Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Βάρδια

 Ο Νίκος Καββαδίας στο κατάστρωμα του «Ιωνία», όπως τον ζωγράφισε ο Γιάννης Τσαρούχης το 1950.

Anonimo XIVsec: Trionfo della Morte

Στην Εύα Δελή

Πάρε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο. Ο μεγάλος χάρτης σχισμένος. Η γεωγραφία χαμένη ανάμεσα σε άχρηστα βιβλία. Ο εξάντας δίχως φακούς. Τους βγάλαμε για ν' ανάψουμε τσιγάρα. Σπασμένο το παλλινώριο. Η ρίγλα ζαβωμένη. Το βελόνι της πυξίδας τρελλάθηκε και τρεκλίζει. Την μπαρκέτα την έκοψε κυνηγός μπορεί και σκυλόψαρο. Μετζαρόλι; μα ο άμμος δε βολεί να περάσει. Ας μετρήσουμε τον ήλιο με τα δάχτυλα. Ποιον απ' όλους;
- Λίγη γαλέτα...
- Πάρε...Γιατί φτύνεις;
- Νερό.
- Σώθηκε.
- Είπες πως για μένα θ' ανοίξεις τη φλέβα σου.
- Δες. Την άνοιξα. Δεν τρέχει στάλα.
- Στεριά. Νάτη. Τρεις φοινικές.
- Όχι. Πέντε... Εφτά...Χίλιες...Χιλιάδες. Μήτε μισό μίλι. Κοντά.
- Δος μου τα κουπιά.
- Είναι σάπια. Ολότελα.
- Τότε ας φτάσουμε κολυμπώντας.
- Κοίταξε το στόμα του σκύλου, πώς περιμένει.
- Ρίξε τη γαλέττα.
- Την ξερνά και την πετά πάλι απάνω μας. Δε βλέπεις; Στάσου να πέσω. Θα χορτάσει. Θα προλάβεις να βγεις στη στεριά. Φυσάει. Είναι κόντρα. Αλαργεύουμε.
Βρέχει. Πιες. Κοιμήσου, θα σε φυλάω.
- Κοιμάμαι. Είναι καιρός που κοιμάμαι.
- Τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου. Άσε με να τα καθαρίσω από το αλάτι.
- Όχι.
- Γιατί γλιστράς από τα χέρια μου; Πού είσαι; Έχω καινούργια tatoo να σου δείξω. Μην ξυπνάς...Έτσι όπως είσαι, θα σε βάλω φιγούρα σε πλώρη...Κοριτσάκι. Πιάσε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο.
- Δεν έχω χέρι. Δεν υπάρχει κόσμος 

Λείπουνε δυό! Τους θυμάσαι; Πνίγηκε ο ένας μόλις παράλαβε καπετάνιος. Στο Σίγρι. Ξέρασε η θάλασσα το παπούτσι του. Σαράντα πέντε νούμερο. Ποιο ψάρι να ταξιδεύει το δαχτυλίδι του! Την άλλη μέρα η θάλασσα δεν ήξερε τίποτα. Έλαμπε σα λίμνη στο χειμωνιάτικον ήλιο. Από βραδίς έσπαε τα σίδερα. Το πρωί είχε χορτάσει. Τη στολίζανε μόνο κάτι λαδιές, δυο - τρία βαρέλια και ριπισμένη ξυλεία. Ένα χάλκινο μπρίκι ταξίδευε πάνω σ' ένα φελό. Δεκαοχτώ, μια καλάδα. Κανείς στον αφρό. Μιαν άσπρη κουλούρα στολισμένη με σκοινάκια τρακάρει σ' ένα κιβώτιο. Κειν' η κουλούρα που την ακουμπάνε οι επιβάτες των ποσταλιών στα πόδια και φωτογραφίζονται. Λίγοι ξέρουνε πως δεν είναι μονάχα για φιγούρα. Προσεχτικά ζωγραφισμένη με μαύρα γράμματα. " ΕΛΠΙΣ ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ" . Έψαξε την περιοχή το καράβι της γραμμής, ώσπου νύχτωσε. Μάζεψε τα συντρίμμια. Θα τα πάει στο Λιμεναρχείο. Θα το σβήσουν από το νηολόγιο και θα γράψουνε δίπλα με κόκκινο μελάνι. " Απωλέσθη αύτανδρον έξωθι Β.Δ. Ακτών Μυτιλήνης, 20 Ιανουαρίου 1939". Τίποτ' άλλο.

Ο άλλος;...Εικοσιεννιά χρονώ καπετάνεψε σ' ένα φορτηγό. Ανοιχτομάτης, γρήγορος, άξιος στη μανούβρα. Τη θεωρία στα δάχτυλα. Βρέθηκε μεσάνυχτα με δεξιά κλίοση σαρανταπέντε μοίρες, σ' ένα μπάγκο του Νότου. Η πορεία σωστή. Τα νερά κρεμαστά. Μπήκε στο charter room σαν είδε πως δεν ξεκολλάει. Τάβαλε κάτου, τα μέτρησε, τάφερε από δω κι΄από κει. Το λάθος κανενός. Φάλτσο στο χάρτη; Μπήκε στην καμπίνα του και σκοτώθηκε. Κείνη την ώρα τού χτύπησε ο γραμματικός , να του πει πως το καράβι σηκώθηκε μοναχό του, πως δεν κάνει νερά πουθενά και ν' ανεβεί για να δώσει πορεία.
Ένας Κανάκα που πλεύρισε με τη βάρκα του, - δεν ερχόταν ο μούλος μιαν ώρα νωρίτερα - ξήγησε στο γραμματικό το μυστικό. Κάθε έξι χρόνια, τα μεσάνυχτα, φεύγουνε σα σωρός τα νερά προς τα έξω. Γυρίζουνε σε τρεις ώρες. Πριν την αυγή. Γελούσε που τάλεγε κι' έδειχνε τα λευκά δόντια του. Every six years.
Κανένα βιβλίο δεν τόχε γραμμένο. Κατόπι το σημειώσανε. Όπως πάντα.
Ξανοιχτήκανε. Τον φουντάρανε στ' ανοιχτά. να τι γίνηκε ο άλλος. Κι' άλλοι...Χιλιάδες άλλοι. Ένας βυθός γιομάτος κόκκαλα και στολίδια. Ψάρια που δεν έχουνε μάτια, μήτε χρώμα. Είναι ακόμα κι' ένα σιδερένιο κουτί με γράμματα, που απάνω του βρίσκεται κάτι λιωμένο σε σχήμα χεριού. Αυτή που τάγραψε κοιμάται τώρα σε ξένο κρεβάτι. Λαχανιάζει κάτου από ξένην ανάσα. Τίποτε δεν ταράζει τον ύπνο της. Ούτε η θάλασσα που χτυπάει το νησιώτικο σπίτι της στο κατώφλι, όπως έρχεται από μακριά. Αν είναι μάνα, καρφώνει τα παραθύρια της, τα βάφει μαύρα απ'έξω, και δε μαγειρεύει ποτέ ψάρι. Αν είναι αδερφή...κάποτε σταματά να κλαίει κανείς...Μονάχα η μάνα δε βαριέται να κλαίει, ωσότου τα κλείσει.
Οι μεγάλοι δεν κλαίνε. Όμως είν' ένας κόμπος που ανεβαίνει, ένα βρόχος. Είν' εκείνο που κάνει τους στεριανούς να γράφουν βιβλία και τους ναύτες να σκαλίζουν και ν' αρματώνουν μέσα σε μποτίλιες, καΐκια ή να ζωγραφίζουν το κορμί τους. Όταν τα βιβλία είναι ωραία, τα καΐκια μαστορεμένα, οι στάμπες πολύχρωμες, τότε...
Η θάλασσα στις ακτές! Όλοι οι απόπατοι του κόσμου κατεβαίνουν στη θάλασσα. Οι νεροχύτες, όλο το αγκομαχητό της νύχτας. Το ίδιο με τον απόπατο.
Ο γιαλός είναι γιομάτος σαρδελοκούτια, αποχτενίδια, καρεκλοπόδαρα, τρύπια γοβάκια. Γιομάτος κορίτσια που κολυμπάνε και χαίρονται το νερό. Χάρισμά σας...(απόσπασμα)


Νίκου Καββαδία, Βάρδια, Κέδρος 1980, 7η έκδοση( προμετωπίδα και τέσσερα σχέδια του Γιάννη Τσαρούχη)

Δεν υπάρχουν σχόλια :