Γράφει η ofisofi // atexnos
Είναι πολύ σημαντικό να ακούσουμε τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο να σχολιάζει όλη αυτήν την κατάσταση και να δούμε μέσα από την κριτική ματιά του πώς αξιολογεί την πορεία του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση αλλά και τη μορφή του και το τι σημαίνει τελικά για την καθημερινότητα των ανθρώπων ο σοσιαλισμός. Τι σχέση έχει με την εποχή μας, το παρόν και το μέλλον μας.
«Είναι ανάγκη να επιμείνει η σημερινή αντίληψη στους ίδιους τους αρνητικούς μηχανισμούς μέσα σ’ εκείνη την κοινωνία που την έφεραν ως την καταστροφή. Ο σοσιαλισμός, αυτός ο ίδιος ο λεγόμενος υπαρκτός σε αντιδιαστολή με τον ονειρεμένο, δεν ήρθε για να φύγει, αλλά για να μείνει. Κι εδώ χρειάζεται προσοχή. Η ιστορία προειδοποιεί για τους επερχόμενους σεισμούς. Έρχεται κι ο σοσιαλισμός, όπως τα καινούργια φύλα τα χρόνια των μεγάλων μεταναστεύσεων, όσες φορές και να τα γύρισαν πίσω εκείνα ήρθαν και ξανάρθαν, στο τέλος έμειναν και ρίζωσαν. Δεν γίνεται αλλιώς, έτσι θα πάει και με τον σοσιαλισμό. Και πρέπει να σκέφτεται κανείς ότι θα έρχεται ολοένα και δριμύτερος, ολοένα και λιγότερο σαν όνειρο, θα έρχεται σαν μια ανάγκη σκληρή – σκληρή, αδυσώπητη κι αναπότρεπτη. Ο κόσμος πρέπει να την συνηθίζει κι αυτή τη σκέψη. Ότι ο σοσιαλισμός – αυτό που αποτελεί σήμερα το ιστορικό του περιεχόμενο – όσο περισσότερο τον ταλαιπωρούν και τον καθυστερούν, τόσο τον αγριεύουν, τόσο τον παραχαράζουν, ότι από ευχή και όνειρο θα γίνεται όλο και πιο αναγκαίο κακό και τα πράγματα θα δυσκολεύουν, πρέπει όλοι να το σκέφτονται και να το συνηθίζουν και ακριβώς από την άποψη αυτή η πείρα που έχει αφήσει το σοβιετικό παράδειγμα, σαν μια πρώτη ισχυρή γεύση, μπορεί να είναι πολύτιμη – και η καλή του πείρα και η κακή, η τελευταία κυρίως. Αυτή μπορεί να δώσει πολύ χρήσιμη γνώση στην προσπάθεια για έναν καλύτερο εκπολιτισμό και εξανθρωπισμό, μια όσο τον δυνατόν ανθρώπινη αγωγή σε καταστάσεις που κινούν κι έρχονται σαν τα φυσικά φαινόμενα.
Να ξεδιπλώσω λίγο ακόμα τη σκέψη μου: αυτό που ονομάζουν υπαρκτό σοσιαλισμό και το κατακρίνουν, πουθενά δεν έφυγε, εδώ είναι και τώρα. Κι όχι εκεί, στη Ρωσία, αλλά εδώ σ’ εμάς, είναι παντού. Για μένα δεν αποτελεί καθόλου πρόβλημα να τον αναγνωρίζω κάθε μέρα εδώ στους δικούς μας δρόμους, μέσα σε τούτη τη δική μας ζωή, στις σχέσεις των ανθρώπων και στις σκέψεις των ανθρώπων. Είναι εδώ και είναι ολοζώντανος.
Οι ίδιες δυνάμεις που τον έκαναν όπως τον έκαναν εκεί πέρα, αυτές οι ίδιες είναι κι εδώ σ’ εμάς σε πλήρη ακμή. Και μόνο με τον αρνητικό εαυτό τους. Εκεί τουλάχιστο είχε και τα καλά, είχε και κάποια – και ουκ ολίγα – σοσιαλιστικά αγαθά…
Είναι οι δυνάμεις αυτές παντού όπου σχηματίζονται απρόσωπες συλλογικές σχέσεις οποιουδήποτε μεγέθους. Τις βλέπουμε παντού, στο πολιτικό μας σύστημα, στην κοινωνική ζωή, στον ιδιωτικό βίο, στους διανοούμενους, στους πολιτικούς και σ’ αυτούς τους εργάτες, στο κράτος, στις επαγγελματικές ενώσεις και στις σχέσεις τους με τον αθωράκιστο πολίτη – μα φτάνει να πάρει κανείς αυτή τη σκέψη και να κοιτάξει γύρω και θα τα δει όλα μόνος του, είναι παντού, είναι και μέσα μας: μιλούν για υπαρκτό σοσιαλισμό κι εννοούν το σύστημα και την ιστορία, ένα ορισμένο πολίτευμα, διόλου δεν βλέπεις όμως να σκέφτονται κάτω από τα ονόματα το ανθρώπινο γεγονός, που αν σε κάτι αλλάξει μπορεί να δώσει μια καινούργια ποιότητα, αλλιώς μένει ό,τι ήταν, ό,τι πάντα και παντού είναι. Τι μας λυπεί, όσους λυπεί, στο σοβιετικό παράδειγμα; Που δεν έγινε τίποτα και ξανάπεσαν κι εκείνοι στον ίδιο παρανομαστή μ’ εμάς τους άλλους. Εκείνοι τώρα είναι και χειρότερα από μας. Αυτό μας λυπεί, κι άλλοι απεναντίας χαίρονται γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, καθώς βλέπουν να επιβεβαιώνεται πως όλοι κυλιόμαστε στις ίδιες λάσπες, κι αυτό δίνει μια άλλη ικανοποίηση γιατί στον πόλεμο κατά του σοσιαλισμού δύο μεγάλα αισθήματα ήταν πάντα στους πρώτους ρόλους: άλλοι προασπίζουν συμφέροντα και άλλοι από την ακατάβλητη ζωυφιΐα τους – μην τύχει ο άνθρωπος και πάψει να’ ναι κοριός, όπως θα μας το έλεγε άλλη μια φορά τώρα ο Ντοστογιέφσκι.
Το σοβιετικό σύστημα γέννησε και μόνο του αρκετά στραβά κι ανάποδα, γέννησε φθορά και σήψη, πολλή άγνοια, ζωή στενεμένη, σκληρή, πολλούς πονηρούς ή βλακώδεις εγωισμούς, αλλά στην τερατογενεσία που του προσγράψαν (Αυτοκρατορία του κακού, είπε κι ο αγγελικός Ρίγκαν) ένα τουλάχιστο μέρος τού το πήγαν από αλλού, όπου κι επαναπατρίζεται τώρα, στις πατρογονικές εστίες, καθώς τα μαγαζιά εκεί πέρα κλείσαν. Ας μην του το αρνηθούν: ο υπαρκτός σοσιαλισμός έκαμε τον κόσμο να βλέπει καλύτερα. Άφησε στη θέση του πολλά – εντελώς σημερινά κι όλα δικά μας – ερωτήματα κι ερεθισμούς για τη σκέψη μας. Είναι όλοι δικοί μας οι αρνητικοί μηχανισμοί που δούλεψαν εκεί, είναι – έπειτα από μια εξανάσταση – οι μηχανές που βάζουν μπρος και ξανακάνουν τον άνθρωπο κοριό. Με την οξύτητα, την ειλικρίνεια και την καθαρότητα που πήραν οι δουλειές αυτές εκεί, με την ωμότητα που γνώρισαν στην αρνητική τους υπόσταση, είναι και μια ευκαιρία να γυρίσει και να δει ο καθένας ό,τι του αναλογεί. Είναι μια σπάνια ευκαιρία να τα δούμε καλά, όπως πάντα βλέπουμε όσα γίνονται και δε γίνονται στη ράχη του άλλου.
Υπαρκτοί ξεϋπαρκτοί, είμαστε όλοι στον ίδιο παρονομαστή. Γι’ αυτό δεν μιλώ για το πολίτευμα, για τους ρώσους και την ιστορία τους, δεν δίνω ιστορική πληροφόρηση, μόνο προσπαθώ να βγαίνει λίγη ανθρώπινη γνώση. Είναι δική μας ανάγκη να εντοπίζονται αυτές οι δυνάμεις , που ανήκουν σ’ όλους μας, να δουν και οι δικοί μας άνθρωποι πώς έγινε εκεί μ’ έναν πολύ ανοιχτό, απροκάλυπτο κι ωμό τρόπο, όχι οι φιλοσοφίες και οι ιδεολογίες, αλλά εκεί όπου διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο οι άνθρωποι με τα δικά τους όρια.
Καμιά επανάσταση στην ιστορία δεν επέζησε με την ορθοδοξία της. Μ’ αυτήν γίνονται οι επαναστάσεις, αλλά δεν επιβιώνουν. Δυστυχώς την ιδέα αυτή στη Σοβιετική Ένωση την κακοποίησαν αφάνταστα. Το χειρότερο ήταν η ορθοδοξία στα λόγια, την ίδια στιγμή που αλύπητα την αναιρούσαν στη ζωή, εδώ από τις ανυπέρβλητες ανάγκες, εκεί από έπαρση, ιδιοτέλεια και στοιχειώδη άγνοια της ιστορίας και της ανθρώπινης φύσης, από την αμηχανία τους και τα πολλά μπερδέματα, όχι σπάνια κι από μια ριζωμένη στη σκέψη και στην ψυχολογία φτηνή φτηνότατη δημαγωγία που συνέπλεε, σε ορισμένα τουλάχιστο στρώματα των κομματικών και των κρατικών μηχανισμών, μ’ έναν κακομακιγιαρισμένο ή κι εντελώς απροκάλυπτο κυνισμό.
Γι’ αυτό είπα ότι απέναντι στον πολύ κόσμο ένιωθες και μεγάλη ντροπή.
Όσο για τους διανοούμενους, εκείνοι ήταν κάπου πιο πέρα από σένα. Βίωναν μια ηλικία πιο πέρα από τη δική σου. Κι αυτό που εσύ πήγαινες να βρεις, εκείνοι το είχαν γνωρίσει, το ζούσαν, πρόλαβαν να το μπουχτίσουν και φως είχαν πάψει να βλέπουν. Κι άλλοι το είχαν ρίξει στον κυνισμό της σκέψης, άλλοι κρυφά και φανερά να πολεμούν το σύστημα ή μένοντας με τον σκεπτικισμό και τη βαθιά τους περισυλλογή κι άλλοι σε άλλες στάσεις, που καμιά τους δεν μπορούσε να είναι δική σου.
Εσύ είχες ακόμα να διανύσεις δρόμο. Και υπάρχουν πράγματα που τα ξεκαθαρίζεις μόνο στο πάτριο έδαφος – εκεί μόνο μπορείς να δεις τα πράγματα όπως ακριβώς έχουν, γιατί αυτά είναι τα δικά σου.
Κι έρχονται στιγμές που ένιωθες όχι δίχως πατρίδα μόνο, ά π ο λ ι ς, όπως το έγραφε επί τριάντα και πλέον χρόνια το χαρτί σου, αλλά και άνθρωπος μετέωρος μες στον χρόνο, χωρίς ορισμένη ηλικία και γενιά.»
Εκείνο το οποίο επαναλαμβάνει συνεχώς ο Αλεξανδρόπουλος είναι η μεγάλη χρήση του ψέματος, που θεωρεί βασική αιτία της καταστροφής της Σοβιετικής Ένωσης. Το ψέμα είναι ασυμβίβαστο με την ιδέα του σοσιαλισμού. Εκεί που χρησιμοποιήθηκε έκανε τους ανθρώπους σκληρούς και άνοιξε τους δρόμους για τη σκληρή μεταχείριση των ανθρώπων από την εξουσία.
Με συγκλονιστικό τρόπο απαντά στις επικρίσεις εκείνων που ταύτισαν τον φασισμό με το σοσιαλισμό ως προς την αγριότητα της συμπεριφοράς της εξουσίας στους ανθρώπους. Αφού επιμένει στις μεγάλες διαφορές ανάμεσά τους διευκρινίζοντας μάλιστα ότι η βία έρχεται με το φασισμό ενώ με το σοσιαλισμό πρέπει να φεύγει, εντοπίζει ένα σημείο συνάντησης κάπου στη μέση. Αυτό το σημείο έχει να κάνει με την ανθρώπινη φύση και ιδιαίτερα την πλευρά εκείνη που έρχεται από την εποχή της ιστορικής αγριότητας των ανθρώπων και είναι κοινή σε όλους.
Αναφέρεται λοιπόν στα γεγονότα εκείνα που έγιναν γνωστά κυρίως από τη δεκαετία του 1950 και έχουν σχέση με αυτή την αγριότητα. Με πόνο ψυχής γράφει για τις σοβιετικές φυλακές, τα στρατόπεδα και τους χώρους εκείνους που πάρα πολλοί άνθρωποι βασανίστηκαν. Τι σχέση είχαν αυτά με το σοσιαλισμό; Γεγονότα και πράξεις που «είναι προορισμένα να μένουν για να σηματοδοτούν το μέτρο της ανθρώπινης βαρβαρότητας και το φριχτό της διάγραμμα, που δεν δείχνει να κάμπτεται, να φθίνει όσο προχωρούμε μπροστά, αλλά αντίθετα ανεβαίνει και κορυφώνεται, όποια σημαία να βάλεις στο χέρι του ανθρώπου, που, όπως το έλεγε κι αυτό ο Ντοστογιέφσκι, όσο πιο μορφωμένος και πολιτισμένος γίνεται, τόσο πιο πολλά μέσα και τρόπους μηχανεύεται να τροχίζει και να ηδονίζει την άγρια φύση του.»
Αυτό ο άνθρωπος πρέπει να το έχει συνεχώς στο νου του, διότι μόνο έτσι κάποτε θα μπορέσει να αποφύγει την παραχάραξη της ιδέας για την οποία αγωνίζεται και όταν μάλιστα αυτή η ιδέα τυχαίνει να είναι του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Ο άνθρωπος είναι ανάγκη να αποκτήσει μια καινούργια συνείδηση που θα συνοδεύεται από γνώση και εγρήγορση έτσι ώστε να αποκτήσει την ικανότητα να κατακτά ισορροπίες που θα είναι σε όφελος του και της νέας κοινωνίας που αγωνίζεται να οικοδομήσει. Σε όλα αυτά το παράδειγμα και η εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης μπορεί να είναι πολύτιμος οδηγός στο ποια αρνητικά φαινόμενα δεν πρέπει να ξαναπαρουσιαστούν.
Φτάνοντας στο τέλος αυτής της μαρτυρίας ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος επαναλαμβάνει για πολλοστή φορά ότι η Σοβιετική Ένωση αυτοκτόνησε, ότι υπήρξε η τυπική περίπτωση κράτους που «πέφτει τιμωρημένο από την ίδια του την ιδέα».
Στα 1992, λίγο καιρό μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ο συγγραφέας προβλέπει ότι έρχονται χρόνια μιας πολύ σκληρής μοίρας για τη Ρωσία και αναρωτιέται «Ποιος θα πει τώρα σε τι κατάσταση βρίσκονται, τι θα γίνουν αύριο τα εργοστάσια, οι μεγάλοι ηλεκτροσταθμοί, τα κολχόζ, τα σοβχόζ, τα τόσα πράγματα της οικονομίας που φτιάχτηκαν στα σοβιετικά χρόνια και ήταν τόσο μεγάλα έργα, απαίτησαν υπεράνθρωπες προσπάθειες και θυσίες. Κανείς δεν ξέρει τι έγινε, τι θα γίνει μ’ όλα αυτά εκείνα, σε τι χέρια θα περάσουν, τι θα μείνει, τι θα καεί και θα λιώσει σ’ άλλους φούρνους.»
Στη Σοβιετική Ένωση συντελέστηκαν απίστευτοι άθλοι με την τρομερή δουλειά εκείνων των ανθρώπων που ήθελαν να δώσουν μορφή στο Όνειρό τους. Όμως η προσπάθεια αυτή δεν συνοδεύτηκε από τον απαραίτητο εκσυγχρονισμό στα τεχνικά μέσα. Το αποτέλεσμα ήταν να ανοιχτεί ένα πραγματικό βάραθρο που το ζούσαν οι άνθρωποι με πολλούς τρόπους στην καθημερινή τους ζωή. Η μετασοβιετική εποχή οδήγησε τους ανθρώπους πίσω στο παρελθόν με βαριά αισθήματα ηττοπάθειας και τάσεις φυγής.
Τι σήμαιναν και τι σημαίνουν όλα αυτά για εκείνους τους ανθρώπους , για τον συγγραφέα; Η εκτίμησή του είναι ότι χάθηκε ένας αγώνας αλλά θα’ ρθουν άλλοι.
Άξιζε άραγε η διαδρομή;
«Όμως εμάς ο σοσιαλισμός μάς χάρισε από μια Ιθάκη στον καθένα μας. Μας έλαχε ο κλήρος μια ζωή να τον σκεφτόμαστε, να τον καλούμε. Να τον ζούμε κι όταν, έξω από μας, δεν υπήρχε και το ξέραμε. Τόσο ζυμώθηκε μαζί μας, τόσο ζυμωθήκαμε εμείς, που δεν φαίνεται – κρίνονται κι από τα όσα λέω τώρα εδώ μέσα – ότι μπόρεσε να μας συνεφέρει κι αυτή ακόμα η φοβερή κατρακύλα με το από κάθε άποψη αμίμητο και στις καλές του και στις κακές του σοβιετικό παράδειγμα. Εμείς θα πάμε όπως ήμαστε, όπως ζήσαμε. Κι η καμπούρα θα σιάξει στο χώμα.»
Με ένα πίνακα, Η πτώση του Ίκαρου, αρχίζει αυτό το βιβλίο και με έναν πίνακα κλείνει, Ο Αδελφός μου ο Βάσια με λουλούδια του Βίκτωρα Ποπκώφ. «Μ’ ένα εύρημα από τις ανασκαφές, όπως τις βλέπω να γίνονται κάπου στο μέλλον, θα τελειώσω τις αναδρομές στο δικό μου παρελθόν, που σ’ ένα μεγάλο του μέρος συνέπεσε μ’ εκείνη την περιπέτεια, συμβάδισε μαζί της όλες περίπου τις ώριμες δεκαετίες μου και μιλώντας για εκείνα μιλώ και για τα δικά μου.»
Επιλέγει αυτό τον πίνακα διότι μέσα από την απεικόνιση του Βάσια με τα λουλούδια στα χέρια, βλέπει όλη εκείνη την εποχή με τις καλές της στιγμές και την προσπάθεια εκατομμυρίων ανθρώπων να σηκωθούν και να περπατήσουν σωστά, ανθρωπινά, όπως σχεδόν στα θαύματα.
«Το πρώτο βήμα είναι βαρετό, έχει πει ο Πούσκιν, εννοώντας μάλλον την κάθε αρχή, που’ ναι και δύσκολη. Όμως ο Γκαίτε έχει μιλήσει αλλιώς για το πρώτο μας βήμα. Στο πρώτο μας βήμα είμαστε ελεύθεροι, στο δεύτερο είμαστε κιόλας σκλάβοι του. Σε δυο λόγια μέσα όλη εκείνη η ιστορία, η ίδια απαράβατη ανθρώπινη μοίρα.
Στα δικά της όρια των εβδομήντα της χρόνων η σοβιετική περιπέτεια ήταν μια μικρογραφία της άλλης, της παγκόσμιας κι αιώνιας με τις ελευθερίες της και τις σκλαβιές της. Το τρίτο βήμα είναι κι αυτό μια σκλαβιά, αλλά πια δεν μετριούνται. Τα βήματα προχωρούν μαζί με τις σκλαβιές και χάνονται.
Α υ τ ά π ο υ μ έ ν ο υ ν είναι τα δύο πρώτα και σαν μια τελευταία μου εξομολόγηση μπορώ να πω ότι, όσο με αφορά κι όσο ήταν στις δυνάμεις μου, θέλησα και προσπάθησα να μην ξεχνώ – να μην ξεχαστεί – το Πρώτο.»
Αυτό το βιβλίο ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος το αφιερώνει στην κόρη του Όλγα.
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν. Β. Οι άλλοι πόλεμοι. Ο αδελφός μου ο Βάσια με λουλούδια, Εκδόσεις Δελφίνι, Αθήνα 1994
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου