Κατάμπροστα στο ψαραδολίμανο, μέσα στο μάτι του μπουνέντη, ορθώνεται πάνω σε θεόρατη θαλασσοβραχιά το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας. Τούτο τον όγκο της πέτρας τόνε κράζουν οι χωριανοί «της Παναγιάς τα Ράχτα». Ο βράχος είναι ριζωμένος στον πάτο. Σηκώνει την χήτη του μες από τα νερά σα θεριό που ξενέρισε το μισό και εκεί πέτρωσε. Οι ανθρώποι ρίξανε ριχτίμι στην προέχταση του βράχου. Έτσι έκαναν εύκολα το μόλο του λιμανιού, και το διαφεντεύουν από τις αγριοκαιριές της Ανατολής. Όσο γέρνει η μέρα σκουραίνουν οι ίσκιοι μέσα στα νερά και τα ράχτα ροδίζουνε στον ήλιο με το χρώμα του ξερού τριαντάφυλλου. Τη νύχτα ο όγκος τους ξεκόβει ψηλός και σκοτεινός μες από την ισάδα της ακρογιαλιάς και του νερού. Στέκεται σα δραγάτης και ξαγρυπνά πάνω από τα μαγαζάκια και τα λίγα σπίτια της Σκάλας. Οι περαστικοί τρατάρηδες ανεβαίνουν και ανάβουν φωτιές εκεί πάνω, στις γούφες και στα σπηλάδια, να βράσουν την κακαβιά. Οι μεγάλοι ίσκιοι τους κουνιούνται με την αντιλαμπή στ’ ασβεστωμένα ντουβάρια της Παναγιάς και πάλι χάνουνται. Το ξωκλήσι δεν είναι να πεις τίποτα παλαιικό χτίσμα, απ’ αυτά τα μικρά αριστουργήματα που μαστόρεψε η βυζαντινή αρχιτεχτονική σ’ όλη την Ελλάδα. Είναι τετράγωνο και γερό, χτισμένο με πολλή ευλάβεια και λίγο γούστο από κάτι θεοφοβούμενους μαστόρους και ναύτες, πάνε τώρα εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια.
Περνούσαν με μια μπρατσέρα, κι ο εργολάβος τους μαζί, συμφωνημένοι στα βορεινά του νησιού, σ' ένα κεφαλοχώρι, να χτίσουν κάποιο σαπουνάδικο. Στο δρόμο τους πήρε αλακάπα ένα άγριο μπουρίνι. Πήγαν να μπατάρουν εκεί απέξω στον κάβο - Κόρακα, σαν αντίκρισαν ξάφνου της Παναγιάς τα ράχτα. Γλίτωσε μας, τάχτηκε ο εργολάβος, και μεις θα σου χτίσουμε ένα ξωκλήσι. Μεμιάς καταλάγιασε ο καιρός, οι μαστόροι και το τσούρμο απάγγιασαν στο μικρό λιμάνι της Παναγιάς. Δέσανε πρυμάτσα και κάμαν το τάμα τους. Γι' αυτό το κλησάκι τούτο μοιάζει τόσο πολύ με μικρό λαδομάγαζο.
Έχει ένα καμπανάκι κρεμασμένο από σιδερένια καμάρα. Από σκέτο σίδερο είναι κι ο διπλός σταυρός πάνω στη σκεπή. Έχει ακόμα κ’ ένα ψηλό κατάρτι για τη σημαία, σιδεροδεμένο με χυτό μολύβι στο βράχο και στις γωνιόπετρες, εκεί πίσω στη ράχη της αχιβάδας. Αυτό το ξύλο είναι λάφυρο από τη ναυμαχία της «Έλλης» και το παρακύλησε το κύμα ως εδώ γύρω. Το περιμάζεψαν οι χωριανοί, και σα λευτέρωσε ο «Αβέρωφ» το νησί, το σήκωσαν εκεί και ισάρισαν μια μεγάλη γαλανόλευκη να παίζει χαρωπά με τον αγέρα κάθε Κυριακή, να τη βλέπουν και να καμαρώνουν.
Όμως κατόπι πλάκωσαν δίσεχτα χρόνια. Οι αγέρηδες κομμάτιασαν σιγά - σιγά τη σημαία, οι πολέμοι, η φτώχεια και οι πολιτικάντηδες μάραναν τον ενθουσιασμό των ανθρώπων, και κανένας πια δεν είχε την όρεξη να γνιαστεί για μια καινούργια σημαία. Έτσι το ψηλό κατάρτι απόμεινε να σκεβρώνει και να ξεβάφει μέσα στον ήλιο και στις φουρτούνες.
Τα πρωτινά χρόνια, πριν αρχίσουν οι πολέμοι, άναβε ακοίμητη μιαν ασημένια καντήλα μπροστά στο ξυλένιο τέμπλο. Το φωσάκι της φαινόταν κάθε νύχτα ν’ αγρυπνά πίσ' από το γαλάζιο τζάμι του στρογγυλού φεγγίτη. Ήταν το ήμερο μάτι της μικρής εκκλησιάς. Κοίταζε με έγνια μες απ' το σκοτάδι τα κύματα να ξεδιπλώνουνται με τάξη, τα σπιτόπουλα και τις βάρκες να κοιμούνται, τον απέραντον ελιώνα να σαλεύει και να ψιθυρίζει με πολλές μικρές και μυστηριώδικες φωνές κάτω από τ' αμέτρητα άστρα.
Αυτό γινόταν όσο κατοικούσε μέσα στο κλησάκι ο καπτα - Λιάς, που τον παρανόμιαζαν και dεdέ, γιατί ζούσε κει μέσα ολομόναχος, σα μουσουλμάνος καλόγερος στον « τεκέ » του. Αυτός φρόντιζε νάναι όλα παστρικά και γυαλισμένα, οι μαλτεζόπετρες χάμου, τα τζάμια και οι μπρούντζοι, κ' η καντήλα, να μην της λείπει το λάδι και το φρέσκο καφτούρι στη μικρή σημαδούρα.
Εκεί μέσα είχε τα σύνεργα και το γιατάκι του, μια παλιά γούνα αϊβαλιώτικη, που τυλιγόταν μέσα στις προβιές της το χειμώνα. Το καλοκαίρι και τις χειμωνιάτικες μέρες πούκανε λιακάδες, σα δεν είχε δουλειά, καθότανε ξαπλωμένος στα ράχτα και λιαζόταν. Χουζούρευε ανάσκελος, με το πρόσωπο κατάφατσα στον ουρανό, συλλογιόταν και κάπνιζε μια πίπα από μαύρο γιούσουρο. Τις καλοκαιριάτικες νύχτες κρέμαζε τα πόδια του απ' το γκρεμό και χάζευε ώρες κατ’ από τ’ άστρα. Τότες ακουγόταν να ξεκουκίζει το κομπολόι του από κερασόχρωμες κοκαλένιες χάντρες.
Κανένας δε θυμόταν πούθε τάχα να ξενέρισε κείνος ο άνθρωπος πάνω σε τούτο το βράχο. Οι γέροι Μουριανοί που πρόφτασαν και τόνε γνώρισαν, άλλος από τον Τσεσμέ τον κάνει, άλλος από τ' Αλάτσατα. Ό ίδιος δεν τόστρεξε ποτές ν' ανοίξει το στόμα πάνω στη ζωή του. Και μια φορά που τόνε ρώτησε ένας αστόχαστα από πού είναι, σώπασε κάμποσο, ύστερα του απάντησε κοιτάζοντας μακριά: «Από τούτο τον κόσμο είμαι και γω, γιε μου. Πατριωτάκια είμαστε, βλέπεις». Τώρα, είναι χρόνια που σηκώθηκε κ’ έφυγε (κανένας δεν έμαθε πού πήγε και πότε πέθανε), ακόμα κι ακόμα η κουβέντα του γυρίζει από στόμα σε στόμα, σαν παραμύθι και σαν παροιμία: «Από τούτο τον κόσμο είμαι κ’ έλόγου μου, πατριωτάκια. είμαστε, γιε μου».
Οι πιο παλιοί που τον θυμούνται λεν πως τον έφτασαν ένα γέρικο, γεροδεμένο σκαρί. Παστρικός στα ρούχα του, με άσπρη γενειάδα απλωμένη στο φαρδύ στέρνο, πάνω στη μαβιά ναυτική φανέλα, σκορπούσε γύρω έναν αγέρα από καλοσύνη και σέβαση. Σα στεκότανε μπροστά στο μικρό ξωκλήσι, έτσι μεγαλόκορμος, με τα μπράτσα στις δυο πετρένιες παραστάτες της πόρτας, έδινε την εντύπωση πως φορούσε το κλησάκι στη ράχη όπως ο κόχυλας το καβούκι του.
Μόλις ξεχώριζε μακριά νάρχεται κανένα καΐκι με ρότα για το λιμάνι, το παρακολουθούσε με τα καθάρια μαβιά μάτια του ώσπου κόντευε. Τότες πετιόταν απάνω σβέλτος κι αλαφρύς, κ' έτρεχε στο μόλο ν' αρπάξει στα πεταχτά και να θελιάσει κάβο στη δέστρα. Σαν ήταν άβολος ο καιρός και δεν του άρεζε η μανούβρα, έβαζε τα χέρια χουνί κ' έδινε από την άκρα του μόλου τα όρντινα στον καπετάνιο που δεν ήξερε τα νερά και ρεζιγάριζε να καθίσει σε καμιά ρηχοπατιά. Κάθε επέμβαση τέτοιας λογής σκυλιάζει τους ναυτικούς, όμως με τον καπτα-Λιά ποτές κανένας δε θύμωσε. Τόσο σωστός ήταν ο λόγος του και με τόσο καλοσυνάτον τρόπο έκανε το κάθε τι.
Μέσα στο κλησάκι φύλαγε μια μικρή σανιδόκασα. Εκεί μέσα είχε τα σύνεργα του. Ντενεκεδάκια με λαδομπογιές, νερομπογιές και πινέλα. Μια ματσόλα, μια σφήνα, κάτι στουπιά, πίσσες και τέτοια, όλα χρειαζούμενα για το καλαφάτισμα και τα μερεμέτια του σκαριού. Ήτανε την πάσαν ώραν έτοιμος να δώσει ένα χέρι στο παλάμισμα, στο πάστρεμα, στο φόρτωμα της σαβούρας. Όμως η χαρά και το μεγάλο μεράκι του ήταν να ζουγραφίζει γοργόνες και λουλούδια στις μάσκες των καϊκιών που τούδιναν να μπογιαντίσει. Όλες οι γοργόνες του χαμογελούσανε σαν τα αρχαϊκά είδωλα. Και στο δικό του πρόσωπο ήταν το ίδιο το χαμόγελο. Έξαλλου κι όλα τα λουλούδια του είχανε χρώματα αφύσικα. Έβαφε τα τριαντάφυλλά του γαλάζια, πράσινα ή ασημιά, έκανε τα φύλλα βυσσινιά ή μαβιά, ανάλογα με τη μπογιά που του χτυπούσε στο μάτι κατά το κέφι της στιγμής.
Τούλεγαν οι ναυτικοί :
— Κόκκινα, μαθές, είναι τα τριαντάφυλλα, καπτά - Λιά. Πώς γίνεται και τα δικά σου είναι πράσινα σαν τα τσάγαλα!
— Έδετσι είναι τα δικά μου, απαντούσε κείνος και χαμογελούσε δίχως να σηκώνει κεφάλι. Κόκκινα κι άσπρα τριαντάφυλλα βρίσκεις σ' όλα τα περβόλια, γιε μου. Γαλάζια και πράσινα μόνο ετούτα είναι σ' όλο το ντουνιά.
Τόνε πλέρωναν οι καπεταναίοι κ' οι καραβοκύρηδες με οκαδιάρικα πακέτα καπνό, από το κοντραμπάντο της Ανατολής, τυλιγμένα σε μενεξελί χοντροχάρτι. Του γέμιζαν τα πανεράκια με ξερά σύκα, αλατισμένες ελιές και γαλέτα, τούδιναν καρπούζια και κουκιά, ό,τι είχανε στ' αμπάρι. Καμιά φορά τούβαζαν στο χέρι και ασημένια μετζίτια. Όμως και τίποτα να μην έπαιρνε πάλι δεν κακοκάρδιζε. Μάζευε τα σύνεργα σαν τέλειωνε η δουλειά κι ανέβαινε στα ράχτα γελαζούμενος. Μόνο, πριν ξεμακρύνει, κοντόστεκε, σταματούσε τρεις δρασκελιές από το καΐκι που ζωγράφιζε. Έγερνε έτσι - δα λίγο κατά τον ώμο το κεφάλι, ακουμπούσε ανοιχτή την απαλάμη πάνω στη γενειάδα και καμάρωνε με μισόκλειστα ματόφυλλα τα πλουμιά και τις γοργόνες του. Έκανε μια μικρή κίνηση με το χέρι.
— Άιντε και συ, έλεγε σα να το ξεπροβοδούσε. Άιντε στο καλό !
Στο πλεούμενο τόλεγε για στη γοργόνα, ποιος ξέρει. Θα τάβλεπε, λέγω, μες -στη φαντασία του και τα δυο ν' αρμενίζουν τις μεγάλες θάλασσες, να πλευρίζουν τις μακρινές στεριές που τις λαχταρούσε η καρδιά του και που αυτός ποτές πια δε θα τις ξαναχαιρόταν.
Απ' όλα τούτα τα φερσίματά του, οι χωριανοί έβγαζαν πως ο μπάρμπα - Λιάς ο dεdές θάτανε, δε γίνεται, κανένας ξεπεσμένος καπετάνιος, αποπαίδι της θάλασσας. Κανένα από κείνα τα βασανισμένα κορμιά, που παραπετά το πέλαγο αψήφιστα στη μια και στην άλλη, σαν τα γλειμμένα κούτσουρα που κατεβάζει ο καιρός ως εδώ, συνεπαρμένα, ποιος ξέρει από ποιες στεριές, κατεβασμένα από ποιες νεροποντές της Μικρασίας.
Εκεί αντίκρυ, βλέπεις, όλα είναι μεγάλα. Σαν τη στεριά της Ανατολής είναι μεγάλα. Και τα καλά της κ' οι φουρτούνες που τη δέρνουν. Έτσι οι ποταμοί κουβαλούν κάτι θεόρατα ξεριζωμένα δρυά, παλαιικά δέντρα, κατοχρονίτικα και βάλε. Οι κατεβασιές τα παραδίνουν στη θάλασσα ύστερ' από πολύν παραδαρμό. Κ' η θάλασσα πάλι τα παίρνει και τα βασανίζει από τη μια στεριά ως την άλλη, τα γδέρνει από το πετσί τους, τα γλείφει, τα ποτίζει άρμη και τα στρογγυλεύει. Τα γυαλίζει από παντού.
Λοιπόν, ύστερ' από μια γερή τραμουντάνα, τα βρίσκεις μισοχωμένα στην αμμουδιά, ν' ασπρολογούν στον ήλιο, θεόρατα κατακλυσμικά σκέλεθρα. Τίποτα πια δε θυμίζουν από το βουνό κι από το ξύλο, έτσι που ξεβγαίνουν μες από το νερό. Πιάνουν γλιστερό μούσκλι, οι κουφάλες τους γιομίζουν μικρά φαγάνικα καβούρια και σαλιγκάκια, όμως δε σαπίζουν. Απομένουν και μουσκεύουν στον ίδιον τόπο βδομάδες και μήνες, γίνουνται ένα με το τοπίο, δένουν με το περίγυρο. Όπου πηγαίνεις ξάφνου ένα πρωί να σεργιανίσεις τ' αμμογιάλι και απορείς που δεν τα βρίσκεις πια. Ο αγέρας πούβγαλε τη νύχτα η στεριά τα ξερίζωσε, τα σήκωσε και τα παράδωσε πάλι της θάλασσας. Ατέλειωτα να παραδέρνουν στα χέρια της Μοίρας, που κυβερνά τα πράματα με τον ακατανόητο νόμο της, το ίδιο σαν τους ανθρώπους. Ψάχνεις και δε βρίσκεις μηδέ το γιατάκι τους για σημάδι μέσα στον άμμο.
'Έτσι έρημος, άσπρος κι ακατέλυτος ήταν κι ο καπτα -Λιάς, έτσι και χάθηκε πάν' από της Παναγιάς τα ράχτα ο dεdές ένα πρωινό. Σ' όλο το χωριό απάνω, και στο λιμάνι κάτω,, παραξενοφάνηκε τότες το πώς γίνεται νάφυγε αυτός και ν' απόμειναν πίσω τα ράχτα και το ξωκλήσι, τ' αδειανό θολάμι του. Αμ' πώς αλλιώς. Τον ξεσήκωσε και τον πήρε ακόμα μια φορά τα παραδείρι της αλήτισσας ζωής του σαν ήρθε η ώρα να τον καλέσει. Χάθηκε ένα πρωί, μεσοκαλόκαιρα του 1914, και την άλλη μέρα άραξαν στο νησί οι πρώτοι πρόσφυγες της Ανατολής. Κανένας δεν έμαθε για που τράβηξε ο dεdές και γιατί άφησε ξαφνικά το καυκί του. Όμως γύρισε ένας λόγος από στόμα σε στόμα, πώς μπορεί νάταν κανένα πρόσωπο από την Ανατολή, που ο καπτα - Λιάς δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να το ξαναντικρίσει στη ζωή του. Τόσο μόνο. Καμιά γυναίκα; Κανένα αχάριστο παιδί; Ποιος μπορεί να ξέρει πόσων ειδών είναι το σαράκι που δαγκάνει την ανθρώπινη καρδιά. Όσοι είναι οι άνθρωποι τόσω λογιών είναι και τα μεράκια που τους παιδεύουν. Ο καπτα - Λιάς ο ίδιος έλεγε μια σημαδιακή κουβέντα, που ως τα σήμερα απόμεινε ν' ακούγεται στο στόμα των χωριανών. «Καθένας κι ο νους του, έλεγε. Καθένας κι ο Θεός του». Λέω πως πολύ θα συλλογίστηκε πάνω στα βάσανα της ζωής και τα φυσικά των ανθρώπων αυτός ο γέρος, για να κατασταλάξει σε τούτον το βαθυστόχαστο λόγο.
Τώρα ο dεdές δεν είναι πια εδώ. Θεός ξέρει πού λιώνουν τα κόκαλά του. Όμως στο λιμάνι της Παναγιάς, κι απάνω στο χωριό, ζει ως τα σήμερα το παραμύθι της ζωής του, κ' οι ψαράδες ξαναλένε τις αξέχαστες κουβέντες του σαν τα βαγγέλια.
Σαν ακούστηκε τότες, ύστερ' από τον πόλεμο του 12-13, πως οι Τούρκοι θα διώξουν από την Ανατολή το χριστιανόκοσμο, είπε στους ταραγμένους χωριανούς: «Μην κάνετε δα έτσι. Όλοι για προσώρας είμαστε όπου και να πάμε. Μόνο, το νου μας, νάχουμε τον μπόγο δεμένο για παρτέντζα την πάσαν ώρα. Κ' ένα μαχαίρι, να κόψουμε γρήγορα την πρυμάτσα ...»
Έτσι έγινε και μ' ελόγου του.
Σαν ήρθε η ώρα της παρτέντζας, πήρε στη ράχη το μπογαλάκι με τα σύνεργα του, έκοψε με αλύγιστη καρδιά την πρυμάτσα της αραξιάς του και χάθηκε. Όμως απόμεινε πίσω τ' όνομά του, απόμεινε ακόμα, αυτή πάνω απ' όλα, μια παράξενη ζουγραφιά, που την άφησε στορισμένη πάνω στον τοίχο της μικρής εκκλησιάς. Στέκεται κει ως τα σήμερα, μισοσβησμένη από τον αγέρα και τ' αλάτι της θάλασσας, και είναι μια Παναγιά, η πιο αλλόκοτη μέσα στην Ελλάδα και σ' όλο τον κόσμο της χριστιανοσύνης.
Το κεφάλι της είναι έτσι όπως το ξέρουμε από τις τοιχογραφίες της Πλατυτέρας. Πρόσωπο μελαχρινό, ψιλοσήμαδο, συσταζούμενο στην έκφρασή του. Έχει στρογγυλό πηγούνι, μυγδαλωτά μάτια και μικρό στόμα. Έχει βυσσινί μαφόρι ως το κούτελο, έχει και το κίτρινο τ' αγιοστέφανο γύρω στο κεφάλι, όπως όλα τα κονίσματα. Μόνο που τα μάτια της είναι πράσινα και υπερφυσικά πλατιά. Όμως από τη μέση και πέρα είναι ψάρι με γαλάζια λέπια και στα χέρια της βαστά ένα καράβι από τη μια, κι από την άλλη ένα τρικάνι, σαν κι αυτό που κρατά στο χέρι ο αρχαίος θεός της θάλασσας, ο Ποσειδώνας, έτσι όπως τον ζουγραφίζουν στα κάδρα και στα βιβλία του σκολειού.
Σαν πρωτόδαν τούτη τη ζουγραφιά οι ψαράδες κ' οι χωριανοί στάθηκαν και τη θάμαζαν, ωστόσο καθόλου δεν τους παραξενοφάνηκε. Οι γυναίκες που ανέβηκαν να προσκυνήσουν, της έκαμαν τις μετάνοιες τους, τη θέμιασαν σαν όλα τα κονίσματα.
Τόπανε " η Παναγιά η Γοργόνα", και σήμερα έτσι το λένε, κι από τότες πήρε τ' όνομα κ' η εκκλησιά και το πόρτο. Και κανένας δεν το στοχάστηκε πως κείνη τη μέρα μέσα από το κεφάλι του γέρου κοσμοκαλόγερου, όπως μέσα από το κεφάλι του Δία, πήδηξε και στηλώθηκε πάνω στο μοναδικό θαλασσόβραχο του αιγαιοπελαγίτικου νησιού μια καινούργια ελληνική θεότητα, που έδεσε με τον πιο θαυμαστό τρόπο όλες τις εποχές και όλο το νόημα της φυλής. Μια φυλής που ζει και αγωνίζεται με τα στοιχειά και με τις φουρτούνες του κόσμου, η μισή στη στεριά κ' η μισή στη θάλασσα, με το ινί και με την καρίνα, πάντοτε κάτω από μια θεότητα πολεμική, θηλυκιά και παρθένα.
Πέρασε μια φορά από το πόρτο ένας ζωγράφος της Αθήνας, είδε τη ζωγραφιά στον τοίχο της εκκλησιάς κι απόμεινε μ' ανοιχτό στόμα. Φώναξε τους χωριανούς και τους είπε: " Το νου σας μη χαθεί τούτο το σκέδιο με τίποτα ασβεστώματα γιατί έχει σπουδαίο νόημα." Κατόπι έστησε το τριπόδι και το ξεσήκωσε στο χαρτόνι με τις μπογιές του, έτσι όπως ήταν, πολύ προσεχτικά. Είναι αυτή η ζωγραφιά που έβαλα για στολίδι και για θύμηση στην αρχή του βιβλίου και γω που γράφω τούτη την ιστορία.
Οι ντόπιοι ωστόσο, οι ψαράδες και οι καραβοκύρηδες, κι όλοι οι περαστικοί καπεταναίοι βλέπουν την Παναγιά τη Γοργόνα χωρίς απορία. Γιατί μέσα στην ψυχή τους ήταν, από κει βούτηξε και την έβγαλε ο καπτα - Λιας και την ξέραν ακόμα πριν να τους τη δώσει στορισμένη στον τοίχο...
Στρατή Μυριβήλη, Η Παναγιά η Γοργόνα. Μυθιστόρημα. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, 20η έκδοση
Περνούσαν με μια μπρατσέρα, κι ο εργολάβος τους μαζί, συμφωνημένοι στα βορεινά του νησιού, σ' ένα κεφαλοχώρι, να χτίσουν κάποιο σαπουνάδικο. Στο δρόμο τους πήρε αλακάπα ένα άγριο μπουρίνι. Πήγαν να μπατάρουν εκεί απέξω στον κάβο - Κόρακα, σαν αντίκρισαν ξάφνου της Παναγιάς τα ράχτα. Γλίτωσε μας, τάχτηκε ο εργολάβος, και μεις θα σου χτίσουμε ένα ξωκλήσι. Μεμιάς καταλάγιασε ο καιρός, οι μαστόροι και το τσούρμο απάγγιασαν στο μικρό λιμάνι της Παναγιάς. Δέσανε πρυμάτσα και κάμαν το τάμα τους. Γι' αυτό το κλησάκι τούτο μοιάζει τόσο πολύ με μικρό λαδομάγαζο.
Έχει ένα καμπανάκι κρεμασμένο από σιδερένια καμάρα. Από σκέτο σίδερο είναι κι ο διπλός σταυρός πάνω στη σκεπή. Έχει ακόμα κ’ ένα ψηλό κατάρτι για τη σημαία, σιδεροδεμένο με χυτό μολύβι στο βράχο και στις γωνιόπετρες, εκεί πίσω στη ράχη της αχιβάδας. Αυτό το ξύλο είναι λάφυρο από τη ναυμαχία της «Έλλης» και το παρακύλησε το κύμα ως εδώ γύρω. Το περιμάζεψαν οι χωριανοί, και σα λευτέρωσε ο «Αβέρωφ» το νησί, το σήκωσαν εκεί και ισάρισαν μια μεγάλη γαλανόλευκη να παίζει χαρωπά με τον αγέρα κάθε Κυριακή, να τη βλέπουν και να καμαρώνουν.
Όμως κατόπι πλάκωσαν δίσεχτα χρόνια. Οι αγέρηδες κομμάτιασαν σιγά - σιγά τη σημαία, οι πολέμοι, η φτώχεια και οι πολιτικάντηδες μάραναν τον ενθουσιασμό των ανθρώπων, και κανένας πια δεν είχε την όρεξη να γνιαστεί για μια καινούργια σημαία. Έτσι το ψηλό κατάρτι απόμεινε να σκεβρώνει και να ξεβάφει μέσα στον ήλιο και στις φουρτούνες.
Τα πρωτινά χρόνια, πριν αρχίσουν οι πολέμοι, άναβε ακοίμητη μιαν ασημένια καντήλα μπροστά στο ξυλένιο τέμπλο. Το φωσάκι της φαινόταν κάθε νύχτα ν’ αγρυπνά πίσ' από το γαλάζιο τζάμι του στρογγυλού φεγγίτη. Ήταν το ήμερο μάτι της μικρής εκκλησιάς. Κοίταζε με έγνια μες απ' το σκοτάδι τα κύματα να ξεδιπλώνουνται με τάξη, τα σπιτόπουλα και τις βάρκες να κοιμούνται, τον απέραντον ελιώνα να σαλεύει και να ψιθυρίζει με πολλές μικρές και μυστηριώδικες φωνές κάτω από τ' αμέτρητα άστρα.
Αυτό γινόταν όσο κατοικούσε μέσα στο κλησάκι ο καπτα - Λιάς, που τον παρανόμιαζαν και dεdέ, γιατί ζούσε κει μέσα ολομόναχος, σα μουσουλμάνος καλόγερος στον « τεκέ » του. Αυτός φρόντιζε νάναι όλα παστρικά και γυαλισμένα, οι μαλτεζόπετρες χάμου, τα τζάμια και οι μπρούντζοι, κ' η καντήλα, να μην της λείπει το λάδι και το φρέσκο καφτούρι στη μικρή σημαδούρα.
Εκεί μέσα είχε τα σύνεργα και το γιατάκι του, μια παλιά γούνα αϊβαλιώτικη, που τυλιγόταν μέσα στις προβιές της το χειμώνα. Το καλοκαίρι και τις χειμωνιάτικες μέρες πούκανε λιακάδες, σα δεν είχε δουλειά, καθότανε ξαπλωμένος στα ράχτα και λιαζόταν. Χουζούρευε ανάσκελος, με το πρόσωπο κατάφατσα στον ουρανό, συλλογιόταν και κάπνιζε μια πίπα από μαύρο γιούσουρο. Τις καλοκαιριάτικες νύχτες κρέμαζε τα πόδια του απ' το γκρεμό και χάζευε ώρες κατ’ από τ’ άστρα. Τότες ακουγόταν να ξεκουκίζει το κομπολόι του από κερασόχρωμες κοκαλένιες χάντρες.
Κανένας δε θυμόταν πούθε τάχα να ξενέρισε κείνος ο άνθρωπος πάνω σε τούτο το βράχο. Οι γέροι Μουριανοί που πρόφτασαν και τόνε γνώρισαν, άλλος από τον Τσεσμέ τον κάνει, άλλος από τ' Αλάτσατα. Ό ίδιος δεν τόστρεξε ποτές ν' ανοίξει το στόμα πάνω στη ζωή του. Και μια φορά που τόνε ρώτησε ένας αστόχαστα από πού είναι, σώπασε κάμποσο, ύστερα του απάντησε κοιτάζοντας μακριά: «Από τούτο τον κόσμο είμαι και γω, γιε μου. Πατριωτάκια είμαστε, βλέπεις». Τώρα, είναι χρόνια που σηκώθηκε κ’ έφυγε (κανένας δεν έμαθε πού πήγε και πότε πέθανε), ακόμα κι ακόμα η κουβέντα του γυρίζει από στόμα σε στόμα, σαν παραμύθι και σαν παροιμία: «Από τούτο τον κόσμο είμαι κ’ έλόγου μου, πατριωτάκια. είμαστε, γιε μου».
Οι πιο παλιοί που τον θυμούνται λεν πως τον έφτασαν ένα γέρικο, γεροδεμένο σκαρί. Παστρικός στα ρούχα του, με άσπρη γενειάδα απλωμένη στο φαρδύ στέρνο, πάνω στη μαβιά ναυτική φανέλα, σκορπούσε γύρω έναν αγέρα από καλοσύνη και σέβαση. Σα στεκότανε μπροστά στο μικρό ξωκλήσι, έτσι μεγαλόκορμος, με τα μπράτσα στις δυο πετρένιες παραστάτες της πόρτας, έδινε την εντύπωση πως φορούσε το κλησάκι στη ράχη όπως ο κόχυλας το καβούκι του.
Μόλις ξεχώριζε μακριά νάρχεται κανένα καΐκι με ρότα για το λιμάνι, το παρακολουθούσε με τα καθάρια μαβιά μάτια του ώσπου κόντευε. Τότες πετιόταν απάνω σβέλτος κι αλαφρύς, κ' έτρεχε στο μόλο ν' αρπάξει στα πεταχτά και να θελιάσει κάβο στη δέστρα. Σαν ήταν άβολος ο καιρός και δεν του άρεζε η μανούβρα, έβαζε τα χέρια χουνί κ' έδινε από την άκρα του μόλου τα όρντινα στον καπετάνιο που δεν ήξερε τα νερά και ρεζιγάριζε να καθίσει σε καμιά ρηχοπατιά. Κάθε επέμβαση τέτοιας λογής σκυλιάζει τους ναυτικούς, όμως με τον καπτα-Λιά ποτές κανένας δε θύμωσε. Τόσο σωστός ήταν ο λόγος του και με τόσο καλοσυνάτον τρόπο έκανε το κάθε τι.
Μέσα στο κλησάκι φύλαγε μια μικρή σανιδόκασα. Εκεί μέσα είχε τα σύνεργα του. Ντενεκεδάκια με λαδομπογιές, νερομπογιές και πινέλα. Μια ματσόλα, μια σφήνα, κάτι στουπιά, πίσσες και τέτοια, όλα χρειαζούμενα για το καλαφάτισμα και τα μερεμέτια του σκαριού. Ήτανε την πάσαν ώραν έτοιμος να δώσει ένα χέρι στο παλάμισμα, στο πάστρεμα, στο φόρτωμα της σαβούρας. Όμως η χαρά και το μεγάλο μεράκι του ήταν να ζουγραφίζει γοργόνες και λουλούδια στις μάσκες των καϊκιών που τούδιναν να μπογιαντίσει. Όλες οι γοργόνες του χαμογελούσανε σαν τα αρχαϊκά είδωλα. Και στο δικό του πρόσωπο ήταν το ίδιο το χαμόγελο. Έξαλλου κι όλα τα λουλούδια του είχανε χρώματα αφύσικα. Έβαφε τα τριαντάφυλλά του γαλάζια, πράσινα ή ασημιά, έκανε τα φύλλα βυσσινιά ή μαβιά, ανάλογα με τη μπογιά που του χτυπούσε στο μάτι κατά το κέφι της στιγμής.
Τούλεγαν οι ναυτικοί :
— Κόκκινα, μαθές, είναι τα τριαντάφυλλα, καπτά - Λιά. Πώς γίνεται και τα δικά σου είναι πράσινα σαν τα τσάγαλα!
— Έδετσι είναι τα δικά μου, απαντούσε κείνος και χαμογελούσε δίχως να σηκώνει κεφάλι. Κόκκινα κι άσπρα τριαντάφυλλα βρίσκεις σ' όλα τα περβόλια, γιε μου. Γαλάζια και πράσινα μόνο ετούτα είναι σ' όλο το ντουνιά.
Τόνε πλέρωναν οι καπεταναίοι κ' οι καραβοκύρηδες με οκαδιάρικα πακέτα καπνό, από το κοντραμπάντο της Ανατολής, τυλιγμένα σε μενεξελί χοντροχάρτι. Του γέμιζαν τα πανεράκια με ξερά σύκα, αλατισμένες ελιές και γαλέτα, τούδιναν καρπούζια και κουκιά, ό,τι είχανε στ' αμπάρι. Καμιά φορά τούβαζαν στο χέρι και ασημένια μετζίτια. Όμως και τίποτα να μην έπαιρνε πάλι δεν κακοκάρδιζε. Μάζευε τα σύνεργα σαν τέλειωνε η δουλειά κι ανέβαινε στα ράχτα γελαζούμενος. Μόνο, πριν ξεμακρύνει, κοντόστεκε, σταματούσε τρεις δρασκελιές από το καΐκι που ζωγράφιζε. Έγερνε έτσι - δα λίγο κατά τον ώμο το κεφάλι, ακουμπούσε ανοιχτή την απαλάμη πάνω στη γενειάδα και καμάρωνε με μισόκλειστα ματόφυλλα τα πλουμιά και τις γοργόνες του. Έκανε μια μικρή κίνηση με το χέρι.
— Άιντε και συ, έλεγε σα να το ξεπροβοδούσε. Άιντε στο καλό !
Στο πλεούμενο τόλεγε για στη γοργόνα, ποιος ξέρει. Θα τάβλεπε, λέγω, μες -στη φαντασία του και τα δυο ν' αρμενίζουν τις μεγάλες θάλασσες, να πλευρίζουν τις μακρινές στεριές που τις λαχταρούσε η καρδιά του και που αυτός ποτές πια δε θα τις ξαναχαιρόταν.
Απ' όλα τούτα τα φερσίματά του, οι χωριανοί έβγαζαν πως ο μπάρμπα - Λιάς ο dεdές θάτανε, δε γίνεται, κανένας ξεπεσμένος καπετάνιος, αποπαίδι της θάλασσας. Κανένα από κείνα τα βασανισμένα κορμιά, που παραπετά το πέλαγο αψήφιστα στη μια και στην άλλη, σαν τα γλειμμένα κούτσουρα που κατεβάζει ο καιρός ως εδώ, συνεπαρμένα, ποιος ξέρει από ποιες στεριές, κατεβασμένα από ποιες νεροποντές της Μικρασίας.
Εκεί αντίκρυ, βλέπεις, όλα είναι μεγάλα. Σαν τη στεριά της Ανατολής είναι μεγάλα. Και τα καλά της κ' οι φουρτούνες που τη δέρνουν. Έτσι οι ποταμοί κουβαλούν κάτι θεόρατα ξεριζωμένα δρυά, παλαιικά δέντρα, κατοχρονίτικα και βάλε. Οι κατεβασιές τα παραδίνουν στη θάλασσα ύστερ' από πολύν παραδαρμό. Κ' η θάλασσα πάλι τα παίρνει και τα βασανίζει από τη μια στεριά ως την άλλη, τα γδέρνει από το πετσί τους, τα γλείφει, τα ποτίζει άρμη και τα στρογγυλεύει. Τα γυαλίζει από παντού.
Λοιπόν, ύστερ' από μια γερή τραμουντάνα, τα βρίσκεις μισοχωμένα στην αμμουδιά, ν' ασπρολογούν στον ήλιο, θεόρατα κατακλυσμικά σκέλεθρα. Τίποτα πια δε θυμίζουν από το βουνό κι από το ξύλο, έτσι που ξεβγαίνουν μες από το νερό. Πιάνουν γλιστερό μούσκλι, οι κουφάλες τους γιομίζουν μικρά φαγάνικα καβούρια και σαλιγκάκια, όμως δε σαπίζουν. Απομένουν και μουσκεύουν στον ίδιον τόπο βδομάδες και μήνες, γίνουνται ένα με το τοπίο, δένουν με το περίγυρο. Όπου πηγαίνεις ξάφνου ένα πρωί να σεργιανίσεις τ' αμμογιάλι και απορείς που δεν τα βρίσκεις πια. Ο αγέρας πούβγαλε τη νύχτα η στεριά τα ξερίζωσε, τα σήκωσε και τα παράδωσε πάλι της θάλασσας. Ατέλειωτα να παραδέρνουν στα χέρια της Μοίρας, που κυβερνά τα πράματα με τον ακατανόητο νόμο της, το ίδιο σαν τους ανθρώπους. Ψάχνεις και δε βρίσκεις μηδέ το γιατάκι τους για σημάδι μέσα στον άμμο.
'Έτσι έρημος, άσπρος κι ακατέλυτος ήταν κι ο καπτα -Λιάς, έτσι και χάθηκε πάν' από της Παναγιάς τα ράχτα ο dεdές ένα πρωινό. Σ' όλο το χωριό απάνω, και στο λιμάνι κάτω,, παραξενοφάνηκε τότες το πώς γίνεται νάφυγε αυτός και ν' απόμειναν πίσω τα ράχτα και το ξωκλήσι, τ' αδειανό θολάμι του. Αμ' πώς αλλιώς. Τον ξεσήκωσε και τον πήρε ακόμα μια φορά τα παραδείρι της αλήτισσας ζωής του σαν ήρθε η ώρα να τον καλέσει. Χάθηκε ένα πρωί, μεσοκαλόκαιρα του 1914, και την άλλη μέρα άραξαν στο νησί οι πρώτοι πρόσφυγες της Ανατολής. Κανένας δεν έμαθε για που τράβηξε ο dεdές και γιατί άφησε ξαφνικά το καυκί του. Όμως γύρισε ένας λόγος από στόμα σε στόμα, πώς μπορεί νάταν κανένα πρόσωπο από την Ανατολή, που ο καπτα - Λιάς δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να το ξαναντικρίσει στη ζωή του. Τόσο μόνο. Καμιά γυναίκα; Κανένα αχάριστο παιδί; Ποιος μπορεί να ξέρει πόσων ειδών είναι το σαράκι που δαγκάνει την ανθρώπινη καρδιά. Όσοι είναι οι άνθρωποι τόσω λογιών είναι και τα μεράκια που τους παιδεύουν. Ο καπτα - Λιάς ο ίδιος έλεγε μια σημαδιακή κουβέντα, που ως τα σήμερα απόμεινε ν' ακούγεται στο στόμα των χωριανών. «Καθένας κι ο νους του, έλεγε. Καθένας κι ο Θεός του». Λέω πως πολύ θα συλλογίστηκε πάνω στα βάσανα της ζωής και τα φυσικά των ανθρώπων αυτός ο γέρος, για να κατασταλάξει σε τούτον το βαθυστόχαστο λόγο.
Τώρα ο dεdές δεν είναι πια εδώ. Θεός ξέρει πού λιώνουν τα κόκαλά του. Όμως στο λιμάνι της Παναγιάς, κι απάνω στο χωριό, ζει ως τα σήμερα το παραμύθι της ζωής του, κ' οι ψαράδες ξαναλένε τις αξέχαστες κουβέντες του σαν τα βαγγέλια.
Σαν ακούστηκε τότες, ύστερ' από τον πόλεμο του 12-13, πως οι Τούρκοι θα διώξουν από την Ανατολή το χριστιανόκοσμο, είπε στους ταραγμένους χωριανούς: «Μην κάνετε δα έτσι. Όλοι για προσώρας είμαστε όπου και να πάμε. Μόνο, το νου μας, νάχουμε τον μπόγο δεμένο για παρτέντζα την πάσαν ώρα. Κ' ένα μαχαίρι, να κόψουμε γρήγορα την πρυμάτσα ...»
Έτσι έγινε και μ' ελόγου του.
Σαν ήρθε η ώρα της παρτέντζας, πήρε στη ράχη το μπογαλάκι με τα σύνεργα του, έκοψε με αλύγιστη καρδιά την πρυμάτσα της αραξιάς του και χάθηκε. Όμως απόμεινε πίσω τ' όνομά του, απόμεινε ακόμα, αυτή πάνω απ' όλα, μια παράξενη ζουγραφιά, που την άφησε στορισμένη πάνω στον τοίχο της μικρής εκκλησιάς. Στέκεται κει ως τα σήμερα, μισοσβησμένη από τον αγέρα και τ' αλάτι της θάλασσας, και είναι μια Παναγιά, η πιο αλλόκοτη μέσα στην Ελλάδα και σ' όλο τον κόσμο της χριστιανοσύνης.
Το κεφάλι της είναι έτσι όπως το ξέρουμε από τις τοιχογραφίες της Πλατυτέρας. Πρόσωπο μελαχρινό, ψιλοσήμαδο, συσταζούμενο στην έκφρασή του. Έχει στρογγυλό πηγούνι, μυγδαλωτά μάτια και μικρό στόμα. Έχει βυσσινί μαφόρι ως το κούτελο, έχει και το κίτρινο τ' αγιοστέφανο γύρω στο κεφάλι, όπως όλα τα κονίσματα. Μόνο που τα μάτια της είναι πράσινα και υπερφυσικά πλατιά. Όμως από τη μέση και πέρα είναι ψάρι με γαλάζια λέπια και στα χέρια της βαστά ένα καράβι από τη μια, κι από την άλλη ένα τρικάνι, σαν κι αυτό που κρατά στο χέρι ο αρχαίος θεός της θάλασσας, ο Ποσειδώνας, έτσι όπως τον ζουγραφίζουν στα κάδρα και στα βιβλία του σκολειού.
Σαν πρωτόδαν τούτη τη ζουγραφιά οι ψαράδες κ' οι χωριανοί στάθηκαν και τη θάμαζαν, ωστόσο καθόλου δεν τους παραξενοφάνηκε. Οι γυναίκες που ανέβηκαν να προσκυνήσουν, της έκαμαν τις μετάνοιες τους, τη θέμιασαν σαν όλα τα κονίσματα.
Τόπανε " η Παναγιά η Γοργόνα", και σήμερα έτσι το λένε, κι από τότες πήρε τ' όνομα κ' η εκκλησιά και το πόρτο. Και κανένας δεν το στοχάστηκε πως κείνη τη μέρα μέσα από το κεφάλι του γέρου κοσμοκαλόγερου, όπως μέσα από το κεφάλι του Δία, πήδηξε και στηλώθηκε πάνω στο μοναδικό θαλασσόβραχο του αιγαιοπελαγίτικου νησιού μια καινούργια ελληνική θεότητα, που έδεσε με τον πιο θαυμαστό τρόπο όλες τις εποχές και όλο το νόημα της φυλής. Μια φυλής που ζει και αγωνίζεται με τα στοιχειά και με τις φουρτούνες του κόσμου, η μισή στη στεριά κ' η μισή στη θάλασσα, με το ινί και με την καρίνα, πάντοτε κάτω από μια θεότητα πολεμική, θηλυκιά και παρθένα.
Πέρασε μια φορά από το πόρτο ένας ζωγράφος της Αθήνας, είδε τη ζωγραφιά στον τοίχο της εκκλησιάς κι απόμεινε μ' ανοιχτό στόμα. Φώναξε τους χωριανούς και τους είπε: " Το νου σας μη χαθεί τούτο το σκέδιο με τίποτα ασβεστώματα γιατί έχει σπουδαίο νόημα." Κατόπι έστησε το τριπόδι και το ξεσήκωσε στο χαρτόνι με τις μπογιές του, έτσι όπως ήταν, πολύ προσεχτικά. Είναι αυτή η ζωγραφιά που έβαλα για στολίδι και για θύμηση στην αρχή του βιβλίου και γω που γράφω τούτη την ιστορία.
Οι ντόπιοι ωστόσο, οι ψαράδες και οι καραβοκύρηδες, κι όλοι οι περαστικοί καπεταναίοι βλέπουν την Παναγιά τη Γοργόνα χωρίς απορία. Γιατί μέσα στην ψυχή τους ήταν, από κει βούτηξε και την έβγαλε ο καπτα - Λιας και την ξέραν ακόμα πριν να τους τη δώσει στορισμένη στον τοίχο...
Στρατή Μυριβήλη, Η Παναγιά η Γοργόνα. Μυθιστόρημα. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, 20η έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου