Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Νέκυια: Ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη (κατά Μιχάλη Γκανά)

Jan Styka, Επίκληση των νεκρών
Και τότε κατηφορίσαμε στο καράβι,
κυλήσαμε την καρένα στη θάλασσα τη θεοτική,
σηκώσαμε τ' άλμπουρο και το πανί στο μελανό τούτο καράβι
και το φορτώσαμε μ' αρνιά, φορτώσαμε μαζί και τα κορμιά μας
βαριά από δάκρυα, κι οι αγέρηδες ολόπρυμα
μας πήραν πέρα μακριά με το πρησμένο καραβόπανο,
της Κίρκης τούτη η τέχνη, της καλοχτένιστης θεάς.
Τότες καθίσαμε σην κουπαστή, κι ο αγέρας μάγκωνε το τιμόνι.
Έτσι ολάρμενοι, περνούσαμε το πέλαγο ως να τελειώσει η μέρα.
Αποκοιμήθη ο ήλιος, ίσκιοι σ' ολάκερο τον ωκεανό,
και τότες μπήκαμε στα πιο βαθιά νερά,
στις Κιμμέριες χώρες...
Έτσι λοιπόν...

...βρεθήκαμε σ' αυτόν τον ανήλιαγο τόπο με τους γκρίζους ανθρώπους. Πυκνό, χειροπιαστό σκοτάδι τούς τυλίγει, που δεν μπορεί ο ήλος να τρυπήσει ούτε στο μεσουράνημά του. Εκεί αράξαμε. Πήραμε τα σφάγια και φτάσαμε στο μέρος που μας είχε πει η Κίρκη.
Τράβηξα το σπαθί μου κι άνοιξα λάκκο ίσα με μια οργιά κι ύστερα άρχισα τις χοές στους πεθαμένους. Έχυσα μέλι πρώτα, κι ύστερα γάλα, γλυκό κρασί και δροσερό νερό, και τα πασπάλισα με άσπρο κατάλευκο αλεύρι. Κι έταξα στους νεκρούς να θυσιάσω, μόλις γυρίσω στην Ιθάκη, μια στείρα δαμάλα, την καλύτερη. Και για τον Τειρεσία ειδικά, ένα κατάμαυρο κριάρι, το πρώτο γκεσέμι του κοπαδιού.
Έσφαξα έπειτα τ' αρνιά στον λάκκο, και το αίμα τους πότισε βαθιά το χώμα ώσπου λίμνασε. Τότε άρχισαν να' ρχονται οι ψυχές των πεθαμένων: νιόνυφες σκονισμένες απ' τα χώματα και παλικάρια με μαλλιά σαν σπάρτα` βασανισμένοι γέροι και τρυφερές παρθένες με λυπημένο βλέμμα` κι άλλοι λαβωμένοι από χάλκινα κοντάρια, με τ' άρματα και τις πανοπλίες τους μέσα στο αίμα, το δικό τους και το ξένο.
Έτρεχαν στον λάκκο όλοι μαζί, σαν τα μυρμήγκια στη μυρμηγκοφωλιά, με φωνές και αλαλαγμούς όμως τέτοιους, που άσπρισα από τον φόβο μου.
Κανέναν ωστόσο δεν άφησα να πλησιάσει να πιεί μαύρο αίμα γιατί περίμενα τον Τειρεσία.
Μα ήρθε πρώτη η ψυχή του Ελπήνορα, του σύντροφου που παρατήσαμε νεκρό φεύγοντας βιαστικά από το παλάτι της Κίρκης.
Με πήρανε τα δάκρυα γιατί δεν το περίμενα να φτάσει πριν από μας στον Άδη, πεζός αυτός κι εμείς με καλοτάξιδο καράβι. Έκλαιγε ασταμάτητα και μου' πε πως έπεσε από τη σκάλα, πιωμένος και ζαλισμένος όπως ήταν, κι έσπασε τον αυχένα του, κατρακυλώντας γρήγορα ως εδώ κάτω.
ΕΛΠΗΝΩΡ: Βασιλιά μου, θυμήσου με όταν γυρίσεις στο νησί της Κίρκης. Μη μ' αφήσεις άκλαυτο κι άθαφτο να με φάνε τα όρνια και τ' αγρίμια, γιατί μπορεί να γίνω αιτία να σου θυμώσουν οι θεοί και να σε τιμωρήσουν. Κάψε το λείψανο και τ' άρματά μου, και φτιάξε τάφο δίπλα στο ακοίμητο κύμα να με θυμούνται οι μελλούμενοι. Κι ύστερα μπήξε στον τάφο το κουπί, αυτό που έλαμνα με τους συντρόφους μου.
Του υποσχέθηκα πως θα κάνω όλα όσα μου ζήτησε, κρατώντας πάντα το σπαθί στο χέρι και διώχνοντας τις λιμασμένες ψυχές των νεκρών.
Jan Styka, Η ψυχή του Τειρεσία προβλέπει το μέλλον του Οδυσσέα
ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΗΡΘΕ Η ΑΝΤΙΚΛΕΙΑ. Και δεν την άφησα! Δεν άφησα τη μάνα μου να πιεί αίμα μια στάλα. Κι εκείνη παραμέρισε για να περάσει ο Τειρεσίας που είχε φτάσει φουριόζος στον λάκκο. Κρατούσε το ολόχρυσο σκήπτρο του και μ' αναγνώρισε αμέσως.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Οδυσσέα, δυστυχισμένε γιε του Λαέρτη, γιατί ήρθες εδώ; Γιατί πολυμήχανε, άφησες το λαμπρό φως του ήλιου για να βρεθείς στον μαύρο κι άραχλο κόσμο των νεκρών; Μάζεψε το σπαθί σου να σκύψω και να πιω αίμα ζεστό για να σου πω τα μελλούμενα που περιμένεις.
Έσκυψε με λαχτάρα, ήπιε μαύρο αίμα και ύστερα σηκώθηκε και μου είπε.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Είναι γλυκιά η πατρίδα, Οδυσσέα, αλλά ο νόστος είναι μέλι πικρό που τρώει τα σωθικά σου. Ο γυρισμός σου έχει απoφασιστεί από τους θεούς, αλλά ο Ποσειδώνας σου' χει μεγάλο άχτι και θα σε δυσκολέψει όσο μπορεί. Έχει μεγάλο πόνο, σαν να του έχουν μπήξει έναν πάσσαλο στην καρδιά, σαν αυτόν με τον οποίο τύφλωσες τον γιο του τον Πολύφημο. Πολύφημος αλλά μονόφθαλμος, κι εσύ πήγες και του' βγαλες το μάτι!
Το δεύτερο μεγάλο εμπόδιο θα το βρεις μπροστά σου, όταν φτάσετε στο νησί της Θρηνακίας. Εκεί, μέσα σε καταπράσινα λιβάδια, βόσκουν τα ιερά γελάδια και τα πρόβατα του θεού Ήλιου.
Αν θέλεις να γυρίσεις στην Ιθάκη μην τ' αγγίξεις. Πες το και στους συντρόφους σου. Γιατί άμα σφάξετε και φάτε έστω και ένα ζώο, χαθήκατε! Κυριολεκτικά. Αυτοί θα χάσουν τις ζωές τους κι εσύ καράβι και συντρόφους. Θα μείνεις μόνος και θα βασανιστείς πολύ μέχρι να φτάσεις στην Ιθάκη.
Φτάνοντας εκεί, θα βρεις μέσα στο ίδιο σου το παλάτι κάτι ευγενείς αλλά χαρμοφάηδες "γαμπρούς", τους περίφημους μνηστήρες. Πιέζουν τη γυναίκα σου, την Πηνελόπη, να διαλέξει έναν από αυτούς και να τον παντρευτεί. Και όσο ν' αποφασίσει εκείνη, τρώνε και πίνουν ροκανίζοντας την περιουσία σου.
Θα πρέπει όλους αυτούς να τους ξεκάνεις για να πάρεις πάλι στα χέρια σου τον θρόνο, το σπιτικό και τη γυναίκα σου, φυσικά.
Αν όλα πάνε καλά, που θα πάνε, άκουσε τι θα κάνεις. Θα πάρεις ένα γερό και καλοφτιαγμένο κουπί στον ώμο σου και θα πας σε μέρη ορεινά κι απόμακρα. Εκεί θα βρεις ανθρώπους που δεν έχουν δει θάλασσα στη ζωή τους, ούτε καράβια ούτε κουπιά και τρώνε ανάλατο φαΐ.
Εσύ περπάτα ανάμεσά τους με το κουπί στην πλάτη. Κι όταν ακούσεις κάποιον να σου πει: " Ωραίο λιχνιστήρι κουβαλάς, πού το βρήκες;" σταμάτα και μπήξε το κουπί στο χώμα. Κάνε θυσίες στον Ποσειδώνα για να τον εξευμενίσεις και, μόλις γυρίσεις στο παλάτι σου, φρόντισε να προσφέρεις εκατόμβες σε όλους τους θεούς, κανείς μη μείνει παραπονεμένος.
Έτσι θα ζήσεις πολλά και καλά χρόνια, τιμημένος και σοφός Βασιλιάς ανάμεσα στον ευτυχισμένο λαό και την οικογένειά σου.
Δεν είναι της μοίρας σου να πνιγείς στη θάλασσα, Οδυσσέα. Θα κοιμηθείς γλυκά, ήσυχος και γαλήνιος στην κλήνη σου, πλήρης ημερών.
Είπα και ελάλησα την πάσα αλήθεια.
Όσην ώρα μιλούσε ο Τειρεσίας, η μάνα μου στεκόταν μπροστά στον λάκκο. Δεν σήκωσε ούτε μια φορά τα μάτια της επάνω μου, σαν να μη με γνώριζε.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Ασ' τη να πιεί και θα δεις. έτσι γίνεται με τους νεκρούς. Αν τους αφήσεις να πιουν αχνιστό αίμα, σε αναγνωρίζουν και σου μιλάνε. Αν τους εμποδίσεις, γυρίζουν και φεύγουν.
Έτσι γύρισε κι αυτός και χάθηκε στα ερεβώδη δώματα του Άδη, βαδίζοντας αργά και τελετουργικά.
Εγώ καθόμουνα μπροστά στο λάκκο κοιτάζοντας επίμονα και πυρετικά τη μάνα μου. Ώσπου ήρθε πιο κοντά, οσμίστηκε το αίμα κι ύστερα έσκυψε και ήπιε. Σηκώθηκε, με κοίταξε και μ' αναγνώρισε αμέσως. Βούρκωσα ακούγοντας την αγαπημένη και τόσο γνώριμη φωνή της.

ΑΝΤΙΚΛΕΙΑ: Πώς ήρθες παιδάκι μου, στον Κάτω Κόσμο αφού είσαι ακόμα ζωντανός; Όσο είμαι εδώ δεν είδα άλλον κανένα να' ρχεται από εκεί έξω. Και πώς να' ρθει κανείς από τον Πάνω Κόσμο. Μας χωρίζουν συναγωγές πολλών υδάτων, ποτάμια γεμάτα ρεύματα και ρουφήχτρες. Και πάνω απ' όλα μας χωρίζει ο μέγας Ωκεανός, που κανένας δεν μπορεί να περάσει αν δεν έχει κότσια και γρήγορο, καλοχτισμένο καράβι.
Μήπως έρχεσαι κατευθείαν από την Τροία; Δεν έφθασες ακόμη στην Ιθάκη, δεν είδες τη γυναίκα σου και το παιδί σου, άμοιρε;
- Όχι, δεν έφτασα, μάνα. Βασανίζομαι χρόνια και τυραννιέμαι, σε μανιασμένες θάλασσες και αφιλόξενες στεριές. Δεν πάτησα ακόμα μια πιθαμή αχαϊκής γης. Ήρθα εδώ να βρω τον Τειρεσία, να μου πει τη μοίρα μου.
Άσε με εμένα όμως. Πες μου πώς έφτασες εσύ εδώ. Από κακιά αρρώστια ή από κανένα ατύχημα;
Πες μου ακόμη για τον πατέρα και τον γιο μου. Για τη γυναίκα μου, την Πηνελόπη. Είναι καλά, με σκέφτονται καθόλου ή με ξέχασαν;
ΑΝΤΙΚΛΕΙΑ: Όλοι σε σκέφτονται και σε θυμούνται, γιόκα μου. Η Πηνελόπη κρατάει το σπίτι με τη βοήθεια του Τηλέμαχου και κλαίει για σένα πότε κρυφά και πότε φανερά.
Ο πατέρας σου έφυγε από το παλάτι. Του φαινόταν άδειο χωρίς εσένα και πήγε στο αχούρι, δίπλα στο αμπέλι που φυτέψατε μαζί. Εκεί μένει και κοιμάται, πάνω στο χώμα, χωρίς σκεπάσματα σχεδόν, μαζί με τους δούλους. Είναι πολύ λυπημένος. Περίλυπος! Δεν μπορεί ν' αντέξει που λείπεις τόσα χρόνια και μαραζώνει μέρα με τη μέρα.
Αυτό το μαράζι, γιόκα μου, αυτός ο καημός μ' έφαγε κι εμένα. Ξύπναγα μέσα στη νύχτα και σε σκεφτόμουνα - πού να' σαι, πώς να' σαι, γερός ή σακάτης, ζωντανός ή νεκρός - σκόρπιζε ο νους μου κι άντε μετά να τον μαζέψω. Έτσι μ' έπαιρναν τα χαράματα. Το άλλο βράδυ τα ίδια.
Δεν άντεξα, καμάρι μου, να μη σεβλέπω, να μη σ' ακούω, να μη σ' αγκαλιάζω, να μη σε καμαρώνω. Έλιωσε το κορμί μου, στέγνωσε η ψυχή μου, σώθηκε.
Η καρδιά μου πήγε να σπάσει από τον πόνο κι έτρεξα να την αγκαλιάσω. Δοκίμασα μια, και δυο, και τρεις φορές, αλλά ήταν σαν να' πιανα τον αέρα. Σαν ν' αγκάλιαζα έναν ίσκιο, ένα όνειρο πες. Με πήρε το παράπονο.
Jan Styka, Ο Οδυσσέας θέλει να αγκαλιάσει την ψυχή της μάνας του

- Μάνα, γιατί δεν μ' αφήνεις να σ' αγκαλιάσω; Γιατί δεν απλώνεις τα χέρια σου να σφιχταγκαλιστούμε και να κλάψουμε μαζί;
ΑΝΤΙΚΛΕΙΑ ( με απόκοσμη φωνή):
Με τι ποδάρια να σταθώ, χέρια να σ' αγκαλιάσω, ψυχή, καρδούλα μου...Οι σάρκες λιώνουν, τα νεύρα σπάνε, τα κόκαλα γυμνώνονται κι ασπρίζουν. Όλα τα τρώει η φωτιά και μόνον η ψυχή βγάζει φτερά και πάει...
(Κι ύστερα με την κανονική φωνή της, αλλά σαν φοβισμένη.)
Φύγε αποδώ αμέσως, γιόκα μου, πήγαινε προς το φως που σε καλεί. Ό,τι κι αν είδες, ό,τι κι αν άκουσες, πες το αν θέλεις στη γυναίκα σου και στους άλλους. Αλλά μην περιμένεις να σε πιστέψουν.


Ομήρου Οδύσσεια του Μιχάλη Γκανά, Διασκευή για νέους αναγνώστες. Εικονογράφηση: Βασίλης Γρίβας, Μεταίχμιο, Αθήνα 2016
" Το ανάγνωσμα απευθύνεται σε παιδιά που ετοιμάζονται να μπουν στην εφηβεία και σε άλλους που έχουν βγει πρόσφατα ή προ πολλού από αυτήν, χωρίς να έχουν διαβάσει ποτέ ολόκληρη την Οδύσσεια. Ας όψεται το ελληνικό σχολείο. Εκεί δεν τα φορτώνουμε όλα;
Ολόκληρη, πάντως, δεν θα τη βρούνε οι αναγνώστες ούτε στη δική μου διασκευή, γιατί έπρεπε να τη συμμαζέψω κάπως. Έτσι, έκοψα, έραψα, κάπου έβαλα δικά μου λόγια και ανθολόγησα στίχους ποιημάτων και τραγουδιών, που ενσωμάτωσα στο κείμενο της αφήγησης, όπου νόμιζα ότι ταιριάζουν.
Ελπίζω να μην τραυμάτισα βαριά ή θανάσιμα το μεγάλο έπος του Ομήρου..." ( Μιχάλης Γκανάς, από το επιλογικό σημείωμα)
Τρυφερή η αφιέρωση:
Στην Κάλλη - Κάλλη πορτοκάλι
         και στην Αλίκη το τζιτζίκι

            από τον παππού Μιχάλη

Δεν υπάρχουν σχόλια :