Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Μνήμη Μήτσου Αλεξανδρόπουλου

Επιμέλεια: ofisofi // atexnos
 

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος , συγγραφέας πολυαγαπημένος, έφυγε από τη ζωή στις 19 Μαΐου του 2008. Το έργο του πολύ μεγάλο και πλούσιο σε περιεχόμενο και αφηγηματικές τεχνικές. Η προσφορά του ανεκτίμητη. Άνθρωπος σεμνός , χαμηλών τόνων, μαχητής μέχρι το τέλος.

Επτά χρόνια μετά το θάνατό του δύσκολα μπορεί να βρει κάποιος τα βιβλία του. Οι εκδόσεις είναι εξαντλημένες και με επίμονη αναζήτηση  μπορεί να βρεθεί κάποιο βιβλίο στα παλαιοβιβλιοπωλεία ή ξεχασμένο στο ράφι κάποιου μικρού βιβλιοπωλείου. Το γεγονός αυτό προκαλεί ερωτηματικά και προβληματισμούς σχετικά με την πολιτική των εκδοτικών οίκων και την έλλειψη ενδιαφέροντος για την επανέκδοση του έργου ενός τόσο σημαντικού πνευματικού ανθρώπου.

unnamed3
Η Σόνια Ιλίνσκαγια, σύντροφός του στη ζωή, το Νοέμβρη του 2009 είχε την επιμέλεια σχετικού αφιερώματος στο περιοδικό Διαβάζω με τίτλο « Μήτσος Αλεξανδρόπουλος . Τα αρματωμένα χρόνια και τα χρόνια της περίσκεψης». Ανάμεσα στα πολύ ενδιαφέροντα άρθρα ξεχωρίζω εκείνο της ίδιας, το οποίο με αφορμή τα δύο τελευταία, πριν το θάνατό του, βιβλία καταγράφει στιγμές από τη δουλειά του Αλεξανδρόπουλου λίγο καιρό πριν πεθάνει. Ο καθένας μπορεί να καταλάβει την ψυχική αντοχή αυτού του ανθρώπου, την εργατικότητα και το πείσμα να ολοκληρώσει το έργο του αν και ένιωθε ότι οι σωματικές του δυνάμεις εξαντλούνταν και το τέλος πλησίαζε.

unnamed2
Γράφει η Σόνια Ιλίνσκαγια:

Το  βιβλίο Όσιπ Μαντελστάμ. Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλι…ήταν το τελευταίο που έφυγε για έκδοση από τα χέρια του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου. Καταπιάστηκε μ’ αυτό μόλις τελείωσε η εξαντλητική συγγραφή του Τολστόι (2007). Η «τελευταία γραφή» της εισαγωγής έχει τη χρονολογία Μάιος – Ιούνιος 2007. Αρχικά σχεδιάστηκε ένα σύντομο σημείωμα με κάποιες εξηγήσεις για τη δουλειά του πάνω στους στίχους του Μαντελστάμ, αλλά, όπως γράφει, του βγήκε ένα «πλακόστρωτο» των 69 σελίδων, ένα δοκίμιο για τον ίδιο τον ποιητή, τη «διασπορά του στα χρόνια που έζησε».

«Τον ποιητή Όσιπ Μαντελστάμ πολλοί από τους σύγχρονους του τον είχαν για ανάποδο άνθρωπο, τον συνόδευε αυτή η φήμη. Με τον τρόπο του την συνδαύλιζε  κι ο ίδιος. Πολύ λίγοι από τους γνωστούς του ξέρανε τα καλά και τα πρόσχαρα τα δικά του. Το ίδιο συμβαίνει και με τους στίχους του` η επικοινωνία είναι δύσκολη. Πρέπει να τον προσέξεις, να σκεφτείς τις λέξεις του` λακωνικότητα σ’ αυτόν τον ποιητή, τελείως σπαρτιάτικη. Από την πρώτη επαφή τον αισθάνεσαι να σου εναντιώνεται, σου βγάζει μπροστά εμπόδια. Με αυτά και σε τραβάει. Σαν να έχασες κάτι δικό σου και ψάχνεις να το βρεις».

Απ’ αυτήν κυρίως την οπτική γωνία εξετάζεται στο δοκίμιο του Αλεξανδρόπουλου η « διασπορά» του Μαντελστάμ «στα χρόνια που έζησε»: από τις κορυφαίες επιτυχίες του στα μυθικά πλέον χρόνια του Αργυρού Αιώνα της ρωσικής ποίησης μέχρι την τραγική κατάληξη στο στρατόπεδο του Βλαντιβοστόκ. Η έμφαση δίνεται στην ποίηση , αλλά και η εικόνα της εποχής με τις δραματικές αντιφάσεις της διαγράφεται ανάγλυφα. Όπως και της προσωπικότητας του Μαντελστάμ: « Ήταν από τους ανθρώπους που ενώ απόξω μπορούν να φαίνονται χίλια κομμάτια, μέσα διατηρούν προσανατολισμό ζωής και προσωπικό χαρακτήρα που δεν αλλάζουν με τίποτα. Μεγάλη αρετή, όταν διαθέτεις και ισχυρή και ηθική βάση. Αν κανείς διαβάσει προσεκτικά κι επικοινωνήσει με τα ποιήματά του, θα διαγνώσει, παρ’ όλα τα θρυλούμενα γύρω από τη ζωή του και τα φερσίματά του, έναν από τους πιο ακέραιους χαρακτήρες σε μια εποχή των πιο μεγάλων χαλασμών μέσα στον άνθρωπο και γύρω του».

Η τελική συγκρότηση του τόμου συνέπεσε με τους φοβερούς καύσωνες και τις φρικτές πυρκαγιές στην αγαπημένη του Μήτσου Ηλεία. Δεν αισθανόταν καλά, αλλά από αρρώστιες και πόνο είχε μεγάλες εμπειρίες, έδειχνε πως δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία. Το Σεπτέμβρη παραδώσαμε τον Μαντελστάμ στα «Ελληνικά Γράμματα», πήγαμε σ’ ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο να πάρουμε μια ανάσα, δεν είχε όμως όρεξη και δυνάμεις ούτε για τους περιπάτους που λάτρευε. Γυρίσαμε στην Αθήνα: εξετάσεις, εισαγωγή στο νοσοκομείο, δύο απανωτές εγχειρήσεις. Όταν βγήκε στις αρχές του Δεκέμβρη, η κατάστασή του δεν άφηνε ελπίδες. Είχε στη διάθεση του λίγους μήνες.  Το Φεβρουάριο διόρθωσε τα δοκίμια, το Μάρτιο πρόλαβε να κρατήσει στα χέρια του το βιβλίο. Την τελευταία μέρα του Μαρτίου το μετάλλιο Πούσκιν που του απονεμήθηκε το παρέλαβα εγώ και παρέδωσα στον Πρεσβευτή της Ρωσίας το φρεσκοτυπωμένο Μαντελστάμ. Ξαναμπήκε στο νοσοκομείο στις 9 Απριλίου, έφυγε στις 19 Μαΐου 2008. Ο τελευταίος του χρόνος ήταν δοσμένος σχεδόν αποκλειστικά στον Μαντελστάμ.

Γράφει στην εισαγωγή πως « τα περισσότερα ποιήματα που περιέχονται στην έκδοση» είχε μεταφράσει « κατά περιόδους, σε αρκετά μεγάλη χρονική διάρκεια». Η πρώτη μετάφραση έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν ήταν ακόμα φοιτητής του Λογοτεχνικού Ινστιτούτου της Μόσχας και μέναμε στη φοιτητική λέσχη. Μας έφεραν μερικά φύλλα του Σαμιζδάτ με ποιήματα του απαγορευμένου τότε Μαντελστάμ. Τον συγκλόνισε εκείνο με την αφιέρωση στην Αχμάτοβα (1931)!

Φύλαγε παντοτινά το λόγο μου
για την καπνίλα του και την
κακή του τύχη,
για το ρετσίνι της συντροφικής
υπομονής, την ταπεινοφροσύνη
στην πίσσα του κατέργου…


 Σχολιάζοντας αυτή τη μετάφραση στην υποσημείωση της εισαγωγής, ο Αλεξανδρόπουλος έγραφε: «… είναι το πρώτο ποίημά του που μετέφρασα προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950` άρχιζε για μένα, χρόνια αποκομμένον από τη ζωντανή ροή της ελληνικής, μια πολυεπίπεδη προσπάθεια να κρατήσω ζωντανό τον εργατικό δεσμό μου με τη γλώσσα` οι στίχοι του Μαντελστάμ, όπως και του Μαγιακόφσκι, ήταν – με τις δυσκολίες τους – από τις ισχυρότερες προκλήσεις».
Μερικά ποιήματα μεταφράστηκαν εκείνο το τελευταίο καλοκαίρι. Τελικά συμπορεύτηκε με τον Μαντελστάμ για μισό περίπου αιώνα.
 
Από το Γενάρη η υγεία του επιδεινώθηκε ραγδαία και, όσο του επέτρεπαν οι δυνάμεις, προσπάθησε επίμονα να τακτοποιήσει όσα ήθελε να παραδώσει για έκδοση. Πρωτίστως τον απασχολούσε η έκδοση των διηγημάτων του Τσέχοφ που μετέφραζε από καιρό. Του Τσέχοφ τού είχε μία τελείως ιδιαίτερη αδυναμία. Είχε γράψει εκτενώς για την ξεχωριστή θέση του στα ρωσικά γράμματα στο μεταίχμιο της παλιάς και της νέας εποχής, για τη γραφή του, τόσο ανεπιτήδευτη και τόσο μοντέρνα που επηρέασε αποφασιστικά την πεζογραφία του 20ου αιώνα, για τους οικουμενικά αναγνωρίσιμους ήρωές του. Μα πιο πολύ είχε μιλήσει για τον άνθρωπο Τσέχοφ, τη μορφή του:

« Έχουμε στη γλώσσα μας μια έκφραση: ‘ το πρόσωπο του ανθρώπου είναι σπαθί’, με την έννοια ότι το πρόσωπο κάθε ανθρώπου καθρεφτίζει την αλήθεια γι’ αυτόν τον άνθρωπο, την αξία του. Και το πρόσωπο του Τσέχοφ, ένα και μοναδικό στον κόσμο, είναι από τους πιο καθαρούς καθρέφτες ψυχής, από όσους τουλάχιστον έχουν υποπέσει στη δική μου πείρα ζωής.»

Αυτή τη σκέψη που είχε καταθέσει το 1989, την αναπτύσσει πιο αναλυτικά και διεισδυτικά, αλλά το ίδιο συγκινημένα, προλογίζοντας την έκδοση των διηγημάτων του Τσέχοφ που μόλις κυκλοφόρησε: « Σε όλα του ο Τσέχοφ είναι όπως τον βλέπουμε στις φωτογραφίες πίσω από τα γυαλάκια του, σύμπτωση ανεπανάληπτη ανθρώπινης κατανόησης, έτοιμης να σε πλησιάσει, αφού όμως σταθεί λίγο πιο εκεί να σε δει καλύτερα, έκφραση αναμφισβήτητα φιλική, όσο και συγκρατημένη, εξεταστική, μα δίχως άλλο καλοπροαίρετη, συμπονετική – πολλά μπορεί να δείχνει αυτό το βλέμμα, πολλά να βλέπει, δεσπόζει όμως η δοκιμασμένη γνώση πως όλα, καλά και μη, είναι αναμενόμενα, όλα δικά μας.»

unnamed4
Το 1989 είχε σχολιάσει και τον τίτλο της βιογραφικής μυθιστορίας του Περισσότερη ελευθερία. Ο Τσέχοφ (1981), τονίζοντας πως στο συνδυασμό «περισσότερη ελευθερία» και οι δύο λέξεις είναι «εξίσου απαραίτητες». Μεταξύ άλλων έγραφε: «…είναι και η ελευθερία μια σχέση σε διαρκή ανάπτυξη, ανθρώπινη δίψα και ανάγκη , ένα αίτημα, χωρίς το οποίο και αυτή η ζωή δεν έχει νόημα, το χάνει μες στην υποταγή και στις χίλιων λογιών σκλαβιές». Ας θυμηθούμε και τον τίτλο του βιβλίου του για τον Πούσκιν: Άλλη, καλύτερη, ζητώ ελευθερία (2004).

Τον πρόλογο για τα διηγήματα του Τσέχοφ τον έγραψε το Γενάρη και ακολούθως  επιθεώρησε τις μεταφράσεις του. Υπήρχαν στον υπολογιστή του, τις εκτυπώσαμε, είχε δώσει ήδη την τελική τους διάταξη, έκανε όσες τελευταίες διορθώσεις πρόλαβε. Ωστόσο, πριν παραδοθούν μετά στον εκδοτικό, ήθελαν μία ιδιαίτερη φροντίδα, την οποία ανέλαβε η κόρη μας, Όλγα Αλεξανδροπούλου. Όσα προβλήματα προέκυπταν , τα συζητούσαμε και τα λύναμε. Εκφράζουμε τις θερμές ευχαριστίες μας στην Ελένη Κεχαγιόγλου, που ανέλαβε την εκδοτική επιμέλεια των κειμένων αυτών και την ολοκλήρωσε με ευαισθησία στην τσεχοφική γραφή, όπως την απέδωσε ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος.

Περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 501 / Νοέμβριος 2009.

unnamed5

Δεν υπάρχουν σχόλια :