Η
μάνα μου , την ημέρα της Αναλήψεως , μας έδινε την άδεια να κάνουμε το πρώτο
μπάνιο στη θάλασσα. Τότε ζεσταίνονταν τα νερά, έλεγε. Πρωί – πρωί πήγαινε στη θάλασσα
αμίλητη. Έπαιρνε νερό από τα σαράντα κύματα και έπιανε τη μαλλιαρή, μια πέτρα
με φύκια. Γύριζε στο σπίτι πάλι αμίλητη.
Έβαζε το θαλασσινό νερό και τη μαλλιαρή στα εικονίσματα μέχρι την επόμενη
χρονιά. Το καλοκαίρι άρχιζε!
Η
θάλασσα ήταν πολύ κοντά. Παρέες – παρέες παιδιών, κατεβαίναμε με τα πόδια.
Γέλια και χαρούμενες φωνές. Δεξιά και αριστερά του δρόμου χωράφια. Αλλού ελιές, αλλού αμπέλια κατάφορτα
σαββατιανό και αλλού φυστικιές με κρεμασμένα τα κλαδιά από το βάρος του μικρού
τους καρπού. Πού και πού ξεχώριζες περιβόλια και μποστάνια γεμάτα ζαρζαβατικά.
Μπροστά μας το παγοποιείο. Κάθε πρωί ο παγοπώλης πέταγε μια κολώνα πάγο σε κάθε
αυλή, για το ψυγείο. Η μάνα μου αρωμάτιζε το νερό με δυο σταγόνες ούζο.
Τα τζιτζίκια σκασμένα από τη ζέστη
τραγουδούσαν εκκωφαντικά. Στις όχθες οι λυγαριές λικνίζοντας τα κλαδιά τους μαρτυρούσαν το
μυστικό της αγάπης
όποιος
λυγαριά δεν πιάσει
την
αγάπη του θα χάσει
και
όποιος δεν τη μυριστεί
θα
την αποχωριστεί!!!!!!
Λίγο πιο κάτω άσπρα βουνά με αλάτι. Εργάτες
μέσα στον ήλιο και αλισάχνη στα αυλάκια, στις γούρνες , παντού.
Η θάλασσα , μεγάλη λαδένια πλάκα, προβάλλει
μπροστά μας. Ασημένια άμμος και καταγάλανο καθαρό νερό. Στραφταλισμοί στο
πρωινό φως και απαλοί κυματισμοί
ρυτιδώνουν ελαφρά την επιφάνειά της
διαθλώμενοι σε χρυσαφιές λωρίδες στο βυθό.
Πετάμε τα καπέλα , τα μπλουζάκια και τις
σαγιονάρες. Χοροπηδάμε πάνω στην καυτή άμμο που τσουρουφλίζει τα τρυφερά
πέλματα μας και ορμάμε στο δροσερό νερό. Ο ένας πετάει νερό στον άλλο,
παιγνίδια, βουτιές και απλωτές. Ποιος θα φτάσει μακρύτερα;
Μάθαμε να κολυμπάμε τσαλαβουτώντας στο νερό .
Ο ένας μάθαινε τον άλλο να επιπλέει και
να κολυμπάει.
- Κούνα τα χέρια σου, τα πόδια σου , άφησε το
σώμα σου ελεύθερο! Πω πω πόσο γρήγορα μαθαίνεις! Κολύμπα μέχρι τα «μαύρα» και
μετά μέχρι το φάρο. Εκεί κάτω τον βλέπεις;
Στο βάθος του ορίζοντα το πλοίο της
γραμμής νομίζεις ότι θα αγγίξει τα βουνά
του νησιού που αχνοφαίνεται.
Στην αμμουδιά οι γιαγιάδες με κομπινεζόν,
πάντα, μπαίνουν ολόκληρες μέσα στην άμμο . Αμμοθεραπεία.
Σε μια τσαντούλα μυρωδάτες κοντούλες και
ροδάκινα έτοιμα για κατανάλωση από την
πιτσιρικαρία. Γλυκειά γεύση ανακατεμένη με αλμυρό νερό.
Με τα χρόνια μεγάλωσε η παρέα , μεγαλώσαμε και
εμείς. Νέα πρόσωπα έρχονται να αλλάξουν την εικόνα, να φέρουν το διαφορετικό. Παραθεριστές
από την πόλη. Νοικιάζουν δωμάτια σε αυλές και μένουν όλο το καλοκαίρι. Συνήθως
γυναίκες και παιδιά . Οι άνδρες τους έρχονταν τα Σαββατοκύριακα.
Καινούριοι φίλοι, καινούριες παρέες , οι
πρώτοι έρωτες. Συναντήσεις στη θάλασσα και κρυφές συνεννοήσεις. Τα ήθη αυστηρά.
Τι θα πουν στο χωριό αν σε δουν να μιλάς με τους καινούριους;
Η θάλασσα όμως ήταν ο σύνδεσμος και το μέσο.
Όλοι μαζί μέσα της κολυμπούσαμε και μέσα
στο παιγνίδι και στις φωνές, ξεχώριζαν οι ερωτευμένοι . Ένα άγγιγμα, μια κουβέντα ,
ένα βλέμμα αρκούσε για το επόμενο βήμα, το ραντεβού.
Ξαπλωμένοι με τις ώρες στον ήλιο άναβαν οι
συζητήσεις, οι αναλύσεις και οι καβγάδες. Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης
συμπορεύτηκαν με την εφηβεία μας και την έντονη πολιτικοποίηση. Οι πρώτες
αμφισβητήσεις όσων μέχρι τότε ξέραμε. Οι πολιτικές νεολαίες, το πάθος, τα
όνειρα, το όραμα να είμαστε και εμείς ανάμεσα σε εκείνους που θα φτιάξουν τον
κόσμο καλύτερο. Οι νέοι από την πόλη έφερναν καινούριες ιδέες και πρωτόγνωρα
μουσικά ακούσματα και διαβάσματα. Οι αρχές του διαλεκτικού υλισμού και του μαρξισμού ταρακουνούσαν τα τελματώδη νερά των νεανικών μας
συνειδήσεων. Οι επαναστατικές ιδέες ξεσήκωναν θύελλες στο νου. Τι έχει ακούσει αυτή η
θάλασσα.!
Σιγά σιγά οι ώρες της θάλασσας μειώθηκαν και αυξήθηκαν εκείνες της αμμουδιάς.
Οι παρέες μεγάλωναν. Άλλοι μιλούσαν, άλλοι άκουγαν και άλλοι διαφωνούσαν
έντονα. Όμως έτσι , εκεί δίπλα στο κύμα,
άρχισε η μεταμόρφωση, η διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης...
...Μετά από πολλά χρόνια ακολουθώ την ίδια
διαδρομή. Κατεβαίνω στη θάλασσα περπατώντας. Τίποτε δεν είναι ίδιο. Όλα
άλλαξαν. Δεν υπάρχουν κήποι, δέντρα, αμπέλια και ελιές. Οικοδομές διώροφες ,
τριώροφες κυκλώνουν ασφυκτικά το τοπίο.
Αυθαίρετα κτίσματα και τσιμέντο. Παρκαρισμένα αυτοκίνητα και δρόμοι επικίνδυνοι.
Παντού σκουπίδια, μπουκάλια πλαστικά, γυάλινα, χαρτιά, σακούλες. Βρωμάει ο
τόπος.
Το παγοποιείο ερείπιο , έτοιμο να καταρρεύσει.
Στη θέση των αλυκών μια τεράστια έκταση χάσκει χρόνια τώρα σαν ένας μεγάλος
ηφαιστειακός κρατήρας . Σύμβολο τυχοδιωκτικών πολιτικών και κακοδιαχείρισης της δημόσιας περιουσίας.
Η παραλιακή γεμάτη πολυκατοικίες και μερικά
ξενοδοχεία.
Η θάλασσα αντέχει ακόμα την επέλαση των
ανθρώπων της πόλης που κουβαλούν μαζί τους
τη μιζέρια τους. Έρχονται με
λεωφορεία και Ι.Χ και αφού περάσουν αραχτοί τη μέρα σε μια ξαπλώστρα με φραπέ, φρέντο και τσιγάρο ακούγοντας
κάτι εκκωφαντικό που μοιάζει με μουσική
φεύγουν αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια,
σακούλες, πλαστικά ποτήρια, αλουμινόχαρτα, πάνες και αποτσίγαρα .
Η θάλασσα των παιδικών μου χρόνων έγινε βορά
στα στόματα αχόρταγων μικροαστών και νεόπλουτων. Τώρα πια δεν υπάρχουν
παραθεριστές. Υπάρχουν δραπέτες από τις φυλακές των μεγάλων αστικών κέντρων που στερημένοι χρόνια την ελευθερία τους μέσα σε
στενόχωρα διαμερίσματα και ανυπόφορες τσιμεντουπόλεις ξεσπούν με μανία στο υδάτινο κορμί της προσπαθώντας να ξεπλύνουν τα βρώμικα σημάδια ενός τρόπου ζωής που
μαρτυράει την χρόνια φθορά και την αλλοτρίωσή τους.
* Της Αναλήψεως σήμερα και η ανάρτηση αφιερωμένη στη μνήμη της μάνας μου.
1 σχόλιο :
ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ
Σήμερα είναι της Αναλήψεως
Είπε ο γραμματέας στο Δεσπότη
Την ώρα. που έφευγε βιαστικά
Καλά που μου το θύμισες παιδί μου
Πρέπει να φύγω αμέσως για την τράπεζα.
ΑΡΓΥΡΗΣ ΜΑΡΝΕΡΟΣ
Δημοσίευση σχολίου