Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του Ελένη παρουσιάζει μια διαφορετική εκδοχή του μύθου . Η Ελένη δεν πήγε ποτέ στην Τροία με τον Πάρη. Η Ήρα θέλοντας να εκδικηθεί την Αφροδίτη ,έστειλε τον Ερμή , άρπαξε την Ελένη και την οδήγησε στην Αίγυπτο. Στη θέση της έβαλε ένα είδωλο, ένα ομοίωμα της Ελένης. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι Έλληνες και οι Τρώες πολεμούσαν χρόνια για έναν ίσκιο, για ένα τίποτα.
- οὐκ ἔστ᾽ ἔτυμος λόγος οὗτος,
- οὐδ᾽ ἔβας ἐν νηυσὶν εὐσέλμοις,
- οὐδ᾽ ἵκεο Πέργαμα Τροίας·
- Αυτή η ιστορία δεν είναι αληθινή
- Δεν μπήκες στα καράβια με τα ωραία σκαμνιά
- ούτε έφτασες στα παλάτια της Τροίας
Η τραγωδία Ελένη παίζεται στην Αθήνα το 412π.Χ. Την εποχή εκείνη οι Αθηναίοι έχουν υποστεί μια μεγάλη ήττα, μια πανωλεθρία μετά την εκστρατεία τους στη Σικελία. Ο Ευριπίδης εκτός από τις αντιθέσεις που προβάλλει ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα, στη γνώση και στην άγνοια,στο πραγματικό και στο φαινομενικό παρουσιάζει και μια διαφορετική αντίληψη για τον πόλεμο. Ο πόλεμος είναι πηγή μεγάλων συμφορών και δεν υπάρχουν νικητές, γιατί όλοι υφίστανται στον ένα ή στον άλλο βαθμό τα δεινά του . Οι νικητές και οι νικημένοι είναι εξ ίσου τραγικά πρόσωπα. Καλλιεργεί ένα ξεχωριστό είδος τραγικότητας προβάλλοντας το παράλογο και τη ματαιότητα του πολέμου.
τον πόνο και τα δάκρυα
των γυναικών της Τροίας
γι' αυτούς που θέρισε κοντάρι ελληνικό..."
" Με πετροβόλημα και με κοντάρι
πλήθος χαθήκαν οι Αχαιοί
και κατοικούν στον άραχλο Άδη τώρα`
οι δύστυχες γυναίκες τους πενθώντας
έκοψαν τα μαλλιά` απομείναν
έρμα τα σπίτια, δίχως άντρες..." ( Ευριπίδη Ελένη,από το α΄στάσιμο)
Το 1953 ο Γιώργος Σεφέρης έγραψε την Ελένη. Ο ποιητής εμπνέεται από το ομώνυμο έργο του Ευριπίδη και επεξεργάζεται τη μυθολογική παραλλαγή, με αφορμή τον αγώνα των Κυπρίων, για να εκφράσει το δικό του ερώτημα , τις δικές του σκέψεις και τα συναισθήματα για τη συνέχιση των πολέμων και την απώλεια χιλιάδων ανθρώπινων ζωών
Ο Σεφέρης εναλλάσσει τη φωνή του με εκείνη του Τεύκρου και αναπτύσσει το θέμα του ανθρώπου που γίνεται πραμάτεια , θύμα δόλου και απάτης.
... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικόν
Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
.................................................................
ΕΛΕΝΗ
Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρῳάδ’, ἀλλ’ εἴδωλον ἦν.
....................................................................
ΑΓΓΕΛΟΣ
Τί φῄς;
Νεφέλης ἄρ’ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλων,
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες∙ δε θα τολμούσα να πω φιλήματα∙
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών∙
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη∙
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά ‘βρει
την Καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
Που είν’ η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης∙
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους –ποιος θα το ‘λεγε;– η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου∙ την άγγιξα μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα∙
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία – ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν
πλάσμα ατόφιο∙
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης∙
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φούσκωναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι, αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουν να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών∙
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος άλλος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου