καλύβες απόπου διακρίνονταν τ' αστέρια και έμεινε έξω από τις επιδράσεις των ποικίλων και περίεργων ρευμάτων, που εξακολουθούν να παρασύρουν και να αποπροσανατολίζουν τους όσους γράφουν, απόμεινε και στη γραφή του αγνός και απέριττος. Δεν αγάπησε, αποφεύγει με φανερή αντιπάθεια το κάθε σχήμα λόγου, την κάθε λέξη που θα μπορούσε να κάμει τη γραφή του φτιασιδωμένη και τάχα εντυπωσιακή. Και ο Γ.Κ. δεν είναι απλός και κατανοητός από άγνοια των εξελίξεων. Είναι απλός και κατανοητός από σοφία και ενσυνείδητη προτίμηση. Τα δύσκολα οικονομικά του τον είχαν υποχρεώσει σε επί ζωής θητεία στο έργο του διορθωτή και του μεταφραστή. Επικοινωνούσε λοιπόν με εκλεκτά κείμενα` είχε πάρει και το δίπλωμα φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είχε γνωρίσει, είχε ζυγιάσει και είχε αποφασίσει. Και οι πηγές έμπνευσής του κι αυτές δεν είναι ανασυρμένες από τα πολυδαίδαλα σκοτάδια του υποσυνείδητου, μα από τις καθημερινές έγνοιες και τις ανάγκες, που απ' όλες τις πλευρές καταπιέζουν και ταλανίζουν το δύσμοιρο ανθρώπινο ον. Τέτοια η ποίησή του, τέτοια η πεζογραφία του, τέτοιο και το θέατρό του που θα μας απασχολήσει κατά κύριο λόγο.
Παιδί του θυμαριού, του μελισσόχορτου και της ξέσκεπης στέγασης, σχεδόν κατά τρόπο φυσικό, βρέθηκε με τη χιτλερική θεομηνία τοποθετημένος μέσα στο αντάρτικο. Παιδί του βουνού μα και ψυχή με σπάνια αξιοπρέπεια και ανυπόταχτη, έζησε επιτέλους μέσα σ' έναν κόσμο δικό του και κατάδικό του. Σ' αυτό τον αποφασισμένο λαό ο Κοτζιούλας ενσωματώθηκε σε μια ενιαία σάρκα. Τον ζούσε και τον αναπαράσταινε στο πλούσιο έργο του. Ο Γ.Κ είναι ένας από τους πολυγράφους Έλληνες συγγραφείς, τόσο με το έργο του το γνωστό και δημοσιευμένο όσο και με το τεράστιο ανέκδοτο, που ευτυχώς έχει ολόκληρο διασωθεί.
Με λεπτομερεικό σχεδιάγραμμα της ζωής και του έργου του Γ.Κ. δε θα ασχοληθούμε. Θα μάς το προσφέρει ικανοποιώντας την παράκλησή μας ένα πρόσωπο απέιρως καταλληλότερο, ο γιος του συγγραφέα, Κώστας Κοτζιούλας, φιλόλογος διακεκριμένος και συγγραφέας, όπως ο πατέρας του.
Θεατρική Παράσταση ΕΠΟΝ Θεσσαλίας - Γιώργος Κοτζιούλας
Όποιος θελήσει να κάμει κριτική θεώρηση στο θεατρικό εργο του Κοτζιούλα θα πρέπει, προτού αρχίσει την εργασία του, να έχει καλά μελετήσει και αμερόληπτα να έχει εμβαθύνει στα προλεγόμενα του ίδιου του συγγραφέα. Τα προλεγόμενα μάς κατατοπίζουν όχι μόνο στο ίδιο περιεχόμενο των έργων, πώς δηλαδή τα εμπνεύστηκε και πώς τα έγραψε, κάτω από ποιες περίεργες συνθήκες και πώς κυριολεχτικά, λαχανιαστά τα διατύπωνε. Αλλά φαίνεται πως το ταλέντο διαλαλεί την παρουσία του κάτω από οιεσδήποτε συνθήκες. Ο καημένος ο Ντοστογιέφσκι τις περισσότερες φορές έγραφε τις συνέχειες των μυθιστορημάτων του μέσα στο τυπογραφείο, δίπλα στο πιεστήριο που δούλευε, γιατί η οικονομική δυσπραγία τον υποχρέωνε να προπληρώνεται για κείμενα που δεν είχε γράψει.
Αντιγράφω λίγες φράσεις από τους προλόγους των θεατρικών του Γ.Κ. γιατί αυτές, καθώς είναι γραμμένες ημερολογιακά μέσα στη ζωή του αντάρτικου, δίνουν ζωντανά, κάλλιο από το πιο έντεχνο κείμενο, πιστά συγκλονιστικές εικόνες ζωής.
" ...Κάθισα λοιπόν, μ' εκείνον το διαβολόκαιρο στην άκρη απ΄ τη γωνιά και συμπώντας τα ξύλα που έβγαζαν καπνό σκάρωσα στα γρήγορα ένα θεατρικό διάλογο με τρία τέσσερα πρόσωπα χωρίς δράση σχεδόν. Του έβαλα και τίτλο: Το καινούργιο Εικοσιένα..."
"...αλλά για να μη νομίσει κανείς πως είχαμε καλοφαγία, εξηγώ πως το γεύμα μου ήταν κανένα κουπάκι ξινόγαλο, κανένα κομμάτι ζυμαρόπιτα. Απ' αυτά είχαν, απ' αυτά μάς δίναν..."
"....κοιμηθήκαμε σ' ένα ακατοίκητο σπίτι, στα σανίδια, με το ψωμί που είχαμε μαζί μας..."
"...Τα έργα που παίχτηκαν ανταποκρίνονταν στη νοοτροπία του κοινού και ήταν γραμμένα έτσι που να εξυπηρετούν τον αγώνα. Αυτό βγαίνει απ' τη γενική ομολογία των θεατών, απ' τ' αυθόρμητα γέλια, κάποτε κι από τα δάκρυά τους...Έτσι το πέρασμά τους άφηνε πίσω σημάδια εξέλιξης. Τα κακοπάτητα εκείνα μέρη οργώνονταν όλο και πιο βαθιά, με το αλέτρι της προόδου..."
"...Σε μια εποχή όπου η πολύμορφη αντίδραση προσπαθεί με όλα τα μέσα να κηλιδώνει τον τίμιο αγώνα μας, έχουμε υποχρέωση απέναντι της ιστορίας ν' αποστομώσουμε τους συκοφάντες με τα γεγονότα.."
Κάθε τόσο μέσα στο ημερολόγιο παρελαύνουν μορφές ανθρώπων με τα ονόματά τους, γνωστοί και άγνωστοι, στρατιωτικοί με ψευδώνυμα, καλλιτέχνες, λογοτέχνες συμπορευόμενοι στον αγκαθερό δρόμο του αγώνα...Οι περισσότεροι χαμένοι όξω από τα κρεβάτια τους...Δημ. Καραντώνης, Γιάννης Ζεύγος, Άρης Βελουχιώτης, Θέος, Νίκος Καρβούνης, Κ. Καραγιώργης, Δήμου, Γιολδάσης...Βασίλης Ρώτας, Κίσσαβος, Μπουκουβάλας, Αυγερόπουλος, Ροβεσπιέρος...Σήμερα χαμένοι ή αγνοημένοι κι αναντάμειφτοι από το επίσημο κράτος...
Η πατριωτική έξαρση και η ανεβασμένη πίστη για λευτεριά στο αντάρτικο, υποχρέωνε τον Κοτζιούλα να γίνει διδάχος του αγρότη. Και το καθήκον αυτό δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί πάνω στα χνάρια του Τσέχωφ ή τις ανέσεις του Γκαίτε. Εδώ ο Γ.Κ. δίδασκε το αλφαβητάριο της θεατρικής τέχνης στον άμαθο Έλληνα χωρικό. Οι δυσκολίες του δεν αγκάλιαζαν μόνο την έμπνευση και τη γραφή του ίδιου του έργου, μα και τα συνακόλουθα μιας παράστασης μέσα στις αϊτοφωλιές των έρημων βουνών, δίπλα στην ένδεια των πάντων, από τα στοιχειώδη σκηνικά μέχρι το ψωμί που θα μπορούσε να στυλώσει τους ξενηστικωμένους μαχητές - ηθοποιούς. Ευτυχώς μέσα τους ορθωνόταν ένα ακαταμάχητο πατριωτικό φρόνημα, μια πίστη στο δίκιο του αγώνα, που μόνη αυτή αντιπάλευε και κατατρόπωνε τα δεινά[...]
Τα θεατρικά έργα του Γ.Κ. έχουν, όπως είναι φυσικό, κοινά τα βασικά χαρακτηριστικά. Κοινές τις αρετές, κοινές και τις αδυναμίες.
Μεγάλη αξία συγκεντρώνουν στη γλωσσική τους διατύπωση. Ο Γ.Κ. αναδείχνεται μεγάλος δάσκαλος της λαϊκής γλώσσας. Οι γλωσσολόγοι μας θα άξιζε να μελετήσουν ειδικά αυτό τον απίθανο γλωσσικό πλούτο των έργων του και τον αβίαστο, φυσικό τρόπο που προσφέρεται αυτός ο πλούτος. Ο Ρώτας, μεγάλος δάσκαλος κι αυτός της γλώσσας, έτσι μιλάει για τη γλώσσα του Γ.Κ. " Η γλώσσα του Κοτζιούλα και στα ποιήματά του και στα πεζά είναι γνήσια λαϊκιά νεοελληνική γλώσσα, φαινόμενο ασυνήθιστο στα άφθονα κείμενα των νεοελλήνων λογοτεχνών, που συνήθως είναι και φτωχά και επιτηδευμένα, η γλώσσα τους είναι διαμορφωμένη από την καθαρεύουσα..." Και ο Ρώτας προσθέτει "...είχε συνείδηση λαϊκιά, δηλαδή ο κόσμος του και η πέιρα του ήταν οι άνθρωποι του βουνού, της στάνης, της αγροτιάς...αλλά ερωτοτροπούσε και με τους ανθρώπους των γραμμάτων, που αποζητούσε την παρέα τους..."
Άλλη αρετή του Γ.Κ. αλληλένδετη με την προηγούμενη, γιατί κι αυτή αφορά τη μορφή, είναι το χιούμορ. Οι διάλογοι βρίθουν σε απανωτά έξυπνα πειράγματα και λογοπαίγνια, κάνοντας τη στιχομυθία παιχνιδιάρικη και αλαφριά. Με τον τρόπο αυτό, τον τόσο οικείο στους αγρότες μας, το ακροατήριο σχημάτιζε άμεση και ακριβή εικόνα των χαρακτήρων, από τον ευχάριστο δρόμο της σάτιρας.
Τρίτο κοινό στοιχείο των θεατρικών του Γ.Κ. είναι ο διδακτικός στόχος. Ζει τη ζωή του αντάρτικου. Κάθε μέρα σκοντάφτει σε αντιλήψεις επιζήμιες, απηρχαιωμένες, και κάθε φορά συγκεκριμενοποιεί από έναν εχθρό που πρέπει να γίνει ο στόχος του επόμενου έργου...Το γεγονός αυτό, που το υπαγορεύει μια υψηλή επιταγή καθήκοντος, συχνά αποβαίνει προς ζημία του έργου. Θα βρεθεί κάποιος να αντείπει πως δεν υπάρχει συγγραφέας, μεγάλος ή μικρός, που να γράφει χωρίς να διέπεται από κάποιο στόχο. Η διαφορά, που αποβαίνει εις βάρος του έργου, έγκειται στον τρόπο λειτουργίας του στόχου. Όταν ο στόχος δεν τίθεται αυθόρμητα, υπαγορευμένος από εσωτερική ισχυρή πίεση, αλλά σαν δίδαγμα που το επιβάλλουν εξωτερικοί παράγοντες, τότε τις περισσότερες φορές το έργο παίρνει τελικά διδακτική μορφή μην καταφέρνοντας να καλύψει τις προθέσεις του.
Ένα πολύτιμο στοιχείο του βιβλίου του Γ.Κ., άσχετο από τα οιαδήποτε συγγραφικά αποτελέσματα, είναι αυτό καθαυτό το περιεχόμενο. Ο Γ.Κ.ανασταίνει από τα σκοτάδια, όπου ανθελληνικές ενέργειες έχουν θάψει, τις πιο ηρωικές στιγμές του αγώνα, ανθρώπους, γεγονότα, συνθήκες διαβίωσης, συγκρούσεις με τον εχθρό, λαϊκές νικηφόρες εξορμήσεις...Που δοσμένες από τον Γ.Κ. που η ακεραιότητα του χαρακτήρα του και ο σεβασμός στην αλήθεια αποτελούσαν βασικά γνωρίσματα του ατόμου του, αποκτούν και την αξία ντοκουμέντων για τον αντιχιτλερικό αντιστασιακό αγώνα του 1941 - 1944.
Στο θέατρο του Γ.Κ. με τη φανερή και σκόπιμη θεματογραφία του, ζουν και αγωνιούν ψυχικές καταστάσεις. Ο Γ.Κ. υποδείχνει, στηλιτεύει, σατιρίζει, προβάλλει για παραδειγματισμό, ή και για να προκαλέσει τον αποτροπιασμό, εκθέτει ο χειρουργός το ελληνικό σώμα και τις πληγές του αγώνα...μα τελειώνοντας το βιβλίο δεν αναφωνείς: Τί μεγάλος! Τί καταπληκτικός θεατρικός συγγραφέας! Αναφωνείς: Να! ένας σωστός Έλληνας, που ζει και δρα για το έθνος. Οποίος ιδανικός στρατιώτης, στρατευμένος στην ελληνική υπόθεση!
Αθήνα, 21 Σεπτεμβρίου1976
Έλλη Αλεξίου, Έλληνες λογοτέχνες, Δοκίμια Ι, Καστανιώτης 1982
3 σχόλια :
You have a very nice and interesting blog. Looking forward to your future postings. Greetings, Heidi
Εξαιρετικό αφιέρωμα
Καλημέρα Σοφία
Ευχαριστώ Θανάση
Καλημέρα
Δημοσίευση σχολίου