Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

Γράμμα στον Τσάρλι Τσάπλιν


"Κύριε, φύλαττε αυτούς εις πολλά έτη".
26 Ιουλίου, Ταΰγετος

Αδελφέ Τσάρλι Τσάπλιν.
Με την ψυχή γιομάτη περιστέρια
και γράμματα για όλο τον κόσμο,
πήρα το δρόμο στο πλευρό ενός φίλου
και δυο παιδιών κι ανέβηκα εδώ πάνω,
μ' όλη τη δύναμή μου να φωνάξω
πως κέρδισα τη μοίρα μου! Πως ήρθε
σήμερα ο χρόνος να μετατοπίσω
στης γης το μέσο φωταγωγημένο
το βουνό τούτο ολόκληρο.

Ε, Τσάρλι Τσάπλιν, παιδικέ μου φίλε,
που' μοιαζαν τα παπούτσια μας! Περάσαν
τόσα χρόνια από τότε κι όμως νιώθω
μια ζεστασιά παράξενη, ως να μ' είχες
στα χέρια σου ζεστάνει κάποια νύχτα,
που νιφάδες χιονιού τρύπωναν μέσα
στον κινηματογράφο του χωριού μου
και τα μάτια μου ελάμπαν βλέποντας σε
σαν του αγριμιού, ολοκάθαρα.

                                            Πού να' ξερα,
πως θα' μενες εσύ, Τσάρλι, ως το τέλος
ο φίλος μας στον κόσμο, ο παραστάτης
σε όλους εμάς, και πως εγώ μια μέρα
με τη φτωχή αλφαβήτα που εκεί κάτω
στο ταπεινό σχολειό μας με μαθαίναν,
θα σου' γραφα ένα γράμμα σαν και τούτο,
γιομάτο από φιλί και καρδοχτύπια
για όλο τον κόσμο, Τσάρλι. Για τον άστεγο
λουστράκο που τρεμούλιαζε χτυπώντας
τα δόντια του απ' το κρύο κι έχοντας ρίξει
το κεφάλι του πάνω στο δικό μου
σ' έβλεπε στο πανί και ξεχασμένος
γελούσε απαρηγόρητα. Για κείνον
τον ισχνό γεροντάκο που μπροστά μου
σήκωνε τ' αγγονάκι του, κι αυτό, 
με τα χέρια που κρέμονταν σαν άσπρα
μαραμένα τριαντάφυλλα, γελώντας, 
σου' γνεφε να το ιδείς. Για τους εργάτες
του Μπορινάζ. Για τους μεταλλωρύχους,
που βγαίνοντας στον ήλιο, έχουν στα χείλη
μια γεύση σκοταδιού και στην ψυχή τους
ένα κομμάτι νύχτας. Για τις πόρνες
που είναι πιο μοναχές κι από τις ίδιες
τις Μοναχές του Θεού. Για τις μητέρες
που αγιάζουνε το σύμπαν. Τους κοπιώντες
και τους πεφορτισμένους, Τσάρλι Τσάπλιν.

Τσάρλι Τσάπλιν, καλέ μου ταχυδρόμε,
που πας σ' όλες τις χώρες και χτυπάς
με το διακριτικό σου μπαστουνάκι
των φτωχών τα παράθυρα κι αφήνεις 
στο πατζούρι τους πάνω ένα γαρούφαλο, 
που με το πλάι το βράδι, ακροπατώντας, 
μπαίνεις απ' τις μισάνοιχτες πορτούλες
στον ύπνο των παιδιών, με την ψυχή σου
φορτωμένη παιχνίδια· Τσάρλι, φίλε
των φίλων μου όλων που δεν έχουν φίλους,
που τους πήραν τη χάρη και την πρόνοια
και που σένα έχουν μόνο ανάμεσά τους
να πηγαίνεις και να' ρχεσαι, κουνώντας
τα λοξά σου παπούτσια, διάβασέ τους
την αγάπη μου, Τσάρλι! Ένα λουλούδι
μ' εκατομμύρια φύλλα είναι το γράμμα
που σου στέλνω για όλους. Μοίρασέ τους
την ελπίδα μου, Τσάρλι!

                                         Σ' έναν αιώνα
που αλλοφρόνησε η γης, που οι μηχανές,
μας ταπεινώνουν, Τσάρλι, και που εμείς
μικροί δούλοι ανεπαίσθητοι κοιτάμε
δίχως πρόσωπα απάνω μας τον ήλιο,
πήρε η οθόνη το ύψος και το νόημα
του όρους Σινά. Γι' αυτό ποιος άλλος Τσάρλι,
βουλιάζοντας στη λάσπη θα μπορέσει 
να περπατήσει νύχτα και να φτάσει
στων κάμπων τα καλύβια, να κατέβει
στων ορυχείων τα βάθη, να μπει μέσα 
στις φάμπρικες τρυπώνοντας με τρόπο
πίσω απ' τον επιστάτη, να βαδίσει
στις βαμβακοφυτείες, στα ρυζοχώραφα,
στα καπνοτόπια, Τσάρλι; Εσύ γνωρίζεις
τη γλώσσα του αδελφού σε όλες τις γλώσσες,
και μόνο εσύ μπορείς , με τις συσπάσεις
του τραγικού μετώπου σου κουνώντας
το μαύρο σου καπέλο, να μιλήσεις
προς τους φίλους μου όλους. Να μοιράσεις
μια χάρτα καραμέλες στα Εσκιμώπουλα,
να κάνεις τον πατέρα μες στα σπίτια
που οι πατέρες σκοτώθηκαν, να βγάλεις
τα παιδιά τους στα πάρκα, παίρνοντάς τα
δυο δυο στην αγκαλιά σου. Να μοιράσεις
αυτά που σου προσφέρω: μιαν αγκάλη
άσπρα λουλούδια για όλους.

                                          Πες το σε όλους,
χαιρέτησέτους όλους, Τσάρλι Τσάπλιν,
πες τους πως όπου να' ναι πλησιάζουν
οι ταχυδρόμοι του ήλιου, που θα φέρουν
παπούτσια στο λουστράκο, που θα ρίξουν
στης Παναγίας τους ώμους ένα σάλι
κι ένα ζεστό πλεχτούλι στο παιδί της.

Πες τους πως είναι αλήθεια και πως ένας
φίλος τους απ' του Ομήρου την πατρίδα
τους στέλνει αυτό το γράμμα.

                                            Γεια σου Τσάρλι,
φίλοι γεια σας κι εγώ μια κι ήρθε ο Χρόνος
- σίδερο και φωτιά είναι η αγάπη -
θα βάλω τώρα να μετατοπίσω
σαν μια εκκλησία με αμέτρητες καμπάνες
το μέγα βουνό τούτο. Γεια σας. Γεια σας!

 Νικηφόρος Βρεττάκος (  έφυγε από τη ζωή στις 4 Αυγούστου 1991 )

Από την εξαιρετική ανθολογία  του Ηλία Γκρη,Ο Ταχυδρόμος φέρνει γράμματα. Ποιήματα. Εκδόσεις Ελληνικά Ταχυδρομεία, Αθήνα 2017



Δεν υπάρχουν σχόλια :